Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Μερικὲς εἰκόνες ἔχουν βεβηλωθεῖ, καταπατηθεῖ, παραμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κακία· τέτοια εἰκονίσματα τὰ ἀγαπᾶμε ἰδιαίτερα σὰν νὰ ἦταν εἰκόνες-μάρτυρες, εἰκόνες ποὺ θέλουμε νὰ προστατέψουμε, νὰ διατηρήσουμε, νὰ περιτυλίξουμε μὲ ἀγάπη ἐπειδὴ ὑπέφεραν τόσο θλιβερὰ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὰ σφάλματα. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ κοιτάζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὅταν εἶναι δύσκολο νὰ δοῦμε στὸν ἄλλο τὴν ὡραιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ μελετήσουμε βαθειὰ τὸ ἱερὸ βεβηλωμένο εἰκόνισμα, τότε εἶναι ἡ στιγμὴ γιὰ νὰ ἐξασκήσουμε ὅλη τὴ δύναμή μας, ὅλη τὴν ἀγάπη μας, ὅλη τὴν εὐλάβειά μας σὲ μία προσπάθεια νὰ κάνουμε τὴν εἰκόνα αὐτὴ ποὺ δὲν εἶναι ζωγραφισμένη στὸ ξύλο ἀλλὰ στὴν ψυχὴ ἑνὸς ἄνθρωπου, σ’ ὅλο τὸ εἶναι καὶ τὴν προσωπικότητά του, ἐξαγνισμένη, θεραπευμένη, καθαγιασμένη γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἕνα εἰκόνισμα ποὺ νὰ ὑπάρχει γιὰ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν κάποιος συμπεριφέρεται ἄσχημα τὸν νομίζουμε πάντοτε γιὰ κακὸ ἄνθρωπο χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι συχνὰ ὁ ἄλλος πολὺ τὸ θέλει νὰ εἶναι καλός, πολὺ θέλει τὸν κάθε λόγο του νὰ εἶναι ἁγνός, τὶς σκέψεις καὶ τὴν καρδιὰ του ἁγνές, τὶς ἐνέργειές του σωστές, ὅμως ἁπλῶς δὲν ἔχει τὴ δύναμη, εἶναι γαντζωμένος στὶς παλιὲς συνήθειες, τὶς πιέσεις τοῦ περιβάλλοντός του, τὴν ψεύτικη ντροπὴ καὶ τόσα ἄλλα. Ἐξακολουθεῖ λοιπὸν νὰ δρᾶ λανθασμένα. Ἐμεῖς ὅμως θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ἐλευθερώσουμε. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν βλέπαμε ὅπως τὸν βλέπει ὁ Θεός, μὲ οἶκτο, ὅπως θὰ ‘βλεπε κανεὶς ἕναν ἑτοιμοθάνατο ἄρρωστο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γινόταν καλὰ ἂν μόνο τοῦ προσφερόταν ἡ σωστὴ παρακολούθηση.
Ὁ καθένας μας θὰ μποροῦσε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ὁ ἄλλος: νὰ κοιτάξει ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν λυπηθεῖ ποὺ εἶναι κακός, ὀξύθυμος, ἐκδικητικός, ἁμαρτωλὸς μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο· νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ τοῦ στρέψει τὴ φωτεινὴ πλευρὰ τῆς ψυχῆς του, νὰ τοῦ πεῖ ὅτι οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια του δὲ θὰ τὸν ἀπατήσουν ὅσο ἄσχημα καὶ ἂν εἶναι διότι γνωρίζει ὅτι εἶναι ἕνας τύπος, μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀμυδρὴ καὶ παραμορφωμένη καὶ ὅτι παρ’ ὅλα αὐτὰ στὸ πρόσωπό του προσκυνᾶ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀγαπᾶ σὰν ἀδελφό.
Αὐτὸ ἴσως νὰ κοστίζει πολλὰ ἂν ὅμως τὸ κάνετε μία ἤ δυὸ φορὲς καὶ δεῖτε τὸ πῶς ἕνα πρόσωπο ἀλλάζει ἐπειδὴ τὸ πιστεύετε, ἐπειδὴ ἔχετε ἀναπαύσει ἐπάνω του τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοϋ, σὲ τί κόσμο ἀλήθεια δὲ θὰ ζούσαμε – ἕναν κόσμο ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης.
Ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε ἕνα μὲ τὸ Χριστὸ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων πρέπει ὅταν κοινωνοῦμε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ γίνουμε ἕνα μαζί Του ἐδῶ στὴ γῆ, νὰ μοιραζόμαστε τὸ πεπρωμένο ποὺ Ἐκεῖνος διάλεξε, νὰ γίνουμε μὲ τρόπο ἀνεξιχνίαστο ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὥστε Ἐκεῖνος νὰ ζεῖ μέσα μας κι ἐμεῖς μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ ἀπεριόριστη θεϊκὴ ἀγάπη γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀγάπη κι ἔπειτα νὰ Τοῦ μοιάσουν τόσο πολὺ ποὺ νὰ ἀποτελέσουν πάνω στὴ γῆ μάρτυρες τῆς σαρκωμένης, ζωντανῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιπλήττει τὴ Μάρθα ἐπειδὴ κάνει μία ἀναγκαία δουλειά, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ δὲ μᾶς ἀπαγορεύει νὰ δίνουμε στὸν Καίσαρα αὐτὸ τὸ ὁποῖο τοῦ ἀνήκει δικαιωματικά. Τὴν ἐπιπλήττει ἐπειδὴ εἰσάγει στὴ δουλειὰ της τὴν ἀνησυχία, ἐπειδὴ εἶναι τόσο ἀπορροφημένη σὲ ἕνα ἔργο ἐφήμερο καὶ προσωρινὸ ὥστε νὰ κινδυνεύει νὰ ξεχάσει τὸν ἑαυτό της καὶ τὸ Χριστὸ ὁ ὁποῖος κάθεται μερικὰ πόδια μακριά της καὶ μιλάει προφέροντας λόγους ζωῆς οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ζωντανέψουν τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὸ μεδούλι του. Δὲ μᾶς λέει νὰ μὴν ἐργαζόμαστε ἀλλὰ νὰ μάθουμε ἀπὸ τὴ Μαρία ἐνῶ κάνουμε μία δουλειὰ νὰ εἴμαστε σὲ συνεχῆ ἐπαγρύπνηση, ν’ ἀκοῦμε ὅλη τὴν ὥρα ἀπὸ τὰ βάθη τῶν καρδιῶν μας τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, τὴ φωνὴ τῆς συνείδησης.
Δὲ σωζόμαστε μὲ τὸ νὰ θυμούμαστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑποχρεώνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀνήσυχα, μὲ μία ἐπαναστατημένη καρδιὰ νὰ τὶς ἐκπληρώνει· πρέπει νὰ διεισδύσουν τόσο βαθειὰ μέσα στὰ κόκκαλά μας, τόσο τέλεια ποὺ ἡ ἐκτέλεσή τους νὰ εἶναι μία φυσικὴ κίνηση τῆς καρδιᾶς καὶ ὄχι ἁπλῶς μία πράξη ὑπακοῆς σὲ ἕνα νόμο ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὰ ἔξω.
Τί εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς σώσει; Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ζωὴ δὲν εἶναι πιὰ ζωή, ὅτι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ἔχουν γίνει ἀπάνθρωπες, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξ αἰτίας μας ὁ κόσμος μας γίνεται πιὸ τρομακτικὸς ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, πιὸ κρύος, πιὸ σκληρὸς καὶ πιὸ ἐπικίνδυνος. Ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ ἦλθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς σώσει ὄχι μὲ μία ἀλλαγὴ στὸν πλησίον μας ἄλλα στοὺς ἑαυτούς μας.
Εἴμαστε σὰν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταδικαστεῖ σὲ θάνατο, ὄχι μὲ τραγικὸ τρόπο ἄλλα μὲ τρόπο δοξασμένο. Οἱ ἴδιοι ἔχουμε ἤδη προσφέρει τὶς ζωές μας, ἂν βέβαια πιστεύουμε ὅτι τὸ Βάπτισμά μας δὲν ὑπῆρξε μία μάταιη, ἄδεια τελετή. Ἡ ζωή μας δὲ μᾶς ἀνήκει πιά, εἶναι δοσμένη.
Πολὺ συχνὰ παρερχόμαστε τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου καὶ δὲν ἀνοίγουμε τὴν πόρτα στὸ Θεὸ ποὺ θὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ μπεῖ μέσα καὶ νὰ κάνει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο σέ μᾶς.
Ὁ κόσμος θὰ γίνει ἕνας καλύτερος κόσμος ἂν ἀντὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν ἕνα κοπάδι φοβισμένων προβάτων τὸ συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἴμαστε οἱ πολεμιστὲς τοῦ Χριστοῦ, σταλμένοι μέσα στὸν κόσμο ὥστε νὰ κατακτήσουμε τὸ κακὸ γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ εἶναι θύματά του.
Ἂς μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ ὄχι παθητικά, ὄχι ρωτώντας τί ὁ χρόνος θὰ μᾶς φέρει ἤ θὰ μᾶς δώσει ἀλλὰ ρωτώντας τοὺς ἑαυτούς μας: «Τί νὰ φέρω ἐγὼ στὸν κόσμο γιὰ νὰ γίνει καλύτερος, γιὰ νὰ κάνω νὰ λάμψει ἔστω καὶ μία ἀκτίδα φωτὸς γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ θὰ συναντήσω στὸ δρόμο μου;»