« Υπελείφθη δε Ιακώβ μόνος, και επάλαιεν άνθρωπος μετ αυτού έως πρωϊ… και εκάλεσεν Ιακώβ το όνομα του τόπου εκείνου, Είδος Θεού• είδον γαρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή» (Γεν. λβ´ 24, 30).
Είναι γνωστός ο ορισμός της προσευχής, σύμφωνα με τον οποίο προσευχή είναι η κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό1. Η προσευχή, λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, κατά την ενέργειά της είναι «Θεού καταλλαγή, αμαρτημάτων ιλασμός, η μέλλουσα ευφροσύνη, τροφή ψυχής»2. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει• «Ευχή, γαλήνη ψυχής… Ποθος εστί προς Θεόν, αγάπη ανεκλάλητος, πλούτος αναφαίρετος, σίτισις ουρανία κορεννύουσα την ψυχήν»3.


Γαλήνη της ψυχής η προσευχή. Ανάπαυση θεία, τρυφή ουράνια!..
Και την ίδια στιγμή συμβαίνει η προσευχή να είναι αγώνας σκληρός, βία πνευματική, πάλη της ψυχής. Παλη όχι με τον διάβολο, προκειμένου να μείνει ο νους αμετεώριστος από τούς μάταιους λογισμούς, που την ώρα αυτή σπείρονται από εκείνον. Παλη όχι με την ασθένεια της σαρκός, που ρέπει προς τη ραθυμία και τη χαλάρωση. Οπωσδήποτε και αυτά. Αλλά η προσευχή είναι και άλλου είδους πάλη. Παλη με τον Θεο!
Το περιστατικό που περιγράφει η Αγία Γραφή, της πάλης του Ιακώβ με τον Θεο όλη τη νύχτα, είναι χαρακτηριστικό στις λεπτομέρειές του, διότι ακριβώς φανερώνει μία συγκεκριμένη συμπεριφορά του Θεού προς τον άνθρωπο, προκειμένου να φτάσει αυτός να επιτύχει την άρρηκτη ένωση και κοινωνία μαζί Του. Στο περιστατικό αυτό περιγράφονται οι «κανόνες» αυτής της πάλης και οι «λαβές» εκατέρωθεν (βλ. Γεν. λβ´ 24-32).
Παλεύει λοιπόν ο Θεός με τον Ιακώβ όλη τη νύχτα. Μεχρι το πρωι. Και κανείς δεν καταφέρνει να ρίξει τον άλλο κάτω. Ούτε ο Ιακώβ τον Θεο, ούτε ο Θεός τον Ιακώβ. «Είδε δε (ο Θεός), ότι ου δύναται προς αυτόν» (στιχ. 25). Και το ότι δεν «κατάφερε» να τον νικήσει το θεωρεί ήττα του και αποδίδει τη νίκη στον Ιακώβ• « Ενίσχυσας μετά Θεού» (στιχ. 28). Με νίκησες!
Τι σημαίνουν όλα αυτά;… Ηθελε ο Θεός να δώσει στον Ιακώβ ένα ακριβό δώρο• την ευλογία του. Ηθελε όμως να βρει μια εύλογη αιτία να του τη δώσει, έτσι ώστε ο Ιακώβ να μη γίνει παθητικός δέκτης του θείου αυτού δώρου, αλλά να νιώσει κατά κάποιον τρόπο ότι με τη δύναμή του το πήρε, με την αξία του, κι έτσι η χαρά του να είναι μεγαλύτερη, και η εκτίμηση προς τη θεία δωρεά σταθερότερη. Και προβαίνει ο Θεός σ’ αυτή την ενέργεια και δέχεται να κάνει ότι ηττήθηκε! «Και ευλόγησεν αυτόν εκεί» (στιχ. 29). Σαν τον πατέρα εκείνο που προκειμένου να κάνει ένα ακριβό δώρο στο μικρό παιδί του, το καλεί σε αγώνα δύναμης. Και το παιδί τελικά «νικάει», αφού μοχθήσει, ιδρώσει, και παίρνει το δώρο ως έπαθλο της «αξίας» του… «Είδες πως τη ασθενεία τη ανθρωπίνη συγκαταβαίνων ο Δεσπότης πάντα ποιεί και πραγματεύεται, ώστε την οικείαν φιλανθρωπίαν επιδείξασθαι;», αναφωνεί εκστατικός ο ιερός Χρυσόστομος4.
Ο Θεός μας καλεί κάποτε σε αγώνα πάλης μαζί του. Και θέλει σ’ αυτόν να ηττηθεί. Θελει όμως και μεις να παλέψουμε, να μοχθήσουμε, να ιδρώσουμε στον αγώνα αυτό, στην πάλη μας με «αντίπαλο» τον Θεο. « Η προσευχή έχει τον δικό της αγώνα• δεν είναι ξένη προς αυτή τη “βία” που αρπάζει την Βασιλεία του Θεού, βία πάνω στον άνθρωπο που τον ρίχνει καταγής σε κατάστασι προσκυνήσεως, βία πάνω στον Θεο, κάνοντάς τον να κλίνη προς την γη και προς τον προσευχόμενο άνθρωπο»5.
Βια πάνω στον Θεο! Ο Ιακώβ στην πάλη του ασκεί τέτοια βία• «Και είπεν αυτώ (ο Θεός)• απόστειλόν με• ανέβη γαρ ο όρθρος. ο δε είπεν• ου μη σε αποστείλω, εάν μη με ευλογήσης» (στιχ. 26). Ο Θεός να ζητεί άδεια από τον άνθρωπο να φύγει, και ο άνθρωπος να μην του δίνει!… Ζητεί άδεια ο Θεός να φύγει, επειδή θέλει να μην του τη δώσει ο άνθρωπος. Το περιστατικό της οδοιπορίας του Κυρίου και των δύο μαθητών του προς Εμμαούς φωτίζει καθαρά την αλήθεια αυτή (βλ. Λουκ. κδ´ 13-35). Οταν πλησίασαν στο χωριό, «αυτός προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι» (στιχ. 28). Δεν ήθελε να φύγει• «προσεποιείτο». Προσποιούνταν, διότι ήθελε να κάνει τούς δύο μαθητές του να εκδηλώσουν την άρνησή τους, τη σφοδρή επιθυμία τους να μείνει. Κι εκείνοι, όπως και ο Ιακώβ, δεν τον αφήνουν. «Παρεβιάσαντο αυτόν». Τον ανάγκασαν. Και ο Θεός έμεινε και έδωσε την ευλογία του. Οι δύο μαθητές και ο Ιακώβ κατέκτησαν την ευλογία του Θεού!
«Παρεβιάσαντο αυτόν»! Ετσι θέλει να Του φερόμαστε, τέτοιες σχέσεις να αναπτύσσουμε μαζί του, έτσι να Του μιλάμε στην προσευχή μας.
Το φανέρωσε αυτό με δύο παραβολές, με τις οποίες μας δίδαξε πως να προσευχόμαστε. Στην πρώτη, του άδικου κριτή και της χήρας, έδειξε πως η προσευχή μας πρέπει να έχει τόση επιμονή, μέχρι του σημείου να καθίσταται «ενοχλητική» στον Θεο. Η δεύτερη είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική• Ο φίλος χτυπά με «αναίδεια» – έτσι το είπε ο Κυριος – την πόρτα του φίλου του μετά τα μεσάνυχτα, σε ώρα που οι κανόνες καλής συμπεριφοράς απαγορεύουν την ενόχληση. Και οι δύο παίρνουν αυτό που θέλουν. Η χήρα επειδή έγινε φορτική με την παρουσία της, ο φίλος επειδή υπήρξε «αναιδής» (βλ. Λουκ. ιη´ 1-8, ια´ 5-10). Ενόχληση και «αναίδεια»• Δυο τρόποι προσευχής που ουσιαστικά κρύβουν μέσα τους δύο «λαβές» προς τον Θεο, προκειμένου να τον κάνουν να «λυγίσει»• την πίστη και την ταπείνωση. Χρειάζεται πίστη για να συνεχίσεις να επιμένεις, όταν ο Θεός δεν σου ανταποκρίνεται. Και χρειάζεται ταπείνωση για να βρεις το κουράγιο να ρίξεις κάθε «αξιοπρέπεια» και με αίσθημα ντροπής για την αναίδειά σου να παρακαλέσεις τον Θεο για κάτι που δεν έχεις κανένα δικαίωμα να λάβεις. Πιστη και ταπείνωση, ενόχληση και «αναίδεια», να πως γίνεται εισακουστός ο άνθρωπος από τον Θεο.
Συμβαίνει συχνά να υπάρχει μια σύγχυση μέσα μας. Η ευλάβεια συγχέεται με την υποτονικότητα, η κατάνυξη με τη χαλάρωση, το «μη εκπειράσεις» με την απιστία και το «απαρρησίαστον ήθος» με τον κρυμμένο εγωισμό. Η φράση «είμαι αμαρτωλός, δε μ’ ακούει εμένα ο Θεός» δηλώνει ότι τη δωρεά του τη στηρίζουμε στη δική μας αξιωσύνη κι όχι στη δική του μεγαλοθυμία. Οσοι έτσι σκέφτονται, μένουν τελικά άμοιροι και άγευστοι των θείων δωρεών.
Ο Θεός όμως μας κινεί σε ευτονία, σε ορμή ψυχής στην προσευχή. Μας καλεί να παλέψουμε μαζί του. Και χρειάζεται να βρισκόμαστε σε διαρκή εγρήγορση, για να καταλάβουμε αυτή του την κλήση. Οταν προσευχόμαστε και δεν βλέπουμε την εκπλήρωση των αιτημάτων μας, ή ακόμα διαπιστώνουμε τα πράγματα να βαίνουν χειρότερα, τότε πρέπει να σκεφθούμε μήπως βρισκόμαστε σε μια τέτοια πάλη με τον Θεο, σαν εκείνη του Ιακώβ και την άλλη της Χαναναίας (βλ. Ματθ. ιε´ 21-28), στην οποία ο Θεός θέλει να ηττηθεί και να μας αναδείξει νικητές.
Διότι, σε τελική ανάλυση, τι είναι η πάλη; Δεν είναι ένα σφιχταγκάλιασμα των δύο αντιπάλων, μια περίπτυξη, στην οποία είναι αδύνατο να αποσπαστεί το ένα μέρος από το άλλο; Τι είναι η πάλη της προσευχής, αν όχι η άρρηκτη ένωση και κοινωνία με τον Θεο;

1. Ιω. Χρυσοστόμου, Περί ευχής, 1, ΕΠΕ 31, 222.
2. Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λογος ΚΗ´, Περί προσευχής, α´.
3. Ιω. Χρυσοστόμου, Περί ευχής, 2, ΕΠΕ 31, 224, 228.
4. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Γενεσιν, Ομ. ΝΗ´, 3, ΕΠΕ 4, 500.
5. Π. Ευδοκίμωφ, Η πάλη με τον Θεόν, μτφρ. Ι. Κ. Παπαδοπούλου, ΠΙΠΜ, Θεσ/νίκη 1981, σελ. 258.

Από το περιοδικό: “Η δράσις μας”, τεύχος Μαρτίου 2007.