Ένα άγγελος ζήτησε από εμένα να προσευχηθώ γι’ αυτόν!


νας Γέροντας επε τι πρχε κάποιος ναχωρητής, πο κατοικοσε στν πι βαθι ρημο π ρκετ χρόνια κι εχε ποκτήσει χάρισμα διορατικό, στε ν συναναστρέφεται μ τος γγέλους. Κα συνέβη τ ξς: Δυ δελφο μοναχοκουσαν τ σχετικ μ᾿ ατν κα εχαν τν πιθυμία ν τν γνωρίσουν κα νφεληθον. Βγκαν π τ κελιά τους κα πήγαιναν πρς ατν μ μπιστοσύνη στν καρδιά. Κα ναζητοσαν τν δολο το Θεο στν ρημο.


στερα π μερικς μέρες πλησίασαν στ σπηλι το Γέροντα. π μακριβλέπουν κάποιον σν νθρωπο ντυμένο στ λευκ ν στέκεται πάνω σ νανπ τος λόφους πο ταν κοντ στν σιο σ πόσταση περίπου τριν σημείων.

Τος φώναξε:
«δελφοί, δελφοί».
Ατο τν ρώτησαν:
«Ποις εσαι κα τί θέλεις;»
«Ν πετε, τος ποκρίθηκε, στν ββ κενον πο θ συναντήσετε: θυμήσου ατ πο σ παρακάλεσα».
Ο δελφο ρθαν, βρκαν τν Γέροντα, τν χαιρέτισαν κα πέφτοντας στπόδια το παρακαλοσαν ν κούσουν π τ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν π᾿ ατν κα φελήθηκαν πολύ.
Το μίλησαν κα γι τν νθρωπο πο εδαν καθς ρχονταν, κα τν παράκλησή του.  Γέροντας κατάλαβε ποις ταν, λλ προσποιονταν τι δν τν ξερε. Μάλιστα λεγε: «Κανένας λλος νθρωπος δν κατοικε δ». Οδελφο μως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες κα γκαλιάζοντας τ πόδια του τνποχρέωναν ν πε ποις ταν ατς πο εδαν.
 Γέροντας τος σήκωσε ρθιους κα τος επε:
«Δστε μου τν λόγο σας τι δν θ μιλήσετε παινετικ σ κανέναν γι μένα σν γι κάποιον γιο, μέχρι ν φύγω στν Κύριο, κα τότε θ σς μιλήσω καθαρ γι τν πόθεση». κενοι καναν πως τος ζήτησε. Τος λέει λοιπόν:
«Ατς πο χετε δε ντυμένο στ λευκ εναι γγελος Κυρίου, πο ρθε δκα παρακαλε μένα τν δύναμο κα μο λέει: «κέτευσε τν Κύριο γι μένα, νξαναγυρίσω στν τόπο μου, γιατ χει πι συμπληρωθε  προθεσμία πορίσθηκε σ βάρος μου π τν Θεό». Στν ρώτησή μου «ποι εναι  ατία τς ποινς σου;» πάντησε:
«Συνέβη σ μία παρχιακ πόλη πολλο νθρωποι ν παροργίζουν τν Θε μτς μαρτίες τους γι μεγάλο χρονικ διάστημα, κα μ᾿ στειλε ν τος παιδεύσω μ εσπλαχνία. γ μως ταν τος εδα πολ ν σεβον, τος πέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μ ποτέλεσμα πολλο ν ξοντωθον. Γι᾿ ατ μοπεβλήθη  πομάκρυνσή μου π προσώπου το Θεο πο μο εχε ναθέσει τν ποστολή».
ταν το επα «κα πς εμαι ξιος ν παρακαλέσω τν Θε γι νανγγελο;», κενος επε:
«ν δν ξερα τι  Θες δέχεται τν προσευχ τν γνήσιων δούλων του, δν θ ρχόμουν κα δν θ σ νοχλοσα».
γ ναλογίσθηκα κείνη τ στιγμ τ μέτρητο λεος το Κυρίου κα τνπειρη γάπη του πρς τν νθρωπο, πο τν κανε ξιο ν μιλάει μαζί του καν τν βλέπει, πίσης ο γγελοί του ν πηρετον τος νθρώπους κα ν χουνπαφ μαζί τους, πως χει γίνει μ τος μακάριους δούλους του Ζαχαρία καΚορνήλιο κα τν προφήτη λία κα τος λλους γίους. νιωσα κατάπληξη μ᾿ατ κα δόξασα τν εσπλαχνία του».
Μετ π᾿ τ περιστατικ ατ  τρισμακάριστος πατέρας μας ναπαύτηκε. Οδελφο τν θαψαν τιμητικ μ μνους κα προσευχές. Κι μες ς πιδιώξουμε ν μιμηθομε τς ρετς ατο το Γέροντα μ τ δύναμη το Κυρίου μας ησοΧριστο, πο θέλει λοι ο νθρωποι ν σωθον κα ν φτάσουν στν πίγνωση τς λήθειάς του».
8. νας Γέροντας λεγε τι δν πρέπει κανες ν μεριμν γι τίποτε παρ μόνο γι τν φόβο το Θεο. Κα πρόσθετε:
«Κι ν ναγκασθ ν φροντίσω γι γήινη νάγκη, ποτ δν τν σκέφτομαι πρν π τν ρα της».

Μέγα Γεροντικό