π. Δημητρίου Μπόκου 
Ἄ­στρα­ψα καὶ βρόν­τη­ξα, ἀλ­λὰ μό­νο μέ­σα μου. Ποῦ νὰ τολ­μή­σω νὰ βγά­λω ἄ­χνα μπρο­στὰ στὸν πα­τέ­ρα μου! Ὁ τό­νος τῆς φω­νῆς του ἦ­ταν ἀ­πό­λυ­τος.
–  Πέν­τε μέ­ρες εἶ­ναι πολ­λές. Δὲν ξα­να­βρί­σκον­ται εὔ­κο­λα. Ξέ­χνα το γιὰ φέ­τος. Δὲν θὰ πᾶς που­θε­νά!
Ἡ ἀ­δελ­φή μου στρά­βω­σε τὸ μοῦ­τρο της κο­ρο­ϊ­δευ­τι­κὰ σὰν νὰ μοῦ ’­λε­γε:
–  Δὲν στά ’­λε­γα;
Ἔ­βρα­ζα, μὰ τί  νά ’­κα­να; Τέ­λει­ω­σα βι­α­στι­κὰ τὸ φα­γη­τό μου, ση­κώ­θη­κα, πῆ­γα στὸ δω­μά­τιό μου. Μό­λις ὅ­μως ἔ­κλει­σα τὴν πόρ­τα πί­σω μου, ξε­σπά­θω­σα. Ἔ­σκι­σα μὲ μιὰ κλω­τσιὰ τὸ χνου­δω­τὸ ἐ­λε­φαν­τά­κι τοῦ μι­κρό­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ μου, χτύ­πη­σα τὴ γρο­θιά μου στὸ γρα­φεῖ­ο (ὄ­χι καὶ πο­λὺ δυ­να­τὰ – γιὰ νὰ λέ­με τὴν ἀ­λή­θεια – για­τὶ ποι­ὸς ἀν­τέ­χει τὸν πό­νο;), σω­ρι­ά­στη­κα πι­κρα­μέ­νος στὴν πο­λυ­θρό­να. Μοῦ ’ρ­χό­ταν νὰ κλά­ψω ἀ­π’ τὸν θυ­μό μου.
–  Μὰ δὲν ὑ­πο­φέ­ρε­ται ἄλ­λο πιά! οὔρ­λι­α­ξε ἡ ξα­ναμ­μέ­νη σκέ­ψη μου μὲς στὸ κε­φά­λι μου. Σκέ­το μαρ­τύ­ριο ἡ φε­τι­νὴ χρο­νιά. Πᾶ­νε οἱ βόλ­τες, κό­πη­κε ἡ δι­α­σκέ­δα­ση σχε­δὸν ἐν­τε­λῶς. Χά­νω τώ­ρα καὶ τὴν πεν­θή­με­ρη στὴ Ρό­δο. Αὐ­τὸ θὰ πεῖ Γ΄ Λυ­κεί­ου. Δι­α­ζύ­γιο ἀ­π’ τὴ ζω­ή. Δι­ά­βα­σμα καὶ μό­νο δι­ά­βα­σμα. Μέ­ρα νύ­χτα τὸ ἴ­διο τρο­πά­ριο στὸν ἴ­διο ἦ­χο.


Ποῦ νὰ μι­λή­σω καὶ γιὰ τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο! Ποὺ φλερ­τά­ρω λ.χ. τὴν και­νούρ­για Kawasaki καί, πι­στὸς στὸ ραν­τε­βού μου κά­θε μέ­ρα, περ­νά­ω νὰ τὴ δῶ στὴ βι­τρί­να τῆς ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας. Λά­γνο τὸ βλέμ­μα μου τὴν ἀγ­κα­λιά­ζει. Μπαί­νω καμ­μιὰ φο­ρὰ καὶ μέ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­λαύ­σω ἀ­πὸ κον­τά. Δι­πλὲς ἐ­ξα­τμί­σεις, ἀ­στρα­φτε­ρὴ φι­νέ­τσα, φου­του­ρι­στι­κὴ γραμ­μή. Ὄ­νει­ρο! Κλεί­νω τὰ μά­τια μου νὰ φαν­τα­στῶ τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ με­ταρ­σι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴ μέ­θη τῆς τα­χύ­τη­τας, τὴν ἀ­συγ­κρά­τη­τη δύ­να­μη, τὴ γο­η­τεί­α τῆς οὐ­το­πί­ας. Ἀλ­λὰ ποῦ νὰ τολ­μή­σω νὰ μι­λή­σω γιὰ τέ­τοι­α; Πό­σο ἀ­δι­κη­μέ­νος αἰ­σθά­νο­μαι!
Κοί­τα­ξα τὸ πρό­σω­πό μου στὸν κα­θρέ­φτη καὶ εἶ­δα ἕ­να βλέμ­μα ἀ­νή­συ­χο, ἀ­κό­ρε­στο, γε­μά­το βου­λι­μί­α. Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἐ­κεῖ ἔ­ξω κι ἐ­γὼ δὲν θέ­λω νὰ πα­ραι­τη­θῶ ἀ­π’ αὐ­τήν. Μοῦ δί­νει πολ­λά, ἀλ­λὰ θέ­λω πε­ρισ­σό­τε­ρα. Ἐ­γὼ τὴ λα­χτα­ρῶ, κι αὐ­τὴ ὅ­λο καὶ μοῦ γυρ­νᾶ τὴν πλά­τη. Τρα­γω­δί­α δη­λα­δή, δὲν εἶ­ναι ἔ­τσι;
Ξα­να­γύ­ρι­σα στὸ κα­θι­στι­κὸ ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα. Πῆ­ρα στὸ χέ­ρι τὸ τη­λε­κον­τρόλ, ἄ­νοι­ξα τὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ φλε­γό­με­νου Ἰ­ρὰκ γέ­μι­σε ἀ­σφυ­κτι­κὰ τὴν ὀ­θό­νη. Τὸ κα­νά­λι με­τέ­δι­δε τὰ τε­λευ­ταῖ­α νέ­α τοῦ πο­λέ­μου.
Οἱ εἰ­κό­νες τῆς φρί­κης δι­α­δέ­χον­ται ἡ μιὰ τὴν ἄλ­λη. Μιὰ καυ­τὴ κό­λα­ση βα­σι­λεύ­ει ἐ­κεῖ ποὺ ἄν­θι­ζε τὸ χα­μό­γε­λο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἀ­νά­με­σα Τί­γρη καὶ Εὐ­φρά­τη, κα­τὰ ἀ­να­το­λάς, στὴν Ἐ­δέμ, φύ­τρω­ναν μιὰ φο­ρὰ κι ἕ­ναν και­ρό, φυ­τε­μέ­να ἀ­π’ τὸ χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, πρά­σι­να δέν­τρα φορ­τω­μέ­να μὲ καρ­πούς. Ἐ­κεῖ τώ­ρα πα­ρε­λαύ­νουν τὰ ἀ­πο­τρό­παι­α τέ­ρα­τα τῆς φο­νι­κώ­τε­ρης πο­λε­μι­κῆς μη­χα­νῆς τῶν αἰ­ώ­νων, σκορ­πών­τας τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸν θά­να­το. Ἀ­νοί­γον­τας τὰ ἀ­τσα­λέ­νια φτε­ρά τους τὰ ὑ­περ­φί­α­λα σμή­νη τῶν «ἀ­ε­τῶν ποὺ οὐρ­λιά­ζουν», βυ­θί­ζουν σα­δι­στι­κὰ τὰ νύ­χια τους στὴ ζων­τα­νὴ σάρ­κα ἐ­κεί­νων ποὺ ἐ­πι­λέ­χθη­καν νὰ γί­νουν πρό­βα­τα ἐ­πὶ σφα­γήν.
(«Ἀ­ε­τοὶ ποὺ οὐρ­λιά­ζουν»: ἔτσι ὀνομάζονταν τὰ σμήνη τῶν ἀ­με­ρι­κα­νι­κῶν μα­χη­τι­κῶν ποὺ βομ­βάρ­δι­ζαν τὸ Ἰ­ρὰκ τὸ 2003).
Ὅ­μως …
Ἀ­π’ ὅ­λα τὰ συγ­κλο­νι­στι­κὰ σκη­νι­κὰ τοῦ πο­λέ­μου, μιὰ εἰ­κό­να ξε­χώ­ρι­σε ἀ­πρό­σκλη­τη καὶ καρ­φώ­θη­κε στὸ μυα­λό μου.
Μέ­σα στὸν ἀ­νε­λέ­η­το κα­ται­γι­σμὸ τῶν βομ­βῶν, τὰ σύν­νε­φα τῶν κα­πνῶν, τὶς πορ­φυ­ρὲς λάμ­ψεις τῆς φω­τιᾶς, τὰ μα­κά­βρια σκέ­λε­θρα τῶν ἐ­ρει­πω­μέ­νων σπι­τι­ῶν καὶ τὰ ρη­μαγ­μέ­να κορ­μιὰ τῶν ἀ­μά­χων νε­κρῶν, ἕ­να μι­κρὸ παι­δί, ὄ­χι πά­νω ἀ­πὸ δέ­κα, κλαί­ει μὲ καυ­τὰ δά­κρυ­α πά­νω στὰ δι­α­με­λι­σμέ­να σώ­μα­τα τῆς μά­νας καὶ τοῦ πα­τέ­ρα…
Τὸ πρό­σω­πό του τρα­γι­κὰ ἀλ­λοι­ω­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν τρό­μο. Τὸ γό­να­το ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὴ γῆ. Τὰ μά­τια στραμ­μέ­να στὸν οὐ­ρα­νό, ποὺ ἐ­ξα­πο­λύ­ει χι­λιά­δες κε­ραυ­νούς. Τὸ χέ­ρι του ὑ­ψω­μέ­νο στὸν πνι­γε­ρὸ ἀ­έ­ρα…
Καὶ μέ­σα ἀ­π’ τὸν ἀ­νεί­πω­το στε­ναγ­μὸ τῆς τρα­γι­κῆς αὐ­τῆς φι­γού­ρας ἕ­να σι­ω­πη­λό, πλὴν ἀ­δυ­σώ­πη­το, πε­λώ­ριο «για­τί;» σκί­ζει τὴ φρί­κη τοῦ πο­λέ­μου καὶ δι­α­περ­νᾶ τοὺς ἐκ­κω­φαν­τι­κοὺς κρωγ­μοὺς τοῦ θα­νά­του.
Ἀ­μεί­λι­κτα σκί­ζον­τας τὰ πλά­τη τῶν αἰ­θέ­ρων, ἔ­φτα­σε ἡ σι­ω­πη­λὴ κραυ­γή του καὶ σ’ ἐ­μέ­να. Μὲ συγ­κλό­νι­σε πι­ό­τε­ρο κι ἀ­π’ τὶς ἐ­κρή­ξεις τοῦ πο­λέ­μου. Ντρά­πη­κα βα­θιὰ βλέ­πον­τας τὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀθώου μι­κροῦ παι­διοῦ. Ἔ­νοι­ω­σα ἔ­νο­χος κι ἐ­γὼ γιὰ τὴ δυ­στυ­χί­α του. Για­τὶ βά­δι­ζα στὸν ἴ­διο δρό­μο μὲ τοὺς θύ­τες του: Τὰ ἤ­θε­λα ὅ­λα γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου!
Ὁ με­λαγ­χο­λι­κὸς ἦ­χος μιᾶς καμ­πά­νας ξε­χύ­θη­κε στὸ με­λι­χρὸ ἀ­πό­γευ­μα. Ἀρ­χί­ζει ἡ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα. Ἕ­να ἄλ­λο δρά­μα ἀ­νε­βαί­νει στὸ προ­σκή­νιο. Ἕ­να ἄλ­λο πρό­σω­πο πρω­τα­γω­νι­στεῖ. Ὁ Χρι­στός.
Μοιά­ζει μὲ τὸ πρό­σω­πο τοῦ παι­διοῦ τοῦ πο­λέ­μου. Τὰ χά­νει ὅ­λα κι αὐ­τός, ἀ­κό­μα καὶ τὴ ζω­ή του. Οἱ θύ­τες του ἐξ ἴ­σου ἀ­νε­λέ­η­τοι, ἂν ὄ­χι καὶ χει­ρό­τε­ροι, ἀ­φοῦ τολ­μοῦν τὸν πό­λε­μο ἐ­νάν­τια στὸν Θε­ό, ὄ­χι στὸν ἄν­θρω­πο.
Θύ­μα κι ὁ Χρι­στός, ἀθῶο θύμα σὰν τὸ μι­κρὸ παι­δί. Μὲ μιὰ δι­α­φο­ρά: Ἑ­κού­σιο θύ­μα. Ἀρ­νεῖ­ται νὰ πα­ρα­τά­ξει γύ­ρω του λε­γε­ῶ­νες τῶν ἀγ­γέ­λων. Δὲν τοῦ παίρ­νουν τί­πο­τε χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λει. Τὰ πα­ρα­δί­δει ὅ­λα μό­νος του. Θε­λη­μα­τι­κά. Πα­ραι­τεῖ­ται ἀ­π’ ὅ­λα σὲ μιὰ κί­νη­ση ἀ­νε­ξή­γη­της ἀ­γά­πης γιὰ ’κεί­νους, ποὺ χύ­νουν πά­νω του τὴν κό­λα­ση τοῦ μί­σους.
Ὁ Χρι­στός!
Ἕ­να πρό­σω­πο δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὰ ἄλ­λα.
Ἀ­π’ τὸ δι­κό μου σι­χα­μέ­νο πρό­σω­πο τῆς ἀ­πλη­στί­ας, ποὺ νέ­ους θὰ γεν­νή­σει πο­λε­μο­χα­ρεῖς θύ­τες αὔ­ριο.
Μὰ κι ἀ­π’ τὸ τρα­γι­κὸ πρό­σω­πο τοῦ μι­κροῦ παι­διοῦ, ποὺ γί­νε­ται θύ­μα τοῦ πο­λέ­μου, πα­ρὰ τὴ θέ­λη­σή του ὅμως. Πο­τὲ δὲν γί­νε­ται καὶ γιὰ κα­νέ­ναν θύ­της ὁ Χρι­στός, μὰ οὔ­τε καὶ παί­γνιο, παρὰ τὴ θέλησή του, στὰ χέ­ρια τῶν θυ­τῶν του. Κι ἂν θυ­σι­ά­ζε­ται, τὸ κά­νει μὲ δι­κή του, ἀ­βί­α­στη, ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­πι­λο­γή, γιὰ ὅ­λους μας.
Μή­πως αὐ­τὸ εἶ­ναι τε­λι­κὰ τὸ μυ­στι­κὸ γιὰ νὰ ξα­να­βλα­στή­σουν πά­νω στὴ γῆ τὰ δέν­τρα τῆς Ἐ­δέμ;
Τρί­α πρό­σω­πα δι­α­γρά­φον­ταν μπρο­στά μου.
Ἀ­πέ­στρε­ψα μὲ ἀ­η­δί­α τὴ μα­τιά μου ἀ­π’ τὸ δι­κό μου.
Ἔ­κλα­ψα μὲ πό­νο μπρὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ παι­διοῦ τοῦ πο­λέ­μου.
Μὰ σκέ­φτη­κα πὼς ἔ­πρε­πε νὰ συ­ναν­τή­σω τὸ τρί­το πρό­σω­πο, τὸν Χρι­στό.
Ἔ­τσι, ὅ­ταν μιὰ δεύ­τε­ρη καμ­πά­να ξα­να­χτύ­πη­σε στὸν ἴ­διο με­λαγ­χο­λι­κὸ τό­νο, βα­θιὰ συλ­λο­γι­σμέ­νος πῆ­ρα τὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι του,… τὴν Ἐκ­κλη­σί­α.
Τὸν εἶ­δα στ’ ἀ­χνο­φῶς, μ’ ἀ­κάν­θι­νο στε­φά­νι καὶ λυ­πη­μέ­νη τὴ μα­τιά, ἤ­ρε­μα ν’ ἀ­χτι­δο­βο­λά­ει τὴν ἀ­γά­πη.

Ἔ­σκυ­ψα τό­τε αὐ­θόρ­μη­τα… κι εὐ­λα­βι­κὰ προ­σκύ­νη­σα τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἀ­γα­πᾶ νὰ θυ­σι­ά­ζε­ται,… ἀν­τὶ νὰ θυ­σιά­ζει.