Τά τουρκικά στρατεύματα εἰσβάλλουν στήν Κύπρο. Καί σκορποῦν τό θάνατο. Στήν Μόρφου συμβαίνει ἕνα συνταρακτικό γεγονός. Τοῦρκοι στρατιῶτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τούς φέρνουν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ ἑνός Ἑλληνοκύπριου δασκάλου. Καί τούς καταδικάζουν σέ θάνατο. Ἑτοιμάζουν τά ὅπλα. Καί στρέφουν τούς αἰχμαλώτους (ἄνδρες, γυναῖκες, μικρά παιδιά) στόν τοῖχο. Θρῆνος, κλαυθμός, ὀδυρμός. Τραγικές στιγμές γιά τούς μελλοθανάτους. Περιμένουν μέσα σέ κλίμα φόβου καί ἀγωνίας τόν Τοῦρκο ἀξιωματικό νά ἔλθει καί νά διατάξει «πῦρ».
Στρέφουν τότε τό νοῦ τους καί τήν καρδιά τους στήν Ἐλπίδα τῶν Ἀπελπισμένων. Καί προσεύχονται ὅλοι τους θερμά γιά τό τελευταῖο τους ταξίδι καί ἰδιαίτερα ὁ δάσκαλος: «Θεέ μου, συγχώρεσέ μας καί δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου». Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός ἔρχεται. Κοιτάζει τούς στρατιῶτες του μέ τά ὅπλα, κοιτάζει βλοσυρός καί τούς μελλοθάνατους. Ρίχνει μιὰ ματιά πρός τά πάνω. Μιὰ κληματαριά ἁπλώνεται καί σκεπάζει τήν αὐλή. Ζητάει ἕνα τσαμπί σταφύλι, γιά νά παρατείνει ἔτσι σκόπιμα τήν ἀγωνία τῶν αἰχμαλώτων. Παίρνει τό τσαμπί. Μά, ἐνῶ ἑτοιμάζεται νά τό φάει, ἀκούγεται δυνατή ἡ φωνή τοῦ δασκάλου:
Μήν τό φᾶς! Προχτές τό ράντισα μέ φάρμακο. Εἶναι ἰσχυρό δηλητήριο! Θά πεθάνεις!
Ὁ ἀξιωματικός μένει ἄναυδος. Καί γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
Καλά, ἀφοῦ ξέρεις, ὅτι σέ λίγο θά δώσω διαταγή νά σᾶς σκοτώσουν, γιατί δέν μέ ἄφησες νά τό φάω καί ἔτσι νά μέ ἐκδικηθεῖς;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ δάσκαλος, μέ εἰρήνη καί γαλήνη:
Εἶμαι χριστιανός. Καί τώρα πού πρόκειται νά φύγω ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί νά παρουσιασθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἤθελα νά βαρύνω τήν ψυχή μου μέ μιὰ ἁμαρτία τόσο βαρειά.
Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός συγκλονίζεται, γιά μία ἀκόμα φορά. Στρέφεται καί λέει στούς στρατιῶτες του:
Ἄν ἔβρισκα ἕναν τέτοιο Τοῦρκο, θά ἔδινα καί τή ζωή μου ἀκόμα! Μαζέψτε τά ὅπλα καί ἀφῆστε τους ἐλεύθερους ὅλους!