Θα ενθυμείσθε που ο απόστολος Παύλος, καθώς γράφει στους Κορινθίους, κάνει λόγο για λύπη κατά Θεόν και για λύπη που δεν είναι κατά Θεόν (Β’ Κορ. 7:10). Όταν έρχεται στον άνθρωπο μια αθυμία, μια κατάθλιψη, μια στενοχωρία, μπορεί αυτή η θλίψη να μην είναι από τον Θεό αλλά από τον διάβολο. Και αν αφεθεί κανείς σ’ αυτή τη λύπη, όχι μόνο υποφέρει, αλλά αμαρτάνει κιόλας.
Είναι μερικοί άνθρωποι οι οποίοι ένεκα, θα έλεγε κανείς, σκαριού, ένεκα ψυχοσυνθέσεως, ρέπουν προς τη λύπη. Το παραμικρό τους καταθλίβει, τους στενοχωρεί, το παραμικρό γεμίζει την ψυχή τους αθυμία. Εάν τώρα λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι όχι μόνο ένεκα του σκαριού τους γεννιέται από μέσα τους αυτή η λύπη, αλλά και διότι δεν γνωρίζουν πώς έχουν τα πράγματα στα θέματα αυτά ή διότι δεν ενεργούν σωστά, τότε μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή τους γεμίζει από λύπη που δεν είναι κατά Θεόν, το επαναλαμβάνω, και η οποία όχι μόνο τους βασανίζει, τους τυραννεί, αλλά είναι και αμαρτία.
Υπάρχουν περιπτώσεις που λυπάται κανείς για κάτι που συνέβη, όπως για μια αμαρτία ίσως που έκανε. Άλλο είναι όμως να λυπηθείς έχοντας μετάνοια στην ψυχή σου, και άλλο είναι να λυπηθείς, επειδή θίχτηκε ο εγωισμός σου, η φιλαυτία σου. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Το ένα λυτρώνει, το άλλο καταποντίζει.
Να φέρουμε ένα παράδειγμα. Καθώς αγωνίζεσαι να είσαι καλός χριστιανός, κάτι συμβαίνει και αμαρτάνεις. Αν κυριευτείς από μια λύπη, η οποία κυριολεκτικά καταποντίζει την ψυχή σου, αυτή η λύπη δεν είναι κατά Θεόν, αλλά δαιμονική, λέει ο απόστολος Παύλος, διότι δεν λυπάσαι, επειδή αμάρτησες και έτσι προσέκρουσες στο θέλημα του Θεού. Αν όντως λυπάσαι γι’ αυτόν τον λόγο, έρχεται μετάνοια στην ψυχή σου, έρχεται συντριβή, έρχονται δάκρυα. Έτσι, και νιώθεις ότι σε συγχωρεί ο Θεός, καθώς εξομολογείσαι την αμαρτία σου, και νιώθεις ότι λυτρώνεται η ψυχή σου, σαν να φεύγει ένα φοβερό βάρος από πάνω σου.
Όταν όμως η πτώση σου αυτή σε θίγει –είχες καλή ιδέα για τον εαυτό σου και τώρα δεν μπορείς να έχεις– η πτώση σου σε ταπεινώνει, με την κακή έννοια, και σε εκθέτει στα μάτια τα δικά σου και στα μάτια των άλλων –και αυτό δεν μπορείς εσύ να το σηκώσεις– τότε λυπάσαι υπερβολικά και είσαι απαρηγόρητος. Κι αν ακόμη εξομολογηθείς, δεν θα νιώσεις λύτρωση. Διότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις πάει κανείς να εξομολογηθεί, μάλλον για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του· να γίνει δηλαδή κάτι, ώστε να μην αισθάνεται εκτεθειμένος στα μάτια του και να μην αισθάνεται πληγωμένο τον εγωισμό του.
Πράγματι, μπορεί να πάει κανείς να εξομολογηθεί, να κοινωνήσει, μπορεί να καθίσει να κάνει με τις ώρες προσευχή, αλλά με απώτερο σκοπό να ικανοποιήσει τη φιλαυτία του, και όχι διότι μετανοεί ενώπιον του Θεού και ζητάει συγχώρηση από τον Θεό. Όχι ότι λέει: «Είμαι αμαρτωλός, Θεέ μου, και το έκανα αυτό το πράγμα», και ταπεινώνεται και συντρίβεται ενώπιον του Θεού. Όχι. Ζητάει τη συγχώρηση και κάνει όλα τα άλλα, γιατί θα ήθελε, αν είναι δυνατόν, κάτι να κάνει ο Θεός, ώστε να αισθάνεται ότι αυτός είναι ασπροπρόσωπος ενώπιον του Θεού, και τελικά να μη χαθεί η καλή ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Να το προσέξετε αυτό.
Έχω πει και άλλη φορά ότι πολλοί χριστιανοί κάνουν φοβερό πνευματικό αγώνα. Κάνουν άσκηση, προσευχές, νηστείες, μετάνοιες, αγρυπνίες, και μπορεί και με άλλους τρόπους να ζορίζουν τον εαυτό τους, αλλά ο απώτερος σκοπός είναι να μπορούν να έχουν καλή ιδέα για τον εαυτό τους· να αισθάνονται ότι έχουν αρετή, ότι έχουν προκόψει πνευματικά, και έτσι να μπορούν κρυφά-κρυφά να καμαρώνουν τον εαυτό τους και να μπορούν να εμφανίζονται ως ενάρετοι ενώπιον του Θεού. Αυτοί οι άνθρωποι ή δεν ξέρουν τι τους γίνεται –γιατί υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις– ή είναι αναίσθητοι.
Πράγματι, είναι μερικοί χριστιανοί αναίσθητοι οι οποίοι συνέχεια, καθώς κάνουν ορισμένα πράγματα, νομίζουν ότι είναι εντάξει και εμφανίζονται τέλειοι ενώπιον του Θεού, ένεκα αναισθησίας όμως. Είναι άλλοι πάλι, που έχουν μεν μια κάποια ευαισθησία, αλλά είναι συνέχεια ταραγμένοι, χωρίς να απουσιάζει ποτέ από την ψυχή τους η λύπη, ακριβώς διότι δεν μπορούν να είναι αυτό που θέλουν να είναι, ώστε να καμαρώσουν τον εαυτό τους, και να μπορούν και αυτοί να έχουν καλή ιδέα για τον εαυτό τους. Είναι συνεχώς εκτεθειμένοι στα μάτια τους και, επειδή δεν τους αρέσει αυτό, υποφέρουν· είναι συνέχεια στενοχωρημένοι και λυπημένοι.
Αυτό το παθαίνουν, θα έλεγε κανείς, πολλοί από αυτούς οι οποίοι παίρνουν λίγο ζεστά τα της πνευματικής ζωής και αγωνίζονται με κάποιο ζήλο να είναι καλοί χριστιανοί. Καθώς όμως, αφ’ ενός αγνοούν την πραγματικότητα και αφ’ ετέρου έχουν αρρωστημένες καταστάσεις και ανάλογο σκαρί, κυρίως όμως καθώς δεν έχουν διάθεση να ταπεινωθούν ενώπιον του Θεού, αλλά όλος ο αγώνας τους είναι να μπορέσουν να είναι κάτι, αυτοί έχουν μόνιμα μια λύπη, μια ταραχή, όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Έχουν μια ακαταστασία μέσα τους, μια αναστάτωση, και έτσι συνεχώς είναι δυστυχισμένοι. Αυτή η λύπη είναι δαιμονική, και θα έλεγα ότι είναι και μια αρρωστημένη κατάσταση.
Παρακαλώ, αδελφοί μου, όσο γίνεται γρηγορότερα, να καταλάβει ο καθένας μας πώς έχει το όλο θέμα και καθόλου να μην καθυστερήσει σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά, όσο γίνεται συντομότερα, να ξεφύγει από αυτήν. Και ξεφεύγει κανείς, εάν ταπεινωθεί, εάν μετανοήσει ειλικρινά και πει: «Ευτυχώς που είμαι σ’ αυτό το χάλι και δεν είμαι τίποτε. Τι το θέλω να είμαι κάτι;» και εμφανισθεί ενώπιον του Θεού και παραδοθεί στον Θεό ως ένα τίποτε, εμπιστευόμενος σ’ αυτόν. Ο Θεός θα τον δεχθεί, θα τον συγχωρήσει, θα τον ελεήσει, και θα αρχίσει μια καινούργια κατάσταση.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο του πόνου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 39 (απόσπασμα).