bolta-sto-koimitirio
(Σκέψεις στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Παραβολή Πλούσιου και Φτωχού Λαζάρου, Λουκ. ιστ’., 19-31

Το καλύτερο μάθημα για τα παιδιά μας θα ‘ναι να τα πάρουμε μια Κυριακή και να πάμε στο κοιμητήριο. Βέβαια, σήμερα, θα πεις ότι τονε διώξαμε μακριά τον θάνατο. Θα πεις σε κάποιον “είμαι π.χ το κοιμητήριο” κι αυτός θ’ αρχίσει να φτύνει τον κόρφο του.
Ο πολιτισμός μας πέταξε στην άκρη τον θάνατο και τον παρουσίασε φρικιαστικό γιατί ο θάνατος εργάζεται την αίσθηση της ευθύνης.
Ο πολιτισμός μας πλέον κοιτά πως να μας κάνει να αισθανόμαστε ανεύθυνοι.

Αν έχουμε αυτήν την αίσθηση ανευθυνότητας, τότε άμεσα γινόμαστε κι αναίσθητοι. Μας νοιάζει μόνο ο εαυτός μας.
Περνάμε μια ζωή σαν να ‘ναι ένας στίβος μάχης με το χρόνο. Τίποτε να μη θυμίζει θάνατο, θάνατο και πολυκαιρισμό.
Οι καιροί δε μας θέλουν να φαινόμαστε κουρασμένοι και κουραζόμαστε για να διατηρήσουμε την εικόνα του ακούραστου αυτή.
Είναι σα να έχουμε μέσα μας ένα εικονοστάσι και μέσα σ’ αυτό να έχουμε θρονιάσει την εικόνα του αγέρωχου εαυτού μας.
Μέρα με τη μέρα πασχίζουμε να κλέβουμε λάδι από όνειρα κούφια: να βγάλουμε λεφτά, να μη γεράσουμε ποτέ. Ως εκεί… Κι αν δε ξέρουμε όλη την αλήθεια, ας πάμε μέχρι το κοιμητήριο για να τη δούμε.
Οι νεκροί είναι σοφότεροι απ’ τον καθέναν μας. Είναι σοφότεροι γιατί ξέρουν όλη την αλήθεια.
Και βλέπουν πόσο μάταιοι ήταν αγώνες για τις κοσμικές δόξες, την καταξίωση, το λαμπρό μέλλον- που τόσο μας έχουν κατά καιρούς απασχολήσει. Ο πλούσιος της παραβολής δεν είναι μόνο αυτός που θέλει να καλοπερνά στα πλούτη του.
Τα πλούτη του αυτά, στ’ αλήθεια αλυσίδες. Ο αποκλειστικός αγώνας για την καλοπέραση και την διατήρηση της εικόνας μας, δεν έχει να κάνει με τα χρήματα.
Έχει να κάνει με ό, τι μας σκλαβώνει. Καλοπερνάς, όταν θες να επιβάλλεσαι στον άλλον. Καλοπερνάς, όταν θες να το παίζεις αφεντικό, στις σχέσεις σου, μες το σπίτι, στην δουλειά σου, στο σχολείο σου.
Καλοπερνάς, όταν δεν μπορείς να μπεις λίγο στη θέση του άλλου. Στα πάντα θέλουμε να επικρατούμε ‘μεις.
Έτσι αισθανόμαστε μονάχα τάχα ζωντανοί γιατί δεν ασκηθήκαμε στην Αγάπη, δεν μοιραστήκαμε με τους άλλους, τους πετάξαμε ένα ξεροκόμματο, έτσι να πορεύονται, όπως ο πλούσιος πέταγε στο Λάζαρο.
Ο Λάζαρος δε στέναξε όσο ήταν στη ζωή, είχε ελπίδα. Ο πλούσιος δεν είχε καμιά. Τα πάθη του τον είχανε πεθάνει.
Ο ίδιος θάνατος συνεχίζονταν στον Άδη, με άλλη μορφή. Ίδια ζωή όμως αγγελική, έζησε ο Λάζαρος στην αγκαλιά του Αβραάμ.
Ζούσε παράδεισο, όσο ήταν ακόμα στη ζωή. Ήτανε λεύτερος, είχε ανάσταση η ζωή του, μολονότι βρόμικος και πενιχρός, πληγές γιομάτος ζητιάνευε στο δρόμο.
Όσο ανάβουμε το καντήλι του εαυτού μας, τόσο πασχίζουμε και θάνατο ζούμε.
Ε, ας πάμε τα παιδιά μας στο κοιμητήριο να διδαχθούνε όλη την αλήθεια.
Ιάσων Ιερομ.