Συζητούσαμε κάποτε μία ομάδα προσκυνητών μ’ έναν σπουδαίο Γέροντα, εκφραστή μάλιστα του πνεύματος του αγίου μεγάλου Γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ, και μας έθεσε το ερώτημα περί του ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή.
«Η αρετή της αγάπης», είπε ο ένας. «Όχι», απάντησε ο Γέροντας. «Μολονότι αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο, όμως δεν είναι αυτή η μεγαλύτερη αρετή. Γιατί χωρίς αυτήν που αναζητούμε, και η ίδια η αγάπη, που όντως θεωρείται το επιστέγασμα, αφού ο Θεός είναι αγάπη, αποτελεί καρικατούρα ενός εγωισμού». «Μήπως η πίστη τότε;», συμπλήρωσε ο ίδιος. «Ούτε κι αυτή», χαμογέλασε καλοκάγαθα ο Γέροντας. «Γιατί, φανταστείτε, και η πίστη μπορεί να αποτελεί “προσόν” του ίδιου του διαβόλου. “Και τα δαιμόνια πιστεύουν” μας διδάσκει η Γραφή. Οπότε ούτε η πίστη είναι η σωστή απάντηση». «Η διάκριση», έσπευσε να απαντήσει κάποιος άλλος. «Αυτό άλλωστε δεν τονίζουν οι άγιοι Πατέρες μας»; «Ούτε κι αυτό είναι απολύτως σωστό», είπε και πάλι ο σοφός άνθρωπος. «Ότι οι Πατέρες τονίζουν πολύ συχνά τη διάκριση ως τη μείζονα των αρετών, είναι αλήθεια. Αλλά θεωρούν κάτι άλλο ως βάση της που αυτή οδηγεί στη διάκριση». «Η υπομονή, μήπως;», ακούστηκε άλλος της ομήγυρης. «Όχι, δεν είναι αυτή η μεγαλύτερη αρετή. Η υπομονή πράγματι αποτελεί το υλικό με το οποίο πλέκεται κάθε αρετή, αλλά κάτι άλλο τελικώς είναι η οροφή».
Παραιτηθήκαμε, οπότε ο σπουδαίος άνδρας και κατηρτισμένος εν Πνεύματι έδωσε εκείνος την απάντηση, μολονότι όλοι είχαμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε την… αλήθεια. «Η μεγαλύτερη αρετή», είπε με μεγάλη σεμνότητα και ζητώντας μας τη συγχώρησή μας γιατί έκανε το Δάσκαλο, «είναι η ταπείνωση. Βλέπετε, ο ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε με το αψευδές στόμα Του ότι όταν επιτελέσουμε όλες τις εντολές του Θεού, να λέμε ότι είμαστε άχρηστοι και ελεεινοί δούλοι κι ότι κάναμε ό,τι έπρεπε απλώς να κάνουμε. “Ὅταν ποιήσητε πάντα τά διατεταγμένα ὑμῖν, λέγετε ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν· ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν”. Επιτελούμε επομένως τα πάντα, βρισκόμαστε κυριολεκτικά στην υπακοή Εκείνου, τηρούμε όλες τις εντολές Του, δεν είμαστε τελικώς τίποτε. Δεν μας το προσυπέγραψε και με τα συγκλονιστικά λόγια Του, τα οποία κατέγραψε εν Πνεύματι ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στο Ευαγγέλιό του; «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Τι θα πει αυτό; Ότι μπορούμε να αποκτήσουμε όλες τις αρετές, αλλά αυτό είναι κάτι που γίνεται με τη χάρη και τη δύναμη του Ίδιου. Συνεπώς, πίσω από όλα κρύβεται η ταπείνωση. Γι’ αυτό και είναι η μόνη πραγματικότητα που επισύρει πλούσια τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Η ταπείνωση συνιστά τον μαγνήτη που μαγνητίζει την παρουσία του Θεού. Κι όπου βλέπουμε άνθρωπο του Θεού με μεγάλα χαρίσματα, να ξέρουμε πως η κρυφή εργασία του είναι ακριβώς ο αγώνας του για την ταπείνωση».
«Τι είναι η ταπείνωση, Γέροντα;» έσπευσαν να ρωτήσουν από κοινού δυο τρεις. «Γιατί, αφού είναι τόσο σημαντική, θα πρέπει να μάθουμε την ουσία της, τα χαρακτηριστικά της, τα ενεργήματά της, το τι φέρνει μ’ έναν λόγο στον άνθρωπο του Θεού».
«Αυτό είναι τεράστιο θέμα, αδελφοί μου», είπε στοχαστικά και με ειλικρινή ταπείνωση ο Γέροντας, «και δεν μπορούμε μ’ έναν λόγο να το προσπεράσουμε. Είναι σαν έναν κρυμμένο θησαυρό, που το μόνο που γνωρίζουμε γι’ αυτόν είναι το όνομά του: η αγία ταπείνωση. Και τούτο μόνο θα ήθελα να σας πω τώρα. Όταν μιλάμε για την ταπείνωση, τη χριστιανική ταπείνωση εννοείται, γιατί ως όρος χρησιμοποιείται και από κάποιους άλλους συνανθρώπους μας αλλά με αρνητικό δυστυχώς περιεχόμενο, θα πρέπει πάντοτε να βάζουμε μπροστά τον χαρακτηρισμό “αγία”, όπως έλεγε και ο άγιος Πορφύριος. Γιατί υπάρχουν πολλές διαστρεβλώσεις και εκδοχές της, που μοιάζουν με αυτήν, αλλά πόρρω απέχουν από την αληθινότητά της. Τουλάχιστον, εμείς οι απλοί άνθρωποι ας την επαινούμε και ας ξέρουμε το μεγαλείο της, οπότε την ουσία και τα ενεργήματά της ας τα αφήσουμε για τους αγίους και τους μεγάλους αγωνιστές της πίστεως. Για τα υπόλοιπα, σας παρακαλώ, διαβάστε τους βίους των αγίων μας ή κοιτάξτε κάποιο κείμενο των αγίων Πατέρων μας. Εκεί θα βρείτε τα ουσιώδη, που εγώ αδυνατώ από μόνος μου να σας περιγράψω».
Δεν είχαμε τον χρόνο να «πιέσουμε» λίγο τον Γέροντα να μας πει από τον πλούτο της εμπειρίας του και από τις γνώσεις του. Γιατί ήμασταν βέβαιοι για τον καταρτισμό του. Όμως η ώρα πράγματι δεν επαρκούσε. Αρκεστήκαμε να του φιλήσουμε το χέρι, να πάρουμε την ευχή του και κυρίως την αγιασμένη «εικόνα» του, η οποία απέπνεε την ευωδία της μεγαλύτερης αρετής. Τουλάχιστον όμως μας είχε παρακινήσει για ένα, ίσως το σημαντικότερο, ταξίδι της ψυχής μας. «Στην ταπείνωση», πρόσθεσε χαιρετώντας μας, «θα βρείτε τον ίδιο τον Θεό. Γιατί η ταπείνωση είναι η στολή της θεότητας».
Προβληματίστηκα ιδιαίτερα με τα λόγια του Γέροντα. Ιδίως με τον τελευταίο του λόγο. «Αν η ταπείνωση είναι η στολή της θεότητας – σκέφτηκα – συνεπώς η αναζήτησή της μας πηγαίνει κατευθείαν στον Θεό. Μα, η συνάντηση με τον Θεό δεν αποτελεί τον σκοπό της ζωής μας, κατά την πίστη μας τη χριστιανική; Σκοπός μας δεν είναι να γίνουμε απλά καλοί άνθρωποι – τέτοιοι βρίσκονται παντού σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από θρησκείες και ιδεολογίες. Το ζητούμενο είναι να φτάσουμε τον Θεό, να είμαστε ένα μ’ Εκείνον, όπως το αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, όπως μας το φανέρωσε ο Ίδιος ο Κύριος, όπως το κήρυξαν οι απόστολοι και το διδάσκει η Εκκλησία. Βάση της αλήθειας αυτής είναι η δημιουργία μας ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένων. Και μπορεί βεβαίως να ξεπέσαμε από την υψηλή αυτή θέση λόγω της αμαρτίας, λόγω δηλαδή της ανυπακοής μας προς το θέλημα του Θεού, όμως ο Κύριος γι’ αυτό ήλθε ως άνθρωπος: σαρκώθηκε για να μας προσλάβει στον εαυτό Του και μ’ Εκείνου τη δύναμη και τη χάρη να μπορούμε να ξαναβρούμε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσης μας· να καθαρισθεί η σκοτεινιασμένη από την αμαρτία εικόνα του Θεού, να ξανανοίξει η προοπτική της ομοίωσής μας με Εκείνον. Όπως το λέει και ο μέγας Αθανάσιος: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, για να γίνουμε θεοί εμείς). Ως μέλος λοιπόν της Εκκλησίας, ως μέλος του Χριστού, είμαι μία εικόνα Του μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και Τον κοινωνώ με το σώμα Του και το αίμα Του, οπότε ανανεώνω και ενισχύω την πραγματικότητα αυτή, όπως επίσης κι ενώνομαι και με τούς άλλους εν Χριστώ αδελφούς, οι οποίοι εξίσου είναι μέλη Χριστού. Με άλλα λόγια αφότου ήλθε ο Χριστός, είμαστε ένα και με Εκείνον και με τους ανθρώπους· ενεργείᾳ όπως λέμε με τους βαπτισμένους χριστιανούς, δυνάμει με όλους τους απανταχού της γης ανθρώπους. Κι όχι μόνο με αυτούς που τώρα ζουν, αλλά και με αυτούς που ήδη έχουν φύγει και έχουν κοιμηθεί, όπως και με αυτούς που πρόκειται να γεννηθούν άχρι της συντελείας του αιώνος.
Μια τέτοια όμως εξαίσια προοπτική, η οποία στην Εκκλησία συνιστά πραγματικότητα καθώς τη βλέπουμε εφαρμοσμένη στη ζωή των αγίων μας, το «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» που ευχήθηκε ο Κύριος στην αρχιερατική προσευχή Του, δεν αναδεικνύει το μεγαλείο της ταπείνωσης, που είναι η βάση όλων των αρετών, συνεπώς ο μονόδρομος που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού; Κι όχι μόνο με την έννοια, όπως εξηγήσαμε, ενός οράματος που πρόκειται ενώπιόν μας – να φτάσουμε εκείνο που βρίσκεται εκτός ημών – αλλά κυρίως με την έννοια της ενεργοποίησης της ήδη υπάρχουσας μέσα στην ύπαρξή μας πνευματικής πραγματικότητας. Που θα πει: μαθαίνοντας την ταπείνωση, και γνωσιολογικά αλλά κυρίως εμπειρικά, βρίσκω το μονοπάτι που με οδηγεί στον ίδιο μου τον εαυτό, στο βάθος της καρδιάς μου, εκεί που είναι ο κρυμμένος Χριστός από την ώρα που βαπτίστηκα. Ο Κύριος μας το είπε: Μη με ψάχνετε από δω κι από κει. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως. Ἰδού, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Οπότε, αναζητώντας τον Χριστό, αναζητώ τον αληθινό εαυτό μου, σκύβω μέσα στα άδυτα της ψυχής μου, ακολουθώντας όμως τον μοναδικό δρόμο, για να μην πλανηθώ, τον δρόμο της ταπείνωσης.
Ξαναθυμήθηκα τον ορισμό του Γέροντα που ξεκινήσαμε: «Η ταπείνωση είναι η στολή της θεότητας». Ο ορισμός του δεν είναι δικός του· το λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, από εκεί το πήρε κι αυτός, ιδίως μάλιστα ο μέγας Ισαάκ ο Σύρος. Κι αυτό βεβαίως σε κάνει να σκεφτείς ότι μιλώντας για την ταπείνωση μιλάς για ένα μυστήριο. Πόσο εύκολο είναι να μιλήσεις για τον Θεό; Είναι αδύνατο, παρά στον βαθμό που ο Ίδιος μας έχει αποκαλυφθεί. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει ότι ο Χριστός μόνον «εξηγήσατο» τα του Θεού. Και τελικά, πράγματι, τι έχει πει για τον Θεό ο ίδιος ο Κύριος; Πολλά ασφαλώς, μα δύο είναι τα πιο σημαντικά και καίρια: ότι είναι αγάπη, «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»· και ότι είναι ταπείνωση. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός είμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Και θυμάσαι εδώ αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο άγιος που εορτάζουμε σήμερα. «”Μάθετε – σημειώνει σε συγκεκριμένο λόγο του για την αγία ταπείνωση (λόγ. κε΄) – οὐκ ἀπ’ ἀγγέλου, οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπου, οὐκ ἀπό δέλτου, ἀλλ’ ἀπ’ ἐμοῦ”, δηλαδή ἀπό τήν ἐνοίκησή μου καί τήν ἔλλαμψί μου καί τήν ἐνέργειά μου μέσα σας, “ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ” καί τῷ λογισμῷ καί τῷ φρονήματι, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν πολέμων καί κουφισμόν λογισμῶν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν”» (3).
Λοιπόν· το καλύτερο για να συνεχίσουμε την αναζήτηση του δρόμου της ταπείνωσης, που είναι ταυτόχρονα και εύρεση του ίδιου του Θεού, είναι να αφήσουμε τον άγιο της ημέρας να μας καθοδηγήσει. Τι το καλύτερο από το να πιαστούμε από το αγιασμένο και ευλογημένο χέρι του μεγάλου αυτού οσίου, ο οποίος μέσα από τις μελέτες του, πρωτίστως όμως μέσα από την ίδια την ασκητική εμπειρία του, ξέρει να μας δείξει τις διάφορες όψεις της μεγάλης αυτής αρετής, να μας πάει στα κρυφά για μας μονοπάτια της, να μας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με την εικόνα της! Αλλά μόνο με την εικόνα της. Γιατί θα μας πει ότι για να τη νιώσουμε, πρέπει να την καταστήσουμε ενεργή εμείς οι ίδιοι μέσα στην ύπαρξή μας, την ψυχή και το σώμα μας. Το ίδιο άλλωστε έχει πει και για τον δικό του εαυτό. «Μπορώ κι εγώ να φιλοσοφώ πάνω στην ταπείνωση για τα πρώτα σημάδια της. Αλλά για το ποιο είναι το τέλειο βραβείο, ο τέλειος καρπός της ιερής αυτής αρετής, όσοι είστε οικείοι του Κυρίου, ρωτήσατε τον Κύριο» (πρβλ. 6).
«Μα, σκέφτηκα, μήπως είναι υπερβολικός τελικά ο άγιος; Ίσως μιλάει για τους ανθρώπους με μεγάλη θέση στην κοινωνία, οι οποίοι πράγματι μπορεί να υπερηφανεύονται και για τη θέση τους και για τις γνώσεις τους και για τις απολαβές τους. Εμείς όμως; Μικροί και ταπεινοί, δεν έχουμε την ταπείνωση ως κάτι φυσικό μας; Και μάλιστα, όταν αναγνωρίζουμε και τις αμαρτίες μας; Ξέρουμε την αμαρτωλότητά μας και μάλιστα την ομολογούμε». Σαν να με άκουσε ο άγιος και έβαλε το δάχτυλό του σ’ ένα σημείο του κειμένου του. «Κοίταξε ‘δω», μου είπε. «Οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς ὀνομάζουμε τούς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς· ἴσως καί νά τό παραδεχόμαστε. Ἀλλά τήν ταπεινόφρονα καρδιά τήν ἐλέγχει ἡ προσβολή καί ἡ ἐξουδένωση ἐκ μέρους τῶν ἄλλων» (32).
Λοιπόν, άρχισα να καταλαβαίνω. Πώς αντιδρώ όταν με προσβάλλουν; Πώς ἀντιδρώ όταν με κατηγορούν και μάλιστα άδικα, ή ίσως όταν με βρίζουν; Δεν οργίζομαι μέσα μου; Δεν θέλω κι εγώ να κάνω τα ίδια; Άρα, όπως λέει ο άγιος, πάσχω από εγωισμό και από υπερηφάνεια. «Η προσβολή εκ μέρους των άλλων ελέγχει την ύπαρξη ή την απουσία της ταπείνωσης». Το μυαλό μου πήγε στο Γεροντικό, σ’ ένα περιστατικό με τον άγιο Αντώνιο. «Κάποτε, λέει η ιστορία, επισκέφτηκε μία ομάδα μοναχών τον μεγάλο άγιο. Κι άρχισαν οι μεγαλύτεροι να επαινούν έναν νεαρό που είχαν μαζί τους, για το πόσο καλός και ευλαβής ήταν. Ο άγιος άκουγε και δεν έλεγε τίποτε. Όταν τελείωσαν, στράφηκε στον νεαρό καλόγερο και τον πρόσβαλε. Του μίλησε με επιθετικότητα και του έκανε αυστηρή παρατήρηση. Και είδε ότι ο νεαρός αντέδρασε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν, το πρόσωπό του συσπάσθηκε, πήγε κάτι να μουρμουρίσει σαν δικαιολογία. Ο άγιος άλλαξε αμέσως συμπεριφορά. Τον αγκάλιασε και του είπε με μεγάλη στοργή. “Πρόσεχε, αδελφέ μου, γιατί απ’ έξω φαίνεσαι σαν ωραία πόλη, που από πίσω όμως τη λυμαίνονται οι ληστές”». Η προσβολή πράγματι φανερώνει την ποιότητα της εσωτερικής μας κατάστασης. Και νομίζουμε ότι σπάνια θα βρεθεί άνθρωπος που να μην στενοχωρηθεί από προσβλητικά λόγια και συμπεριφορά άλλου απέναντί του. Μάλλον λοιπόν είναι δεδομένη η υπερηφάνεια που τρέφουμε μέσα μας. Γιατί προφανώς έχουμε κάποια υψηλή ιδέα για τον εαυτό μας, συνεπώς μας λείπει η ταπείνωση, άρα και ο Θεός από τη ζωή μας. Φοβερό ως παρατήρηση και διαπίστωση!
Στράφηκα νοερά στον άγιο Ιωάννη. «Άγιέ μου, πώς θα ξέρω ότι τελικά θα έχω ταπείνωση;» «Να κοίτα εδώ, λίγο παρακάτω», σαν να τον άκουσα και πάλι. «Θά γνωρίσης καί δέν θά ἀπατηθῆς ὅτι ἀπέκτησες μέσα σου τήν ὁσία αὐτή οὐσία, τήν ταπείνωση, ἀπό τό πλῆθος τοῦ ἀρρήτου φωτός καί ἀπό τόν ἀπερίγραπτο ἔρωτα τῆς προσευχῆς. Πρίν κατακτηθοῦν αὐτά προηγεῖται μία κατάστασις, κατά τήν ὁποία ἡ καρδιά δέν περιφρονεῖ τούς ἁμαρτάνοντες οὔτε κατακρίνει τά ἁμαρτήματά τους. Καί πρίν ἀπό αὐτήν τήν κατάσταση προηγεῖται ἄλλη, κατά τήν ὁποία ἡ καρδιά μισεῖ κάθε κενοδοξία» (27).
Άρχισα να ζαλίζομαι. Το να μισώ κάθε κενοδοξία είναι το πρώτο στάδιο. Για να ακολουθήσει η ακατακρισία και η αγάπη στους άλλους, ο έρωτας έπειτα της προσευχής, συνεπώς ο έρωτας προς τον ίδιο τον Θεό, μέσα σε άρρητο φως στην ψυχή. Μα, εμένα μου λένε έναν καλό λόγο και το παίρνω πάνω μου. Κάνω κάτι καλό, μία ελεημοσύνη για παράδειγμα, και νιώθω ότι έχω κατακτήσει τους αιθέρες του ουρανού. Έσκυψα από ντροπή. Συνεπώς, «μάλλον ούτε με τα κιάλια δεν έχω δει ακόμη και το πρώτο σκαλοπάτι της ταπείνωσης», σκέφτηκα. «Κι εγώ που νόμιζα ότι είμαι και προχωρημένος στα πνευματικά». Μου ‘ρθε προς στιγμήν να κλείσω το κείμενο του αγίου Ιωάννη και να του αφήσω το χέρι. Κάτι κατάλαβε και μού ‘σφιξε το δικό μου. «Μην απελπίζεσαι», είπε. «Η απελπισία είναι η χειρότερη δυνατή κατάσταση. Ο διάβολος δεν χαίρεται τόσο όταν αμαρτάνουμε, όσο όταν απελπιζόμαστε και τα παρατάμε. Η ταπείνωση είναι λιμάνι. Τώρα βρίσκεσαι μέσα στο ταραγμένο από τα πάθη πέλαγος, αλλά με τη βοήθεια του Χριστού θα φθάσεις εκεί που είναι η γαλήνη και η χαρά και η ευτυχία. Γίνε εντωμεταξύ έξυπνος. Ο Κύριος είπε ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε το μυαλό μας και να παίρνουμε μάλιστα παράδειγμα και από τους ανθρώπους που είναι και μακριά από την πίστη».
«Τι να κάνω, δηλαδή, άγιέ μου;» «Διάβασε προσεκτικά τι γράφω και θα το βρεις». Έψαξα και βρήκα κάτι. «Ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται νά φθάση στό ἀκύμαντο λιμάνι τῆς ταπεινοφροσύνης, δέν θά παύση ποτέ νά χρησιμοποιῆ διαφόρους τρόπους καί λόγους καί σκέψεις καί ἐπινοήσεις καί ἔρευνες καί ἀναζητήσεις καί ἐπιτηδεύματα καί τεχνάσματα καί εὐχές καί προσευχές, μέχρις ὅτου ἀπομακρύνη τό σκάφος τῆς ψυχῆς του ἀπό τήν παντοτεινά τρικυμιώδη θάλασσα τῆς οἰήσεως· καί τοῦτο, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μέ τρόπους ζωῆς πιό ταπεινούς καί πιό περιφρονημένους. Διότι ὅποιος σώθηκε ἀπό αὐτήν, τήν οἴηση, εὔκολα σάν τόν τελώνη τακτοποιεῖ τά ὑπόλοιπα ἁμαρτήματά του» (33).
Αναθάρρησα. Ο Τελώνης, σκέφτηκα, τι έκανε και δικαιώθηκε από τον Θεό; Αναγνώρισε τις αμαρτίες του, στράφηκε στο έλεος του Θεού, στάθηκε με ταπείνωση. Τα πράγματα δηλαδή δεν είναι τόσο τραγικά. Να αποκτήσουμε το ήθος του τελώνη. Έναν λόγο είπε εκείνος, κι αμέσως ο Κύριος τον αποκατέστησε. «Ἐξῆλθε δεδικαιωμένος», όπως σημειώνει το Ευαγγέλιο. Ξανακοίταξα τα λόγια του αγίου Ιωάννη: να ερευνώ συνεχώς τρόπους για ταπείνωση. Δύο σημεία του κειμένου του μου τράβηξαν την προσοχή: Το πρώτο· «Σέ κάποιον ἀπό τούς πιό γνωστικούς ἀδελφούς παρουσιάστηκαν ὀφθαλμοφανῶς οἱ δαίμονες καί τόν μακάρισαν. Αὐτός δέ ὁ πάνσοφος τούς ἀπάντησε: “Ἐάν σταματήσετε νά μέ ἐπαινῆτε μέ τούς λογισμούς πού φέρνετε στήν ψυχή μου, τότε ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς σας θά θεωρήσω τόν ἑαυτόν μου μέγα. Ἐάν ὅμως δέν σταματήσετε νά μέ ἐπαινῆτε, τότε ἀπό τούς ἰδικούς σας ἐπαίνους θά συλλογίζωμαι τήν ἰδική μου ἀκαθαρσία, ἐφ’ ὅσον εἶναι “ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος”. Ἤ λοιπόν ἀναχωρεῖτε καί γίνομαι ἀμέσως μέγας ἤ συνεχίζετε νά μέ ἐπαινεῖτε καί ἀποκτῶ μέ τήν συνεργία σας περισσότερη ταπείνωσι». Οἱ δαίμονες ἀμέσως κατεπλάγησαν, διότι δέν εἶχαν τί νά τοῦ ἀπαντήσουν καί ἔγιναν ἄφαντοι» (12).
Και το δεύτερο· «Σέ κάποιον ἀγωνιστή πού προσπαθοῦσε νά κατακτήση τή μακαρία ταπείνωση, οἱ ἀνόσιοι δαίμονες ἔσπερναν ἐπαίνους στήν καρδιά. Ἐκεῖνος δέ μηχανᾶται κατόπιν θείου φωτισμοῦ κάποιο εὐσεβές τέχνασμα, γιά νά νικήσει τήν πονηρία τῶν δαιμόνων. Σηκώνεται λοιπόν ἀμέσως καί γράφει στόν τοῖχο τοῦ κελλιοῦ του τά ὀνόματα τῶν πιό ὑψηλῶν ἀρετῶν, δηλαδή τῆς τέλειας ἀγάπης, τῆς ἀγγελικῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς καθαρῆς προσευχῆς, τῆς ἄφθαρτης ἁγνότητας καί τῶν παρομοίων. Ὅσες φορές λοιπόν ἄρχιζαν νά τόν ἐπαινοῦν οἱ λογισμοί, τούς ἔλεγε: “Ἄς πᾶμε νά κάνουμε τόν ἔλεγχο”. Πλησιάζοντας δέ στόν τοῖχο διάβαζε τά ὀνόματα τῶν ἀρετῶν καί ἀπευθυνόμενος στόν ἑαυτό του κραύγαζε: “Ὅταν τίς ἀποκτήσεις αὐτές, ἄς γνωρίζεις ὅτι ἀκόμη βρίσκεσαι μακριά ἀπό τόν Θεό”» (23).
Θαύμασα για το πόσο εφευρετικός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος του Θεού. Κατάλαβα ότι η πνευματική ζωή, κεντρικό στοιχείο της οποίας είναι η ταπείνωση, δεν στηρίζεται μόνον στα υπερφυσικά δώρα του Ουρανού, αλλά και στις δικές μας δυνάμεις, ακόμη και την όποια εξυπνάδα μας. Την εξυπνάδα μας επομένως δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούμε μόνο για τα πράγματα του κόσμου τούτου, αλλά πρωτίστως για την εν Χριστώ ζωή μας. Γιατί κι αυτή είναι δώρο του Θεού, που μας την έδωσε και μας την δίνει για την καλή σχέση μας μαζί Του. Κι είναι αλήθεια ότι αν κοιτάξει κανείς τους βίους των αγίων μας, θα δει άπειρα παραδείγματα που φανερώνουν το πόσο πράγματι ευφυείς ήσαν, και μάλιστα το πόσο χρησιμοποιούσαν την ευφυΐα τους στη διάσταση του χιούμορ. Ο άγιος άνθρωπος δηλαδή δεν είναι μόνον ο απόκοσμος, ο απόλυτα σοβαρός, αυτός που τον βλέπεις και τον… φοβάσαι. Είναι ο προσηνής και ευχάριστος άνθρωπος, ιδίως όταν σχετίζεται με τούς άλλους συνανθρώπους του. Εκεί η ταπείνωσή του, το χαρακτηριστικό δηλαδή της αγιότητάς του, παίρνει τη μορφή της όποιας ψυχικής κατάστασης του συνανθρώπου του, προκειμένου να τον ενισχύσει και να τον τονώσει, πράγμα που σημαίνει ότι η ταπείνωση του αληθινά αγίου συνυπάρχει πάντοτε με αυτό που επισημαίνει και τονίζει έντονα και ο άγιος Ιωάννης: την αγάπη. Λέγει συγκεκριμένα: «Ἀγάπη καί ταπείνωση! Ἱερό ζεῦγος! Ἡ μία ὑψώνει καί ἡ ἄλλη συγκρατεῖ ὅσους ὑψώθηκαν καί δέν τούς ἀφίνει ποτέ νά πέσουν» (36).
Ο άγιος της Κλίμακος μας βοηθάει όμως ακόμη περισσότερο στο θέμα της ταπείνωσης. Μην περιμένουμε, μας λέει, να φτάσουμε διαμιάς στο τέρμα – το είπε και προηγουμένως. Υπάρχουν πολλά στάδια. Και μας καθοδηγεί και μας παρηγορεί, καθώς μας λέει ότι τελικά «ἄλλο πράγμα εἶναι τό νά ταπεινοφρονεῖ κανείς, καί ἄλλο τό νά ἀγωνίζεται νά ταπεινοφρονεῖ, καί ἄλλο τό νά ἐπαινεῖ τόν ταπεινόφρονα. Τό πρῶτο εἶναι τῶν τελείων, τό δεύτερο τῶν ἀληθινῶν ὑποτακτικῶν, καί τό τρίτο ὅλων τῶν πιστῶν» (18). Τουλάχιστον, ἑπομένως, εμείς μπορούμε να κάνουμε αυτό που επιτρέπει η απλή ζωή μας, δηλαδή να επαινούμε την ταπείνωση. Μπορεί η καθημερινότητά μας με τα προβλήματα και τα άγχη της και τις στενοχώριες της να μην είναι το κατάλληλο έδαφος προκειμένου να φτάσουμε στα υψηλά, αλλά τουλάχιστον να αρκεστούμε στου αληθινού πιστού το σκαλοπάτι: τον έπαινο της μεγάλης αυτής αρετής. Γιατί δυστυχώς, καθώς υπαινίχτηκε και στην αρχή ο Γέροντας που ξεκινήσαμε, υπάρχουν άνθρωποι που υβρίζουν και διακωμωδούν την αρετή αυτή, μ’ ένα λόγο που στρέφονται κατά του ίδιου του Κυρίου και του Τριαδικού Θεού μας. Αλλά αυτό συνιστά δαιμονισμό που πρέπει να μας κινητοποιεί σε προσευχή για τους ταλαίπωρους αυτούς συνανθρώπους μας.
Όμως, πρέπει να σταθούμε λίγο στο σκαλοπάτι του επαίνου. Δεν είναι χωρίς σκέψη αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης. Γιατί αν αρχίσει κανείς και συνηθίζει να επαινεί την ταπείνωση, όπως και τις άλλες αρετές βεβαίως που συνυπάρχουν μαζί της, τότε θα διαπιστώσει ότι πολύ σύντομα θα αρχίσει να ψαύει τα εμφανή σημάδια της και στη δική του ζωή. Πώς γίνεται αυτό; Μα ο έπαινος, ο αληθής και καρδιακός εννοείται, σημαίνει κλίση της ψυχής προς αυτό που είναι το επαινούμενο· αποδοχή της αξίας του και έλξη και γοητεία από αυτό. Οπότε, και μη θέλοντας, ο άνθρωπος αρχίζει και εισπράττει την ατμόσφαιρά του, την πνευματική ευωδία του, διαμορφώνει έτσι την ψυχή του ώστε το επαινούμενο να γίνει το καθοριστικό στοιχείο της ζωής του. Το αποτέλεσμα; Να μάθει την ταπείνωση και ο απλός πιστός. Πρόκειται, νομίζουμε, για μία σπουδαία ψυχολογικής υφής παρατήρηση του αγίου, κάτι βεβαίως που έχει επισημανθεί, όχι μόνο στο σημείο αυτό, από πολλούς μελετητές των κειμένων του.
Και να, ένα άλλο σημείο που επιβεβαιώνει την παραπάνω αλήθεια. «Ὁ ἐραστής μου, εἶπε ἡ ὁσία ταπείνωσις, δέν καταδικάζει τούς ἄλλους, δέν ἐπιζητεῖ πρωτεῖα, δέν χρησιμοποιεῖ σοφιστεῖες, ἕως ὅτου ἑνωθῆ μαζί μου, διότι μετά τήν ἕνωσή μας δέν ὑπόκειται πλέον στόν νόμο» (22). Μιλάει για τον εραστή της ταπείνωσης ο άγιος, για εκείνον που είπαμε ότι έχει στραφεί, γοητευμένος, προς αυτήν, για όλους εμάς δηλαδή που δεν την έχουμε φτάσει ή και δεν πρόκειται ίσως ποτέ να την φτάσουμε. Σ’ αυτήν την κατάσταση όμως ήδη ζούμε κάποια σημάδια τής έστω και από μακριά παρουσίας της: δεν κατακρίνουμε, δεν επιζητούμε τα πρωτεία, δεν λέμε λόγια που αλλιώς εκφέρονται και άλλα έχουν ως περιεχόμενο. Από την άλλη όμως και πάλι μας προσανατολίζει στο τέλειο: όταν κανείς ενωθεί με την ταπείνωση, όταν δηλαδή την αποκτήσει ενεργά στη ζωή του, τότε λειτουργεί ως Θεός – ο όποιος ανθρώπινος νόμος δεν καθορίζει τη συμπεριφορά του. Σ’ αυτό το υψηλό και χαρισματικό σημείο επισημαίνει κανείς κινήσεις που σε άλλη περίπτωση θα ήταν σκάνδαλο για τον κόσμο. Δίνει συγκεκριμένα παραδείγματα ο άγιος (πρβλ. 40). Ερχόταν να γνωρίσει τον αββά Σίμωνα, έναν άγιο και αληθινά ταπεινό μοναχό, κάποιος επίσημος άρχοντας, προκειμένου να πάρει την ευλογία του. Μόλις ο αββάς το πληροφορήθηκε, τον ανέμενε έξω από το ερημητήριό του φορώντας έναν παλαιό μανδύα και τρώγοντας ψωμί και τυρί. Ο υψηλός επισκέπτης αντικρύζοντάς τον έτσι, απογοητεύτηκε και γύρισε πίσω. Κι ακόμη: ο αββάς Σεραπίων, ο οποίος γυμνώθηκε και χωρίς ένδυμα γύρισε την πόλη με απάθεια, σαν αγωνιστής της αγνότητας που ήταν. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις βλέπουμε όντως την υπέρβαση του λεγομένου καθωσπρεπισμού, λόγω της γνησίας ταπείνωσης. Προκειμένου δηλαδή να αποφύγουν τον όποιο έπαινο οι αγωνιστές αυτοί άγιοι προέβησαν σε κινήσεις που σε άλλη περίπτωση όπως είπαμε θα σκανδάλιζαν τον κόσμο. Μα, όπως σημειώνει εν προκειμένω ο άγιος Ιωάννης «αυτοί οι άγιοι δεν θα λάβουν υπόψη τους τον σκανδαλισμό των ανθρώπων, αφού έχουν αποκτήσει τη δύναμη να πληροφορούν μυστικά με την προσευχή τους όλους για την αληθινή τους κατάσταση» (40).
Κοντοστάθηκα. Το κείμενο του αγίου με υπερβαίνει ως προς όλα. Νιώθω την κατάντια μου, αλλά μάλλον αυτό είναι εκείνο που θέλει να πετύχει και ο άγιος. Γιατί σε κάποιο άλλο σημείο επισημαίνει ότι «αν ακούσουμε ή διαβάσουμε για τα κατορθώματα των αγίων, δύο πράγματα μπορούμε να κάνουμε: ή να θελήσουμε να τους μιμηθούμε, πληγωμένοι μ’ ένα βέλος στην καρδιά απ’ την αγάπη μας γι’ αυτούς, ή να αναγνωρίσουμε την αδυναμία μας, μπροστά στο δικό τους πνευματικό ύψος, και να κτυπήσουμε τελωνικά το στήθος μας». Η εν συνεχεία παρατήρησή του είναι όμως φοβερή: «Νομίζω, λέει, ότι ο δεύτερος τελικά μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει τον πρώτο. Γιατί κανείς δρόμος δεν είναι πιο σύντομος προς τον Θεό από την ταπείνωση» (πρβλ. κεφ. 7, λόγ. ε΄).
Μου ήρθε μία μάλλον «τρελή» σκέψη. Πώς θα μπορούσα με μία εικόνα να παραστήσω την ταπείνωση; Ή πώς θα μπορούσε να μυρίζει; Ξανάσκυψα στο κείμενο και πήρα την απάντηση. Γιατί εκτός του ότι η ταπείνωση έχει την οσμή του μύρου του ίδιου του Χριστού, συνεπώς όλες τις πανέμορφες μυρωδιές του κόσμου και πολύ παραπάνω, όμως ο άγιος μάς δίνει μία εικόνα, που και παραστατικά μας προσφέρει τη μορφή της, αλλά και μας αφήνει να οσφρανθούμε τη μυρωδιά της. Κι είναι κάτι που όταν μάλιστα πεινάς είναι ό,τι πιο όμορφο: η εικόνα και η μυρωδιά ενός φρεσκοψημένου ψωμιού. «Μοιάζει με το ψωμί η ταπείνωση», μας λέει μεταξύ άλλων. «Του ψωμιού που αχνίζει γιατί μόλις έχει ψηθεί, και σου «σπάει» τη μύτη από τη μυρωδιά του». Ακριβώς με τα λόγια του: «Η μακάρια ταπείνωση εμφανίζεται ως στερεός άρτος, που είναι όμως απαλλαγμένος από τη ζύμη της κακίας και της υπερηφάνειας. Και για να υπάρξει αυτός ο άρτος, χρειάζεται να ενωθεί το αλεύρι της μετάνοιας, η οποία συντρίβει και λεπταίνει την ψυχή, με το νερό των δακρύων από το αληθινό πένθος. Τότε ανάβει το πυρ του Κυρίου και γίνεται ο άρτος αυτός, δηλαδή η μακάρια ταπείνωση». Για να συνεχίσει: «Πρώτη και εξαιρετική ιδιότητα της ωραίας και αξιοθαύμαστης αυτής τριάδας, δηλαδή της μετάνοιας, του πένθους και της ταπείνωσης, είναι η με πολλή χαρά υποδοχή της όποιας ατιμίας, την οποία δέχεται με ανοικτά τα χέρια και την εναγκαλίζεται, με τη σκέψη ότι καταπαύει και κατακαίει ψυχικές ασθένειες και μεγάλες αμαρτίες. Δεύτερο γνώρισμά της είναι η εξαφάνιση κάθε εκδήλωσης θυμού, καθώς και η μετριοφροσύνη γι’ αυτήν την επιτυχία. Η τρίτη δε και ανώτερη βαθμίδα είναι η αναμφίβολη αμφιβολία για την ισχύ των καλών μας έργων, καθώς και η συνεχής έφεση για μάθηση» (8).
Οραματίστηκα το ψωμί και προσπάθησα νοερά να το οσφρανθώ. Να το γευτώ δεν γινόταν με τίποτε. Και τότε σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να το γευτώ μέσα από τη ζωή ενός αγίου. Να έρθω σ’ επαφή μ’ έναν άγιο που πραγματικά είχε να επιδείξει τον καρπό της αληθινής ταπείνωσης. Κι αφού παρέλειψα πολλούς αγίους, γιατί όλοι τους την ταπείνωση ασκούσαν, έμεινα σ’ έναν που ενώ είναι μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, δεν τον πολυξέρουν οι χριστιανοί μας, κι όμως σ’ αυτού τη Θεία Λειτουργία μετέχουμε κατεξοχήν τις Σαρακοστές: στον άγιο Γρηγόριο, τον πάπα της Ρώμης, τον λεγόμενο Διάλογο – η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων σ’ αυτόν αποδίδεται. Είναι ένα περιστατικό που πράγματι είναι συγκλονιστικό και καθηλωτικό. Σας το μεταφέρω, μέσα από ένα βιβλίο που διασώζει πολλές ιστορίες αγίων μας, το «Λειμωνάριον» του αγίου μοναχού Ιωάννου Μόσχου, από τον 6οαιώνα.
«Στό τέλος τοῦ 1353 ἀπό κτίσεως Ρώμης, (600 μ.Χ.), θέλησα (μιλάει ο αββάς Ιωάννης εκ Περσίας) νά ἐπισκεφτῶ τήν πρωτόθρονη Ρώμη, τό λίκνο αὐτό τῆς πίστεως, γιά νά προσκυνήσω τούς ἁγιασμένους τάφους τῶν μεγάλων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἡ Ρώμη πάντοτε μέ ἔθελγε καί βρισκόταν σάν ὅραμα μπροστά μου, γιατί ἦταν ἡ ᾽Εκκλησία πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα, γιατί ἦταν ἡ πρώτη στήν ἱεραποστολή καί στήν ἐλεημοσύνη, γιατί κυρίως… – δάκρυσε ὁ Γέροντας – …εἶναι ὁ τόπος πού εἶναι ἅγιος ἀπό τό χυμένο αἷμα τόσων χιλιάδων καί χιλιάδων μαρτύρων τῆς πίστεως. Κι ἐκεῖ βεβαίως μαρτύρησαν καί οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι. ῾Ο Θεός λοιπόν μοῦ ἔβαλε αὐτήν τήν ἐπιθυμία καί βρέθηκα τήν χρονιά ἐκείνη στά ἁγιασμένα ἐκεῖνα μέρη.
῾Υπῆρχε ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος, συνέχισε ὁ Γέροντας, κι αὐτό εἶναι πού θέλω νά σᾶς πῶ μιλώντας γιά τήν ταπείνωση. ᾽Επίσκοπος στήν Ρώμη ἦταν τότε, κι εἶναι ἀκόμη ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, ὁ ἅγιος καί μεγάλος Γρηγόριος, αὐτός πού τόν λένε Διάλογο. ῾Η φήμη του ἔχει ξεπεράσει τά ὅρια τῆς πόλης πού εἶναι ἐπίσκοπος κι ὅλοι οἱ χριστιανοί προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο. Κεφαλή μεγάλη στήν πίστη μας. ῎Εχουν γίνει γνωστά παντοῦ καί ἡ μεγάλη του ποιμαντική μέριμνα γιά τούς πιστούς καί ἡ διοργάνωση ἱεραποστολῶν γιά νά φέρει στήν ἀληθινή πίστη κι ἄλλους ἀνθρώπους καί τά ἁγιοπνευματικά ὅμως κείμενά του. Θεωρεῖται μεγάλος συγγραφέας πού αὐτά πού γράφει τρέφουν τούς χριστιανούς. Καί γι᾽ αὐτόν λοιπόν θέλησα νά πάω. Εὐχήθηκα μάλιστα πολύ στόν Θεό νά μοῦ δώσει σημάδι ὅτι ἔχει εὐλογήσει τό προσκύνημά μου, φέρνοντας στόν δρόμο μου τόν ἅγιο αὐτόν. Καί πράγματι, ὁ Θεός εὐδόκησε νά τόν συναντήσω, ἀλλά γιά νά μέ διδάξει καί νά δῶ ἔμπρακτα τί σημαίνει ταπείνωση καί χριστιανική ἀγάπη.
Λοιπόν, ἀφοῦ εἶχα κάνει τό προσκύνημα στούς τάφους τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐλογοῦσα τήν ὥρα πού τά χείλη μου ἀσπάζονταν τό χῶμα πού εἶχαν θαφτεῖ, προχώρησα καί πῆγα στό κέντρο τῆς πόλεως. ᾽Ατένιζα ὥρα τήν μεγάλη Πόλη, μέ τούς φαρδεῖς δρόμους, τίς πλατεῖες, τά ἀγάλματα, ἀλλά ἡ σκέψη μου ἦταν, ὅπως σᾶς εἶπα, στά χρόνια πού οἱ ἀπόστολοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Τότε ἦταν πού ἄκουσα κάποιον ξεχωριστό θόρυβο καί εἶδα συνωστισμένους ἀνθρώπους λίγο πιό πέρα ἀπό ἐκεῖ πού καθόμουν, πού μέ τό δέος ζωγραφισμένο στά μάτια τους ἅπλωναν τά χέρια τους νά χαιρετίσουν κάποιον.
῾Η καρδιά μου κτύπησε μέ ἀγωνία. Αὐτό πού εἶχα εὐχηθεῖ στόν Θεό τό ἐπέτρεψε νά τό ζήσω. Λίγα μέτρα μακριά μου περνοῦσε ὁ ἅγιος πάπας, ὁ μέγας Γρηγόριος. Δάκρυσα ἀπό τήν κατάνυξη πού ἔνιωσα καί κινήθηκα αὐθόρμητα νά πάω νά τόν προσκυνήσω. Νά τοῦ βάλω μετάνοια καί νά πάρω τήν εὐχή του.
᾽Αλλά κι ἐκεῖνος σάν νά μέ εἶδε. Εἶδε τήν καλογερική μου ἀμφίεση, κατάλαβε ὅτι εἶμαι προσκυνητής καί στράφηκε ὁλόκληρος πρός τό δικό μου μέρος, ἐρχόμενος σέ μένα.
᾽Αλλά τότε συνέβη κάτι πού δέν μπόρεσα ἐκείνη τήν στιγμή νά ἐξηγήσω. Δυό κληρικοί ἀπό τήν ἀκολουθία του, βλέποντας τήν κίνησή μου νά τόν προσκυνήσω, ἔσπευσαν γρήγορα καί μέ ἀγωνία στά μάτια τους ἄρχισαν νά μοῦ λένε: ῾῎Οχι, πάτερ, μήν βάζεις μετάνοια. Μήν προσκυνᾶς τόν πάπα᾽.
Παραξενεύτηκα πάρα πολύ καί, δέν σᾶς τό κρύβω, θεώρησα βλάσφημα τά λόγια τους. ᾽Εκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν. ᾽Αλλά κι ἐγώ ἐπέμεινα. Θεωροῦσα ὅτι ἦταν ἄπρεπο ἀπό πλευρᾶς μου νά μήν τοῦ βάλω μετάνοια, νά μήν χαιρετίσω τόν ἅγιο.
Τόν πλησίασα πάρα πολύ ἀλλά τότε συνέβη τό ἑξῆς: πρίν προλάβω νά τόν προσκυνήσω, ἐκεῖνος ἔσπευσε μέ μία ἀσυνήθιστα γρήγορη κίνηση καί πρόσπεσε μπρός στά πόδια μου. ῾Ο πάπας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, μπρούμυτα στήν γῆ μπροστά σ᾽ ἕναν ἁπλό παπα-καλόγερο.
Πρόσπεσα κι ἐγώ. Δέν ξέρω πόση ὥρα στάθηκα ἔτσι, ἀλλά ὅταν πῆγα νά ἀνασηκωθῶ, εἶδα ὅτι ἐξακολουθοῦσε ὁ ἅγιος νά κείτεται χάμω. Κατάλαβα τότε τήν ἀγωνία τῶν κληρικῶν τῆς συνοδείας του. ῾Ο ἅγιος προλάβαινε ὁποιονδήποτε πήγαινε νά τόν προσκυνήσει. ᾽Εκεῖνος πρῶτος ἔσπευδε καί δέν σηκωνόταν ἄν δέν σηκωνόταν πρῶτος ὁ ἄλλος.
Κατανύχθηκα. Βρέθηκα πρόσωπο πρός πρόσωπο μ᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονα τί θά πεῖ ταπείνωση καί τί σημαίνουν τά λόγια τοῦ Κυρίου πού ᾽Εκεῖνος πρῶτος τά ἔβαλε σέ ἐφαρμογή: ῾ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά σας, ἄς εἶναι τελευταῖος ὅλων καί δοῦλος᾽.
᾽Αλλά ἡ ἔκπληξή μου δέν ἦταν μόνον αὐτή. ᾽Αμέσως ὁ πάπας Γρηγόριος, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, μόλις σηκώθηκε μέ ἀγκάλιασε μέ θερμότητα καί μέ ἀσπάστηκε μέ τήν ἴδια τῆς προσκύνησης ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ μέ τό χέρι του μοῦ ἔδωσε τρία χρυσά νομίσματα. Στράφηκε μάλιστα στήν συνοδεία του κι ἔδωσε ἐντολή νά μοῦ δώσουν ἕνα καινούργιο ράσο καί ὅ,τι ἄλλο ἀναγκαῖο χρειαζόμουν. Στήν συνέχεια μοῦ εὐχήθηκε καί σάν νά ᾽χε κάνει τό φυσικότερο πράγμα τοῦ κόσμου προχώρησε τόν δρόμο του.
Εἶχα μένει ἀκίνητος. Τά δάκρυα κυλοῦσαν ἀνεμπόδιστα στό πρόσωπό μου καί δόξαζα τόν Θεό πού χάρισε στόν δοῦλο Του Γρηγόριο τέτοια ταπείνωση πρός ὅλους κι ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη».
Σταματούμε εδώ. Ο λόγος για την ταπείνωση δεν έχει τέλος. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ας κλείσει την ομιλία μας και το περιδιάβασμά μας στην ταπείνωση με μία φράση του, με την οποία και ο ίδιος ολοκληρώνει τον περί ταπεινοφροσύνης λόγο του: «Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι οὐράνιος ἀνεμοστρόβιλος πού μπορεῖ νά ἀνεβάση τήν ψυχή ἀπό τήν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ». Για τα ύψη του ουρανού δεν ξέρουμε, αλλά πάντως το σωτήριο για την ψυχή μας θα ήταν να βρεθούμε έστω λίγο πάνω από τη χαμέρπεια των υλικών και επιγείων.
(Ομιλία στις Πυλές Καρπάθου, την Κυριακή Δ΄ Νηστειών (αγίου Ιωάννου της Κλίμακος), 7 Απριλίου 2019)