ΠΩΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΩ ΤΟΝ ΘΕΟ;


ΙΗΣΟΥΣ1
π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ γαλ­λί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ φι­λό­σο­φος Σι­μὸν ντὲ Μπο­βου­άρ, μιὰ ἀ­πὸ τὶς κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ φε­μι­νι­σμοῦ στὸν 20ό αἰ­ώ­να, στὸ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κό της ἔρ­γο «Πῶς ἔ­γι­να συγ­γρα­φέ­ας» με­τα­ξὺ ἄλ­λων ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται:
«Πέ­ρα­σα πο­λὺ εὐ­τυ­χι­σμέ­να παι­δι­κὰ χρό­νια.Κοινωνοῦσα, ἐ­ξο­μο­λο­γι­ό­μουν, ἤ­μουν πο­λὺ εὐ­σε­βής. Ἤ­θε­λα νὰ ἀ­ρέ­σω στὸν κα­λὸ Θε­ὸ καὶ νὰ ἔ­χω μιὰ κα­τά­λευ­κη ἁ­γνὴ ψυ­χή… Μέ­χρι τὰ 12-13 μου ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν ὑ­πέ­ρο­χα γιὰ μέ­να. Τὰ πράγ­μα­τα χά­λα­σαν λί­γο ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ἐ­φη­βεί­α. Ἔ­γι­να ἄ­τα­κτη, ἀ­νά­πο­δη καὶ χον­τρο­κέ­φα­λη – εἶ­χα ἀ­πο­κτή­σει κα­κὲς συ­νή­θει­ες καὶ τρω­γό­μουν μὲ τὰ ροῦ­χα μου. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὅ­μως, ἀ­να­πτυσ­σό­ταν τὸ κρι­τι­κό μου πνεῦ­μα καὶ ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα ἔ­λε­γε «μὴ ἐ­κεῖ­νο, μὴ τὸ ἄλ­λο»…, δὲν τὴν ὑ­πά­κου­α πο­τὲ μὲ τὴ θέ­λη­σή μου.

Καὶ τε­λι­κὰ σ’ ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ θέ­μα πῆ­ρα τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ μὴν ὑ­πα­κού­ω. Ἔ­λεγ­χαν μὲ ἄ­κρα αὐ­στη­ρό­τη­τα τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τά μου… Περ­νοῦ­σα τὶς δι­α­κο­πές μου στὴ Λι­μου­ζέν, σ’ ἕ­να ἰ­δι­ό­κτη­το κτῆ­μα τοῦ παπ­ποῦ, …καὶ στὴν ἐ­ξο­χὴ ξέ­με­να πάν­τα ἀ­πὸ ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Ὑ­πῆρ­χαν στὴ βι­βλι­ο­θή­κη κά­ποι­ες δε­μέ­νες συλ­λο­γές… Μοῦ ὑ­πέ­δει­ξαν τὰ κομ­μά­τια ποὺ ἦ­ταν «γιὰ μέ­να», … καὶ μοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πά­ρω τὸν τό­μο στὸ δά­σος ὅ­που κα­τα­σκή­νω­να γιὰ νὰ δι­α­βά­σω. Μιὰ ὡ­ραί­α ἡ­μέ­ρα ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω τὰ κομ­μά­τια ποὺ δὲν ἦ­ταν γιὰ μέ­να… Καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­ψα­με στὸ Πα­ρί­σι, κα­τα­βρό­χθι­σα ὅ­λη τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ πα­τέ­ρα μου, …ὁ­τι­δή­πο­τε ἔ­πε­φτε στὰ χέ­ρια μου.
Δὲν εἶ­χα κα­θό­λου τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἔ­κα­να κά­τι κα­κό, δὲν περ­νοῦ­σε κἂν ἀ­πὸ τὸ μυα­λό μου ὅ­τι προ­σέ­βαλ­λα τὸ Θε­ό. Πρέ­πει νὰ πῶ ὅ­τι εἶ­χα τα­κτο­ποι­ή­σει -μὲ τὸν τρό­πο μου- τὶς σχέ­σεις μα­ζί του… Ὡ­στό­σο ἕ­να βρά­δυ στὴ Λι­μου­ζὲν ἔ­κα­να μέ­σα μου με­ρι­κὲς ἐ­ρω­τή­σεις… Εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου: τὸ ὅ­τι δὲν ὑ­πα­κοῦς, τὸ ὅ­τι λὲς ψέ­μα­τα, εἶ­ναι κι αὐ­τὰ ἁ­μαρ­τί­ες. Καὶ τό­τε μοῦ ἔ­γι­νε μιὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό­λυ­τα ἐκ­θαμ­βω­τι­κή: πο­τὲ δὲν ἀ­παρ­νι­ό­μουν πράγ­μα­τα ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν ὁ Θε­ὸς τὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ε. Ἄ­ρα δὲν πί­στευ­α πιὰ σ’ ἐ­κεῖ­νον!».
Ἐν­τυ­πω­σιά­ζει πράγ­μα­τι ἡ εὔ­στο­χη καὶ εἰ­λι­κρι­νὴς δι­α­πί­στω­ση τῆς συγ­γρα­φέ­ως! Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε, δὲν εἶ­χε πλέ­ον καμ­μιὰ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό.
Πό­σο τὸ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει αὐ­τὸ οἱ Χρι­στια­νοί; Ἔ­χου­με ἀν­τι­λη­φθεῖ ὅ­τι τὸ δι­κό μας θέ­λη­μα καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ μπορεῖ νὰ εἶ­ναι δυ­ὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ μὴ συμ­πί­πτουν πάντα με­τα­ξύ τους; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρακινεῖ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ βρίσκουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθό, εὐάρεστο καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσαρμόζουμε κάθε δικό μας θέλημα, ὥστε νὰ μεταμορφώνουμε καὶ νὰ ἀνακαινίζουμε τὸν ἑαυτό μας, κάνοντάς τον ἔτσι θυσία ζωντανή, εὐάρεστη στὸν Θεὸ (Ρωμ. 12, 1-2). Ὅταν δίνουμε προτεραιότητα στὸ δικό μας θέλημα ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀ­κό­μα κι ἂν δε­χό­μα­στε θε­ω­ρη­τι­κὰ τὸν Θε­ό, οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸν ἀ­πορ­ρί­πτου­με. Δὲν πι­στεύ­ου­με πιὰ σ’ αὐ­τόν. Δὲν ρυθ­μί­ζει Ἐ­κεῖ­νος τὴ ζω­ή μας. Εἶ­ναι ἕ­νας ξέ­νος γιὰ μᾶς. Θε­ός μας εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός μας μὲ ὅ­σα τοῦ ἀ­ρέ­σουν καὶ τὸν ἐ­ξυ­μνοῦν.
Αὐ­τή τὴν αὐ­το­θέ­ω­ση πό­θη­σε μά­ται­α ὁ Ἀ­δάμ, ἀ­πορ­ρί­πτον­τας τὸν δρό­μο ποὺ τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Θε­ός. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ νέ­ος Ἀ­δάμ, ὁ Χρι­στός, ἀ­πέ­φυ­γε συ­στη­μα­τι­κὰ τὸ ἴ­διο λά­θος. Δὲν ζή­τη­σε τί­πο­τε δι­κό του, ἀλ­λὰ «ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σε» (Φιλ. 2, 7), γιὰ νὰ γί­νει ἀ­πό­λυ­τα ὑ­πά­κου­ος στὸν Θε­ὸ-Πα­τέ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­θε Χρι­στια­νὸς ποὺ σκέ­πτε­ται μὲ «νοῦν Χρι­στοῦ»(Α΄ Κορ. 2, 16) καὶ δὲν θέ­λει δι­α­ζύ­γιο ἀ­π’ τὸν Θε­ό, προ­σπα­θεῖ νὰ ὑ­πο­τά­ξει ἐν­τε­λῶς τὸ δι­κό του θέ­λη­μα στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Νὰ πε­θά­νει γιὰ τὸν κό­σμο. Νὰ ζή­σει γιὰ τὸν Θε­ό.
Πῶς θὰ τὸ πε­τύ­χου­με αὐ­τό, ἂν δὲν ἀ­παρ­νη­θοῦ­με ἑ­κού­σια τὸν ἑ­αυ­τό μας, κά­θε τὶ ποὺ θέ­λου­με; Κι ἂν δὲν γί­νει αὐ­τό, πῶς θὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στό; (Μάρκ. 8, 34).