Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός δέν ἐξαφανίζει τόν ἐχθρό τῶν ἀνθρώπων, τό διάβολο, πού ἐξαπάτησε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα καί συνεχίζει νά πολεμάει ἄγρια ὅλους μας; εἶναι ἕνα ἐρώτημα καί συνάμα μιά ἀξίωση πολλῶν…
Ἡ ἀξίωση αὐτή θά ἦταν εὔλογη, ἄν ὁ διάβολος μᾶς κατέβαλλε μέ τή βία. Ἀφοῦ, ὅμως, δέν ἔχει καμιά δυνατότητα νά μᾶς παρασύρει βίαια στό κακό, ἀφοῦ μόνο μέ τή δική μας συνεργασία μπορεῖ νά πετύχει τούς σκοπούς του, ἀφοῦ τό νά κάνουμε τό θέλημά του ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας προαίρεση, τότε γιατί θέλουμε νά χαθεῖ ἡ αἰτία τῆς ἐπιτυχίας μας στόν ἀγώνα ἐναντίον του, ἡ προϋπόθεση τοῦ θριάμβου καί τοῦ στεφανώματός μας;
Ἀκόμα καί στήν ὑποθετική περίπτωση πού ὁ διάβολος θά μποροῦσε νά νικήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια, πάλι δέν θά ἔπρεπε ν᾿ ἀποροῦμε, ἄν ὁ Θεός τόν ἄφηνε ἐλεύθερο στό καταστροφικό ἔργο του. Γιατί ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται ἡ νίκη του καί ἡ κυριαρχία του πάνω μας. Μέ τή θέλησή μας γινόμαστε σκλάβοι του, ὄχι ἀναγκαστικά. Αὐτό τό ἀποδεικνύουν ὅσοι τόν νίκησαν μέχρι σήμερα. Καί δέν εἶναι λίγοι. Ἀλλά καί στό μέλλον θά ὑπάρξουν πολλοί, πού θά τόν νικήσουν. Ὄχι, βέβαια, ὅλοι. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, ὅμως, εἶναι πολύ πιό σωστό καί δίκαιο οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές νά βροῦν εὐκαιρίες, γιά νά δείξουν τήν καλή τους προαίρεση, καί οἱ ράθυμοι νά τιμωρηθοῦν, παρά νά ζημιωθοῦν οἱ πρῶτοι γιά χάρη τῶν τελευταίων. Ὁ νωθρός καί ἀδιάφορος δέν ζημιώνεται ἀπό τόν ἀντίπαλό του, ἀλλ᾿ ἀπό τή δική του ραθυμία. Γιατί, λοιπόν, νά ἐξαφανίσει ὁ Θεός τό διάβολο, στερώντας ἔτσι ἀπό τούς ἀνδρείους, γιά χάρη τῶν φαύλων, τή δυνατότητα τῆς ἀνδραγαθίας;
Μέ τήν ἴδια συλλογιστική, θά μπορούσαμε νά κατηγορήσουμε καί τά μάτια, γιατί μ᾿ αὐτά ἐπιθυμοῦν τό ξένο σῶμα καί πέφτουν στήν πορνεία πολλοί, ἀλλά καί τό στόμα, γιατί μ᾿ αὐτό βλαστημοῦν καί κακολογοῦν ἄλλοι. Μήπως, λοιπόν, θά ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νά δημιουργηθοῦν δίχως μάτια καί δίχως γλώσσα; Μά τότε ἄς κόψουμε καί τά χέρια μας, πού κάνουν τόσα ἐγκλήματα, καί τά πόδια μας, πού τρέχουν στήν ἁμαρτία. Ἄς κόψουμε καί τ᾿ αὐτιά μας, πού ἀκοῦνε διηγήσεις πονηρές καί διοχετεύουν στήν ψυχή τή διαφθορά τῶν σκέψεων. Ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά, ὅμως, θά πρέπει νά έξαφανιστοῦν καί οἰ τροφές καί τά ποτά καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί τό σύμπαν ὁλόκληρο. Τί θά χρειάζονται, ἀλήθεια, τά ὑλικά κτίσματα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ὁποῖο τά δημιούργησε ὅλα ὁ Θεός, θά ἔχει ἀκρωτηριαστεῖ τόσο ἐλεεινά; Βλέπεις σέ πόσο ἄτοπα καί γελοῖα συμπεράσματα ὁδηγεῖ αὐτή ἡ σειρά τῶν συλλογισμῶν;
Ὁ διάβολος εἶναι κακός γιά τόν ἑαυτό του, ὄχι γιά μᾶς. Γιατί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε, πολλά ἔχουμε νά κερδίσουμε ἀπ᾿ αὐτόν, χωρίς βέβαια τή δική του θέληση. Ἔτσι τό θαῦμα γίνεται ἀκόμα μεγαλύτερο καί ἀποδεικνύεται ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, καθώς, ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε, ὁ διάβολος λυπᾶται καί ὑποφέρει· ὅταν, μάλιστα, ἡ βελτίωσή μας ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο, τότε εἶναι πού δέν μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει τή συμφορά του καί σκάει ἀπ᾿ τό κακό του.
Λένε μερικοί, πώς ὁ διάβολος δέν θά εἶχε ἐξαπατήσει τούς πρωτοπλάστους, ἄν δέν τοῦ τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός. Τί θά τούς ἀπαντήσουμε; Ὅτι, ἄν δέν εἶχε γίνει αὐτό, ποτέ δέν θά μάθαινε ὁ Ἀδάμ πόσο μεγάλο ἦταν τό ἀγαθό πού ἀπολάμβανε, ποτέ δέν θά λυτρωνόταν ἀπό τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἀφροσύνη του. Γιατί ὅποιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό σπουδαῖο, ὥστε νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γίνει καί θεός, πέστε μου, καί τί δέν θά τολμήσει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νά κάνει, ἄν δέν σωφρονιστεῖ μέ κάποιο τρόπο;
Ἄς ὑποθέσουμε, ὅμως, ὅτι ὁ διάβολος δέν εἶχε παρουσιαστεῖ διόλου. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἄραγε, θά ἔμενε ἀναμάρτητος ὁ Ἀδάμ; Μᾶλλον ἀπίθανο. Αὐτός πού τόσο εὔκολα παρασύρθηκε ἀπό μιά γυναῖκα, γρήγορα θά ἔπεφτε στήν ἁμαρτία μόνος του, ἀκόμα κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ διάβολος. Αὐτός πού τόσο εὔκολα ἐξαπατήθηκε ἀπό κάποιον ἄλλον, ὁπωσδήποτε καί πρίν ἀπό τήν ἐξαπάτησή του ἦταν ἀπρόσεκτος καί εὔπιστος. Ὁ διάβολος δέν θά κατόρθωνε τίποτε, ἄν ὁ Ἀδάμ ἦταν προσεκτικός καί φρόνιμος.
Γιά ποιό λόγο τότε ἔδωσε ὁ Θεός τέτοια ἐντολή στόν Ἀδάμ, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι θά τήν παραβεῖ; Μά ἀκριβῶς τό ὅτι ἔδωσε τήν ἐντολή εἶναι ἀπόδειξη τοῦ ἐνδιαφέροντός Του γιά τόν ἄνθρωπο, ἐνδιαφέροντος πολύ μεγαλυτέρου ἀπό κεῖνο πού θά εἶχε ἄν δέν τήν ἔδινε. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀδάμ, μολονότι ἦταν τόσο νωθρός στήν προαίρεση, ὅπως φανερωσε ἡ πτώση του, δέν εἶχε πάρει ἀπό τό Θεό καμιάν ἀπαγόρευτική ἐντολή, ἀλλά ἔμενε στόν παράδεισο ζώντας μέ ἀπεριόριστη τρυφή καί ἄνεση. Ἄραγε, ἡ νωχέλεια καί ἡ ραθυμία, ἀπό τήν ἄνεση αὐτή, θά τόν ὁδηγοῦσαν στό χειρότερο ἤ στό καλύτερο; Στόν καθένα εἶναι φανερό, νομίζω, ὅτι θά ἔφτανε στήν ἔσχατη κακία, ἄν δέν εἴχε καμιά φροντίδα καί κανένα περιορισμό. Γιατί, μολονότι δέν ἦταν ἀκόμα βέβαιος γιά τήν ἀθανασία του, ἔφτασε σέ τόση ἀλαζονεία καί παραφροσύνη, ὥστε νά ἐλπίζει ὄτι θά γίνει θεός, ἐνῶ μάλιστα δέν εἶχε καμιάν ἀπόδειξη ὅτι ὁ διάβολος, πού τοῦ τό ὑποσχέθηκε, ἦταν ἀξιόπιστος. Σκέφτεστε, λοιπόν, σέ ποιό σημεῖο παραφροσύνης θά ἔφτανε, ἄν εἶχε βέβαιη τήν ἀθανασία του; Θά ὑπῆρχε ἁμάρτημα, πού δέν θά τό ἔκανε; Θά ὑπάκουε ποτέ σέ καμιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Μιά ἐντολή πῆρε ἀπό τόν Κύριο καί Τόν περιφρόνησε τόσο πολύ. Ἄν δέν εἶχε ἀκούσει τίποτε ἀπ᾿ αὐτόν, γρήγορα θά ξεχνοῦσε καί τό ὅτι ἦταν πλάσμα Του.
Ἄν ἐδῶ, στή γῆ, ἡ κοινωνία μας δέν τιμωροῦσε κανέναν ἀπό τούς κακούς καί δέν τιμοῦσε κανέναν ἀπό τούς καλούς ἀνθρώπους, ὅσοι δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση καί τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά ἔφευγαν μακριά ἀπό τήν ἀρετή, πού τή συνοδεύουν πολλά προβλήματα, καί θά προτιμοῦσαν τήν κακία, πού χαρίζει πολλές ἀπολαύσεις. Ἄν πάλι ἐδῶ, στήν ἐπίγεια ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀπολάμβανε τά ἀγαθά σύμφωνα μέ τήν ἀξία του, τότε οἱ περισσότεροι θά θεωροῦσαν τή Μέλλουσα Κρίση περιττή καί ἀπίθανη.
Γιά νά μήν ἀμφισβητεῖται, λοιπόν, ἡ ἀλήθεια γιά τή Μέλλουσα Κρίση καί γιά νά μή γίνονται χειρότεροι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, περιφρονώντας τήν ἀλήθεια τούτη, γι᾿ αὐτό ὁ Θεός καί στήν παρούσα ζωή τιμωρεῖ πολλούς κακούς καί ἀνταμείβει πολλούς καλούς. Μέ τό νά μήν ἀνταμείβει ὅλους τούς καλούς ἐπιβεβαιώνει τή διδασκαλία γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Καί μέ τό νά τιμωρεῖ ὁρισμένους μόνο κακούς πρίν ἀπό τή Μέλλουσα Κρίση, ξυπνάει ἐκείνους πού ἔχουν βυθιστεῖ στόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας καί τῆς ραθυμίας. Ἔτσι, τιμωρώντας τούς κακούς, κάνει πολλούς ἄλλους ν᾿ ἀποφεύγουν τήν ἁμαρτία, ἀπό φόβο μήπως πάθουν κι αὐτοί τά ἴδια· ἀλλά καί μήν ἀνταμείβοντας ὅλους τούς καλούς, τούς κάνει νά σκεφτοῦν πώς ἡ ἀνταμοιβή τους θά δοθεῖ σέ κάποιον ἄλλο καιρό.
Γι᾿ αὐτό καί τόν Κάιν δέν τόν τιμώρησε μέ θάνατο ὁ Θεός ἀμέσως μετά τό ἔγκλημα τῆς ἀδελφοκτονίας, πού διέπραξε, ἀλλά τόν ἄφησε νά τριγυρνάει στή γῆ στενάζοντας καί τρέμοντας, ἔτσι ὥστε ὄλοι στό μέλλον, βλέποντας τίς συνέπειες τῆς πράξεώς του, νά παραδειγματίζονται καί νά σωφρονίζονται. Ἄν εἶχαν ἀκούσει ὅτι κάποιος Κάιν, πού σκότωσε τόν ἀδελφό του, θανατώθηκε γιά τό ἔγκλημά του, δέν θά ἔδιναν καί τόση σημασία στό γεγονός, ἴσως μάλιστα καί νά τό ἀμφισβητοῦσαν. Τώρα, ὅμως, πού γιά τόσα πολλά χρόνια τόν ἔβλεπαν ζωντανό νά βασανίζεται ἐλεεινά, τώρα πού τόσοι πολλοί μάρτυρες εἶδαν καί βεβαίωσαν τήν τιμωρία του, τό γεγονός ἔγινε ἀναμφισβήτητο καί πιστευτό ἀπ᾿ ὅλους τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους τόσο τῆς τότε ἐποχῆς ὅσο καί τούς κατοπινούς. Ἄλλωστε, ἄν ὁ Θεός τόν θανάτωνε, δέν θά τοῦ ἔδινε χρόνο καί εὐκαιρία μετάνοιας. Τέλος, μέ τήν προσωρινή τιμωρία πού τοῦ ἐπέβαλε ἐδῶ, ἔκανε ἐλαφρότερη τή μελλοντική αἰώνια κόλασή του· γιατί οἱ θλίψεις καί οἱ τιμωρίες, πού μᾶς ἔρχονται στήν παρούσα ζωή ἀπό τό Θεό, περιορίζουν πολύ τά βάσανα τῆς ἄλλης ζωῆς.
Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ συνήθως ὅλους μαζί, ὅσοι εἶναι ἄξιοι τῆς ἴδιας τιμωρίας, ἀλλά λίγους μόνο, ὥστε οἱ ὑπόλοιποι, βλέποντας τίς συμφορές ἐκείνων, νά μετανοοῦν καί νά διορθώνονται. Πολλές φορές, πάντως, τούς τιμωρεῖ καί ὅλους μαζί, ὅπως ἔγινε στόν μεγάλο κατακλυσμό, ἀφενός γιά νά ἐμποδιστοῦν οἱ ἁμαρτωλοί ἀπό τή διάπραξη περισσοτέρων ἁμαρτημάτων, καί ἀφετέρου γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ μεταγενέστεροι, γλυτώνοντας ἀπό τό κακό παράδειγμα τόσων δασκάλων τῆς ἀνομίας. Γιατί ἀφοῦ καί χωρίς παράδειγμα μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά διαπράξουν πολλά κακά, τί δέν θά ἔκαναν, ἄν ὑπῆρχαν πολλοί γιά νά τούς παρακινοῦν σέ ἁμαρτωλές πράξεις;
Ἄς εἴμαστε βέβαιοι, λοιπόν, ὅτι ὅλα οἰκονομοῦνται ἀπό τό Θεό γιά τό συμφέρον μας καί μόνο. Τόν τρόπο, ὅμως, μέ τόν ὁποῖο οἰκονομοῦνται νά μήν τόν ἀναζητᾶμε. Οὔτε νά δυσφοροῦμε καί νά στενοχωριόμαστε, ἐπειδή τόν ἀγνοοῦμε. Δέν εἴναι δυνατό νά γνωρίζουμε τέτοια πράγματα, ἀλλά καί δέν μᾶς συμφέρει νά τά γνωρίζουμε, τόσο γιατί εἴμαστε θνητοί ὅσο καί γιατί θά φτάναμε γρήγορα στήν παραφροσύνη. Ὁ Θεός θέλει νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν καί ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Τό λέει ὁ ἴδιος: «Δέν ἥρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς» ( Ματθ. 9 : 13). μά κι ὅταν ἀκόμα δέν θέλουν νά διορθωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια, οὔτε τότε τούς ἐγκαταλείπει. Μολονότι θεληματικά στεροῦν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν οὐράνια ζωή, ὁ Θεός τούς παρέχει ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπίγεια ζωή, ἀνατέλλοντας τόν ἥλιο Του γιά κακούς καί καλούς, στέλνοντας τή βροχή σέ δίκαιους καί ἀδίκους καί, γενικά, δίνοντας σέ ὅλους ὅ,τι χρειάζονται γιά νά ζήσουν. Ἄν, λοιπόν, τόση φροντίδα δείχνει ὁ Κύριος γιά τούς ἐχθρούς Του, πῶς θά παραβλέψει ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν ἀκολουθοῦν;
Ἔτσι, ὅταν βλέπουμε ἀταξίες καί ταραχές καί φαινομενικές ἀδικίες, ἄς μήν παραπονιόμαστε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, γιατί τίποτα δέν γίνεται στήν παρούσα ζωή χωρίς τήν πρόνοιά Του. Στήν πραγματικότητα ἡ ἀταξία καί ἡ ταραχή βρίσκονται ὄχι στά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά στό λογισμό μας. Ὅσο αὐτός παραμένει ταραγμένος ἀπό τά πάθη, πουθενά δέν θά βλέπει τάξη καί ἁρμονία. Ὅπως τά μάτια, ὅταν εἶναι ἄρρωστα, καί στό καταμεσήμερο τά βλέπουν ὅλα σκοτεινά, ἐνῶ ὅταν εἶναι ὑγιή, καί τή νύχτα ἀκόμα ὁδηγοῦν μέ ἀσφάλεια τό σῶμα, ἔτσι καί ὁ νοῦς μας, ὅταν εἶναι ὑγιής, ὅλα τά βλέπει καλά, ὅταν ὅμως εἶναι ἄρρωστος, καί στόν οὐρανό ἀκόμη ἄν τόν ὁδηγήσεις, βρίσκει κι ἐκεῖ ἀταξία καί ταραχή.
Γι᾿ αὐτό, ξαναλέω, ὁ Θεός οὔτε ὅλους τούς ἀφήνει νά φύγουν ἀτιμώρητοι ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει θεία πρόνοια, οὔτε πάλι ζητάει λόγο ἀπ᾿ ὅλους, γιά νά μή νομίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάσταση καί Μελλονντική Κρίση. Τό διάβολο, πάλι, τόν ἀφήνει νά μᾶς πολεμάει, γιά νά μή φτάνουμε μέ τόν καιρό στόν ἐφησυχασμό, γιά νά μήν πέφτουμε στή ραθυμία καί τή χαύνωση, γιά νά βρίσκόμαστε πάντα σέ ἀγωνιστική ἑτοιμότητα, γιά νά εἴμαστε κάθε στιγμή ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Μά καί τή γέεννα τοῦ πυρός ἀκόμα τήν κατασκεύασε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας, γιά νά μᾶς δώσει κίνητρο ἀγώνων καί ἀφορμή βραβεύσεων, γιά νά μᾶς τραβήξει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τό φόβο τοῦ αἰώνιου κολασμοῦ καί τήν προσπάθεια τῆς ἀποφυγῆς του.
Ἄν, λοιπόν, κάνεις κάτι καλό καί δέν ἀμειφθεῖς γι᾿ αὐτό στήν παρούσα ζωή, μή λυπᾶσαι· ἡ ἀμοιβή σέ περιμένει στή μέλλουσα ζωή, καί μάλιστα πολύ μεγαλύτερη. Ἄν, πάλι, κάνεις κάτι κακό καί δέν τιμωρηθεῖς γι᾿ αὐτό, μήν ξεθαρρεύεις· ἐκεῖ σέ περιμένει ἡ τιμωρία, ἄν δέν ἀλλάξεις καί δέν γίνεις καλύτερος.
Ταράζεσαι καί στενοχωριέσαι, ἐπειδή βλέπεις πολλούς νά ζοῦν μέσα στήν εὐτυχία καί τίς ἀπολαύσεις, μολονότι εἶναι κακοί καί ἁμαρτωλοί; Ὑποφέρεις, δηλαδή, γιά τήν ἀνεκτικότητα καί τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ; Πές μου, πόσοι ληστεύουν, πόσοι ἀδικοῦν, πόσοι δολοφονοῦν; Μήπως γι᾿ αὐτούς κατηγοροῦμε τό δικαστή; Ποτέ! Θά τόν κατηγορήσουμε μόνο ἄν, ἀφοῦ συλληφθοῦν καί ὁδηγηθοῦν μπροστά του οἱ ἔνοχοι, ἐκεῖνος τούς ἀθωώσει. Πῶς, λοιπόν, ζητᾶς εὐθύνες ἀπό τό δικαστή, πρίν παραδοθοῦν στήν κρίση του οἱ ἐγκληματίες; Ἀλλά νά σοῦ πῶ καί κάτι ἄλλο; Σκέψου τί ἔχεις κάνει ἐσύ στή ζωή σου, ἄνθρωπέ μου. Ἐξέτασε καλά τή συνείδησή σου. Τότε ὄχι μόνο δέν θά καυχηθεῖς γιά τίς πράξεις σου, ἀλλά καί τή γνώμη σου θ᾿ ἀλλάξεις καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά παραδεχθεῖς καί τή μακροθυμία Του θά ὁμολογήσεις καί τήν ἀνεξικακία Του θά θαυμάσεις. Γιατί ἄν ἦταν νά ἐπιβάλλει στόν καθένα μας, μόλις θ᾿ ἁμάρτανε, τήν ἀνάλογη τιμωρία, τό ἀνθρώπινο γένος θά εἶχε ἐξαφανιστεῖ πολύ πρωτύτερα ἀπό μᾶς.
Ἄς μή λιποψυχοῦμε, λοιπόν, γιατί δέν φροντίζουμε τόσο ἐμεῖς γιά τή σωτηρία μας, ὅσο φροντίζει Ἐκεῖνος, πού μᾶς ἔπλασε· δέν νοιαζόμαστε τόσο ἐμεῖς γιά τή ζωή μας, ὅσο νοιάζεται Ἐκεῖνος, πού μᾶς χάρισε τή ζωή. Ἔτσι, οὔτε στίς συμφορές ἀφήνει μόνιμα ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους, γιά νά μήν ἀποκαρδιώνονται, οὔτε καί στήν ἄνεση, γιά νά μή γίνονται ράθυμοι, ἀλλά μέ τήν ἐναλλαγή τῶν διαφόρων καταστάσεων ἐπιδιώκει πάντα τή σωτηρία τους.
Ἄν ἕνα πλοῖο δέν μπορεῖ νά μείνει δίχως κυβερνήτη, γιατί θά ναυαγήσει, εἶναι δυνατόν ὁ κόσμος ὅλος νά μένει ἀκυβέρνητος ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε; Ἄφησε ἕνα πλοῖο στή θάλασσα γιά μιά μόνο μέρα χωρίς καπετάνιο καί πλήρωμα, καί θά τό δεῖς νά βυθίζεται. Ἄφησε ἀφρόντιστη γιά δυό μόνο μέρες μιά μικρή καλύβα, πού κατασκεύασες στό ἀμπέλι σου γιά τίς ἀνάγκες τοῦ τρύγου, καί θά τή δεῖς νά σωριάζεται καταγῆς. Τό πλοῖο, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως κυβερνήτη. Ἡ καλύβα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίχως φροντίδα. Ἕνα δημιούργημα τόσο μεγάλο, τόσο σύνθετο καί τόσο ἀξιοθαύμαστο, ὅπως εἶναι τό σύμπαν, πῶς θά διασωζόταν καί θά λειτουργοῦσε χιλιάδες χρόνια δίχως κάποια πρόνοια; Κοίτα τήν ἀπεραντοσύνη τ᾿ οὐρανοῦ μέ τ᾿ ἀναρίθμητα ἀστέρια, κοίτα τήν ὀμορφιά τῆς γῆς μ᾿ ὅλα τά ζῶα καί τά φυτά της, καί κράξε μέσ᾿ ἀπό τήν καρδιά σου: «Πόσο μεγαλειώδη καί θαυμαστά εἶναι τά ἔργα σου Κύριε! Ὅλα μέ σοφία τά δημιούργησες» (Ψαλμ. 103:24).
Βλέπουμε ἕνα μαραγκό νά πριονίζει ξύλα, καί δέν τοῦ ζητᾶμε κανένα λόγο γι᾿ αὐτό. Βλέπουμε ἕνα γιατρό νά καυτηριάζει τίς πληγές, νά κόβει τίς σάρκες, νά τυραννάει μέ ἐξαντλητική δίαιτα κάποιον ἄρρωστο, καί δέν τόν ρωτᾶμε γιατί τά κάνει ὅλα αὐτά. Καί στό μαραγκό καί στό γιατρό καί σέ τόσους ἄλλους θνητούς καί ἄσοφους ἀνθρώπους δείχνουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί δεχόμαστε σιωπηλά, ἀνεξέταστα καί ἀδιαμαρτύρητα ὅσα κάνουν. Στόν ἀθάνατο καί πάνσοφο Θεό, ὅμως, δέν δείχνουμε ἐμπιστοσύνη καί θέλουμε νά ψιλολογοῦμε τά θαυμαστά ἔργα Του, τολμώντας μάλιστα πολλές φορές νά Τόν κατηγοροῦμε ὡς ἄδικο! Καί νά δώσουμε χρήματα στούς φτωχούς ἤ νά ὑπερασπιστοῦμε τούς ἀδικημένους δέν τό ἀποφασίζουμε εὔκολα, ἐξετάζουμε ὅμως μέ ἐπιμονή –καί, δυστυχῶς, σχεδόν πάντα μέ κακόπιστη διάθεση– γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά εἶναι ὁ ἕνας πλούσιος, ὁ ἄλλος φτωχός καί ὁ τρίτος πάμφτωχος.
Δέν σκύβουμε καλύτερα τό κεφάλι μας, δέν κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν βάζουμε χαλινάρι στή γλώσσα μας, δέν συμμαζεύουμε τό νοῦ μας καί δέν στρέφουμε τήν περιέργειά μας στή ζωή καί τά ἔργα μας; Ἄς ἐξετάσουμε μέ προσοχή τίς πράξεις μας καί ἄς ἀσχοληθοῦμε μέ τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Ἄν εἴμαστε ἐρευνητικοί καί πολυπράγμονες, ἄς ζητήσουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας λόγο γιά ὅσα κακά εἴπαμε καί κάναμε. Ἀντί, ὅμως, νά κάνουμε αὐτό, καθίζουμε τό Θεό στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καί Τόν δικάζουμε, προσθέτοντας ἔτσι κι ἄλλη ἁμαρτία στίς ἁμαρτίες μας καί προετοιμάζοντας τήν αἰώνια καταδίκη μας, τήν ὁποία εὔχομαι ν᾿ ἀποφύγουμε, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
(Ἀπό τό βιβλίο: “Θέματα ζωῆς”, Τόμος Α΄, Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς)
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.