Κάποτε ήρθε ό άββάς Άμμωνάς σε κάποιο μέρος για φαγη­τό. 


Εκεί βρισκόταν κάποιος μοναχός πού είχε κακή φήμη, γιατί είχε αμαρτωλές σχέσεις με κάποιο πρόσωπο. Συνέβη μάλιστα ή γυναίκα εκείνη να μπει στο κελί του αδελφού πού είχε την κα­κή φήμη. “Όταν το έμαθαν αυτό όσοι έμεναν στον τόπο εκείνον ταράχθηκαν. και μαζεύτηκαν λοιπόν με σκοπό να τον διώξουν από το κελί του. 

Όταν πληροφορήθηκαν πώς ό αββάς Αμμωνάς, πού ήταν και επίσκοπος, βρίσκεται στον τόπο εκείνον, ήρθαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Ό αδελφός πού κατάλαβε τι συμβαίνει, έκρυψε τη γυναίκα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Όταν μαζεύτηκε το πλήθος, κατάλαβε ό αββάς Αμμω­νάς το συμβάν άλλα για την αγάπη του Θεού σκέπασε το ζήτη­μα. 

Μπήκε λοιπόν μέσα στο κελί, κάθισε επάνω στο πιθάρι και διέταξε να γίνει έρευνα στο κελί. Εκείνοι έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν τη γυναίκα. Τότε τους λέει ό αββάς· τι πράγματα είναι αυτά πού κάνετε; Ό Θεός να σας συγχωρήσει! Είπε μια ευχή και διέλυσε το πλήθος. Έπειτα, όταν έμεινε μόνος, πήρε το χέ­ρι του αδελφού και του είπε· πρόσεχε τον εαυτό σου, αδελφέ! και έφυγε.