Αὐτό πού ὅλοι μας ξέρουμε καί πού ὅλοι μας βιώνουμε, εἶναι ἡ κρίση, πού πολλές φορές ὑπάρχει στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, μιά κρίση πού φαίνεται, ὅτι γίνεται ὁλοένα μεγαλύτερη καί ριζικότερη, ἀφοῦ πιά ἡ ἀδυναμία τῆς ἐπικοινωνίας καί τῆς ἐπαφῆς ἔχει ἀγγίξει καί τό σπίτι τοῦ καθενός. Πολλές φορές προσπαθοῦμε νά βροῦμε τήν ἄκρη καί νά θεραπεύσουμε τά προβλήματα. ῞Οταν μάλιστα κανείς ἔχει τήν εὐλογία, τή χαρά καί τήν τιμή νά ἐπικοινωνεῖ με νέους ἀνθρώπους, βλέπει πόσο πιό τραγική γίνεται ἡ κατάσταση, ἀφοῦ συνήθως πρῶτοι οἱ νέοι εἰσπράττουν τήν ἀδυναμία τῆς ἐπικοινωνίας καί ἀφοῦ ὑπάρχουν παιδιά, πού ἔχουν χάσει τό χαμόγελο μέσα στό ἴδιο τους τό σπίτι. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι ψάχνουμε νά βροῦμε τήν ἄκρη καί τή λύση καί δέν τίς βρίσκουμε καί μεγαλώνουμε τά ἀδιέξοδα καί τά κάνουμε τραγικότερα, ὅταν μάλιστα αὐτά συνδυάζονται μέ σύγχρονους ρυθμούς ζωῆς ἀλλά καί μ’ ἕναν σκοτασμό, πού ὑπάρχει μέσα στό νοῦ πολλῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καί σέ κείνους οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται ὅτι εἶναι μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἀκριβῶς γιά νά μᾶς φανερωθεῖ ἡ διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία μιλάει περί τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοός, κάνοντας τήν διάκριση ἀνάμεσα στό νοῦ καί τή διάνοια κι ἔτσι μόνο μπορεῖ κανείς νά καταλάβει τί ἀκριβῶς συμβαίνει.


῞Οταν ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος, τότε ὁ ἄνθρωπος παραπατάει, ὅσο σπουδαῖος καί ἄν εἶναι κατά κόσμον. Κι ὅμως, σ’ αὐτήν τήν περιπλάνηση καί τήν ἀναζήτηση, ὑπάρχει λύση. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα τό ἀνθρώπινο, για τό ὁποῖο νά μήν ὑπάρχει λύση, ἀφοῦ οὐσιαστικά Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ ἀπάντηση καί ἡ λύση εἶναι χθές καί σήμερα ὁ Αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας. Καί Αὐτός εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, θά ἔλεγα ὅλη ἡ ῾Ιστορία, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων πού λέχθηκαν γιά τόν Χριστό ἀπό τόν Γέροντα Συμεών• «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». ῞Ολη ἡ ῾Ιστορία ἀπό τότε μέχρι σήμερα εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς προφητείας καί οὐσιαστικά ἡ ῾Ιστορία πορεύεται ὄχι κατά κεῖ πού οἱ ἄνθρωποι νομίζουν πώς θά τήν ὁδηγήσουν ἀλλά κατά κεῖ πού πραγματικά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο.


Ἐρχόμαστε λοιπόν νά δοῦμε τί ἀκριβῶς συμβαίνει μέσα στίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτές οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σχέση του καί πρός τόν Θεό ἀλλά καί πρός τόν ἄνθρωπο. Εἶναι τραγικό νά ἐπιχειροῦμε νά κατανοήσουμε τόν ἄνθρωπο τῆς ὁποιασδήποτε ἡλικίας, χωρίς ποτέ νά ἔχουμε κατανοήσει ποιός τελικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πῶς λειτουργεῖ, πῶς ὑπάρχει, ποιά εἶναι ἡ δομή του, δηλαδή βασικά, καίρια θέματα.῾Η ᾿Εκκλησία μᾶς παρουσιάζει τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ποιός εἶναι ὁ Χριστός; Εἶναι ὁ ᾿Ενανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί τί μᾶς λέει; ῞Οτι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἀσυγχύτως» καί «ἀδιαιρέτως». Δύο ἐπιρρήματα τά ὁποῖα εἶναι κλειδιά. Τί εἶναι τό «ἀσυγχύτως» καί τί εἶναι τό «ἀδιαιρέτως»; Εἶναι οἱ δύο λέξεις πού ἀποτελοῦν τό θέμα μας.

Ἡ ᾿Ελευθερία καί ἡ ᾿Αγάπη. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκε ἡ Θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ ᾿Ενανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σ’ αὐτή τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων διατηρεῖται ἀκέραια ἡ ταυτότητα καί ἡ καθαρότητα τῆς κάθε μιᾶς. ῾Η ἀνθρώπινη φύση μας δέν ἀπορροφᾶται ἀπό τή θεία, ἀλλά διατηρεῖ τήν ἑτερότητά της. Αὐτή εἶναι ἡ ᾿Ελευθερία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦρθε νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀναγκαστικά. Θά δοῦμε καί στή συνέχεια, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε ἐλεύθερους. Καί εἶναι ὁ μόνος πού πῆρε στά σοβαρά τήν ᾿Ελευθερία μας. ᾿Εμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεικνύουμε ἀπό τήν καθημερινότητά μας, ὅτι αὐτή μας τήν ᾿Ελευθερία δέν τήν πήραμε στά σοβαρά. Κι ὁ Θεός, ἀκόμα κι ὅταν θέλησε νά ἀνορθώσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, καί πάλι ἀκολούθησε μία πορεία τῆς ὁποίας τό κύριο χαρακτηριστικό εἶναι ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ σεβασμός τῆς ᾿Ελευθερίας του. Αὐτό λοιπόν εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο συνιστᾶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

῾Ο Θεός κινεῖται μέ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἐδημιούργησε, ἐκείνου τοῦ ὁποίου σεβάστηκε τή δυνατότητα ἀκόμα καί νά πεῖ ὄχι στό Θεό, καί ὁ ἄνθρωπος εἶπε ὄχι στό Θεό, καί ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά δέν ἀχρηστεύει, δέν ἀφομοιώνει, δέν καταργεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση. ῾Ο Θεός λοιπόν οἰκοδομεῖ τή σχέση του μέ τόν ἄνθρωπο μέσα στά πλαίσια τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης, κινεῖται ἀπό ἀγάπη στόν ἄνθρωπο. Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μιλοῦν γιά ἕνα Θεό ὁ ὁποῖος σέ μιὰ παραφορά ἐρωτικῆς ἀγαθότητος «ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται». Βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό Του καί ἔρχεται νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο. Αἰτία, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του. Καθώς κινεῖται πρός τόν ἄνθρωπο, ἔρχεται νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση Του, αὐτό πού ἔχουμε κοινό ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

Εἶναι σημαντικό νά θυμηθοῦμε, ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουμε μέ τόν τρόπο τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργημένος, γιατί αὐτό εἶναι τό καλούπι μας. ῾Ο Θεός εἶναι ἕνα καί τρία μαζί. Εἶναι ἕνας κατά τήν Οὐσία καί Τριαδικός κατά τίς ὑποστάσεις. Κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πλασμένος εἶναι ἕνας κατά τήν ἀνθρώπινη φύση καί πολλαπλοῦς κατά τίς ὑποστάσεις. ᾿Αλλά αὐτές οἱ πολλές ἀνθρώπινες ὑποστάσεις, στό πλαίσιο τῆς ἴδιας ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἐκεῖνες πού συνιστοῦν τόν ἄνθρωπο πιεστικά. ᾿Από τή μιά μεριά θεμελιώνουν τή δομή του κι ἀπ’ τήν ἄλλη τοῦ προτείνουν τό ὅραμά του. Διότι ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά συγκροτήσει μέσα του τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τά πολλά ἀνθρώπινα πρόσωπα νά συγκροτήσουν τήν ἀγαπητική κοινωνία, κατ’ εἰκόνα τῆς τριαδικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ᾿Αγάπη. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε νά ΕΙΝΑΙ καί ὄχι νά ἔχει ᾿Αγάπη. ῾Η διαφορά εἶναι πάρα πολύ σημαντική. ῞Οσοι λένε ὅτι ἔχουν ἀγάπη, ἔχουν μόνον ἐγωϊσμό. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Αὐτός πού εἶναι ἀγάπη, δέν ἀλλοιώνεται. Δέν ἀλλοιώνεται ἀπό τήν κακία τῶν ἄλλων, ὅπως ὁ Θεός πού εἶναι ᾿Αγάπη, ἀνατέλλει τόν ἥλιο Του ἐπί ἀγαθούς καί πονηρούς, καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους. Καί γι’ αὐτό φανερώνουμε πόσο ἀγνοοῦμε τό Θεό ὅταν μερικές φορές ζητᾶμε νά ἔρθει τιμωρός σέ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι παραβιάζουν τό θέλημά Του.

Ὁ Θεός λοιπόν γενόμενος ἄνθρωπος χαίρεται τήν ᾿Ελευθερία μας καί μᾶς πλάθει ἀπό τήν ἀρχή ἐλεύθερους. Καί τώρα πού ἔρχεται νά μᾶς θεραπεύσει, ἔρχεται μ’ ἕνα σεβασμό στό ἀνθρώπινο πρόσωπο. ᾿Ανακαινίζει τήν ἀνθρώπινη φύση ἀλλά ἀφήνει τήν ἐλευθερία στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο νά κάνει δική του αὐτή τή Θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος θεραπεύτηκε ἀπό τό θάνατο, ἀλλά ἄν τό κάθε συγκεκριμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο θά ἀποδεχθεῖ στή ζωή του αὐτή τή θεραπεία εἶναι θέμα τῆς δικῆς του ἐλευθερίας. Βέβαια, τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος σημειώνει καί μιά ἄλλη πραγματικότητα, τήν ὁποία πολλές φορές ξεχνᾶμε. Σημαίνει ὅτι εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἐλευθερία του. Μιά καίρια ἀλήθεια, τήν ὁποία τήν ἀγνοοῦμε καί γι’ αὐτό κάνουμε πολλές ζημιές.

Σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός λοιπόν, γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν τελική εὐθύνη γι’ αὐτήν. Εἶπε στόν πρῶτο ἄνθρωπο ὁ Θεός• «᾿Ιδού, δέδωκα ὑμῖν τήν ζωήν καί τόν θάνατον»• διάλεξε. Κι ὁ ἄνθρωπος διάλεξε τόν θάνατο. Δέν τιμώρησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος τιμώρησε τόν ἑαυτό του, στερώντας τον ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπ’ αὐτό πού συνιστοῦσε τήν ὑπόστασή του. Καί τώρα πάλι μᾶς βεβαιώνει ὁ Χριστός ὅτι «δέν ἦρθα νά κρίνω τόν κόσμο, ἦρθα νά σώσω τόν κόσμο». Κι ὁ Χριστός μᾶς σώζει ὄχι μέ κάτι πού κάνει ἀλλά μ’ αὐτό πού εἶναι. Γιατί ἀκριβῶς γι’ αὐτό εἶναι Σωτήρας ὁ Χριστός, γιατί στό πρόσωπό Του ἑνώνει τή δική μας θνητότητα καί κτιστότητα μέ τό ἄκτιστο καί ἀθάνατο τό δικό Του. Μέσω τῆς κοινωνίας τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νά ὑπερβοῦμε τή δική μας θνητότητα. Γι’ αὐτό μᾶς λέει πάλι, ὅτι «οὐσιαστικά δέν εἶμαι ἐγώ πού κρίνω τόν κόσμο». ᾿Αλλά νά ποιά εἶναι ἡ κρίση• ὅτι ἐνῶ τό Φῶς ἦρθε στό κόσμο, οἱ ἄνθρωποι ἐπέλεξαν τό σκοτάδι ἀντί γιά τό Φῶς. Εἶναι λοιπόν ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο Θεός λοιπόν ἔτσι σχετίζεται μέ μᾶς. Μέ τήν ἀγάπη Του καί τήν ἐλευθερία Του. Μέ τήν ἀγάπη πού ἔρχεται νά μᾶς δημιουργήσει καί μετά τήν πτώση μας καί μέ τό σεβασμό τῆς ἐλευθερίας μας ἀπό τήν πλευρά Του, νά μᾶς ἀνακαινίσει, καθώς τήν τελική εὐθύνη τήν ἀφήνει στό δικό μας θέλημα ἔχοντας ὅμως δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας μας.

῾Η σχέση τώρα, τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. ῞Ενα μεγάλο θέμα. Μιά προσεκτική ματιά θά μᾶς κάνει νά δοῦμε ὅτι πολλές φορές εἴμαστε μάρτυρες μιᾶς μεγάλης ἀρρωστημένης θρησκευτικότητας. ῾Υπάρχουν ἄνθρωποι πού εἶναι ἄρρωστοι θρησκευτικά, πού ἔχουν ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα. Μιά θρησκευτικότητα, πού στερεῖται καί τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη. ᾿Αρρωστημένη θρησκευτικότητα ὅσον ἀφορᾶ στόν ἑαυτό μας, ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα ὅσον ἀφορᾶ αὐτήν πού πᾶμε νά προσφέρουμε στούς ἄλλους.

Ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό; Εἶναι μιά ὑπεύθυνη σχέση, καί εἶναι μιά σχέση ἐλευθερίας καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά, εἴπαμε γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος στό Θεό πηγαίνει ἐλεύθερα. Τί σημαίνει ἐλεύθερα; Σημαίνει ὑπεύθυνα. Σημαίνει ὅτι πηγαίνει ἐν ἐπιγνώσει. Σημαίνει ὅτι δέν ζητάει ἀπό τόν Θεό νά τοῦ κάνει τό κέφι του ἀλλά ζητάει νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια καί τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Πηγαίνει ὑπεύθυνα, πού σημαίνει, πηγαίνει γιατί ἐμπιστεύεται τό πρόσωπό Του καί τό Λόγο Του. Καί τό ἐμπιστεύεται «κατά πάντα καί διά πάντα». Δέν ζητάει ἀπό τό Θεό, σάν τόν Φαρισαῖο, νά εἶναι μάρτυρας τῆς καλωσύνης του καί τῆς ἀρετῆς του. Γιατί; Γιατί ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης ἔρχεται νά μᾶς φανερώσει πόσο ἄρρωστοι εἴμαστε πολλές φορές. Γιατί ἄρρωστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού λειτουργεῖ ἐγωϊστικά, ἄρρωστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δέν εἶναι ᾿Αγάπη, ὅσο κι ἄν λέει ὅτι ἔχει ᾿Αγάπη. Γιατί αὐτό πού λέμε ὅτι ἔχουμε, τό διαψεύδει ἡ καθημερινότητά μας.

῾Η σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό λοιπόν, εἶναι μιά σχέση εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος πηγαίνει ὄντως στό Θεό καί πηγαίνει γιατί Τόν ἐμπιστεύεται, Τόν ἀγαπᾶ. Τί σημαίνει Τόν ἐμπιστεύεται; Λέει ἡ ᾿Οπισθάμβωνος Εὐχή• «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον». Αὐτό ἔχει καί μιά δεύτερη ἀνάγνωση. ῞Ο,τι κατέρχεται ἄνωθεν εἶναι «δόσις ἀγαθή» καί «δώρημα τέλειον». Δηλαδή; Δηλαδή καί μία ἀρρώστεια καί μία δοκιμασία καί ἕνας θάνατος.᾿Εμεῖς ὅμως, πού δέν κατανοήσαμε τή σχέση μας αὐτή, οὐσιαστικά δέν ἐμπιστευόμαστε τόν Θεό. Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός τότε τά λέει καλά, ὅταν συμφωνεῖ μαζί μας, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε μιά λαθεμένη θρησκευτικότητα.

᾿Εμπιστεύομαι λοιπόν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν πηγαίνω στόν Θεό μέ τό ζόρι. ῾Ο Θεός, οὔτε ἐμένα οὔτε ἐσᾶς ἔχει ἀνάγκη. ῾Υπῆρχε πρίν ἀπό μᾶς καί μπορεῖ νά ὑπάρχει καί χωρίς ἐμᾶς. Κι εἶναι σημαντικό νά τό καταλάβουμε. Γιατί μερικές φορές θεωροῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος σέ μᾶς, γιατί νηστεύουμε, γιατί πᾶμε στήν ἐκκλησία. Εἶναι γνωστή ἡ φράση πού προέρχεται ἀπό τά χείλη, πολλές φορές, εὐσεβῶν ἀνθρώπων «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Δηλαδή, τί ὄχι σέ σένα; Τί σέ μένα; Τί σημαίνει αὐτό τό ἐρώτημα; Πόσο λίγο ἐμπιστευόμαστε. Καί δέν καταλάβαμε κάτι. ᾿Ακριβῶς γι’ αὐτό σέ μᾶς. Γιατί ἔχουμε οἰκοδομήσει μιά λαθεμένη οἰκοδομή καί ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει δέν μᾶς ἀφήνει στήν πλάνη μας καί μᾶς παραχωρεῖ τή δοκιμασία πού φέρνει στήν ἐπιφάνεια ποιοί πραγματικά εἴμαστε.

Κάποτε ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐργάστηκε χρόνια ὁλόκληρα μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἀσθένησε, καί εἶπε αὐτό: «Γιατί, Θεέ μου, σέ μένα;». Κι ἐγώ τοῦ παρήγγειλα: «Γιατί ὄχι σέ σένα; πρῶτον, καί δεύτερον, τό ἐρώτημά σου εἶναι καί ἡ ἀπάντηση. ῞Οταν παλιότερα ἐσύ πήγαινες σέ κάποιον ἀσθενή νά τόν παρηγορήσεις, τί τοῦ ἔλεγες; Γιατί δέν τά λές τώρα στόν ἑαυτό σου; ᾿Από αὐτή τήν καλουπιά ὁ Θεός πάει νά σέ βγάλει». Καί ἔτσι ἤτανε. ῾Ο Θεός ἑτοίμασε τό πρόσωπο αὐτό, τό ὡρίμασε. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι». Καί ἡ σωτηρία εἶναι ἡ ζωή μέ ᾿Εκεῖνον.

Εἶναι πολύ σημαντικό λοιπόν νά προσέξουμε μήπως ἡ θρησκευτικότητά μας καί ἡ πίστη μας εἶναι ἀρρωστημένη. Γιατί ἡ ἀρρωστημένη θρησκευτικότητα ἐπηρεάζει τήν κατάσταση τοῦ σπιτιοῦ μας, ἐπηρεάζει τήν ἀγωγή πού δίνουμε στά παιδιά μας καί πολλές φορές ἐξηγεῖ γιατί εἶναι ἀποτυχημένη αὐτή ἡ ἀγωγή, ὅταν ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ποῦμε ἀκόμα καί σ’ Αὐτον, ὄχι. ᾿Εμεῖς θέλουμε νά τ’ ἀπαγορεύσουμε αὐτό ἀπό τά παιδιά μας. ᾿Από ἀγάπη, λέμε. Σά νά μή μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Θεός. ῎Ετσι λοιπόν, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μιά ὑγιής σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο ἔχει αὐτά τά δύο θεμέλια. Τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού πηγαίνει ἐλεύθερα στόν Θεό γιατί Τόν ἀγαπᾶ καί Τόν ἐμπιστεύεται καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

῎Ας ἔρθουμε ὅμως λιγάκι πιό κοντά σέ πιό ἀνθρώπινα πράγματα. Τί συμβαίνει μ’ ἕνα ζευγάρι ἀνθρώπων; Ποῦ θεμελιώνεται αὐτή ἡ σχέση κι αὐτός ὁ γάμος; Δέν μπορεῖ νά ἔχει ἄλλο θεμέλιο, παρά στήν ᾿Ελευθερία καί στήν ᾿Αγάπη. Πόσες φορές ἐπιδιώκουμε νά ἀλλάξουμε τόν ἄλλον, νά ἀφομοιώσουμε τόν ἄλλον; Αὐτό σημαίνει πώς δέν τόν ἀγαπᾶμε. Γιατί, στήν πραγματικότητα, γνώρισες ἕναν ἄνθρωπο, τόν ἀγάπησες γι’ αὐτό πού εἶναι, τώρα γιατί θές νά τόν ἀλλάξεις; Καί μέ τί κριτήριο, θέλεις; Μέ τό κριτήριο ὅτι ἐσύ εἶσαι καλύτερος ἀπό ἐκεῖνον; ᾿Εκείνη ἤ ἐκεῖνον; Ποιό εἶναι τό κριτήριο; Καί γιατί αὐτό τό κριτήριο δέν εἶναι ἐγωϊστικό, δικό σου;

Ὁ γάμος εἶναι ὁ μόνος χῶρος πού ἕνα κι ἕνα κάνει πάλι ἕνα. ῎Εχουμε ἕνα πρόσωπο, μία ἀντρόγυνη φύση, στά δύο αὐτά πρόσωπα. Εἴπαμε ποιό εἶναι τό καλούπι: «Μονάς ἐν τριάδι, καί τριάς ἐν μονάδι». Δέν ὑπάρχει ἄλλο σταθερώτερο θεμέλιο ἀπό τήν ᾿Ελευθερία καί τήν ᾿Αγάπη σάν θεμέλιο αὐτῆς τῆς σχέσης. Πολύ περισσότερο ὅταν αὐτή ἡ ᾿Ελευθερία κι αὐτή ἡ ᾿Αγάπη μπολιάζεται στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί γίνεται – γι’ αὐτό ὁ γάμος εἶναι μυστήριο -, ᾿Ελευθερία καί ᾿Αγάπη τοῦ Θεοῦ, πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο. Τί σημαίνει ᾿Ελευθερία; Σεβασμός τῆς ἑτερότητας τοῦ ἄλλου. Βρῆκες ἕναν ἄνθρωπο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό σένα. Πῶς αὐτό τό ὑπολογίζεις; πόσο τό ἐκτιμᾶς; Ἀκόμα περισσότερο πόσο θεωρεῖς δῶρο τοῦ Θεοῦ τήν ἑτερότητα τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου μέ ὅ,τι χαρίσματα μά κι ἐλαττώματα ἄν ἔχει.

᾿Εάν πραγματικά ἀγαπῶ τόν ἄλλον, θέλω νά παραμείνει ἕτερος, γιατί τότε μόνο θά μπορῶ νά τόν ἀγαπῶ. ῎Αν τόν ἄλλο θέλω νά τόν ἀφομοιώσω, ἐάν θέλω νά γίνει σάν κι ἐμένα, δέν τόν ἀγαπῶ, θέλω νά ὑποτάξω τήν προσωπικότητά του. Κι αὐτό δείχνει δύο λάθη. ῞Οτι θεωρῶ τόν ἑαυτό μου κριτήριο, ἀπ’ ὅποιον κι ἄν γίνεται ἡ κίνηση αὐτή, καί ὅτι δέν σέβομαι τήν ἑτερότητα τοῦ ἄλλου. ῞Οπου ὑπάρχει ἀληθινή ἐλευθερία, ὑπάρχει κι ἀληθινή ἀγάπη. Κι αὐτή δέν ὁδηγεῖ στήν ἀφομοίωση οὔτε στήν ἰσοπέδωση, ἀλλά στήν ἀναγνώριση τοῦ ἄλλου. Ποῦ ὁδηγεῖ μιά σχέση μέσα στήν ᾿Ελευθερία καί στήν ᾿Αγάπη; Σ’ ἕνα διάλογο τῶν δύο προσώπων. Πρῶτον γιατί εἶναι ἕτεροι, καί δεύτερον γιατί ἀγαπιῶνται. Γι’ αὐτό διαλέγονται. Κι αὐτός ὁ διάλογος εἶναι ἕνας πλοῦτος. Γιατί κι ὁ καθένας εἶναι ἕνας πλοῦτος γιά τόν ἄλλον, κι εἶναι σημαντικό νά τόν ἀνακαλύψουμε. ῾Ο στόχος εἶναι ἡ διαρκής ἀνακάλυψη τοῦ ἄλλου.

Πολλές φορές νομίζουμε ὅτι ξέρουμε καλά τόν ἄνθρωπό μας κι ἀποδεικνύεται ὅτι δέν τόν ξέρουμε. Καί πολλές φορές ἔχουν περάσει κάποια χρόνια κι ἔρχεται ἡ κρίση. Γιατί; Γιατί αὐτό πού διαρκῶς πιέζαμε κάποια στιγμή κάνει τήν ἔκρηξή του. Θέλω νά σᾶς θυμίσω τό στίχο ἑνός ὄμορφου τραγουδιοῦ• «Σ’ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι ’σύ». ῎Εχετε σκεφθεῖ καθόλου τό μήνυμα πού κομίζει αὐτός ὁ στίχος; Σ’ ἀγαπῶ, καί μπορῶ νά σ’ ἀγαπῶ, γιατί δέν εἶσαι ’γώ. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη του ἑρμηνεία. Οὐσιαστικά δέν σ’ ἀγαπῶ, ἄν θέλω ἐσύ νά γίνεις ἐγώ. Μέσα ἀπό τή διαφορετικότητα τοῦ κάθε προσώπου, μέσα στήν ἀγάπη, ἐπιτυγχάνεται ἕνας διαρκής ἐμπλουτισμός τῆς σχέσης. ᾿Αλλιῶς, ὅπως λένε, στόν κόσμο καί στήν κοινωνία, «παλιώνει ἡ σχέση καί ὁ γάμος». ῞Ομως, παλιώνει γιατί ἐμεῖς τόν ἀφήνουμε καί παλιώνει. ᾿Εάν δέ σκεφθεῖτε τήν δυνατότητα τοῦ καθενός ἀνθρώπου νά ἁγιάζεται καί νά μετέχει ὅλο καί περισσότερο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς Χάριτός Του, τότε διαρκῶς μποροῦμε νά ἔχουμε ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο. ‘Αλλά, ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, νομίζοντας ὅτι ξέρουμε καλύτερα τί πρέπει νά κάνουμε.

Θά τό δοῦμε ἀκόμα τραγικότερα τό θέμα, ὅταν φτάσουμε σέ μιά ἄλλη σχέση, πολύ βασική καί καθημερινή. Τή σχέση τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς. Τή σχέση τῶν γονιῶν μέ τά παιδιά τους. Εἶναι μιά δύσκολη σχέση. Πολλές φορές χωρίς ἐλευθερία, στό ὄνομα τῆς ἀγάπης. Τίς περισσότερες φορές μέ τόν ἐγωϊσμό μας στή θέση τῆς ἀγάπης, εἶναι πάρα πολύ εὔκολο νά ἔρθει ἡ σύγκρουση. ᾿Αλήθεια, ὅταν μεγαλώνουμε τά παιδιά μας τί ὅραμα ἔχουμε στή ζωή μας; Μεγαλώνουμε παιδιά γιά νά ζήσουν ἐλεύθερα καί νά σταθοῦν στά πόδια τους ἤ τά «καμαρώνουμε» γιατί μᾶς ἀκοῦνε; ᾿Εάν χαιρόμαστε γιατί μᾶς ἀκοῦνε πάντα, οὐσιαστικά ἔχουμε ἀναγνωρίσει καί ἀνακηρύξει σέ ἀλάθητο τόν ἑαυτό μας, καί πιστεύουμε ὅτι ἔχουμε πάντα δίκιο, καί χαιρόμαστε πού τά παιδιά μας, μᾶς ἀκοῦνε. ᾿Ενῶ θά ’πρεπε νά ἀνησυχοῦμε ἄν μᾶς ἀκοῦνε πάντα, καί πολύ περισσότερο στό διάστημα τῆς ἐφηβείας, πού εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ νέου παιδιοῦ νά κατακτήσει τήν ἐλευθερία του. Θέλει τήν ἀγάπη μας, ἀλλά ὄχι μέ τή στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Καί χωρίς ἐλευθερία δέν ὑπάρχει εὐθύνη. Κι αὐτό τό ξέρουμε καί τό βιώνουμε.

Μεγαλώνουμε τά παιδιά μας γιά νά ἐξαρτῶνται διαρκῶς ἀπό μᾶς ἤ μ’ ἕναν τέτοιο τρόπο πού ὅταν μᾶς φύγουν αὔριο νά μποροῦν σταθοῦν στά δικά τους τά πόδια; Θά μπορούσαμε νά ἐξηγήσουμε τί σημαίνει, ὅτι τό καλό μας τό παιδί πού τό ὁρίζαμε ὅσο τό εἴχαμε κοντά μας μόλις φύγει ἀπό κοντά μας μπλέκει καί καταστρέφεται; Τό ἐρώτημα καίριο. Φταῖνε οἱ κακές παρέες ἤ ὁ τρόπος πού ἐμεῖς τό μεγαλώσαμε; ᾿Εμεῖς δέν ξέραμε ὅτι ὑπάρχουν καί κακές παρέες; Δέν θά’ πρεπε λοιπόν νά τό μεγαλώσουμε ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ νά σταθεῖ στά πόδια του καί νά μή μᾶς ἔχει ἀνάγκη; ῞Ομως πολλές φορές ἐμεῖς τό μεγαλώνουμε μέ λάθος τρόπο, μέ μιά ἀγάπη πού ’ναι ἀρρωστημένη, μέ μιά ἀγάπη πού δέν βλέπει τό πραγματικό συμφέρον τοῦ παιδιοῦ.

Νά παρουσιάσω ἕνα ἁπλό παράδειγμα: Πρίν ἀπό δύο χρόνια βρισκόμουν τή μέρα τῆς Μεταμορφώσεως στόν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τό Ρῶσσο. Λειτουργοῦσα ἐκεῖ καί εἶχα μαζί μου μιά οἰκογένεια ἀπό τήν ᾿Αμερική μέ ἕξι παιδιά. Μετά πήγαμε κάπου νά φᾶμε. Νηστεία μέν, Μεταμορφώσεως δέ, μπορούσαμε νά φᾶμε καί κάτι ψαρικό. ᾿Εκεῖ πού τρώγαμε, κάποια στιγμή σηκώθηκα καί καθώς πῆγα νά γυρίσω εἶδα ἕνα παιδάκι. ῞Ενα παιδάκι, 10, 11, 12 -κάπου ἐκεῖ -, μ’ ἕνα σουβλάκι στό χέρι καί στρίβοντας βλέπω δίπλα καί τούς γονεῖς του πού ἔκαναν τό ἴδιο. Ἐκείνη τή στιγμή μοῦ καρφώθηκε στό μυαλό σάν ἐρώτημα: ῎Αν τό παιδί αὐτό στά 15 του παίρνει ναρκωτικά, θά ρωτάει ὁ πατέρας ποιός φταίει καί θὰ ’ναι σοβαρός; Ἑτοίμασε τό παιδί του γιά νά λέει «ὄχι», ἀκόμα καί σέ πράγματα πού τοῦ ἀρέσουνε; Πότε τό προπόνησε; Βλέπετε πόσο τυφλοί εἴμαστε, ὅταν ἀναγνωρίζουμε πόσο σημαντικό πράγμα εἶναι ἡ προπόνηση γιά ἕναν ἀθλητή, προκειμένου νά κερδίσει ἕνα μετάλλιο καί δέν ἀναγνωρίζουμε τήν προπόνηση γιά ἕναν ἄνθρωπο, προκειμένου νά κερδίσει τή ζωή!

Γιά νά δεῖτε, ὅτι τό πρόβλημα τό ’χουμε ἐμεῖς, περίπου τό ἴδιο διάστημα, ἀλλά τό χειμώνα, σ’ ἕνα σχολεῖο ἐδῶ τῶν ᾿Αθηνῶν, μέ κάλεσαν γιά νά μιλήσω στά παιδιά στό πλαίσιο τοῦ μαθήματος τῆς Περιβαλλοντικῆς Ἀγωγῆς. Τό μάθημά τους ἦταν ἐκείνη τή χρονιά, οἱ νηστήσιμες συνταγές. ᾿Εμένα μοῦ ζήτησαν νά μιλήσω γιά τή νηστεία. ῎Ε, τούς μίλησα γιά τή νηστεία, τούς εἶπα τί εἶναι, ποιός τήν εἶπε, γιατί τήν κάνουμε, πῶς τήν κάνουμε καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Τά παιδιά μέ ρώτησαν, τούς ἀπάντησα, τελειώσαμε. Τήν ἑπόμενη χρονιά τά παιδιά αὐτά ἤρθανε στή Σιάτιστα. ῾Η μαθήτρια πού ἀνέλαβε νά μέ προσφωνήσει, μ’ εὐχαρίστησε πρῶτον γιατί τήν περασμένη χρονιά εἶχα πάει στό σχολεῖο τους καί μοῦ ’πε τό ἑξῆς• «Θά σᾶς πῶ καί κάτι πού δέν τό ξέρετε, καί φαντάζομαι νά χαρεῖτε. Τά περισσότερα παιδιά ἐκείνη τήν ἡμέρα ὅταν γυρίσαμε στό σπίτι μας ἀπαιτήσαμε ἀπό τούς γονεῖς μας νά νηστεύσουμε τήν ὑπόλοιπη Σαρακοστή». Τό ἐρώτημα ἁπλό: Ποιός εἶχε πιό πολύ μυαλό, τά παιδιά ἤ οἱ γονεῖς τους; Γιατί τό ζήτησαν τά παιδιά; Γιατί κατενόησαν πόσο σημαντικό εἶναι κι ὅτι δέν εἶναι «τά καημένα τά παιδιά». Μέ τά καημένα τά παιδιά, τά κάνουμε ὅλα ἄρρωστα οὐσιαστικά.

῞Οταν βλέπουμε, λοιπόν, ἕνα παιδί νά μήν μπορεῖ νά σταθεῖ στά πόδια του ἔξω ἀπό τό σπίτι του, μήπως εἶναι λανθασμένη ἡ ἀγωγή πού τοῦ δώσαμε; Δηλαδή, πῶς τό φανταζόμαστε, θά εἶναι πάντα μαζί μας; Θά εἴμαστε πάντα πάνω ἀπό τό κεφάλι του; Δέν τό μεγαλώσαμε ὥστε νά εἶναι ἐλεύθερο, ὥστε νά εἶναι ὑπεύθυνο. Κι αὐτό σημαίνει λανθασμένη ἀγάπη ἀπέναντί του. ᾿Εάν πραγματικά σεβόμαστε τήν ἐλευθερία του, κι ἄν τό ἀγαπᾶμε, τότε θά διαλεγόμαστε διαρκῶς μαζί του ἀπό τή μικρή του ἡλικία. ῎Οχι ὅταν ξαφνικά ἀρχίσουν τά προβλήματα. Διότι αὐτές δέν εἶναι δύο λέξεις, ἡ ᾿Ελευθερία καί ἡ ᾿Αγάπη. ῾Ορίζουν μιά στάση ζωῆς. Θά εἴμαστε σ’ ἕνα διαρκῆ διάλογο μέ τό παιδί μας καί τό παιδί μας θά μᾶς ἐμπιστεύεται, γιατί θά βλέπει σ’ αὐτή τήν προσπάθειά μας τήν ἀγάπη μας καί θά τήν ἐμπιστεύεται. Τά παιδιά δέν εἶναι καθόλου παράλογα, ἀλλά τούς ἔχουμε στερήσει, πολλές φορές, καί τήν ᾿Ελευθερία καί τήν ᾿Αγάπη. Γιατί αὐτό πού τούς προσφέρουμε, τίς περισσότερες φορές εἶναι δικό μας θέλημα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ σ’ ἕνα διαρκῆ διάλογο μ’ ἕναν δικό μας ἄνθρωπο, μέ τόν ἄνθρωπό μας, μέ τόν ἤ τήν σύζυγο. ᾿Ακόμη ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου μᾶς κάνει ἀκριβῶς νά μποροῦμε, ἀκόμα κι ὅταν διαφωνοῦμε μέ τόν ἄλλον, νά σεβόμαστε τή δυνατότητά του καί τήν ἐλευθερία του νά διαφωνεῖ μαζί μας κι ὄχι νά ἔχουμε κριτήρια πάντα τό δικό μας θέλημα.

῾Η ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη εἶναι μιά στάση ζωῆς τελείως ἀντίστροφη ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τίς ἐγωϊστικές σχέσεις πού συνήθως δημιουργοῦμε. ᾿Ακόμη καί μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας καί μέσα στό χῶρο τῆς κοινωνίας πού ζοῦμε, ἄν πάσχουν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας εἶναι γιατί δέν ἔχουν οὔτε ἐλευθερία οὔτε ἀγάπη ἤ γιατί ἡ ἀγάπη πού ἔχουν μερικές φορές στερεῖται τῆς ἐλευθερίας πού πρέπει νά πρέπει νά προσφέρεις στόν ἄλλον.

Πόσες φορές ἐμεῖς ζητᾶμε τήν ἀποκλειστικότητα τοῦ ἄλλου; Μέ ποιό δικαίωμα; ῞Οταν κάποιος εἶναι φίλος μου, τοῦ ἀπαγορεύεται νά ἔχει κι ἄλλους φίλους; ῞Οταν κάποιος βγαίνει μέ κάποιον φίλο του πρέπει νά εἶμαι κι ἐγώ μαζί του; Κι ἄν δέν εἶμαι θά παρεξηγηθῶ; Γιατί; Πόσο σέβομαι τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τήν προσωπικότητά του; Χαίρομαι γιατί δέν εἶμαι ὁ ἀποκλειστικός φίλος. Τό ἴδιο καί γενικότερα μέσα στίς σχέσεις μας, στό χῶρο μας τόν ἐργασιακό, πόσο σεβόμαστε τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τή δυνατότητά του νά εἶναι διαφορετικός; ᾿Ακόμα κι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος ἔχει διαφορετική πίστη ἀπό μᾶς, πόσο σεβόμαστε τή διαφορετικότητά του, τή δυνατότητά του νά εἶναι κάτι ἄλλο, καί πόσο διαρκῶς συνεχίζουμε νά τόν ἀγαπᾶμε;

᾿Εάν λοιπόν παρατηρήσουμε, μέ πάρα πολλή προσοχή, θά δοῦμε ὅτι ἡ πραγματική ποιότητα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων σ’ ὅλο της τό φάσμα, ἀλλά καί τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἐκεῖ πάσχει. Παρ’ ὅλο, πού τό ἀρχέτυπό μας, ὁ Χριστός, μᾶς ὁρίζει τόν τρόπο. ῎Αν ὁ Θεός ὅρισε τόν τρόπο τῆς σχέσης μαζί μας μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἀγάπη, τί σημαίνει τό «ἀδιαιρέτως»; Δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα. ᾿Αλλά τό δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, δέν σημαίνει «σέ καταπίνω». Σημαίνει, ἐπειδή δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, θέλω νά εἶσαι αὐτός πού εἶσαι. Νά σ’ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι «ἐσύ», κι ὄχι γιατί θέλω νά σέ κάνω, «ἐγώ».

Νά κάνω μιά παρένθεση καί νά ἀναφερθῶ πάλι στά νέα παιδιά. Πόσο καταπιεστικοί γινόμαστε καί ἀνελεύθεροι θέλοντας νά τούς προσφέρουμε τό Χριστό; ῾Ο Χριστός πρέπει νά εἶναι συνειδητή ἐπιλογή τους. ᾿Εάν τούς ἔχουμε δώσει σωστή ἀγωγή ἀπό τά παιδικά τους χρόνια, τά βοηθᾶμε. ᾿Αλλά δέν θά τούς Τόν φορέσουμε καπέλο. Πῆγα κάποτε σ’ ἕνα σχολεῖο. ῞Οταν τούς εἶπα: «παιδιά, μπῆκε ἕνας παπάς στήν τάξη σας, ἔχετε κάτι νά τοῦ πεῖτε;», ἕνα παιδί αὐθόρμητα μοῦ λέει: «Πάτερ, γιατί ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι μακριά μας;». Κι ἐγώ τοῦ εἶπα: «Καί γιατί νά εἶναι κοντά σας; Τή χρειάζεστε;». Καί μοῦ λέει: «Ναί». Τότε τοῦ λέω: «Ψάχτε νά τή βρεῖτε. ῎Αν πραγματικά χρειάζεστε τήν ᾿Εκκλησία, τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀναζητῆστε την γιά νά τήν ἔχετε καί νά εἶναι δική σας». Καί πολλές φορές τούς λέω, ὅτι πηγαίνω, ὄχι γιατί θέλω νά τούς φορέσω κάτι καπέλο, ἀλλά γιατί θέλω ἁπλά, λίγο, ν’ ἀγγίξω κάποιους προβληματισμούς. Καί τούς τονίζω ὅτι• «στή ζωή σας θά περπατήσετε μόνο μέ τά δικά σας πόδια. Οὔτε μέ τά δικά μου, οὔτε μέ τοῦ πατέρα σας, οὔτε μέ τῆς μάνας σας. Κι εἶναι σημαντικό γιά σᾶς, ἡ σανίδα πού θά πατήσετε ἐσεῖς νά διαπιστώσετε ὅτι εἶναι γερή».

Ἔτσι λοιπόν, σ’ αὐτή τήν κρίση, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοός μας, ἔρχεται τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ὕπαρξη καί τή δομή Του νά φωτίσει πρῶτον τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Τί σημαίνει περνᾶνε κρίση οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις; Σημαίνει ὅτι περνάει κρίση τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἡ κρίση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου εἶναι ὀντολογική, δέν εἶναι ἠθική γιατί οὐσιαστικά ἔχει χάσει τήν ἐπαφή μέ τήν ἀλήθεια του, μ’ αὐτό πού πραγματικά εἶναι, καί λειτουργεῖ μέ λάθος τρόπο. Γι’ αὐτό ἔχει διαρκῶς παρενέργειες σ’ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς του. ῾Ο Χριστός λοιπόν φωτίζει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, φωτίζει τήν ὑπόσταση καί τήν δομή τοῦ ἀνθρώπου καί κατά συνέπεια, φωτίζει τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἄνθρωπο.

῾Ο ἴδιος λοιπόν μᾶς ἔδειξε ὅτι αὐτός ὁ τρόπος εἶναι ἕνας καί μοναδικός· ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη, μέ τήν ὁποία ᾿Εκεῖνος ἦρθε σέ μᾶς, ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία ἐμεῖς πηγαίνουμε σ’ ᾿Εκεῖνον. Ὁ Χριστός ἦρθε καί προσέλαβε καί θεράπευσε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, γι’ αὐτό μέ τήν ᾿Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ τελειώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

Μένει ὅμως καί τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος; Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἦρθε σάν μιά μαζική ἔκχυση φωτός, πού σκέπασε τόν τόπο, ὅπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές, ἀλλά ἦρθε μεριζόμενο σέ πύρινες γλῶσσες, πού ἡ κάθε μιά κάθισε στόν καθένα ξεχωριστά. Τό ἔργο λοιπόν τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ στήν ἀνθρώπινη φύση μας καί στή θεραπεία της καί τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀφορᾶ στό ἀνθρώπινο πρόσωπό μας. Διά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νά νικήσει τόν θάνατο καί νά ζήσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλά τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο ἔρχεται καί μένει σέ μᾶς νά τό δεχτοῦμε. ῎Αν δέν τό δεχτοῦμε, τότε εἴμαστε ἐμεῖς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικά δέν στρέψαμε τήν ἐλευθερία μας πρός τήν ἀλήθεια. Γιατί ᾿Αγάπη, ᾿Αλήθεια καί ᾿Ελευθερία εἶναι τελικά τό γερό βάθρο πάνω στό ὁποῖο πατάει ὁ ἄνθρωπος καί ὁ ὑγιής πολιτισμός του.