Δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο, πιστοὶ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι νὰ περνοῦν στὴ ζωή τους δοκιμασίες. Θλίψεις, ὀδύνες, πειρασμοὶ ποικίλοι ἀποτελοῦν συχνὰ τὸν κλῆρο τῶν δικαίων. Ὁ ἅγιος Θεός, ποὺ τὰ πάντα οἰκονομεῖ πρὸς τὸ συμφέρον μας, ἐπιτρέπει νὰ μᾶς συν­αντοῦν τέτοιες καταστάσεις, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς ἔχει λησμονήσει ἢ μᾶς ἔχει ἀπορρίψει ἀπὸ τοῦ προσώπου Του, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἐπειδὴ ἡ ἀγαθή Του πρόνοια ἐπιζητεῖ νὰ μᾶς ἀνεβάσει σὲ ἀνώτερα πνευματικὰ ἐπίπεδα. «Εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ», μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. ιβ΄ [12] 10). Γιὰ νὰ γίνουμε δηλαδὴ μέτοχοι, κοινωνοὶ τῆς ἁγιότητός Του, ἅγιοι καὶ ἐμεῖς.

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ δοκιμασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ κορυφώνεται, εἶναι ὅταν ὁ πειρασμός, ἡ θλίψη, ἡ ὀδύνη ἐπέλθει ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὸς θέλησε νὰ εἶναι πιστὸς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ συμμόρφωση μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁδηγήσει σὲ δοκιμασία. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, τὴν ὥρα ποὺ μὲ αὐταπάρνηση, θυσία, κόστος ζωῆς ἐπιτελεῖ τὴ θεία ἐντολή, περιπίπτει σὲ πειρασμὸ ἐξαιτίας ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ἐπιτελέσεως… Καὶ πέραν ἀπὸ τὴ δοκιμασία αὐτὴ καθεαυτήν, πρέπει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τοὺς λογισμούς του, ποὺ σὰν ἄγρια, μανιασμένα κύματα σηκώνονται νὰ τὸν καταποντίσουν: «Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ Θεός; Ἔτσι πληρώνει ὅσους ἐπιτελοῦν τὸ θέλημά Του;» καὶ τὰ ὅμοια.

Ἕνα τέτοιο περιστατικὸ μὲ ἄνθρωπο κατεξοχὴν θεοσεβὴ διασώζει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Πρόκειται γιὰ τὸν εὐσεβὴ Τωβίτ, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα π.Χ. Καταγό­ταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Νεφθαλὶμ καὶ κατοικοῦσε στὸ βόρειο βασίλειο τῆς Παλαιστίνης, τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Ἦταν τότε ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ κάτοικοι τοῦ ἰσραηλιτικοῦ βασιλείου εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ εἶχαν συρθεῖ πίσω ἀπὸ τὴ βδελυκτὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, τοῦ θεοῦ Βάαλ καὶ τῆς Ἀστάρτης.

Ὁ ἴδιος ὅμως ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη καὶ τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Δὲν παρέλειπε νὰ ἐπισκέπτεται τὰ Ἱεροσόλυμα, μάλιστα κατὰ τὶς μεγάλες ἑορτές, προκειμένου νὰ ἀποδίδει στὸ Θεὸ τὶς θυσίες ποὺ ὁρίζονταν ἀπὸ τὸ Νόμο τοῦ Μωυσῆ. Ἰδιαιτέρως μάλιστα, ὅπως σημειώνεται στὸ θεόπνευστο κείμενο, ἐν­δια­­φερόταν καὶ φρόντιζε ὅσους βρίσκον­ταν σὲ ἀνάγκη, μὲ τὸ νὰ τοὺς δίνει ἐλεημοσύνη. Πρόσφερε χρήματα γιὰ δεῖπνα ὀρφανῶν καὶ φτωχῶν.

Ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ Ἀσσύριοι συνέτριψαν τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἔσυραν αἰ­χμαλώτους τοὺς Ἰσραηλίτες στὴ χώρα τους (μαζὶ καὶ τὸν Τωβὶτ μὲ τὴ γυναίκα του Ἄννα καὶ τὸν γιό του Τωβία), κι ἐκεῖ ὁ δίκαιος Τωβὶτ δὲν ἄφησε τὸν θεο­σεβὴ τρόπο ζωῆς του. Στὴ Νινευὴ ποὺ βρισκόταν, ἀπέφευγε νὰ τρώει ἀπὸ τὰ φαγητὰ τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἀπαγόρευε ὁ θεϊκὸς Νόμος, καὶ προτιμοῦσε νὰ μένει κάποτε νηστικὸς παρὰ νὰ παραβεῖ τὴ θεία ἐντολή.

Αὐτὸ ὅμως ποὺ περισσότερο τὸν ἀνεδείκνυε στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἦταν τὸ ὅτι ὁ ἴδιος μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του φρόντιζε γιὰ τὴν ταφὴ τῶν ἀδικοσκοτωμένων ἀπὸ τὴ θηριωδία τοῦ Ἀσσύριου βασιλιᾶ ὁμοεθνῶν του, τῶν ὁποίων τὰ σώματα πετοῦσαν ὡς τροφὴ στὰ θηρία καὶ τὰ ὄρνια. Δὲν τὸ παρέλειπε τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ εὐσεβὴς Τωβίτ, παρόλο ποὺ κάποτε κίνησε τὴ μανία τοῦ βασιλιᾶ – ὁπότε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα μὲ τὴν οἰκογένειά του γιὰ νὰ γλυτώσει τὸν θάνατο – καὶ τελικὰ ἡ ὑπόθεση αὐτὴ τοῦ στοίχισε τὴ δήμευση τῆς περιουσίας του.

Αὐτὸς ἐντούτοις συνέχιζε τὸ θεοφιλὲς ἔργο του, ἀψηφώντας μάλιστα κάποτε καὶ τὰ εἰρωνικὰ σχόλια κάποιων συμπατριωτῶν του. Τότε ἦταν ποὺ τοῦ ἦρθε ὁ μεγάλος πειρασμός, ἡ φοβερὴ δοκιμασία· ἀκριβῶς τὴν ὥρα τῆς τελέσεως τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἔργου.

Εἶχε θάψει πάλι, μᾶς λέει τὸ ἱερὸ κείμενο, κάποιον Ἰσραηλίτη, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν μπῆκε μέσα στὸ σπίτι του νὰ ἀναπαυθεῖ – καθότι ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτος, κατὰ τὸ Νόμο – ἀλλ’ ἔμεινε ἔξω, δίπλα στὸν τοῖχο τῆς αὐλῆς. Ἐκεῖ ἔπεσε νὰ πλαγιάσει. Προτοῦ ὅμως κλείσει τὰ μάτια του, οἱ ἀκαθαρσίες κάποιων πουλιῶν ποὺ εἶχαν κάνει φωλιὰ στὸν τοῖχο, ἔπεσαν μέσα στὰ μάτια τοῦ Τω­βίτ. Ἔτρεξε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν ἀρ­γά. Τὰ μάτια του εἶχαν καεῖ. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς ὁ Τωβὶτ ἔπρεπε νὰ ζήσει τὴν ὑπόλοιπη ζωή του τυφλός!… (βλ. Τωβ., κεφ. α΄-β΄).

Τυφλός! Παρόλο ποὺ ἐπιτελοῦσε ἔργο θεάρεστο, καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπιτελοῦ­σε ἔργο τέτοιο. Καὶ μετὰ ἀπὸ τόσες ἄλλες δοκιμασίες…

Φοβερό!

Τί Θεὸς τελοσπάντων εἶναι Αὐτός;

Καὶ ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ δώσει μιὰ ἐξήγηση στὸν Τωβίτ, νὰ τοῦ ἀναπαύσει τὸν λογισμό; ποὺ τὸ φυσικὸ θὰ ἦταν νὰ τὸν συντάραζε μέσα του μὲ σκέψεις ὀλιγοπιστίας, γογγυσμοῦ πρὸς τὸν Θεό: «Γι’ αὐτὸ λοιπόν, Θεέ μου, ὑπῆρξα θεο­σεβής; Γιὰ νὰ περιπέσω σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ εἶμαι; Γι’ αὐτὸ θυσίαζα τὰ πάντα ἀπὸ ὑπακοὴ στὸ Νόμο Σου, στὸ θέλημά Σου; Γι’ αὐτὸ δὲν ὑπολόγιζα τὸν ἑαυτό μου, τὰ χρήματά μου, τὴν ἄνεση καὶ ἀνάπαυσή μου; Γι’ αὐτό;…». Ὅλα αὐτὰ θὰ μποροῦ­σαν νὰ κλονίσουν τὴν ψυχὴ τοῦ ὁ­ποι­ου­δήποτε.
Ὄχι ὅμως καὶ τοῦ Τωβίτ. Ἀγόγγυστα, ὑπομονετικά, εὐχαριστιακά, μὲ ἀπόλυτη ὐποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὰ ὑπέμεινε ὅλα. Ἀκόμα καὶ τὴν γκρίνια, μεμψιμοιρία καὶ εἰρωνεία τῆς γυναίκας του: «Ποῦ εἰσιν αἱ ἐλεημοσύναι σου καὶ αἱ δικαιοσύναι σου; ἰδοὺ γνωστὰ πάντα μετὰ σοῦ» (Τωβ. β΄ 14). Νά τα μας! Πολὺ ὡραῖα λοιπόν! Σπουδαῖα πράγματα ἔκανες· τέτοια ποὺ νὰ σὲ συνιστοῦν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ!

Σκληρή, πράγματι, δοκιμασία γιὰ τὸν δίκαιο Τωβίτ. Ἀλλὰ ἂς κάνει ὁ ἀναγνώστης τὸν κόπο νὰ διαβάσει τί ἀπέγινε τελικά, καὶ τότε θὰ καταλάβει τί μεγαλεῖα ἐργάζεται ὁ Θεός. Στὰ δέκα κεφάλαια ποὺ ἀκολουθοῦν στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, φαίνεται ἀπίστευτο τὸ πῶς ὁ Θεὸς ὄχι μόνο θαυματουργικὰ τὸν ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴν τύφλωσή του, ἀλλὰ καὶ τί εὐλογίες τοῦ χάρισε: Ἄγγελο κοντὰ στὴν οἰκογένειά τους (τὸν ἀρχάγγελο Ραφαὴλ νὰ συνοδεύει τὸν γιό του Τωβία σὲ μακρινό, πολυχρόνιο ταξίδι), δῶρα καὶ χρήματα ἀπὸ μακρινοὺς τόπους, ἐξαίρετη νύφη – γυναίκα στὸ γιό τους, καθὼς καὶ ἄλλες θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις…

Νά τί κάνει τελικὰ ὁ Θεός! Σ’ αὐτοὺς ποὺ στὶς σκληρὲς δοκιμασίες τους δὲν παύουν νὰ Τὸν ἐμπιστεύονται πλήρως, ἔστω κι ἂν ἀδυνατοῦν νὰ ἐννοήσουν.

Ὅπως ὁ Τωβίτ…


Πηγή: (Περιοδικό “Ὁ Σωτήρ”, τ. 2157, 15 Ἰουνίου 2017)