Η ζωή κάθε χριστιανού στηρίζεται στην προσπάθειά του να καλλιεργήσει τα χαρίσματα που του δόθηκαν από τον Δημιουργό προκειμένου να φτάσει στη θέωση δηλαδή να πλησιάσει τον Θεό. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι εύκολη και χρειάζεται μεγάλος πνευματικός αγώνας. Η Εκκλησία μας προκειμένου να βοηθήσει τον πιστό στον αγώνα του αυτόν προτείνει εσωτερική άσκηση που σίγουρα όμως πρέπει να φωτίζεται από τη θεία χάρη. Μία από τις πνευματικές αυτές ασκήσεις είναι και η νηστεία.
            Η λέξη νηστεία προέρχεται από το στερητικό μόριο νη και το ρήμα έδω που σημαίνει τρώγω, δηλαδή δηλώνει την αποχή από κάποιες κατηγορίες τροφών (ψάρια, κρέας ζώων και πτηνών, τα γεννήματα και τα παράγωγά τους, όπως αυγά, τυρί, γάλα, ελαιόλαδο). Η αποχή αυτή σκοπό έχει την ασκητική υπακοή του ανθρώπου για την χαλιναγώγηση των παθών του και τον καθαρμό του σώματος και της ψυχής. Μέσω της νηστείας ο πιστός συγκρατεί την υπερβολή των επιθυμιών του, τιθασεύει τους πειρασμούς και αποδεσμεύεται από τα υλικά αγαθά και με αυτόν τον τρόπο ευκολότερα δύναται να επιθυμήσει τα αγαθά της ουράνιας βασιλείας. Ο χαρακτήρας της είναι ανασταλτικός και καθαρτικός. Όποιος θέλει να βαδίσει την οδό του Κυρίου πρέπει να στεναχωρεί την γαστέρα του και όχι να την θεραπεύει και να την υπερφορτίζει. Η νηστεία δεν πρέπει να θεωρείται άρνηση των φυσικών αναγκών μας αλλά άρνηση της ακολασίας και του υπέρμετρου καταναλωτισμού, αφού θέτει τις βάσεις για να μένει ο άνθρωπος ακλόνητος ενώπιον των πειρασμών που τον βάλλουν διαρκώς στην καθημερινή του ζωή. Ασκώντας το σώμα στην εκούσια στέρηση αποφεύγει να υποχωρήσει στην αμαρτία. Όπως η σωματική άθληση χαρίζει ευεξία και ευλυγισία έτσι και η ψυχική άσκηση προσφέρει πνευματική ανάταση. Άλλωστε η αξία της νηστείας φαίνεται και από τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου που λέγει ότι η νηστεία έχει ηλικία ίση με την ανθρωπότητα διότι νομοθετήθηκε στον Παράδεισο και βασίστηκε στην εντολή του Θεού να μην δοκιμάσουν οι πρωτόπλαστοι από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Επειδή δεν τηρήθηκε η νηστεία αυτή, ο άνθρωπος εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο, έχασε την επικοινωνία του με τον Θεό – Πατέρα και αμαύρωσε τα χαρίσματα που του είχαν δοθεί από τη στιγμή της δημιουργίας του, όπως την ελευθερία, τη συναδελφικότητα, την αγάπη, το αυτεξούσιο, κάνοντας δυσκολότερη την επίτευξη του καθ’ ομοίωση, δηλαδή της δυνατότητάς μας να ομοιάσουμε στο Θεό. 



Ο Μωυσής μετά από νηστεία ευλογήθηκε να λάβει σε λίθινες πλάκες τον Νόμο στο όρος Σινά, ο Προφήτης Ηλίας νηστεύσας για σαράντα ημέρες αξιώθηκε να δει «εν φωνῆ λεπτῆς αὖρας διερχομένης…τόν Κύριον», η νηστεία ανάπαυσε τον φτωχό Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, νηστεία και προσευχή έκανε και ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων με τα γνωστά θαυμαστά αποτελέσματα. Η ζωή του Ιωάννου του Προδρόμου υπήρξε μια συνεχής νηστεία· ο οποίος δεν είχε κρεβάτι, ούτε τραπέζι, ούτε καλλιεργήσιμη γη, ούτε ζώα για όργωμα, ούτε αρτοποιό, ούτε τίποτε άλλο από τα πράγματα της ζωής. Και για αυτό «μεταξύ των γεννηθέντων από τις γυναίκες, μεγαλύτερος δεν έχει αναφανεί άλλος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή», είπε ο Χριστός (Ματθ. 11, 11). Ο Απόστολος Παύλος μαζί με τα άλλα καυχήματα, απαρίθμησε και τη νηστεία, στις θλίψεις του, οι οποίες τον ανέβασαν στον τρίτο ουρανό (Β’ Κορ. 11, 27· 12, 2). 



Ενώ το μεγαλύτερο παράδειγμα των ευεργετικών επιδράσεων της νηστείας μας το δίνει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος πριν αρχίσει να κηρύττει δημόσια νήστεψε σαράντα ημέρες στην έρημο ώστε μπόρεσε να κατανικήσει τους τρεις πειρασμούς του Σατανά και ειδικότερα εκείνον που τον προέτρεπε να μετατρέψει τις πέτρες σε άρτους. Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση του Ιησού ότι ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με την τροφή “ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ” (Ματθ. 4, 4). Από την άλλη ο Ησαύ για λίγο φαγητό πούλησε τα πρωτοτόκια στον Ιακώβ μη δείχνοντας εγκράτεια.
Η νηστεία λοιπόν, γεννά Προφήτες, κάνει ισχυρότερους τους ισχυρούς, τους σοφούς σοφότερους, άγιο τον αφιερωμένο στο Θεό και ικανώνει τους ιερείς να προσφέρουν αληθινή θυσία κατά τη Θεία Ευχαριστία. Η νηστεία είναι αρχαίο δώρο, δεν παλαιώνει και δεν γηράσκει, αλλά ανανεούμενο ανθίζει πάντοτε για να φέρει ώριμους καρπούς. Δικαιολογημένα επομένως η νηστεία έχει αξιολογηθεί στην πατερική παράδοση ως αγγέλων ομοίωσις, ως θείον δώρημα, ως της μελλούσης ζωής εικώνα, ως όπλο κατά του πονηρού, ως παθοκτόνο φάρμακο, ως πνευματικών αγώνων αρχή και πλήθος άλλων χαρακτηρισμών, οι οποίοι διατρανώνουν τη σημασία της εν λόγω αρετής και εκφράζουν την εξέχουσα θέση που κατέχει στη ζωή των χριστιανών.
        Για τους παραπάνω λόγους η Εκκλησία, καθιέρωσε τη νηστεία ως προπαρασκευή για θαυμαστά γεγονότα που σχετίζονται είτε με τον επίγειο βίο του Ιησού Χριστού είτε με το δυναμικό παρόν και τη μαρτυρία που έδωσαν οι άγιοί μας. Η αποχή από τις τροφές δεν δηλώνει σε καμία περίπτωση περιφρόνηση ορισμένων ειδών τροφής γιατί δεν υπάρχουν καθαρές και ακάθαρτες τροφές – καθώς όλα έχουν δημιουργηθεί καλά λίαν από τον Δημιουργό. Η διάκρισή τους σχετίζεται με τη θρεπτική και πεπτική ικανότητά τους καθώς οι νηστίσιμες τροφές είναι πιο απλές και λιγότερο πλούσιες σε πρωτεΐνες, ώστε ο νους να μη μεριμνά για τις φυσικές σωματικές του ανάγκες αλλά να στρέφεται ανεπηρέαστος προς τα άνω και η σκέψη ελαφρότερη να αναζητά τους πνευματικούς θησαυρούς. 



Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η νηστεία δεν περιορίζεται μόνο στις τροφές αλλά πρωταρχικά και κυρίως στην ψυχή μας. Κατά τη διάρκειά της οφείλουμε να ξεπερνάμε όλα μας τα πάθη για να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας για το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τι ωφελεί αν δεν τρώγουμε κρέας αλλά κατατρώμε με τα μάτια μας τα υπάρχοντα του συνανθρώπου μας ή συκοφαντούμε τον πλησίον μας και φθονούμε την ευτυχία του; Η τυπική νηστεία όσο αυστηρή κι αν είναι αν δεν συνοδεύεται από την πραγματική αγάπη του Θεού και των ανθρώπων σίγουρα δεν έχει καμία αξία. Απεναντίας αποτελεί παγίδα για τους πιστούς καθώς θεωρούν ότι βαδίζουν το δρόμο της άσκησης και πως εναρμονίζονται με τις επιταγές της πνευματικής ζωής, αλλά ουσιαστικά δεν βλέπουν το αμάρτημά τους ώστε δεν το διορθώνουν. Τέτοια νηστεία έκαναν οι Φαρισαίοι και την κατέκρινε ο Χριστός, αφού νήστευαν επιδεικτικά, υποκριτικά, προς το θεαθήναι. Προσπαθούσαν να φαίνονται σκυθρωποί και να δίνουν την εντύπωση του μεγάλου νηστευτού. Όμως τέτοιου είδους νηστεία σίγουρα δεν είναι θεάρεστη καθώς γίνεται για τη δόξα των ανθρώπων και όχι του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος τόνισε: «ὅταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθαι ὥσπερ οἱ ὑποκριταί σκυθρωποί˙ αφανίζουσι γάρ τά πρόσωπά αὐτῶν, ὅπως φανώσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες˙ ἀμίν λέγων ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν. Σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μή φανείς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ˙  καί ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσι σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. 6, 14). Και στην εποχή μας πολλοί δίδουν μεγάλη σημασία και σχολαστικότητα για τα φαγητά, ενώ αδιαφορούν για άλλα πράγματα, όπως για την ουσιαστική συμμετοχή στην εν γένει εκκλησιαστική ζωή.



             Επιπλέον ας έχουμε κατά νου ότι σπουδαίο ρόλο στη νηστεία παίζει και η ποσότητα των τροφών, αφού η λαιμαργία και η κατάχρηση στα φαγητά οδηγεί τον άνθρωπο να γίνει γαστρίμαργος και να απομακρυνθεί από τη δίψα για τις απολαύσεις της αιωνίου ζωής, προτιμώντας τις υλικές απολαύσεις του επίγειου βίου. Μέγα, λοιπόν, παράπτωμα όσων θέλουν να λογίζονται γνήσιοι χριστιανοί η ακολασία της γαστέρας, καθώς τους καθηλώνει στα εφήμερα και εγκόσμια. Η νηστεία είναι όπλο για την εκστρατεία κατά των δαιμόνων, διότι όπως διαβάζουμε και στην Καινή Διαθήκη: «τό γένος αὐτό δέν ἐξέρχεται, παρά μόνον μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία» (Μάρκ. 9, 28).
          Ακριβώς αυτόν τον εφήμερο χαρακτήρα των πάντων θέλησε να αποκαταστήσει ο Θεός και να δώσει ακόμη μια ευκαιρία στον άνθρωπο να απολαύσει την ουράνια βασιλεία Του. Για το λόγο αυτό πραγματοποιεί την υπόσχεση που είχε δώσει στους πρώτους ανθρώπους, πως όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου θα στείλει τον Υιό Του να συντρίψει το κακό και να σώσει τα δημιουργήματά Του από το πονηρό. Η πραγματοποίηση αυτή λαμβάνει χώρα κατά τη γέννηση του Ιησού από τη Θεοτόκο Μαρία, όταν στη Βηθλεέμ έρχεται στον κόσμο το θείο βρέφος. Τη λαμπρότητα του γεγονότος αυτού η Εκκλησία μας τιμά στις 25 Δεκεμβρίου ημέρα αφιερωμένη στον μοναδικό αληθινό ήλιο της ζωής, τον Χριστό!
Ως προπαρασκευή για την προσωπική βίωση των ακατάληπτων θείων μυστηρίων και του σχεδίου της θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους από την αμαρτία και τη φθορά, έχει καθιερωθεί η σαρανταήμερη νηστεία των Χριστουγέννων ή όπως αλλιώς λέγεται του αγίου Φιλίππου, επειδή αρχίζει την επομένη της εορτής του δηλαδή στις 15 Νοεμβρίου και λήγει στις 24 Δεκεμβρίου. Κατά την περίοδο αυτή καταλύουμε ψάρι, κρασί έλαιο καθημερινά εκτός Τετάρτης και Παρασκευής, μέχρι και 17 Δεκεμβρίου.



      Η σαρανταήμερη νηστεία των Χριστουγέννων ήταν αρκετά μεταγενέστερη από τη Μ. Σαρακοστή του Πάσχα και αρχικά ήταν επταήμερη, τον ΣΤ΄ όμως αιώνα κατ’ επίδραση πιθανότατα του μοναχισμού και του γενικότερου ασκητικού χαρακτήρα της Εκκλησίας, εμφανίζεται στα μοναστήρια της Συρίας και της Παλαιστίνης και έκτοτε καθιερώνεται αν και με χαλαρότερο χαρακτήρα, αφού πανηγύρεις και πολλές μνήμες αγίων καθιστούν την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα χαρούμενη προεόρτια ατμόσφαιρα. Ωστόσο μας καλεί βεβαίως σε ένα άλλο είδος ασκητισμού, προκειμένου να ανακαλύψουμε τη σπουδαιότητα της εορτής των Χριστουγέννων και το άπειρο κάλλος της αγάπης του Θεού που στέλνει τον Υιό Του στον κόσμο για να θεώσει την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση προσλαμβάνοντάς την ταυτόχρονα με τη θεία φύση Του.
       Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, η νηστεία των Χριστουγέννων, συμβολίζει τη νηστεία του Μωυσή, αφού νήστεψε σαράντα ημέρες και νύχτες έλαβε τις δέκα εντολές του Θεού, δηλαδή το θείο λόγο. Και για να λάβει τη δεύτερη νομοθεσία χρειάσθηκε και δεύτερη νηστεία. Παρόμοια και εμείς σαράντα ημέρες πριν από τη γέννηση του Ιησού Χριστού προετοιμάζουμε τη δική μας ψυχή να δεχθεί τον Υιό και Λόγο του Θεού. Η νηστεία από τη στιγμή που καθιερώθηκε μέχρι και τις ημέρες μας πραγματοποιείται μέσα στο ίδιο πνεύμα, με την αντίστοιχη νηστεία του Μωυσή, καθώς αυτός έλαβε το Νόμο και εμείς λαμβάνουμε τον Υιό του Νομοδότου. Επιπροσθέτως, νηστεύουμε και προσευχόμαστε κατά μίμηση των ιερών προσώπων της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, όπως του προφήτου Μωυσή, καθώς ο Θεός φανέρωσε σ’ αυτόν το θέλημά Του και σε μας μέσω της νηστείας φανερώνει τον εαυτό Του.



Κατά την σαρανταήμερη περίοδο προ των Χριστουγέννων, η νηστεία αποτελεί ένα ισχυρότατο όπλο για όλους μας, άνδρες και γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους, κληρικούς και λαϊκούς κατά των παθών. Το πνευματικό αυτό όπλο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη σύγχρονη εποχή όπου τα πάντα αμφισβητούνται, οι αξίες καταρρίπτονται και η Εκκλησία βάλλεται από πολλές πλευρές. Η άρνηση σε κάποια φαγητά μας κάνει δυνατούς να πούμε όχι και στον πειρασμό, όταν θα κυκλώσει την καρδιά μας, με σκοπό να την αποσπάσει από την ζεστή αγκαλιά του Θεού και να την ρίξει στην άβυσσο της αμαρτίας. Όπως ο γιατρός σε περίπτωση μιας σωματικής ασθένειας μας επιβάλλει συγκεκριμένο διαιτολόγιο, έτσι και η Εκκλησία για την ψυχική μας υγεία συνιστά περιορισμό υλικών τροφών και απολαύσεων.
           Βέβαια η νηστεία δεν δύναται από μόνη της να φέρει τη σωτηρία στην καρδιά μας, αλλά πρέπει να επικουρηθεί και από άλλες αρετές, όπως την προσευχή, τη μετοχή στα ιερά μυστήρια, κυρίως στην εξομολόγηση και τη Θεία κοινωνία, τις αγαθοεργίες, τη συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες. Ο άνθρωπος που νηστεύει έχει ένα σκοπό, να καθαρίσει το σώμα του από τις καθημερινές έγνοιες και αμόλυντος πλέον να ενωθεί με τον Θεό. Αυτό όμως το πετυχαίνει όταν συνειδητοποιεί τα αμαρτήματά του, συντρίβεται η καρδιά του από μεταμέλεια και ζητά από τον εκπρόσωπο του Χριστού επί της γης, τον πνευματικό, άφεση αμαρτιών μέσω του μυστηρίου της αγίας εξομολογήσεως. Στη συνέχεια, λαμβάνει καθαγιασμένο άρτο και οίνο, δηλαδή σώμα και αίμα Χριστού, και λαμπρύνει τον εσωτερικό του κόσμου με το άσβεστο θείο φως. Η ανακαίνιση που συμβαίνει τότε μέσα του δεν μπορεί παρά να τον οδηγήσει στην αγάπη του Θεού και του πλησίον του, ώστε να προσπαθεί με κάθε τρόπο να απαλλάξει τον συνάνθρωπό του από τη θλίψη και τον πόνο, να βοηθήσει τον φτωχό, να συμπονέσει τον άρρωστο, να συνδράμει τον έχοντα ανάγκη. Τα παραπάνω είναι πράξεις αγαθές όταν φυσικά είναι αγαθή και η προαίρεσή μας, αφού η φιλευσπλαχνία πρέπει να κινείται από ανόθευτη και ανιδιοτελή αγάπη, όπως το μέγα έλεος του Θεού. Τα έργα αυτά τονώνουν περισσότερο το θρησκευτικό φρόνημα του ατόμου και πραγματώνουν την πίστη του, η οποία εκφράζεται σ’ όλο της το μεγαλείο κατά τη διάρκεια όλων των ιερών ακολουθιών. Πρέπει δε να γνωρίζουμε ότι όταν πράττουμε μια αρετή το κάνουμε όχι γι’ αυτή την ίδια την αρετή, αλλά γιατί σε αυτή υπάρχει ο Χριστός.



         Δυστυχώς όμως η νηστεία έχει απωλέσει το περιεχόμενό της και θεωρείται ως αναχρονιστική, ξεπερασμένη, ανούσια, αν όχι αφελής και άχρηστη, από κάποιους οι οποίοι είναι μακράν της πνευματικής ζωής. Ακόμα όμως και αν πιστεύουν μερικοί ότι η νηστεία δεν ταιριάζει σε μια εποχή εξέλιξης και προόδου έχουμε να αντιτάξουμε ότι η πιο γνήσια πρόοδος του ανθρώπου είναι αυτή της ψυχής του, η οποία είναι αθάνατη και άρα αιώνια, ενώ η τεχνολογία και η εξέλιξη των υλικών πραγμάτων, αν και είναι σεβαστές και σίγουρα απαραίτητες στη ζωή μας, δεν μπορούν να απαντήσουν στα διαχρονικά ερωτήματα των ανθρώπων για τη ζωή και το θάνατο, το λόγο της ύπαρξής μας και το σκοπό της δημιουργίας του σύμπαντος. Σ’ αυτά τα ζητήματα η απάντηση της ορθόδοξης θεολογίας είναι αστείρευτη πηγή, που δροσίζει τον κάθε διψασμένο και χαρίζει ελπίδα πως το τέλος της επίγειας ζωής δεν είναι το τέλος του παντός, αλλά η αρχή της ενώσεώς μας με τον Πανάγαθο Θεό, ο Οποίος από αμέριστη αγάπη δημιούργησε τα πάντα και προνοεί γι’ αυτά στο διηνεκές του χρόνου. 
      Αντίδωρο ευγνωμοσύνης στον Ύψιστο, εμείς οι χριστιανοί προσφέρουμε την καθαρότητα του σώματος και της ψυχής μας και μορφώνουμε τις καρδιές μας σε φιλόξενα κατοικητήρια των αρετών και αγωνιζόμαστε τον αγώνα τον καλό ώστε να αναπλάσουμε ολόκληρο τον κόσμο σε κήπο ευωδιαστό από τη χάρη του Θεού. Η Τεσσαρακοστή των Χριστουγέννων, είναι μια καλή ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τα αρνητικά του βίου μας, να παλέψουμε τα πάθη μας, να δωρίσουμε αγαπητικά τις καρδιές μας στον συνάνθρωπό μας και να ελαφρύνουμε το νου και την ψυχή μας. 



Η ενανθρώπηση του λυτρωτή και Σωτήρα μας, μάς καλεί να σαλπίσουμε τον ύμνο της θείας δοξολογίας και να τείνουμε όλοι προς τον ουρανό: «Ἡ γέννησίς σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τό φῶς τό τῆς γνώσεως».
Δρ. Σωτ. Κόλλιας