Πῶς πρέπει νὰ ἑτοιμαζώμαστε γιὰ τὴν κοινωνία, γιὰ νὰ παρακινηθοῦμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Γιὰ νὰ παρακινηθῇς μὲ τὸ ἐπουράνιο αὐτὸ μυστήριο στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, θὰ σκεφθῇς μὲ τὸ λογισμό σου τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει πρὸς ἐσένα ὁ Θεός, σκεπτόμενος ἀπὸ τὸ προηγούμενο βράδυ ὅτι ἐκεῖνος ὁ Μεγάλος καὶ Παντοκράτορας Θεὸς δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὸ ὅτι σὲ ἔπλασε κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσι καὶ ὅτι ἔστειλε στὴ γῆ τὸν Μονογενῆ του Υἱὸ νὰ περπατήσῃ τριάντα τρία χρόνια, γιὰ νὰ σὲ ζητήσῃ καὶ γιὰ νὰ ὑποφέρῃ σκληρότατα πάθη καὶ τὸν βασανιστικὸ θάνατο τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ σὲ ἐξαγοράση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἀκόμη θέλησε νὰ σοῦ τὸν ἀφήσῃ γιὰ τὴν ἀνάγκη καὶ γιὰ τὴν τροφή σου σὲ αὐτὸ τὸ θειότατο Μυστήριο. Σκέψου καλά, παιδί μου, τὰ ἀκατανόητα μεγαλεῖα αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ποὺ τὴν κάνουν σὲ ὅλα της τὰ μέρη πάρα πολὺ τέλεια καὶ ὑπέροχη.

Α´) Διότι ἂν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγάπησε αἰώνια καὶ ἄναρχα, καὶ ὅσο εἶναι αὐτὸς αἰώνιος κατὰ τὴν Θεότητά του, ἄλλο τόσο αἰώνια εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη του, μὲ τὴν ὁποία πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀποφάσισε νὰ μᾶς δώσῃ τὸν Υἱό του μὲ αὐτὸν τὸν θαυμάσιο τρόπο!
Γι᾿ αὐτό, εὐφραινόμενος ἐσωτερικά, μπορεῖς νὰ πῇς τὰ ἑξῆς μὲ πνευματικὴ χαρά: Λοιπὸν σὲ ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνιότητας ἦταν ἡ μικρότητά μου, τόσο ψηφισμένη (ὑπολογισμένη) καὶ ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο Θεό, σὲ τέτοιο τρόπο ποὺ αὐτὸς σκεπτόταν γιὰ μένα καὶ ἐπιθυμοῦσε μὲ θέλησι τῆς ἀνεκδιήγητης ἀγάπης του νὰ μοῦ δώσῃ γιὰ βρῶσι τὸν Μονογενῆ του Υἱό;
Β´) Ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες τοῦ κόσμου, ὅσο μεγάλες κι ἂν εἶναι, ἔχουν κάποιο μέτρο καὶ ὅριο καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐπεκταθοῦν περισσότερο. Ἀλλὰ μόνον αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι χωρὶς μέτρο. Καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ θεραπευθῆ ἐντελῶς, ἔδωσε τὸν Υἱό του, ἴσο στὴν μεγαλειότητα καὶ ἀπειρία μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μιᾶς καὶ τῆς ἴδιας οὐσίας καὶ φύσεως.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τόση μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη του, ὅσο εἶναι καὶ τὸ χάρισμα, καὶ ἀντίστροφα τόσο εἶναι τὸ χάρισμα, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο εἶναι τόσο μεγάλα, ὥστε μεγαλύτερο μέγεθος δὲν μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανένας κτιστὸς νοῦς.

Γ´) Ὁ Θεὸς δὲν παρακινήθηκε ἀπὸ καμμιὰ ἀνάγκη νὰ μᾶς ἀγαπήσῃ, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴν φυσική του ἀγαθότητα καὶ ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη του ἀγάπη πρὸς ἐμᾶς, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν καταλάβουμε.

Δ´) Οὔτε κανένα ἔργο ἢ κάποια καλὴ πρᾶξι δική μας μπόρεσε νὰ προηγηθῆ, γιὰ νὰ δείξη ἐκεῖνος ὁ ἄπειρος Θεὸς μία τέτοια ὑπερβολὴ ἀγάπης μὲ τὴν ταλαιπωρία μας. Ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς ἐλευθερίας του μόνο, δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ σὲ μᾶς τὰ κτίσματά του, ποὺ εἴμαστε ἐντελῶς ἀνάξιοι.

Ε´) Ἂν σκεφθῇς καλὰ τὴν καθαρότητα τῆς ἀγάπης αὐτῆς, θὰ δῇς ὅτι δὲν εἶναι σὰν τὶς ἀγάπες τοῦ κόσμου, ἀναμεμιγμένη μὲ κάποιο κέρδος προσωπικό. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἀγαθά μας. Ἐπειδὴ αὐτὸς καὶ μόνος του καὶ χωρὶς ἐμᾶς εἶναι πάρα πολὺ εὐτυχισμένος, μακάριος καὶ πάρα πολὺ ἔνδοξος. Ἔτσι, χρησιμοποίησε τὴν ἀνέκφραστη ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς, ὄχι γιὰ δική του ὠφέλεια, ἀλλὰ γιὰ δική μας!

Αὐτὰ συλλογιζόμενος καλὰ θὰ πῇς στὸν ἑαυτό σου: «Πῶς γίνεται αὐτό; Ἕνας Θεὸς Ὕψιστος νὰ βάλῃ τὴν καρδιά του σὲ ἕνα κτίσμα τόσο χαμηλό; Τί θέλεις, Βασιλιᾶ τῆς δόξης; Τί περιμένεις ἀπὸ ἐμένα, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ λίγη σκόνη καὶ κονιορτός; Βλέπω, καλά, Θεέ μου, στὸ φῶς τῆς ἀγάπης σου, ποὺ εἶναι σὰν φωτιά, ὅτι ἔχεις μόνο ἕνα σκοπό, ποὺ πλέον καθαρὰ μοῦ δείχνει τὴν ἀγάπη σου πρὸς ἐμένα ποὺ εἶναι χωρὶς δόλο.
Ἐπειδὴ δὲν μοῦ δίνεσαι γιὰ ἄλλο σκοπὸ πρὸς βρῶσι καὶ πόσι, παρὰ μόνο γιὰ νὰ μὲ μεταβάλλης ὁλόκληρο στὸν ἑαυτό σου, ὄχι διότι ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ ζωντας ἐσὺ σὲ μένα καὶ ἐγὼ σὲ σένα, θὰ μπορέσω νὰ γίνω διὰ μέσου τῆς ἀγαπητικῆς ἑνώσεως ὅπως ἐσὺ ὁ ἴδιος· καὶ ἀπὸ τὴν ἕνωσι τῆς δικῆς μου ἐπίγειας καρδιᾶς καὶ τῆς δικῆς σου τῆς ἐπουράνιας νὰ γίνῃ μέσα μου μία μόνη νοερὴ καὶ θεϊκὴ καρδιά».

Ἀπὸ τέτοιους λογισμούς, λοιπόν, ἐσὺ πρέπει νὰ γεμίσῃς ἀπὸ ἔκπληξι καὶ χαρά, βλέποντας τὸν ἑαυτό σου νὰ ἔχῃ τιμηθῆ τόσο πολὺ καὶ νὰ εἶναι ἀγαπημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὸς μὲ τὴν παντοδύναμη ἀγάπη του δὲν ζητεῖ ἄλλο, οὔτε θέλει κάτι ἄλλο ἀπὸ ἐσένα, παρὰ νὰ τραβήξῃ ὅλη σου τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σὲ ξεχωρίσῃ ὡς πρῶτον ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ κατόπιν καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου, διότι εἶσαι κτίσμα· γιὰ νὰ προσφέρῃς ὅλο σου τὸν ἑαυτὸ στὸν Θεὸ ὡς ὁλοκαύτωμα καὶ γιὰ νὰ παρακινῇ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἡ μόνη του ἀγάπη καὶ θεϊκή του ἀρέσκεια τὸν νοῦ σου, τὴν θέλησί σου καὶ τὴν μνήμη σου καὶ νὰ κυβερνᾷ ὅλες σου τὶς αἰσθήσεις.
Καὶ βλέποντας μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅτι δὲν μπορεῖ ἄλλο πρᾶγμα νὰ προξενήσῃ σὲ σένα τὰ παρόμοια θεϊκὰ ἀποτελέσματα, ὅπως τὸ πανάγιο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἄνοιξε τὴν καρδιά σου πρὸς αὐτὸ μὲ τὶς ἀκόλουθες ἐρωτικὲς καὶ ἀγαπητικὲς ἐμπνεύσεις καὶ πές: «Ὦ ὑπερουράνια βρῶσις, πότε θὰ ἔλθη ἡ ὥρα ἐκείνη ποὺ ἐγὼ θὰ θυσιασθῶ ὁλόκληρος γιὰ σένα ὄχι μὲ ἄλλη φωτιά, ἀλλὰ μὲ ἐκείνη τῆς ἀγάπης σου;
Πότε θὰ ζήσω μόνο ἀπὸ ἐσένα καὶ γιὰ σένα καὶ μόνον γιὰ σένα; Ὤ, πότε, ἡ ζωή μου; Ζωὴ ὡραία, ζωὴ εὐχάριστη καὶ αἰώνια, μάννα οὐράνιο, πότε ἐγὼ νὰ ἀηδιάσω ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐπίγεια βρῶσι καὶ νὰ ἐπιθυμήσω μόνον ἐσένα, νὰ τραφῶ μόνον ἀπὸ ἐσένα;
Πότε θὰ γίνῃ αὐτό, ὢ δική μου Γλυκύτητα; Πότε μόνον μου ἀγαθό; Ὦ Κύριέ μου, ἐρασμιώτατε, καὶ παντοδύναμε ἐλευθέρωσε αὐτὴ τὴν ἄθλια καρδιά μου ἀπὸ κάθε προσκόλημμα καὶ ἀπὸ κάθε ἐγκληματικὸ πάθος.
Στόλισέ την μὲ τὶς ἅγιες ἀρετές σου καὶ μὲ ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο μπορῶ νὰ κάνω τὸ κάθε τί γιὰ νὰ σοῦ ἀρέσω. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θὰ ἔλθω γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου. Θέλω νὰ σὲ παρακαλέσω καὶ θέλω νὰ σὲ εὐχαριστήσω, νὰ εἰσέλθης σὲ αὐτήν, μέσα στὴν ὁποία, ἐσὺ Κύριε, χωρὶς ἀντίστασι θὰ φέρῃς ἐκεῖνα τὰ ἀποτελέσματα, τὰ ὁποῖα πάντοτε ἐπιθυμεῖς νὰ ἐνεργῇς».

Σὲ αὐτὲς τὶς ἀγαπητικὲς διαθέσεις μπορεῖς νὰ γυμνάζεσαι ἀπὸ τὸ ἑσπέρας καὶ τὸ πρωὶ γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῆς ἱερᾶς Μεταλήψεως. Ἔπειτα, ὅταν πλησιάση ὁ καιρός, σκέψου ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχεις γιὰ νὰ ζήσῃς, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει μεγαλειότητα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν καταλάβουμε, μπροστὰ στὴν ὁποία τρέμουν οἱ οὐρανοὶ καὶ ὅλες οἱ ἐξουσίες! Ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος τῶν Ἁγίων, ὁ πιὸ καθαρὸς καθρέπτης!
Ἡ καθαρότητα ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῆ, ἀναλογικὰ μὲ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει κανένα κτίσμα καθαρό! Ὅτι εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ σὰν σκουλῆκι τῆς γῆς καὶ σὰν τρυγιὰ (κατακάθι ἀπὸ σταφύλι), θέλησε γιὰ τὴν ἀγάπη τὴν δική σου νὰ καταφρονηθῆ, νὰ ἐμπαιχθῆ, νὰ σταυρωθῆ ἀπὸ τὴν κακία καὶ τὴν παρανομία τοῦ κόσμου!

Ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς ἐκεῖνος στὰ χέρια τοῦ Ὁποίου βρίσκεται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ὅτι ἐσὺ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν μεταλάβης εἶσαι ἀντίθετα ἕνα μηδὲν καὶ ἐξ αἰτίας τῆς κακίας σου ἔγινες χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ἀπὸ κάθε τιποτένιο καὶ ἀκάθαρτο κτίσμα, ἄξιος μόνον νὰ καταντροπιάζεσαι καὶ νὰ ἐμπαίζεσαι ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς δαίμονες! καὶ ὅτι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς γιὰ τὶς τόσες ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του, καταφρόνησες μὲ τὶς φαντασίες καὶ τὶς ὀρέξεις σου ἕνα τόσο Ὕψιστο καὶ ἀθάνατο Κύριο καὶ καταφρόνησες τὸ πολύτιμα Αἷμα του!
Ὅμως ἐκεῖνος παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἐξ αἰτίας τῆς παντοτινῆς του ἀγάπης καὶ τῆς ἀμετάβλητης ἀγαθότητάς του σὲ προσκαλεῖ στὸ θεϊκό του Τραπέζι.
Καὶ μερικὲς φορὲς σὲ βιάζει νὰ πᾶς, ἀπειλώντας σε μὲ θάνατο λέγοντάς σου: «Ἂν δὲν φᾶτε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πιεῖτε τὸ Αἷμα του, δὲν ἔχετε μέσα σας ζωή» (Ἰω. 6,53). Καὶ οὔτε σοῦ κλείνει τὴν πόρτα τῆς εὐσπλαγχνίας του, οὔτε σοῦ γυρίζει τὶς θεϊκές του πλάτες, ἂν καὶ σὺ ἀπὸ τὴν φύσι σου εἶσαι γεμάτος ἀπὸ τὴν λέπρα τῆς ἁμαρτίας, χωλός, ὑδρωπικός, τυφλός, δαιμονισμένος καὶ ὑποδουλωμένος στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας!

Αὐτὸ μόνον ζητεῖ ἀπὸ ἐσένα: α´) νὰ πονέσῃ ἡ καρδιά σου γιὰ τὴν λύπη ποὺ τοῦ προξένησες, β´) νὰ μισήσῃς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὴν ἁμαρτία, μικρὴ καὶ μεγάλη, γ´) νὰ προσφέρῃς ὅλο σου τὸν ἑαυτὸ σὲ αὐτὸν καὶ νὰ δοθῇς μὲ διάθεσι καὶ καρδιακὴ ἀγάπη πάντοτε καὶ γιὰ κάθε πρᾶγμα στὸ θέλημά του καὶ στὴν ὑποταγή του, δ´) νὰ ἐλπίζῃς καὶ νὰ ἔχῃς σταθερὴ πίστι ὅτι αὐτὸς θὰ σὲ συγχωρέσῃ, θὰ σὲ καθαρίσῃ καὶ θὰ σὲ φυλάξῃ ἀπὸ ὅλους σου τοὺς ἐχθρούς.

Καὶ ἀφοῦ στερεωθῇς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ πλησιάσης στὴν Ἁγία Κοινωνία μὲ ἕναν ἅγιο φόβο καὶ ἕνα φόβο ποὺ προκαλεῖ ἀγάπη λέγοντας: «Ἐγώ, Κύριέ μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ ὑποδεχθῶ, διότι τόσες καὶ τόσες φορὲς σὲ λύπησα καὶ ἀκόμη δὲν ἔκλαψα ὅπως ἔπρεπε ποὺ σὲ λύπησα. Ἐγώ, Κύριέ μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ ὑποδεχθῶ, διότι ἀκόμη δὲν παραδόθηκα εἰλικρινὰ στὴν ἀγάπη σου, στὴν θέλησί σου, στὴν ὑποταγή σου. Ὦ Θεέ μου, Παντοδύναμε καὶ ἀπείρως ἀγαθέ, ἐσὺ μόνος μὲ τὴν δύναμι τῆς ἀγαθότητός σου ἀξίωσέ με νὰ σὲ ὑποδεχθῶ μὲ αὐτὴν τὴν πίστι».

Καὶ ἀφοῦ μεταλάβης, κλείσου ἀμέσως στὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς σου καὶ λησμονώντας κάθε κτιστὸ πρᾶγμα, μίλησε μὲ τὸν Θεό σου μὲ αὐτὸν ἢ μὲ παρόμοιο τρόπο: «Ὦ Ὕψιστε Βασιλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, τί σὲ ἔφερε στὴν καρδιά μου, σὲ μένα ποὺ εἶμαι ἄθλιος, φτωχός, τυφλὸς καὶ γυμνός;».
Καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ ἀπαντήσῃ: «Ἡ ἀγάπη».
Καὶ σὺ πάλι πές: «Ὦ ἀγάπη ἄκτιστη! Ὦ ἀγάπη γλυκειά! Τί θέλεις ἐσὺ ἀπὸ ἐμένα;». Καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πῇ ὅτι δὲν θέλει τίποτε δὲν θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ ἀγάπη λέγοντας: «Δὲν θέλῳ νὰ ἀνάψῃ ἄλλη φωτιὰ στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου καὶ σὲ ὅλα τὰ ἔργα σου, παρὰ μόνον ἡ φωτιὰ τῆς ἀγάπης μου, γιὰ νὰ κατακάψη κάθε ἄλλη ἀγάπη καὶ κάθε προσωπικό σου θέλημα καὶ νὰ μοῦ τὸ παραδώσῃ ὡς ὀσμὴ εὐωδίας.
Αὐτὸ ζήτησα καὶ ζητῶ πάντοτε ἀπὸ σένα. Διότι ἐπιθυμῶ νὰ εἶναι ὅλος δικός σου καὶ σὺ ὅλος δικός μου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ γίνῃ ποτέ, ἂν δὲν ὑποτάξης τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ μένεις προσκολημμένος στὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου, στὴν δική σου τὴν γνώμη καὶ σὲ κάθε ἐπιθυμία σου καὶ τιμὴ τοῦ κόσμου (φιλοτιμία).
Σοῦ ζητῶ τὸ μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ σου γιὰ νὰ σοῦ παραδώσω τὴν ἀγάπη μου. Ζητῶ τὴν καρδιά σου γιὰ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὴν δική μου, ποὺ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μοῦ ἀνοίχθηκε μὲ τὴν λόγχη πάνω στὸ σταυρό. Καὶ ζητῶ ὁλόκληρον ἐσένα γιὰ νὰ εἶμαι ὁλόκληρος δικός σου.
Ἐσὺ βλέπῃς ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀσύγκριτης τιμῆς, καὶ ὅμως γίνομαι τόσο, ὅσο ἀξίζεις ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν, ὦ ψυχή μου ἀγαπημένη, μὲ τὸ νὰ δοθῇς σὲ μένα. Ἐγὼ θέλω, πολὺ ἀγαπητό μου παιδί, νὰ μὴν θέλῃς τίποτε, νὰ μὴν ἀκοῦς τίποτε, νὰ μὴν βλέπῃς τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἐμένα καὶ τὸ θέλημά μου, γιὰ νὰ θέλω κι ἐγὼ κάθε πρᾶγμα γιὰ σένα, νὰ σκέπτωμαι γιὰ σένα, νὰ σοῦ ὑπακούω, καὶ νὰ βλέπω σὲ σένα, ὥστε τὸ δικό σου μηδὲν ἀφοῦ περιέλθει στὴν ἄβυσσο τῆς ἀπειρίας μου νὰ μεταβάλλεται σ᾿ ἐκείνην, κι ἔτσι θὰ εἶσαι σὲ μένα γεμάτος ἀπὸ περιεχόμενο (δὲν θὰ αἰσθάνεσαι κενός) πάρα πολὺ εὐτυχισμένος καὶ μακάριος, καὶ ἐγὼ ἀπὸ σένα πολὺ ἱκανοποιημένος καὶ εὐχαριστημένος».

Φρόντισε νὰ αὐξήσῃς καὶ νὰ περισσέψη στὴν ψυχή σου καθημερινὰ ἡ πίστις σὲ αὐτὸ τὸ Πανάγιο Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ μὴ σταματήσῃς ποτὲ νὰ θαυμάζῃς αὐτὸ τὸ τόσο ἀκατάληπτο Μυστήριο καὶ νὰ χαίρεσαι σκεπτόμενος πῶς φαίνεται ὁ Θεὸς κάτω ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ταπεινὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, γιὰ νὰ σὲ κάνῃ ἁγιώτερο, ἀξιώτερο καὶ εὐτυχέστερο. Διότι μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουν, ἀλλὰ πιστεύουν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶδαν καὶ πίστεψαν» (Ἰω. 20,29).
Μὴν ἐπιθυμῇς νὰ σοῦ ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ αὐτὴ κάτω ἀπὸ ἄλλου εἴδους ἐμφανίσεις, παρὰ αὐτῆς τῶν Μυστηρίων. Προσπάθησε νὰ θερμάνης τὴν θέλησί σου στὸ Μυστήριο αὐτὸ καὶ καθημερινὰ νὰ εἶσαι περισσότερο πρόθυμος στὸ νὰ ἐκτελῇς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ πράγματα. Καὶ πάντοτε, ὅταν προσφέρεσαι μὲ τὸ Μυστήριο αὐτὸ στὸν Θεό, δηλαδὴ ὅταν μεταλαμβάνῃς, πρέπει νὰ εἶσαι διατεθειμένος καὶ προετοιμασμένος νὰ πάθης γιὰ τὴν ἀγάπη του ὅλα τὰ βάσανα καὶ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὶς περιφρονήσεις ποὺ θὰ σοῦ τύχουν καὶ κάθε σωματικὴ ἀσθένεια (97).

Τελευταῖα θὰ προσφέρῃς στὸν οὐράνιο Πατέρα τὸν Υἱό του, πρῶτα γιὰ εὐχαρίστησί του καὶ κατόπιν γιὰ τὶς ἀνάγκες σου, γιὰ ὅλη τὴν ἁγία Ἐκκλησία, γιὰ ὅλους τοὺς συγγενεῖς σου, γιὰ ὅλους ἐκείνους στοὺς ὁποίους εἶσαι χρεώστης καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀναπαυθῆ ἐν πίστει. Καὶ αὐτὴ τὴν προσφορὰ θὰ τὴν κάνῃς εἰς ἀνάμνησι καὶ ἕνωσι ἐκείνης τῆς ἴδιας προσφορᾶς, μὲ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτό του, δηλαδή, ὅταν αὐτὸς ὅλος γεμάτος ἀπὸ αἵματα καὶ κρεμασμένος πάνω στὸ σταυρό, προσφέρθηκε στὸν Πατέρα. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν μπορεῖς νὰ τοῦ προσφέρῃς ὅλες τὶς θυσίες, δηλαδή, ἱερουργίες καὶ προσευχές, ὅσες γίνονται τὴν ἡμέρα ἐκείνη στὴν ἁγία Ἐκκλησία.

______________________________________________________________________________

97. Ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει καὶ ἕνα ἄλλο χρέος ποὺ ἔχουν αὐτοὶ ποὺ μεταλαμβάνουν. Διότι ὅσοι μεταλαμβάνουν καταγγέλλουν τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου μὲ τὴν Μετάληψι, ὅπως λέγει καὶ ὁ Παῦλος: «Ὅσες φορὲς τρώγετε τὸν ἄρτον αὐτὸ καὶ πίνετε αὐτὸ τὸ ποτήριο, καταγγέλλετε τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. 26). Καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἔγινε γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γενικὰ σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέγει: «Ἐὰν ἕνας πέθανε γιὰ ὅλους ἄρα ἀπέθαναν ὅλοι, καὶ πέθανε γιὰ ὅλους» (Β´ Κορ. 5,15). Λοιπὸν ὅσοι μεταλαμβάνουν ὀφείλουν νὰ δείχνουν, γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι καὶ γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου καὶ νὰ μὴ ζοῦν πλέον στὸν κόσμο καὶ στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ μόνο στὸν Θεὸ ποὺ μεταλαμβάνουν, σὲ αὐτὸν ποὺ πέθανε γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἀναστήθηκε, πάλι σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, ποὺ λέγει: «Ὥστε ὅσοι ζοῦν, νὰ μὴ ζοῦν πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πέθανε γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἀναστήθηκε» (Β´ Κορ. 5,15). Καὶ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος ὅτι εἶναι δόγμα ποὺ ἔχει παραδοθῆ ἀπὸ τὸν Παῦλο.