῾Ο θάνατος εἶναι τό πλέον βέβαιο γεγονός πού καθένας γνωρίζει πώς ἀργά ἤ γρήγορα θά ἐπέλθει καί στόν ἴδιο. ᾿Εν τούτοις τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο κι ἐπίμονα ἀπωθημένο.
Κι αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει θρέψει, κατά τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς βιοτῆς του, τήν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καί δέν βασίζεται πάνω στό ἀγκωνάρι τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιάζεται ὁ ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδάμ ἀπό τό φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἐπειδή ἀσφαλῶς εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει αἰώνια. Καί καθώς βλέπει τό σῶμα κάποιου ἀγαπημένου του νά κοίτεται χωρίς πνοή, τότε σαβανώνει μαζί μ᾿ αὐτό καί τή δική του ἐλπίδα.
῾Ο σημερινός ἰδιαίτερα ἄνθρωπος εἶναι παραδομένος στά φαινόμενα καί σ᾿ ὅσα μπορεῖ νά ἀποδείξει ἐργαστηριακά ἤ νά καταθέσει ὡς ἀναμφισβήτητα καί δεδομένα. Γι᾿ αὐτό ἔχει χάσει τό ἐνδιαφέρον του γιά κάθε μεταθανάτια προοπτική καί πολύ περισσότερο, ἔχει νεκρώσει μέσα του κάθε ἐλπίδα γιά ἀνάσταση καί ἀθανασία.
Συμβαίνει, καθώς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί τοῦτο τό παράδοξο, νά καταθέτει ὁ σποριάς τό βιός του στή νωπή γῆ, νά τήν ὀργώνει βαθιά καί νά τήν ταΐζει πλούσια μέ γερό σπόρο καί ἐλπίδα. Γιατί, τό σάπισμα καί ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμός τοῦ σπόρου δέν τόν προβληματίζει ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τήν προσμονή τῆς νέας βλάστησης καί τῆς καρποφορίας. ῞Οταν ὅμως αὐτός κληθεῖ νά ἀποθέσει στή φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τόν ἄνθρωπό του, τότε δέν διακατέχεται ἀπό τήν ἴδια φερέλπιδα βεβαιότητα τοῦ σποριᾶ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου του προσώπου, ταυτίζεται μέσα του μέ τήν ὁριστική ἀπώλεια, χωρίζεται γι᾿ αὐτόν ἡ ζωή στά δυό. Κι αὐτό, γιατί δέν ὑπάρχει μέσα του τό ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἄνοιξης» καί ἡ χαρά τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καί «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας. ῎Εχει γίνει τόσο ἐπίπεδος ὁ ἄνθρωπος «τοῦ αἰῶνος τούτου», ὥστε συνήθισε νά ὁριοθετεῖ τό καθετί βέ βάση τούς φυσικούς νόμους.
Τοῦτο τό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας πού παίρνει κατά καιρούς τόσες ἐναλλακτικές μορφές, ἔχει τήν ἀρχή του «στήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τοῦ Πρωτοπλάστου. ῾Ο Θεόπλαστος ἄνθρωπος, μέ τήν παρακοή του, διέκοψε τότε τή σχέση του μέ «τήν Πηγή τῆς Ζωῆς», ξέπεσε ἀπό τό «Θεοειδές» κάλλος του καί ἦρθε ὁριστικά ἀντιμέτωπος μέ τήν ὀσμή τοῦ θανάτου.
῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ἀποκαλύπτει, τήν «πονηρή μήτρα», τόν «ἐφευρέτη» τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, τόν διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, δυσπιστοῦν καί ἐμφανίζονται «ὡς ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» (Λουκ. 24, 25). Δέν δέχονται ἀβασάνιστα τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι, τό «ἠγέρθη, οὔκ ἐστιν ᾧδε» τοῦ ᾿Αγγέλου (Μάρκ. 16, 6), δέν τούς πληροφορεῖ καί δέν τούς βεβαιώνει καί γιά τή δική τους ἀνάσταση.
῾Η δυσπιστία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀφορᾶ κυρίως στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Κι αὐτό, γιατί ἀγνοεῖ ὅτι ὁ θάνατος, αὐτό «τό ὀφειλόμενο ἐπιτίμιο», εἶχε δύναμη καί καταλυτική ἰσχύ μέχρι ἐκεῖνο τό γλυκοχάραγμα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων», τότε πού οἱ γυναῖκες βρῆκαν τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ «κενό» (Μάρκ. 16, 2). Γιατί ὁ ᾿Αναστημένος Χριστός κατέλυσε τό θάνατο καί «ἤνοιξε πάλι παραδείσου τάς πύλας». ᾿Εκείνη τήν αὐγή, ὁ ἐξόριστος ᾿Αδάμ πέρασε ἄκοπα στήν ἀντίπερα ὄχθη, πατώντας στό Σταυρό, στή «γέφυρα τῆς Ζωῆς», ἀκολουθώντας τόν ᾿Αναστάντα Θεόν-Λόγον.
Τό πάθος καί ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀλληλένδετα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα γεγονότα, μέ τά ὁποῖα κορυφώνεται τό κοσμοσωτήριο ἔργο τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του. ῞Οπως ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καί τό πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή πρός τήν αἰωνιότητα δέν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλά ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καί «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».
῾Η ᾿Ανάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρίς τή βεβαιότητα τῆς ἀνάστασής μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ ᾿Απόστολος, δέν ἔχει κανένα νόημα καί εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «῎Αν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀφοῦ κι ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σάν τό δικό μας. ᾿Αλλά, ἄν δέν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρίς νόημα καί χωρίς περιεχόμενο τό κήρυγμά μας καί κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτή βασίζεται καί θεμελιώνεται στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ… Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα, διότι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί ὅπως οἱ πρώιμοι καρποί, πού ὡριμάζουν πρίν ἀπό τούς ἄλλους καί μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θά ἀκολουθήσει καί ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό τούς ἄλλους καί βεβαιώνει μέ τήν ᾿Ανάστασή Του, ὅτι θά ἀκολουθήσει ἡ ἀνάσταση καί τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).
῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικά καί ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μᾶς μιλοῦν μέ «βεβαία πίστη» γιά τήν «ἄνοιξη» πού πρόκειται νά διαδεχθεῖ «τό χειμωνιάτικο σάπισμα», τή φθορά καί τήν ἀποσύνθεση, τήν ὁποία θά ἐπιφέρει ὁ σωματικός θάνατός μας.
Θά ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλά «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. 16, 12). Θά ἀναστηθοῦμε καί κανείς μας πιά δέν θά ὑποκύπτει στό νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικός, πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μέ τόν προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω» τοῦ εἶπε ὁ Θεός, «ἀπό τό λόφο, ὅπου εὑρίσκεσαι τώρα στό Ναό καί προφητεύεις, καί κατέβα κάτω στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, καί ἐκεῖ θά ἀκούσεις τί ἔχω νά σοῦ πῶ». ῎Ετσι ἐγώ ὁ ῾Ιερεμίας» λέει, «κατέβηκα στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη καί ἰδού, αὐτός ἦταν ἐκεῖ καί ἐργαζόταν τήν ἀγγειοπλαστική μέ τή βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Τότε ἔπεσε τό πήλινο δοχεῖο πού ἔπλαθε μέ τά χέρια του αὐτός ὅμως μάζευσε πάλι τόν πηλό καί ἀπό αὐτόν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, καί τοῦ ἔδωσε τή μορφή πού ἐκεῖνος ἤθελε. Τότε ὁ Κύριος μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε· «᾿Απόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δέν μπορῶ νά κάνω καί ᾿Εγώ σ’ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατί ἐσεῖς εἴσαστε στά χέρια μου ὅπως ὁ πηλός στά χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη πού εὔκολα μεταπλάσσεται ἀπό αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, Πανάγαθος, Παντοδύναμος καί Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτό καί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα μας σ᾿ ᾿Εκεῖνον εἶναι ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.
῾Η ἀνάσταση λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θά συντελεσθεῖ. ῾Η σάλπιγγα τοῦ ᾿Αγγέλου ὁπωσδήποτε, θά ἠχήσει (᾿Αποκ. 11, 15-18) ῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος, θά συντελεσθεῖ. ᾿Εκεῖνο ὅμως πού ἔχει σημασία γιά μᾶς εἶναι, νά ἔχουμε ἐργασθεῖ κατά τήν ἐπί γῆς βιοτή μας, γιά τόν ἁγιασμό τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νά μή γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλά «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. 25, 46).
Στήν προετοιμασία μας αὐτή θά συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου», ἡ νήψη καί ἡ διαρκής ἑτοιμότητά μας γιά τήν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρός τά ἐπουράνια». Γιατί, συνεχής μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τήν ψυχή καί προεκτείνει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρός τήν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. 3, 18). ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στήν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσης, ἡ ὁποία, ἄν καί «συστενάζει» μέ τόν ἀπόγονο τοῦ ᾿Αδάμ «καί συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 22), ἐντούτοις δέν παύει νά τρέφεται μέ τήν ἐλπίδα καί νά περιμένει τήν ἀπελευθέρωσή της καί τό δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».
῾Η μυστική θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρός τήν ὁδό τοῦ ἁγιασμοῦ καί στήν προσπάθεια νά εὐτρεπίσουμε, κατά τό δυνατόν, τήν ὕπαρξή μας, γιά «τή μεγάλη ὥρα», γιά τήν ἀποκαλυπτική συνάντηση μέ τόν «Μόνο ᾿Αγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. 3,2).
᾿Επιπλέον, ἡ ἀναμονή τῆς μετοίκησής μας στήν ἀληθινή, στήν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στό νά συνάψουμε στενότερες σχέσεις μέ τούς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τούς ἁγίους ᾿Αγγέλους, καθώς καί μέ τούς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καί «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατί τόσο οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι, ὅσο καί οἱ «προαπελθόντες πατέρες καί ἀδελφοί μας» ἐπιβλέπουν τόν ἀγώνα μας καί μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μέ τίς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρός τόν Δωρεοδότη καί Χορηγό τῆς ζωῆς μας.
῾Η «μνήμη τοῦ θανάτου», ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μέ τόν ἀγγελικό κόσμο καί τούς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στή διαρκή ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στήν «ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος» καί στήν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης καί τῆς ζωῆς μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στήν ἀποδοχή τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καί παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νά ἀσχοληθοῦμε καί νά προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μέ τό θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.
῞Οταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρός αὐτό τόν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τήν ἀπειλητική σημασία της καί μεταβάλλεται σέ «θέα τῶν ἀθεάτων», σέ προέκταση τῆς ὕπαρξης στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καί τελικά, σέ ἀπαντοχή τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας πού θά μᾶς φέρει «στό μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὕπαρξής μας.
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἡ ζωή ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί ὁ ἄνθρωπος «ἐπείγεται» νά ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του καί νά κάνει τόν ἑαυτόν του δεκτικό τοῦ Μύρου τῆς «καινῆς ζωῆς». Γιατί, καθένας γνωρίζει ὅτι, ἐκείνη τήν ὥρα, θά γίνει καθετί φανερό καί θά ἀποκαλυφθεῖ ὅλη ἡ ἐργασία του, ὅλο τό ὑφάδι πού ἔχει τοποθετήσει κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του πάνω στό στιμόνι τῆς «κατ᾿ εἰκόνα» δημιουργημένης ὕπαρξής του.
Γιά τά γνήσια τέκνα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ θάνατος εἶναι μιά μεγάλη γιορτή, γιά τήν προετοιμασία τῆς ὁποίας ἀγωνίζεται κανείς καί κοπιάζει σέ ὁλόκληρη τή ζωή του. ῾Ο ἀγώνας γιά τήν προετοιμασία αὐτῆς τῆς ἑορτῆς συνδαυλίζει τό πνεῦμα τῆς μετάνοιας, τῆς νήψης καί τῆς ἑτοιμότητας τῶν φρονίμων Παρθένων τῆς Παραβολῆς. ᾿Επιπλέον, καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο δοξολογικό καί εὐχαριστιακό ὄν καί μάλιστα, κατά τίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν ποικίλων πειρασμῶν τῆς ζωῆς. ῎Ετσι προγεύεται ὁ πιστός τήν ἐρχομένη Βασιλεία, χαίρεται τή δική του «ἐν Χριστῷ» αἰώνια διάσταση καί ὁμολογεῖ ὅτι ὄντως «ἔρχεται ὥρα καί νῦν ἐστιν» (᾿Ιωάν. 4,23). ᾿Επιπλέον, αὐτή ἡ στάση ζωῆς μεταμορφώνει τόν παρόντα αἰώνα σέ γεφύρι στερεό, γιά νά περάσει ἀκίνδυνα ὁ χριστιανός στό αἰώνιο περιβόλι τῶν παιδιῶν Του, τῶν «ἐλθόντων ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης» (᾿Αποκ.7,14).
Στό ἀνέσπερο φῶς τῆς αἰωνιότητας θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ζωγραφιά τῆς ζωῆς μας. ᾿Εκεῖ θά λάμψει ἡ ἐργασία καί ὁ μόχθος πού καθένας ἔχει καταβάλλει γιά νά κρατήσει ἀκέραιη τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πρός ᾿Εκεῖνον καί πρός τόν ἀδελφό. ᾿Εκεῖ θά ἀναδειχθεῖ τό μέγεθος τῆς ὑπομονῆς μας. Τότε θά φανεῖ τό ἄν ἔχει κανείς ἐργασθεῖ «ὡς πιστός οἰκονόμος» (Λουκ. 12, 42) στόν καμβά τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», μέ τόν ὁποῖο ἔχει προικισθεῖ ἀπό τόν Πανάγαθο Πατέρα καί Δημιουργό μας, ὅταν ἔλαβε ἀπό ᾿Εκεῖνον τήν ὕπαρξη καί τήν αἰώνια προοπτική τῶν «τέκνων τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιωάν. 1,12).
῞Ολα λοιπόν, ἑρμηνεύονται μέ τήν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στήν πνευματική ζωή ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νά γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχή τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καί ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καί ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καί ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικά ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καί τό τελευταῖο ὀχυρό τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατά πάντα καί διά πάντα» τό σῶμα καί τήν ψυχή μας στά χέρια Του, ὡς τελική εὐχαριστιακή προσφορά πρός ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τή Ζωή καί τήν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα καί ὡς «ἀμεταμέλητα χαρίσματα» (Ρωμ. 11,29).
῎Αν, μέ αὐτά τά βιώματα ζεῖ καί πορεύεται ὁ πιστός, τότε μπορεῖ νά ἀντιπαρέρχεται τή σκληρότητα καί τά ἀδιέξοδα αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὄχι προσπαθώντας νά τά ἀποφύγει, ἀλλά προσκυνώντας τό σταυρό του καί ἐγγίζοντας ὅλα τά λυπηρά τῆς ζωῆς, «ὡς κράσπαιδα τῶν ἱματίων Του» (Ματθ. 9,20).
῎Ετσι, προγεύεται ὁ πιστός τό «μεγάλο ἐπουράνιο πανηγύρι»· καί, ὄχι μόνο ὑπομένει κάθε λυπηρό καί ἀντίξοο μέ καρτερία καί ὑπομονή, ἀλλά καί ἐπιθυμεῖ ἤ μᾶλλον, «ἐπείγεται νά φθάσει» στήν αἰώνια πατρίδα του (ἅγιος ᾿Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος).
῾Ο σωματικός θάνατος μ᾿ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι τό τέλος, ἀλλά ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σέ μιά καινούργια ζωή, ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός, μέ τό Σταυρό καί τή δική Του ἁγία ᾿Ανάσταση.
Μετά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός δέν λυπᾶται πιά γι᾿ αὐτούς ποὺ ἔχουν ἤδη φύγει ἀπό αὐτή τή ζωή, οὔτε ἀγωνιᾶ γιά τό τί θά συμβεῖ μετά τή δική του ἔξοδο ἀπό τά ἐφήμερα, ἀλλά μόνο ζεῖ καί ἁγιάζεται, γιά χάρη τοῦ «Παθόντος καί ᾿Αναστάντος Κυρίου του», ψάλλοντας χαρμόσυνα «ἐν παντί καιρῷ»,
Χριστός ᾿Ανέστη!