Απομαγνητοφώνηση από την συνέντευξη που έδωσε ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος εις τον π. Χρύσανθο Στελλάτο στις 10/7/2007, τα πλαίσια της εκπομπής «Λυχνοστάτης», του εκκλησιαστικού τηλεοπτικού σταθμού «ΛΥΧΝΟΣ» της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών.

Screenshot 137Παρουσίαση του βιβλίου «Η ευχή μέσα στον κόσμο»

Εισαγωγή

π. Χρ.: Αγαπητοί αδελφοί, έχομε χαρά μεγάλη, διότι πλησίον μας, είναι ο Πρωτοπρεσβύτερος, πατήρ Στέφανος Αναγνωστόπουλος. Γνωστός σε σας, αγαπητός σε μας. Γνωστός μέσα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές, αλλά και η παρουσία του, γνωστή στην πόλη των Πατρών. Δεδομένου ότι πολύ συχνά, επισκέπτεται την πόλη του Πρωτοκλήτου δια λόγους πνευματικούς, και δια λόγους ψυχωφελείς και ωφέλιμους.

Πατέρα Στέφανε, καλώς ήλθατε, εδώ στο studio, για να μιλήσουμε για το νέο βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες, και έχει ως θέμα «Η ευχή μέσα στον κόσμο». Ένα βιβλίο που θα λύσει απορίες, αλλά συγχρόνως, που θα ωφελήσει.

Και για να κερδίσουμε χρόνο, περνάω πατέρα Στέφανε στο ερώτημα: Πώς σκεφτήκατε να συγγράψετε αυτό το βιβλίο για την ευχή;

π. Στ.: Η λαχτάρα μου ήταν πάντοτε και ανέκαθεν, να μπορούν οι χριστιανοί μας, να γνωρίσουν λίγα πράγματα περισσότερο, απ’ αυτά που έχουνε είτε διαβάσει, στα νηπτικά βιβλία των πατέρων της εκκλησίας μας, είτε έχουν ακούσει από τους Αγιορείτες Πατέρες για την λεγομένη νοερά προσευχή, για το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», και η λαχτάρα μου αυτή για να γνωρίσουν κάτι περισσότερο – και όσο πρόσφορα, μπορεί να δοθεί ένα τόσο υψηλό υπούργημα όπως είναι η ευχή, – έτσι, μ’ έφερε σ’ αυτή την θέση, να μπορώ να ασχοληθώ λίγο με την ευχή.

Βέβαια κατά πρώτον λόγον, έκαμα προφορικά κηρύγματα. Και μικρά σε πρωινές θείες λειτουργίες, και κατόπιν σε βραδινά κηρύγματα με ωριαίες ομιλίες. Είχα την ευκαιρία να γράψω και μερικά άρθρα σε θρησκευτικά περιοδικά, τα συνέλεξα όλα αυτά μαζί, τα συστηματοποίησα κατά κάποιον τρόπον, και τα παρουσίασα τώρα σε ένα βιβλίο, με αυτό τον τίτλο που αναφέρατε, «Η ευχή μέσα στον κόσμο».

Γιατί το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»

π. Χρ.: Οι γέροντες, οι πνευματικοί, οι ασχολούμενοι με τα πνευματικά, γνωρίζουν πόσο αναγκαία, είναι η ευχή δια την πνευματικήν πρόοδον και για την πνευματική προκοπή. Γέροντα από την εμπειρία που έχετε ως πνευματικός, θεωρείται ότι στις ημέρες μας, στη σημερινή εποχή, η ευχή, είναι τόσο πολύ απαραίτητη δια την πνευματικήν πρόοδο, δια την πνευματική προκοπή;

π. Στ.: Είναι, γιατί είναι σύντομη και εύκολη. Και είναι κάτι που μπορεί εύκολα να συγκρατεί ο χριστιανός μέσα στο μυαλό του, μέσα στη σκέψη του. Παρόλο που από την εμπειρία που έχομε όλοι μας ως προσευχόμενοι χριστιανοί, εάν κάνομε Απόδειπνο ή κάνομε Μεσονυχτικό, ή συμμετέχομε σε μια ακολουθία, σε ένα μυστήριο, στη θεία Λειτουργία, βλέπομε πόσο εύκολα φεύγει το μυαλό μας. Επομένως, είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας αυτές τις πέντε λέξεις, να συγκεντρωνόμαστε ευκολότερα, γι’ αυτό και επιβάλλεται να λέγεται η ευχή. Άλλωστε, ήταν και διδασκαλία και προτροπή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, η ευχή να διδάσκεται ακόμα και στα σχολεία, αρχίζοντας από το Δημοτικό.


 

Η παντοδυναμία του ονόματος του Ιησού Χριστού

π. Χρ.: Όταν ο Απόστολος Παύλος έλεγε «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», είχε κατά νουν και αυτή την συνεχή προσευχή και ευχή, για να περάσω εν συνεχεία γέροντα αμέσως στο σκοπό, που γράψατε αυτό το βιβλίο. Ή αυτό που έλεγε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι «όσο απαραίτητον είναι να αναπνέει ο άνθρωπος, άλλο τόσο δια την ψυχή, απαραίτητον είναι να προσεύχεται».
Έχετε αυτά κατά νουν και γράφετε αυτό το βιβλίο; Το γράψατε με κάποιον σκοπόν φαντάζομαι.

π. Στ.: Ο σκοπός είναι να γνωρίσουν οι χριστιανοί μας, τη δύναμη του ονόματος του Ιησού Χριστού. Διότι είναι το υπέρ παν όνομα. Και στο όνομα του Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμπτει, και επουρανίων και επιγείων και προπαντός, καταχθονίων. Η εποχή μας είναι δαιμονοκρατούμενη. Τα δεινά είναι πολλά. Οι ασθένειες επίσης. Τα προβλήματα πολλά. Γιατί να μην έχομε τη δυνατότητα, να μπορούμε να επικαλούμεθα, όσο το δυνατόν συχνότερα μπορούμε, αυτό το όνομα, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Σε κάθε στιγμή της ζωής μας, είτε περπατάμε, είτε είμεθα όρθιοι, είτε είμεθα στη εργασία μας. Οτιδήποτε και αν κάνομε, ακόμα και στο κρεβάτι. Παντού και πάντοτε, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Η δαιμονοκρατούμενη εποχή μας

π. Χρ.: Γέροντα, όταν λέτε ότι η εποχή μας είναι δαιμονοκρατούμενη, μας λέτε σας παρακαλώ πάρα πολύ, πιο αναλυτικά, τι εννοείτε, πως αντιλαμβάνεστε, μια εποχή και μια κοινωνία, να ευρίσκεται κάτω, από την κυριαρχίαν του Διαβόλου. Διάβασα μέσα, κάποια περιστατικά, τα οποία φανερώνουν τη δαιμονοκρατούμενη εποχή, την αποστασία. Εσείς κατά νουν τι έχετε;

π. Στ.: Κατά νουν, έχω την απομάκρυνση των ανθρώπων από τον Θεόν. Και όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται γενικά και συνολικά και συλλογικά από τον Θεόν, τόσο και περισσότερον κυριαρχείται από το Κακόν. Άρα το Κακόν δημιουργεί και ένα είδος δαιμονοκρατίας πάνω στην εποχή μας. Και ας μην ξεχνάμε, ότι σήμερα τόσα δεινά που συμβαίνουν στην πατρίδα μας, δε μπορεί να μην έχουν αιτία το Κακόν ή το Διάβολο ή την προσωπική μας αμαρτία και ευθύνη. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες εκτρώσεις το χρόνο, δεν είναι δαιμονοκρατούμενη η εποχή μας;

π. Χρ.: Είναι.

π. Στ.: Η ύβρις των θείων κατά κόρον, από μικρούς, μεγάλους, άνδρες γυναίκες και παιδιά, συνήντησα παιδιά, κοριτσάκια μικρά, των έξι ετών, των επτά, των οκτώ, να βρίζουν τα θεία. Δεν χαρακτηρίζουν και αυτά την εποχή μας δαιμονοκρατούμενη;

π. Χρ.: Τη χαρακτηρίζουν.

π. Στ.: Ο πανσεξουαλισμός ο οποίος επικρατεί σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο και πολύ περισσότερο στην εποχή μας που επηρεάστηκε τόσο πολύ απ’ το δυτικό πνεύμα, δε χαρακτηρίζει και αυτό την εποχή και την πατρίδα μας δαιμονοκρατούμενη; Γι αυτό το λέω.


 

Για ποιον είναι η ευχή;

π. Χρ.: Όλη λοιπόν αυτή η αποστασία που συμβαίνει κατεξοχήν στις ημέρες μας και η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό και από την εκκλησία και από την πνευματική ζωή, έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους σε αυτές τις χαοτικές καταστάσεις. Γέροντα, ωραία, ο μοναχός είναι στο κελί του, είναι στο μοναστήρι του. Έχει την ευχέρεια να λέει συνέχεια «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Πόσο εύκολο, και κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατόν, εδώ, οι αδελφοί μας και μείς που ζούμε μέσα στον κόσμο να καλλιεργούμε την ευχή; Είναι εύκολο; Να ’λεγε κανείς, από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Όταν ο νους του ανθρώπου διασπάται, όταν τα προβλήματα μας πιέζουν, όταν οι συνθήκες της ζωής είναι δύσκολες; Τι λέει η εμπειρία σας πάτερ Στέφανε;

π. Στ.: Η εμπειρία μου λέει ότι ήδη είναι δυνατόν, επειδή ακριβώς, η προσευχή αυτή είναι μικρή και υπάρχει μία δυνατότητα αυτοσυγκεντρώσεως του νου του ανθρώπου στις μικρές προσευχές και στις μικρές λέξεις. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» είναι δυνατόν, διότι από τότε που βγήκε και το βιβλίο, εδώ και πενήντα χρόνια – «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή», αυτό ήθελαν να μας διδάξουν, τη δυνατότητα του κάθε χριστιανού, να μπορεί να λέγει και να προσεύχεται, είτε ψιθυριστά, είτε από μέσα του με τον ενδιάθετο λόγο, να λέγει «Κύριε Ιησού Χριστού ελέησόν με». Άρα, έχει και τη βοήθεια και του Αγίου Θεού. Όταν λέω ζητώ το έλεος Θεέ μου, ζητώ τη βοήθειά Του, ζητώ τη συμπαράστασή Του, και τη ζητώ όχι μόνο να ελεηθώ, εξ αιτίας των αμαρτιών μου διότι είμαι αμαρτωλός, -και ο καθένας από μας είναι αμαρτωλός, άπαντες γαρ πταίομεν,- αλλά και για να ευλογηθεί και το σπίτι μας, να ευλογηθεί η οικογένειά μου. Να ευλογηθούν και να λυθούν τα προβλήματά μας. Να επέμβει η χάρις του Αγίου Θεού την οποία επικαλούμαι συνεχώς.

π. Χρ.: Μου επιτρέπετε λίγο να επιμείνω σε αυτό το σημείο. Δηλαδή η νοικοκυρά, μαγειρεύει το φαγητό της και λέει την ευχή;

π. Στ.: Ναι!

π. Χρ.: Ο δάσκαλος διδάσκει στο σχολείο και λέει την ευχή;

Ο παπάς λειτουργεί και λέει την ευχή;

π. Στ.: Μπορεί, Ναι!

Πώς μπορεί ο προσευχόμενος να αρχίσει και να συνηθίσει την ευχή

π. Χρ.: Ε, είναι ευκολότερο, εδώ λίγο, λίγο να δώσομε έτσι αυτή την έννοια, αυτή την διάσταση, πώς ο εργαζόμενος στο γραφείο, ο καθηγητής, ο δάσκαλος, στο γιαπί, ο εργαζόμενος, στο μόχθο και λοιπά, μπορεί να λέει την ευχή;

π. Στ.: Μπορεί να τη λέει την ευχή αρκεί να κάνει, πώς να το πει κανείς… και μία προπαίδεια. Όπως προετοιμάζεται ο καθηγητής και ο δάσκαλος για το μάθημα, και κάθε άλλος επαγγελματίας και τεχνίτης, όπως σπουδάζει αυτός που θα γίνει γιατρός και ο άλλος που θα γίνει δικηγόρος, κατά τον ίδιον τρόπον υπάρχει μία περίοδος ας το πούμε τρόπον τινά, κατά την οποίαν προσπαθεί ο άνθρωπος να εγκολπωθεί εσωτερικά μέσα του όσο το δυνατόν περισσότερο αυτή την ευχή. Αν, λοιπόν καθιερώσει, κάποια στιγμή του χρόνου, ιδίως τις βραδινές ώρες, παρά τους θορύβους που έχουν τους εξωτερικούς, και τους περισπασμούς, να αφιερώσει δέκα λεπτά, και τα δέκα να γίνουν δεκαπέντε και να γίνουν είκοσι, αυτός αρχίζει και συνηθίζει, να λέγει την ευχή, και επειδή ακριβώς και στα διαλλείματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, όποτε βρίσκει ευκαιρία, μπορεί να λέγει την ευχή, αρχίζει δηλαδή από μέσα, η ίδια η ψυχή, να λαχταρά για το όνομα του Ιησού Χριστού. Του γίνεται δηλαδή ένα είδος δίψας και πείνας. Και «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες, ότι αυτοί χορτασθήσονται». Είναι σα το μέλι, που κανένας το γεύεται και θέλει ξανά να το γευτεί, και ξανά και ξανά. Παρά τις οποιεσδήποτε ασχολίες μπορεί να έχει. Είναι δυνατόν, να μπορεί να λέγει από μέσα του την ευχή, να τρώει, να συζητά, να μελετά, να προσέχει, να κάνει οτιδήποτε, γιατί αυτή η εργασία που γίνεται συνειδητά, αρχίζει κατόπιν και αναλαμβάνει μία πρωτοβουλία. Η ίδια η χάρις του Αγίου Θεού, και κάνει αυτό που θέλομε εμείς να κάνομε. Αντί για μας. Γι’ αυτό και μπορεί ανά πάσα στιγμή να λέει και να καλλιεργεί την ευχή.

π. Χρ.: Η ευχή γέροντα έχει κάποιο μυστικό; Δηλαδή … έχετε ζήσει και κοντά στο γέροντα Εφραίμ το Φιλοθεΐτη

π. Στ.: Ναι

π. Χρ.: Που καλλιεργεί πάρα πολύ την διδασκαλίαν της ευχής. Δηλαδή, πώς αρχίζει κάποιος να λέει την ευχή. Μα θα μας ακούσουν τώρα κάποιοι αδελφοί μας, εδώ στον κόσμο, στην Αμερική, στη Γερμανία, όσοι μπουν μέσα στην ιστοσελίδα μας, και θα πουν τι λένε αυτοί οι γέροντες εκεί πέρα, τι λέει κει ο παπα-Στέφανος, πώς αρχίζει κανείς, να μπαίνει μέσα στη νοοτροπία της ευχής, να γλυκαίνεται η καρδιά του, να εξαγνίζεται ο νους του, και να προχωράει στην ευχή;

Όπως ακριβώς έχει την ίδια λαχτάρα για να κάνει προσευχή, να κάνει το απόδειπνο, να πει το «Άσπιλε και αμόλυντε», ή να πει το «Δός ημίν Δέσποτα», ή να διαβάσει την Παράκληση, ή να πει τους Χαιρετισμούς απέξω και από μνήμης. Αρχίζει μία προσπάθεια όλος ο άνθρωπος, διότι η ευχή δεν είναι ανεξάρτητη απ’ τη ζωή της εκκλησίας. Είναι μέσα στην εκκλησία. Είναι μέρος της εκκλησιαστικής μας χριστιανικής ζωής και η ευχή, όπως και οι άλλες προσευχές, που έχουν καθιερωθεί από την εκκλησία μας.

Καθαρισμός από τα πάθη

π. Στ.: Επομένως κάνομε έναν αγώνα πρώτα για τα πάθη μας.

π. Χρ.: Δηλαδή…

π. Στ.: Να καθαριστούμε απ’ τα πάθη.

π. Χρ.: Τι εννοείτε να καθαριστούμε από τα πάθη, διότι μιλάμε και απευθυνόμαστε και σε ανθρώπους, που δεν έχουν αυτή τη θεολογική γνώση και εμπειρία.

π. Στ.: Καθαρισμός απ’ τα πάθη σημαίνει ότι να εντοπίσομε ποιες είναι οι αδυναμίες μας, που λέγονται και πάθη. Και αυτές να αρχίσομε σιγά – σιγά να τις περιορίσομε. Και αν είμαστε ας πούμε τσιγκούνηδες παραδείγματος χάρη, να γίνομε ελεήμονες. Διαπιστώνουμε μέσα μας ότι έχουμε έντονο εγωισμό και υπερηφάνεια, να αρχίσομε να καλλιεργούμε σιγά – σιγά την ταπείνωση. Είμεθα πολύ ανυπόμονοι, να καλλιεργήσομε την υπομονή. Να μάθομε να στηρίζομε τις ελπίδες μας, εις τον Θεόν. Θυμώνουμε, νευριάζουμε, εδώ να καλλιεργηθεί η πραότητα, «μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν». Και ούτω κάθ’ εξής. Έτσι λοιπόν – αυτός είναι ο καθαρισμός από τα πάθη – η μετάνοια, δηλαδή η τήρησις των εντολών, θα χτυπήσει τα πάθη, και θα φέρει την καλλιέργεια των αρετών. Οπότε ο άνθρωπος, μεταποιείται σε έναν σωστό χριστιανό μέσα στο κόσμο.

Αυτό, θα αναπτύξει μέσα και τη γλύκα της ευχής.

π. Χρ.: Μάλιστα.

Τα μέρη της ευχής

π. Χρ.: Γέροντα, τι είναι η ευχή, και τι περιλαμβάνει; Τι περιλαμβάνει αυτή η ευχή; Είπατε προηγουμένως «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με». Τι περιλαμβάνει τώρα αυτή η καρδιακή προσευχή; Τι μας θυμίζει; Έχει σχέση με… για να βοηθήσω λίγο την κουβέντα μας, έχει σχέση με τις κραυγές που έβγαζαν οι λεπροί «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς».

π. Στ.: Βεβαίως έχει σχέση. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ο τυφλός φώναζε «Ιησού Υιέ Δαυίδ ελέησόν με». Και βλέπομε και την Χαναναία, να ζητά την βοήθεια του Αγίου Θεού, «Ιησού Υιέ Δαυίδ ελέησόν με, ότι η θυγάτηρ μου, κακώς δαιμονίζεται». Όλες αυτές οι προσευχές έχουν σχέση με την παντοδυναμία του Αγίου Θεού στο όνομά Του. Το επαναλαμβάνω, «είναι το υπέρ παν όνομα στο οποίον παν γόνυ κάμπτει, επουρανίων, επιγείων και καταχθονίων» γι’ αυτό και χωρίζεται ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», σε δυο μέρη.

Περιλαμβάνει το δογματικό μέρος, «Κύριε Ιησού Χριστέ», εις το οποίον αναγνωρίζουμε την θεότητα αφενός μεν, και την θεανθρωπότητα αφετέρου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,

και αφετέρου ότι ημείς είμεθα αδύναμοι, είμεθα αμαρτωλοί και ζητούμε το έλεός του. Είμεθα στη θέση του λεπρού, στη θέση του τυφλού, στη θέση του οποιουδήποτε αμαρτωλού από την οποία ζητούμε το έλεός Του. Είμαστε στη θέση του τελώνου που φωνάζουμε χτυπώντας το στήθος μας: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Είμαστε στη θέση του ασώτου υιού και γονατίζουμε μπροστά στον Κύριο και λέμε «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».

Αυτό είναι η ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», το δογματικό μέρος,
και το ικετευτικό μέρος για τη σωτηρία μας.

Οι τρόποι της ευχής

π. Χρ.: Εκεί στις «Περιπέτειες ενός προσκυνητού» που αναφέρατε προηγουμένως, γέροντα, αναφέρονται κάποιοι τρόποι δια την ευχή. Μπορείτε να μας πείτε, ποιοι είναι αυτοί οι τρόποι; Δηλαδή, πώς τονίζουμε την ευχή, τι τονίζουμε, εγώ θυμούμαι στο Άγιον Όρος το περιβόλι της Παναγίας μας, άκουγα κάποιους μοναχούς να τονίζουν «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», κάποιοι άλλοι να τονίζουν «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», δεν ξέρω, αυτοί είναι τρόποι έτσι εκφράσεως της ευχής;

π. Στ.: Εδώ τονίζονται κάποιες λέξεις αλλά δεν είναι τρόποι ευχής. Η ευχή έχει τρόπους αλλά δεν έχει ούτε μεθόδους, ούτε τεχνικές. Είναι έκφρασις μιας βαθειάς κραυγής προς τον Θεόν για να μας λυπηθεί. Οι τρόποι έγκεινται όσοι υπάρχουν, – και θα αναφέρουμε τρεις – τέσσερεις μονάχα,- αναφέρονται κυρίως στο πως θα μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε το νου μας, ή πιο καλύτερα την προσοχή του νου μας, πάνω στις λέξεις που λένε ή τα χείλη μας ή ο ενδιάθετος λόγος.

Ένας τρόπος είναι: εισπνέομε, λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», εκπνέουμε, λέμε «ελέησόν με». Έχοντας κατά κάποιον τρόπον, εφόσον έχομε εδώ μία πολυθρόνα που έχει, βραχίονα, ακουμπούμε το χέρι κατ’ αυτήν την έννοια, έτσι, και εισπνέομε όσο μπορούμε με περισσότερο φυσικό τρόπο. Δηλαδή σύμφωνα με το ρυθμό της δικής μας αναπνοής, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όπως αναπνέουμε, και εκπνέουμε, βάζουμε στην εισπνοή το «Κύριε Ιησού Χριστέ», και στην εκπνοή βάζουμε το «ελέησόν με». Αυτός είναι ένας απλός τρόπος.

Υπάρχει άλλος τρόπος: Εισπνέουμε βαθειά, – τον οποίον συνιστά και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, – εισπνέουμε βαθειά, κρατούμε την αναπνοή μας, και λέμε όσο μπορούμε δυνατά από μέσα μας, δυνατά όμως, όπως θα το φωνάζαμε δυνατά, εξωτερικά με τα χείλη μας, με το στόμα μας, δυνατά, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Ώσπου να δούμε ότι αρχίζει και εξαντλείται η σωματική μας δύναμη στο κράτημα της αναπνοής, και τότε εκπνέουμε πάλι φυσικά. Και ξανά πάλι το ίδιο.

Mε αυτό τον τρόπο, είτε καθιστοί είμαστε, είτε είμαστε όρθιοι, ή ακόμα μπορούμε και να βαδίζουμε, μπορούμε να κάνουμε και να λέμε την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», άλλοτε είτε κρατώντας το κομποσχοίνι, και σε κάθε κόμπο να λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», είτε χωρίς το κομποσχοίνι, απλώς με τη βοήθεια, της αναπνοής. Το μυστικό, και ο τρόπος βρίσκεται, -και ειδικά αυτό αναφέρεται για τους αρχαρίους, για κείνους που βρίσκονται στην πρώτη Δημοτικού Σχολείου,- είναι να μάθουμε να συγκεντρώνουμε το νου μας, πάνω σ’ αυτές τις πέντε λέξεις, χωρίς να έχουμε σχήματα μέσα μας, ούτε φαντασίες, ούτε εικόνες, ούτε ιδέες, ούτε είδη, τίποτα. Ούτε άσχημα, ούτε καλά. Το μυαλό μας να είναι τελείως κενό. Η δύναμις της προσοχής, πρέπει να συγκεντρώνεται πάνω στις πέντε λέξεις. Με μία όμως προϋπόθεση: ότι λαχταράμε να σωθούμε. Να σωθούμε. Φωνάζουμε, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, όπως φώναζαν όλοι αυτοί προηγουμένως που αναφέραμε.

Και έτσι λέμε την ευχή. Με αυτόν τον τρόπο. Για να μπορέσει ο νους να ενωθεί με τις λέξεις, ή καλύτερα, ο νους να αποκτήσει νοητά πλοκάμια, να αρπάξει αν είναι δυνατόν την ευχή, να την εγκλωβίσει μέσα της, και εν συνεχεία να την κατεβάσει κάτω, δηλαδή, να τη σπρώξει προς το μέρος της καρδιάς.

Προβλήματα στην ευχή

π. Χρ.: Υπάρχει εκδοχή ο αρχάριος στο θέμα της νοεράς προσευχής, να αισθανθεί κάποια ζάλη, να κουρασθεί, να αισθανθεί κάποια αδιαθεσία, μέσα από όλη αυτή την διαδικασία, δηλαδή να συγκεντρώσει το νου του πάρα πολύ…

π. Στ.: Ναι, βεβαίως, ασφαλώς, υπάρχει …

π. Χρ.: Γιατί έχομε και τα δαιμόνια…

π. Στ.: Βεβαίως, εκτός των δαιμονίων, είναι και ο άνθρωπος, άνθρωπος είναι, με τις άλφα ή τις βήτα σωματικές δυνάμεις. Χρησιμοποιεί βέβαια βία, όσο είναι δυνατόν, ή …. Μπορώ να σας πω ότι το πρώτο καιρό προκαλούνται και έντονοι πονοκέφαλοι, από την απόλυτη συγκέντρωση του νου. Εάν θέλει ο διάβολος να μας πειράξει, θα χρησιμοποιήσει κάποιον κρότο. Θα μας προκαλέσει έντονη φαγούρα στο σώμα. Ο σκοπός του είναι να διακοπεί η ευχή. Διότι τρέμει αυτό το όνομα. Δεν το θέλει αυτό το όνομα. Έχω μια ψυχή, να σας αναφέρω τώρα ενδεικτικά, η οποία μου είχε εξομολογηθεί πριν από είκοσι περίπου χρόνια, νεαρά ψυχή, νεαρά κοπελίτσα, ότι της φανερώθηκε μπροστά της ο δαίμονας, ολοζώντανος, χωρίς να είναι αυτό μέρος της πλάνης, από ό,τι διαπιστώθηκε εν συνεχεία από την πνευματική έρευνα που κάναμε. Γονάτισε ο διάβολος μπροστά της. Αν είναι δυνατόν, να γονατίσει ένας διάβολος, και της είπε, «ό,τι προσευχή θες κάμε, μόνο αυτό το όνομα μη λες. Μόνο αυτό το όνομα. Και εγώ θα σου χαρίσω τα πάντα. Και όλους τους νέους, στα πόδια σου. Μόνο σταμάτα να λες αυτό το όνομα.»

π. Χρ.: Άρα μαστίζονται οι δαίμονες δια του ονόματος.

π. Στ.: Ναι, ακριβώς, ακριβώς, το λέγει και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης,

π. Χρ.: ονόματι Ιησού…

π. Στ.: Μάστιζε πολεμίους, έτσι ακριβώς. Ο τρόμος και ο φόβος των δαιμόνων, είναι αυτή η προσευχή. Η δική μας προσπάθεια, έγκειται, αφενός μεν να συμμετέχουμε σωστά, στον τρόπον με τον οποίον μας διδάσκει η Εκκλησία μας, το Ευαγγέλιο, οι κανόνες της Εκκλησίας, να έχομε πνευματικό, να εξομολογούμεθα τακτικά, να μετέχουμε στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, και κάνουμε και αυτού του είδους την άσκηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραλείψομε να μελετούμε το ιερό Ευαγγέλιο, ή κάποια άλλα ιερά βιβλία, πολύ ωφέλιμα, πολύ δε περισσότερο τους πατέρες της εκκλησίας μας, ακόμα δε περισσότερο τους νηπτικούς. Όχι αυτά δεν τα παραλείπομε. Είναι μία παράλληλη εργασία, η οποία έχει πολύ την ωφέλεια και πολύ το μελάκι της, συγγνώμη…


 

Για ποιο λόγο λέμε την ευχή

π. Χρ.: Γέροντα, προσπαθούμε, υψηλά νοήματα να τα απλουστεύσομε. Εδώ, αυτά που έχετε γράψει, για να τα βιώσουν οι γέροντες και εσείς κατ’ επέκτασιν χρειάστηκε κόπος και πόνος πολύς. Για πέστε μου, για πιο λόγο λέμε την ευχή; Βλέπετε, επαναλαμβάνω τα ερωτήματα, για να μπορέσουμε να δώσουμε κατά τον απλούστερο και τον καλύτερο και τον πνευματικότερο τρόπο, όλες αυτές τις έννοιες περί της ευχής.

π. Στ.: Για να απομακρύνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο από κοντά μας την δαιμονική επίδραση, την επίδραση του διαβόλου. Τον βομβαρδισμό δηλαδή που δεχόμενα, από τους κακούς λογισμούς, τους αισχρούς, τους πονηρούς και τους βλασφήμους. Όλοι αυτοί οι λογισμοί οι οποίοι αποτελούν και την πρώτη αιτία για την πράξη της κακίας, γιατί πρώτα έρχεται ο λογισμός, μας παλεύει, προσπαθεί να μας ελκύσει, να κερδίσει την συγκατάθεση μας, και κατόπιν να την κάνει πράξη. Λοιπόν, για να καεί ο δαίμονας στην προσβολή του, λέμε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Ή περιφρονούμε τον λογισμό, τον οποιοδήποτε λογισμό, εννοώ πάντοτε τον κακό λογισμό, τον αισχρό, τον πονηρό και τον βλάσφημο, ή τον περιφρονούμε, και παράλληλα λέμε την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Για να καεί ο δαίμονας. Μάστιζε λοιπόν πολεμίους.

Ο πόλεμος των λογισμών

π. Χρ.: Γέροντα, με συγχωρείτε, ακούω πάρα πολλούς και στην ιερά εξομολόγηση – και σεις θα τα ’χετε ακούσει – χιλιάδες φορές να λένε: «Βασανίζομαι από τους λογισμούς, προσεύχομαι και μου έρχονται βλάσφημοι λογισμοί, προσεύχομαι και μου έρχονται αισχροί λογισμοί, προσεύχομαι και μου έρχονται λογισμοί απιστίας», τι συμβαίνει εκεί;

π. Στ.: Εδώ πολεμάται ο χριστιανός, για να παύσει να προσεύχεται, αλλά όσο πολεμείται από τους λογισμούς τόσο πιο πολύ και πρέπει να προσεύχεται. Γιατί την προσευχή τη φοβάται. Και ειδικότερα ό,τι αναφέρεται στο όνομα του Ιησού Χριστού. Εδώ τρέμει τους Χαιρετισμούς. Γι’ αυτό και πολεμείται. Γι’ αυτό και βλέπομε το μυαλό μας συνεχώς να φεύγει, να ταξιδεύει. Βέβαια η πρωταρχική αιτία και το πρωταρχικόν κακό βρίσκεται στην πτώση των πρωτοπλάστων. Εκεί ο νους ήταν ενωμένος με τον Θεόν. Και συνομιλούσε ο άνθρωπος ο πρωτόπλαστος, ο Αδάμ και η Εύα με τον Θεόν, δια μέσου του νοός. Αυτή ήταν η κοινωνία και αυτή ήταν η ένωσις. Αυτό διεσπάσθη με την πτώση και την αμαρτία, και αυτό εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα. Μας δίδει βοήθεια το Άγιον Βάπτισμα, «ο πιστέυσας και βαπτισθείς σωθήσεται», έρχεται ύστερα η μυστηριακή ένωσις, με το μυστήριο της θείας Κοινωνίας, του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού, και ακολουθεί και έπεται η πνευματική Κοινωνία μετά του Ιησού Χριστού. Αυτό που έκαναν οι Πρωτόπλαστοι και που το είχαν φυσικό, να το επαναφέρουμε εμείς πάλι μέσα στην καρδιά μας αν είναι δυνατόν μέσω της ευχής. Άρα όταν πολεμείται, πολεμείται για να μην υπάρξει, αυτή η ένωσις με τον Θεόν.
Να μην φοβάται ο χριστιανός.

Η ευθύνη του προσευχομένου

π. Χρ.: Ο πιστός δεν έχει καμία ευθύνη όταν κατά την ώρα της προσευχής, του έρχονται αυτοί οι λογισμοί. Δηλαδή ο ίδιος ευθύνεται καθόλου; Μήπως δεν έχει καλλιεργήσει το νου του, μήπως δεν έχει κάνει αγώνα για κάθαρση, και έχει μερίδιο ευθύνης και βρίσκει ο πειρασμός, τον χώρον ελεύθερον και μπορεί να κινείται μέσα σ’ αυτόν τον χώρο;

π. Στ.: Βεβαίως και έχει ευθύνη και βεβαίως για να πολεμηθεί με κάποιους συγκεκριμένους  …

π. Χρ.: Πότε γέροντα έχει ευθύνη και πότε δεν έχει;

π. Στ.: Όταν δίνουμε το δικαίωμα στο διάβολο, με μία πράξη αμαρτίας που κάναμε χθες ή προχθές ή στο παρελθόν. Και οι οποίες πράξεις αυτές, έχουν γίνει βέβαια βίωμα και δευτέρα φύσις μέσα μας, και τις οποίες δεν έχομε εξομολογηθεί καθαρά. Δίνουμε δικαίωμα τότε στο διάβολο, να μας προσβάλει είτε με πονηρούς, είτε με αισχρούς λογισμούς.

Για τους βλασφήμους, ναι μεν δεν έχουμε ευθύνη, όταν δηλαδή βλασφημείται το όνομα της Παναγίας, εσωτερικά εννοώ, μέσα στο νου, δεν έχουμε μεν ευθύνη, αλλά οπωσδήποτε, υπάρχει το πνεύμα του εγωισμού και της υπερηφάνειας, και εξαιτίας αυτών των βλασφήμων λογισμών, πρέπει να ταπεινώνεται ο άνθρωπος, και να ζητά το έλεος του Αγίου Θεού, για να εξαφανιστούν και αυτοί, χωρίς να ’χει ευθύνη.

Για τους άλλους έχει ευθύνη, γιατί προσπαθεί ο διάβολος, πώς; Παίρνοντας το δικαίωμα από τις πράξεις της αμαρτίας που κάναμε εμείς στο παρελθόν, προσπαθεί να μας τις θυμίζει είτε με σκέψεις είτε με εικόνες, για να κερδίσει την πρώτη γλύκα, της πράξεως της αμαρτίας, να αφήσομε την προσευχή, και να ασχοληθούμε με την εικόνα της αμαρτίας. Αυτός είναι ο σκοπός του διαβόλου στην προσευχή. Άρα, λοιπόν, πρέπει να σκεφθούμε ότι αυτός που εξομολογείται, ποία σχέση είχε με αυτούς τους συγκεκριμένους λογισμούς στο παρελθόν;

π. Χρ.: Μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια…

Η κάθαρση

π. Χρ.: Και κάνοντας αγώνα πνευματικό και λέγοντας συνέχεια την ευχή, φθάνει στην κάθαρση του νου και της καρδιάς;

π. Στ.: Η κάθαρσις είναι πολυετής. Δεν είναι της μιας ημέρας ή της δεύτερης ή της πρώτης εβδομάδος και τα λοιπά. Χρειάζεται χρόνια για να καθαριστεί ο άνθρωπος από όλες τις αδυναμίες που έχει, και από όλα τα πάθη. Δηλαδή να καθαρισθεί ο νους από τους λογισμούς. Γιατί καθαρίζονται πρώτα οι πράξεις, κόβονται οι συνήθειες, ένας καπνίζει, ένας χαρτοπαίζει, ο άλλος κάνει το άλφα, ο βήτα κάνει το γάμα. Λοιπόν κόβονται πρώτα οι συνήθειες, ύστερα κόβονται οι επιμέρους πράξεις. Κατόπιν αρχίζει ένας αγώνας έντονος, με το διάβολο, που ως λέων ωρυόμενος ζητά να καταπιεί τον οποιονδήποτε, και έχουμε και εμείς πείρα οι ίδιοι, πόσο λυσσομανεί όταν μας πολεμά γιατί θέλει να κερδίσει την ψυχή μας, και στο κάτω – κάτω της γραφής μας ζηλεύει κιόλας γιατί θα του πάρομε και τη θέση.

π. Χρ.: Απαντήσατε στο λογισμό που είχα να σας κάνω τώρα. Γιατί μας πολεμάει τόσο πολύ τους ανθρώπους αυτός ο μισόκαλος; Τόσο πολύ; Διαβάσατε το λογισμό μου, ήταν… Αμέσως λέγοντας αυτά, μου δημιουργήθηκε αυτή η απορία, γιατί τόσο πολύ; Θα του πάρομε τη θέση;

Ε, βεβαίως θα του πάρομε τη θέση. Αυτός δεν έπεσε;

π. Χρ.: Έπεσε.

π. Στ.: Έπεσε, εξαιτίας του εγωισμού και της υπερηφάνειας, σκέφθηκε ισοθεΐα. «Και θήσω τον θρόνον μου υπεράνω του ουρανού, των ουρανών, και έσομαι όμοιος του Υψίστου». Έπεσε ο διάβολος, έμεινε ένα κενό επάνω, θα το καταλάβομε εμείς!

Η θέωση

π. Χρ.: Θα μπορούσε να φθάσει στη θέωση, εάν δεν έπεφτε εξαιτίας της αλαζονείας του; Ο σκοπός του ανθρώπου, δεν είναι η θέωσις γέροντα; 

π. Στ.: Είναι η θέωσις, αφού καθαρισθεί απ’ τα πάθη, και εφόσον έρθει σε μια περίοδο φωτισμού, κατόπιν έρχεται η θέωσις.

π. Χρ.: Άρα, ο άνθρωπος επέλεξε, λάθος δρόμο για να φθάσει στη θέωση, διότι ο μισόκαλος ο διάβολος δεν του είπε «θα γίνεται θεοί, και σεις», άρα λοιπόν του υποδεικνύει, έναν άλλον τρόπον, από αυτόν τον τρόπον που υπέδειξε ο Θεός. Ό,τι κάνει μάλλον και σε μας σήμερα: «Έλα τώρα, που θα πας στην εκκλησία, έλα τώρα που θα εξομολογηθείς, έλα τώρα να γλεντήσεις, να διασκεδάσεις, να χαρείς τη ζωή σου» και επέρχεται κάποια ώρα αιφνιδίως ο θάνατος…

π. Στ.: Και ο άνθρωπος βρίσκεται μακράν του Θεού.

π. Χρ.: Μακράν του Θεού!

π. Στ.: Πρέπει να επιμένουμε, να επιμένουμε, να επιμένουμε, στην πράξη της προσευχής, και ειδικότερα τη ευχής, πρέπει να επιμένομε όσο μπορούμε περισσότερο. Αυτό θα μας βοηθήσει, κατόπιν στην τήρηση των εντολών, η τήρησις των εντολών θα μας βοηθήσει στο να προσευχόμεθα, αυξάνεται η διάθεσίς μας για προσευχή και μελέτη και προσεκτική ζωή. Αυτό μας απομακρύνει απ’ το κακό, καλλιεργούνται έτσι οι αρετές, εκτοπίζεται σιγά – σιγά η δύναμις του διαβόλου, καθίσταται δύναμις – αδυναμία.

Οι πρώτοι λογισμοί

π. Χρ.: Μου προκύπτει άλλο ερώτημα γέροντα. Όποιος λέει την ευχή, πολεμείται περισσότερο απ’ το διάβολο;

π. Στ.: Επειδή χρησιμοποιεί περισσότερο το όνομα του Ιησού Χριστού, πολεμείται περισσότερο στην αρχή, κατ’ αρχάς, για να του κόψει τη φόρα, να του κόψει την διάθεση, να τον απογοητεύσει, να του πει «έλα, όσο λες την ευχή, τόσο αυξάνονται και οι πειρασμοί» είναι ο πρώτος λογισμός, «επομένως λοιπόν, σταμάτησε αυτού του είδους την προσευχή, κάνε αυτές τις κοινές προσευχές που έχεις να κάμεις, και σου είναι υπέρ αρκετές, πας και στην εκκλησία, και όλα είναι καλά».

Για τους κεκοιμημένους

π. Χρ.: Αυτή η ευχή, χρησιμοποιείται μόνο για τους ζώντες ή μπορούμε να την χρησιμοποιήσομε και για τους κεκοιμημένους;

π. Στ.: Α, βεβαίως, μπορούμε …

π. Χρ.: δηλαδή έχω τύχει γέροντα σε ενταφιασμό, μοναχού ή μοναχής και βλέπω εκεί κάνουν κομποσκοίνι και λεν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον την ψυχήν της δούλης σου ή του δούλου σου» και λοιπά. Και μού ’χει δημιουργηθεί αυτό το ερώτημα …

π. Στ.: Και μάλιστα κάνουν και το σημείο του Σταυρού,

π. Χρ.: Κάθε φορά που λένε …

Ναι, ακριβώς: «Κύριε Ιησού Χριστέ ανάπαυσε τον κεκοιμημένον δούλο σου Ιωακείμ μοναχό».

π. Χρ.: Είναι η ίδια η ευχή που λέμε και για τον εαυτό μας;

π. Στ.: Ακριβώς.

Ο ένας εύχεται για τον άλλον

π. Στ.: Επειδή συμμετέχουμε στην καθολική ανθρώπινη φύση, και είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού, όταν λέω «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», εύχομαι για όλη την ανθρωπότητα. Και πολύ περισσότερο για τους χριστιανούς που είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Γιατί αν εγώ είμαι το χέρι, σεις μπορεί να ’στε το μάτι, ο άλλος είναι το πόδι, ο άλλος είναι κεφαλή, ο άλλος είναι κάποιο άλλο μέρος του σώματος, επομένως ο ένας βοηθάει, τον άλλον και ο ένας εύχεται για τον άλλον. Όλοι μαζί, σαν ένα σώμα, μία ψυχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Μπορούμε, όμως αν θέλουμε να χρησιμοποιήσομε και ονομαστικά την ευχή, δηλαδή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον δούλο σου Γεώργιο», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον Ηλία που με αδίκησε». «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε το Γιώργο που έμπλεξε με τα ναρκωτικά».  «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τον Παύλο, διότι τα οικονομικά του θα τον τινάξουν στον αέρα, θα βρεθεί άνεργος». Και ούτω κάθε εξής. Μπορούμε να κάνομε και προσευχή, αν θέλομε ονομαστική, αλλά όμως μπορούμε κατά το πλείστον να λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», για να ελεήσει εμάς ο Θεός, να μας δώσει την απαιτουμένη υπομονή, να δώσει και φωτισμό στο Γιώργο, στον Παύλο, στη Μαρία, στην Αικατερίνη, και ούτω καθεξής, ή στον αδελφό συλλειτουργό μας.

π. Χρ.: Άρα, γέροντα, ο μοναχός που από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός και από νυκτός μέχρι πρωίας λέγει την ευχή, ενώνεται με όλον τον κόσμο.

π. Στ.: Ακριβώς.

π. Χρ.: Άρα δεν είναι απόκοσμος.

π. Στ.: Καθόλου απόκοσμος, είναι …

π. Χρ.: Άρα με την προσευχή του προσπαθεί να κάνει τον κόσμο κόσμημα.

π. Στ.: Ακριβώς αυτό. Και είναι ο πλέον κοινωνικός διότι ενδιαφέρεται, για κάθε τι που συμβαίνει μέσα στον κόσμο, ευχόμενος, μαζί με άσκηση. Διότι ξαγρυπνά, διότι πονά, διότι γονατίζει, διότι κάνει χίλιες, και δυο χιλιάδες και τρεις χιλιάδες μετάνοιες κάθε βράδυ, διότι νηστεύει αυστηρότατα, και το κάνει αυτό, για όλον τον κόσμο. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, και ελέησε και τον κόσμο σου». «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και ελέησε την δεινοπαθούσα εκκλησία σου». Γιατί όχι; Ευεργέτης είναι ο μοναχός. Όπως ευεργέτης είναι και ο ιερεύς, που λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», και το λέει, με τα Ειρηνικά, το λέει με τις συνοπτικές ευχές, με το «Παράσχου Κύριε». Δεν το λέει; «Την ημέραν πάσαν τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον, παρα του Κυρίου αιτησώμεθα» είναι «Ελέησον ημάς». Απαντούν οι ιεροψάλτες ή «Παράσχου Κύριε» ή «Κύριε ελέησον», αλλά το ίδιο πράγμα επαναλαμβάνουν.

Πόσο μπορεί να επιδράσει η προσευχή μας, όταν αυτοί ζουν μέσα στην άγνοια

π. Χρ.: Μου δημιουργείται μια απορία τώρα, ποια είναι αυτή: Κάνομε προσευχή, ή μνημονεύομε των ονομάτων των ανθρώπων που ζουν μέσα στην πνευματική αδιαφορία. Πόσο μπορεί να επιδράσει η προσευχή μας, όταν αυτοί ζουν μέσα στην άγνοια, μέσα στην κοσμικότητα και μέσα στην αμαρτία;

π. Στ.: Να σας πω. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα, για να δείτε ότι ο Θεός δέχεται την προσευχή μας, και ρίχνει φωτισμό στη συγκεκριμένη ψυχή ή ψυχές, οι οποίες βρίσκονται στην αδιαφορία, στην άγνοια, στην επιμελημένη αδιαφορία. Και εις την ηθελημένη άγνοια. Λοιπόν, αν κάνουμε προσευχή, δέχονται φωτισμόν από τον Θεόν; Βεβαίως δέχονται. Ε, ας πούμε ότι βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι, και ξαφνικά μπροστά μας είναι δύο μονοπάτια τα οποία έχουν ένα φωτισμό θα λέγαμε ημίφωτο, πώς να το χαρακτηρίσω διαφορετικά. Και λέμε, θέλω τώρα να πάω στην Πάτρα, αλλά ποιο απ’ τα δυο μονοπάτια να ακολουθήσω, και ποιο είναι και πιο σύντομο. Και σκέπτομαι εκείνη τη στιγμή. Και ξαφνικά, φωτίζεται αριστερά μου ας πούμε ή δεξιά μου, ένας άλλος διάδρομος, ένα άλλο μονοπάτι, αλλά με έντονο φως. Αυτός είναι ο φωτισμός που δέχεται για να ακολουθήσει το καλό. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ο άνθρωπος κρίνεται από μόνος του, διότι είναι ελεύθερος να κάνει την επιλογή, ανάμεσα στο φως και στο ημίφως ή στο σκοτάδι. Και διαλέγει. Ο φωτισμός και το έλεος του Θεού, θα σκεπάσει κάθε άνθρωπο διότι βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Και ανατέλλει τον ήλιον – δεν το λέει; – και για τους καλούς, και για τους κακούς. Άλλοι έχουν ευεργεσία από τον ήλιο, και άλλοι εκμεταλλεύονται τον ήλιο για να κάνουν το κακό.

π. Χρ.: Σας έκανα γέροντα αυτό το ερώτημα, διότι πάρα πολλοί λένε, «δεν προσεύχομαι άλλο, δεν αλλάζει». Πολλές γυναίκες που σηκώνουν σταυρό από δύστροπους  συζύγους λένε: «Άντε παππούλη, δεν μπορώ άλλο, τόσα χρόνια προσεύχομαι, και δεν άλλαξε, παραμένει ο ίδιος, θα τον εγκαταλείψω, δεν προσεύχομαι άλλο γι αυτόν».

π. Στ.: Θα ήθελε να την εγκαταλείψει ο Θεός;

π. Χρ.: Όχι.

π. Στ.: Ε, πώς θα εγκαταλείψει αυτή τον άνθρωπό της; Το παιδί της, τον αδελφό της, τον γείτονα το κακό, τον δύστροπο σύζυγο και ούτω καθεξής. Να μάθει να προσεύχεται γι’ αυτόν, μέχρι την τελευταία δική της πνοή, ή μέχρι την τελευταία πνοή του άλλου. Κανένας μας δεν ξέρει τι θα ξημερώσει η αυριανή ημέρα. Και τι θα φέρει ο Θεός ως αποτέλεσμα, για να σωθεί αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίο κάνομε προσευχή. Και για τον οποίο έχομε απελπιστεί.

π. Χρ.: Η εκκλησία μας γέροντα, μας παρουσιάζει μέσα από το αγιολόγιό της, αγίους που ζούσαν μέσα στην άγνοια, μέσα στην περιφρόνηση της πίστεως, μέσα στην αμαρτία. Και όπως είπατε ήρθε η χάρις του Θεού και τους ανέδειξε, φώτα και Αγίους πράγματι.

 

Υπομονή

π. Χρ.: Ο άνθρωπος έχει απεριόριστη υπομονή; Να σταθούμε και λίγο στα σύγχρονα προβλήματα, σε ένα μοναστήρι μέσα, σε μια οικογένεια μέσα, σε μια εργασία με έναν δύστροπο συνάδελφο… Έχει ο άνθρωπος απεριόριστη υπομονή; Και από πού θα μπορέσει να αντλήσει αυτή την υπομονή, για να σηκώσει το Σταυρό του. Μου λένε πολλοί: «Βρέ παππούλη παπα-Χρύσανθε, σ ακούμε στο ράδιο, υπομονή, υπομονή, σηκώστε το Σταυρό σας, στο τέλος του δρόμου σας σωτηρία, αγιασμός και λοιπά». Από πού ο άνθρωπος γέροντά μου, θα αντλήσει αυτή την υπομονή, και μέσα από την εμπειρία των αγίων γερόντων.

π. Στ.: Η εκκλησία μας λέγει ότι έχομε ανάγκη υπομονής, «υπομονής γαρ χρείαν έχετε. Και την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε και το τέλος Κυρίου οίδετε». Σε κάποιο άλλο σημείο της Αποκαλύψεως μας λέει εκεί ότι, «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται». Και «οίδα την υπομονήν σου, γι’ αυτό και θα σε φυλάξω από τους πειρασμούς που πρόκειται να έρθουν σ’ αυτή την εδώ τη ζωή». Κατ’ άνθρωπον πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος από μας, επειδή είναι αδύνατος, έχει όρια η υπομονή του. Κάποτε όταν ήμουνα νέος, πίστευα ότι η υπομονή δεν έχει όρια. Τώρα αρχίζω και πιστεύω ότι έχει όρια η υπομονή. Τώρα για να μην γονατίσουμε, από τους πειρασμούς της ζωής, και επειδή συστήνουμε συνήθως, σαν συμβουλή την υπομονή, και η υπομονή πολύ σωστά όπως τονίζετε – εγώ θα το πω, λίγο πιο απλούστερα – δεν είναι ένα πακέτο ζάχαρη που θα την πάρομε από το σούπερ μάρκετ, τα παλιά μπακάλικα, λοιπόν, χρειάζεται να γονατίσουμε και να ζητήσουμε υπομονή. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται». Πρέπει για κάθε τι το οποίον έχομε ανάγκη, και ειδικότερα για αρετή, πρέπει να το ζητάμε από τον Πανάγιο Θεό. Και επειδή το «ελέησόν με» τα κρύβει όλα, γι’ αυτό και λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Δώσ’ μου υπομονή, αλλά και δώσ’ μου και τη δύναμη να κάνω υπομονή. Τη δύναμη να μπορώ σηκώσω το Σταυρό μου, μόνος μου δε μπορώ.

π. Χρ.: Άρα πάμε στο χωρίον ότι «Άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

Οι πλάνες

π. Χρ.: Γέροντα, μέσα από την ευχή υπάρχει εκδοχή να δημιουργηθούν πλάνες;

π. Στ.: Ασφαλώς.

π. Χρ.: Έχουμε παραδείγματα και περιστατικά;

π. Στ.: Πολλά περιστατικά, τα οποία τα βλέπομε κατά κύριο λόγο στο Άγιον Όρος. Γενικά στους μοναχικούς χώρους. Αλλά και εδώ όμως μέσα στον κόσμο, όταν ο ευχόμενος, αυτός που κάνει προσευχή, θέλει να λέει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και δεν έχει πεπειραμένο και διακριτικόν οδηγό. Γιατί, αυτός που θα δώσει οδηγίες για την ευχή, πρέπει να ’χει περάσει μέσα απ’ το καμίνι της ευχής. Πρέπει δηλαδή να έχει ξεπεράσει, το τρίτο στάδιο, όπου ο νους αρπάζει την ευχή και έχουμε μία, αίσθηση εσωτερική πνευματική, ότι η ευχή λέγεται μέσα στο νου, κάπου μέσα στο κεφάλι, τρόπον τινά. Και τότε επικαλούμεθα την θείαν χάρη η οποία έρχεται βοηθός και αρωγός, και κατεβάζει την ευχή μες στην καρδιά, αλλά όλες οι πρωτοβουλίες όμως, ανήκουν σε μας. Εμείς λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εμείς ζητάμε το έλεος του Θεού, εμείς ζητούμε βοήθεια και συμπαράσταση και παρηγοριά. Εμείς τα ζητούμε αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό ακόμα, και η λατρεία που κάνομε εμείς, ως ορθόδοξοι κληρικοί, αυτή η λατρεία μας είναι λογική. Συμμετέχουμε εμείς με πλήρη αυτοσυνειδησία στην ευχή, ακόμα και στη θεία λειτουργία και στην ευχή. Έχομε αυτοσυνειδησία. Είμαστε δηλαδή και λειτουργούμε ως πρόσωπα. Έρχεται κάποια στιγμή, όπου «το Άγιον Πνεύμα όπου θέλει πνεί και την φωνήν αυτού ακούεις». Ακούεις. Ακούς την φωνήν του Θεού. Πώς την ακούς; Να κράζει μέσα στην καρδιά σου και στην καρδιά μου, «Αββά, ο Πατήρ», είσαι ο Πατέρας μου, είσαι ο σωτήρας μου, είσαι ο λυτρωτής μου, αυτός είσαι. Θεέ μου βοήθησέ με, ελέησέ με, αλλά πλέον, δεν ομιλεί ο άνθρωπος, αλλά ομιλεί το Άγιον Πνεύμα. Και τότε έχομε «το πέμπτο και τελειωτικό στάδιο», που είναι η χαρισματική προσευχή, εκεί τέμνεται πλέον η προσευχή, σταματάει η προσευχή, δεν προσεύχεται πλέον ο άνθρωπος, και έρχεται όλος ο νους του ανθρώπου σε έκσταση και θεωρία. Από κει αρχίζει η όρασις, από κει αρχίζει η θεοπτία, από κει είναι ο φωτισμός και η χάρις και οι αποκαλύψεις και τα απόρρητα του Αγίου Θεού.

Σ’ αυτή την πορεία, υπάρχει πλάνη.

π. Χρ.: Φθάσαμε τώρα σ’ αυτό το οριακό σημείο γέροντα, έτσι; Δηλαδή μπορεί ο διάβολος να μεταμορφωθεί σε άγγελον φωτός;

π. Στ.: Βεβαίως, το λέει και ο Απόστολος Παύλος. Ανά πάσαν στιγμήν. Και μπορεί, επειδή στερούμεθα πείρας, να μας παρουσιάσει πράγματα τα οποία θα τα θεωρήσομε ότι είναι ευεργετικές επιδράσεις ή ενέργειες της θείας χάριτος, ενώ είναι ενέργειες της μαύρης χάριτος.

π. Χρ.: Του Διαβόλου… Μας λέτε παραδείγματα;

π. Στ.: Ε, τώρα, είναι λιγάκι δύσκολο αυτό, γιατί πρέπει ο καθένας από μας που ασχολείται λιγάκι με την ευχή, να αναφέρει τι ακριβώς του συμβαίνει, για να του πει ο διακριτικός πνευματικός, «Πρόσεξε παιδί μου, αυτό δεν είναι της θείας χάριτος». Παραδείγματος χάριν κάνομε ευχή και μας λέγει κάτι μέσα μας, μια φωνή όπως την ακούμε: «Έσβησε το καντήλι, πήγαινε να το σβήσεις». Αυτό δεν μπορεί να είναι της χάριτος. Δεν μπορεί να σου πει ο Θεός διέκοψε την προσευχή σου για να πας να ανάψεις το καντήλι, παρόλο που το καντήλι για να το ανάψομε είναι ιερή πράξις. Θα καθίσουμε εκεί και θα πούμε «Όταν τελειώσω θα πάω να ανάψω το καντήλι». Εάν, όμως, σηκωθώ και πιστέψω στη φωνή αυτή, αυτή η φωνή δεν είναι του Θεού αλλά είναι εκ δεξιών του πονηρού. Έφερα δηλαδή ένα πτωχό παράδειγμα για να πω. Οι θόρυβοι, οι κρότοι, που δημιουργούνται. Καμιά φορά μπορεί να μας δημιουργηθεί και ένα είδος ρίγους, λέμε ιερόν ρίγος. Και το ρίγος δεν είναι καλό, στην ευχή δεν είναι καλό. Τα δάκρυα ακόμη πολλές φορές, καμιά φορά, μπορεί να ’ναι συναισθηματικά, μπορεί να προέρχονται από άλλη αιτία, και να μην είναι της χάριτος, να μην είναι τα λεγόμενα γλυκήρροα δάκρυα, της μετανοίας, και ειδικότερα της χάριτος, διότι τα δάκρυα της χάριτος από τα δάκρυα της μετανοίας διαφέρουν. Άλλο πονώ για τις αμαρτίες μου, και άλλο έρχεται η χάρις του Θεού, και με πλένει με τα ίδια τα δικά μου τα δάκρυα. Υπάρχει μία διαφορά σ’ αυτά, σ’ αυτά τα δύο είδη δακρύων. Διότι υπάρχει και θεολογία ολόκληρη των δακρύων, όπως μας αναφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Αφού φτάσαμε σε αυτό το σημείο…


 

Οι πλανεμένοι

π. Χρ.: Μπορεί να πέσει γέροντα, ο ασκούμενος στην ευχή, να πέσει σε πλάνη ότι έχει και αποκαλύψεις και ότι βλέπει αγγέλους, ότι συνομιλεί με την Παναγία;

π. Στ.: Βεβαίως γι’ αυτό έχομε αυτή την κατηγορία των φωτισμένων, των λεγομένων φωτισμένων, που είχαν ταλαιπωρήσει κατά πολύ την Αθήνα, την εκκλησία, κατά το μάλλον ή ήττον από ένα πρόσωπο της κυρίας Ζολώτα ή ενός περιφήμου μεγάλου ανθρώπου εκεί δεν ξέρω τι ακριβώς ποια ήταν η ιδιότητά του πάντως… Κατάφερνε αυτό ακριβώς που συμβαίνει και με τους Πεντηκοστιανούς: κατά την διάρκεια των κραυγών τους, να ’χουν αίσθηση ότι μιλούν ξένες γλώσσες, και βλέπουν αγγέλους ή οράματα ή οτιδήποτε άλλο.

π. Χρ.: Εκεί έχομε δαιμονικές παρεμβάσεις;

π. Στ.: Έχουμε δαιμονικές παρεμβάσεις καθαρές. Και αυτό φαίνεται βέβαια από την ακαταστασία των λογισμών που έχουμε στη συνέχεια, από την ασυνέπεια που διακρίνεται στη ζωή τους, από την ταραχή που τους διακρίνει, και από τον θυμόν που διεγείρεται όταν θέλουν να υπερασπιστούν το δίκαιο ή το καλό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις διακρίνεται ότι ο άνθρωπος έχει πλάνη. Και φαίνονται οι πλάνες που έχουν οι πλανεμένοι ας πούμε, από πολλά άλλα, από πολλά άλλα εξωτερικά στοιχεία, ενδείξεις μεν, δεν μπορώ ακριβώς να σας τις πω τώρα, αλλά φανερές όμως, ότι ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται υπό την επίδραση της πλάνης. Ενδεικτικά δηλαδή ότι επηρεάζεται από το διάβολο.

π. Χρ.: Και γιατί οι άνθρωποι αφήνουν την εκκλησία μας την Αγία, την ορθόδοξο, την ταμιούχο της θείας χάριτος, και πηγαίνουν στα βουρκόνερα των Πεντηκοστιανών, τι αναζητούν εκεί; Είναι η πλάνη του διαβόλου και θα φωτιστούν με το Πνεύμα το Άγιο;

π. Στ.: Αυτό που επιδίωξε ο διάβολος, να φτάσει να γίνει όμοιος με τον Θεόν, αυτό επιδιώκει και το Εγώ μας. Ε, διαβάζουμε τον βίο ενός Αγίου και θέλουμε να του μοιάσουμε από σήμερα μέχρι αύριο.

π. Χρ.: … Δε γίνεται…

π. Στ.: Ε δε γίνεται, γι’ αυτό, επειδή δεν γίνεται, και επειδή αυτό χρειάζεται πολύς αγώνας και πολλή πάλη, γι’ αυτό ακριβώς έρχεται και η πλάνη. Αν δεν καλλιεργηθεί το πνεύμα το ταπεινόν, το ταπεινό φρόνημα, η ταπείνωσις, και αν δεν κυριαρχήσει σαν βεβαιότητα μέσα στην ψυχή μας ότι «τοις ταπεινοίς δίδωσι χάριν», δεν θα μας βοηθήσει ο Θεός, και θα πέφτουμε από την μία πλάνη στην άλλη. Χρειάζεται να μάθουμε να έχουμε καθαρή εξαγόρευση των λογισμών. Το λέω γι’ αυτούς που κάνουν προσευχή, ή γι’ αυτούς που είδαν ή άκουσαν ή αισθάνθηκαν κάτι. Ο παππούλης που δεν θα έχει, ας το πούμε τρόπον τινά, το ειδικό αυτό χάρισμα, ή που δεν θα είναι γνώστης κάποιων τοιούτων πνευματικών καταστάσεων, αν έχει και κείνος το ταπεινό φρόνημα, και πει από μέσα του Θεέ μου βοήθησέ με τώρα, να του δώσω μια σωστή απάντηση, θα φωτιστεί. Θα του δώσει τέτοια απάντηση που θα αποστομώσει το δαίμονα, και τον διάβολο της πλάνης, και θα δείτε ποία ταραχή θα δημιουργηθεί τότε στον άνθρωπο. Θα το διαπιστώσετε. Εσείς, κατόπιν εγώ, οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα ενθυμούμεθα ύστερα από καιρό, την απάντηση που εδώσαμε, σ’ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο, ο οποίος όμως μπορεί με την απάντησή μας να έχει σωθεί.

Ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής

π. Χρ.: Πατέρα Στέφανε, τι έχετε διαβάσει, τι έχετε ακούσει, από τον παπά Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη, για τον παππού, τον γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή;

π. Στ.: Α, έχω ακούσει τόσα πολλά, είναι τόσα πολλά αυτά… Κατά πρώτον λόγον ήτο πολύ βιαστής, βίαζε τον εαυτόν του δια την βασιλεία του Θεού.

π. Χρ.: Τι σημαίνει γέροντα, βιάζω τον εαυτόν μου, δια τον κόσμο και τους αδελφούς μας που μας παρακολουθούν; Μεγάλο κεφάλαιο.

π. Στ.: Θα πω κάτι που θα ξενίσει τους αδελφούς. Είναι μεγάλο πράγμα να κάθεσαι όχι σ’ αυτό το σκαμνί, αλλά σε ένα πολύ χαμηλότερο σκαμνάκι απ’ αυτά που καθόμαστε τώρα, από το κάθισμα το αναπαυτικό, και να έχω σκυμμένο το κεφάλι μου κατά το πρότυπον του προφήτου Ηλία όπως μας περιγράφεται στο βιβλίο των Βασιλειών, και να σκύβουν το κεφάλι ακόμα και ανάμεσα στα γόνατα, και να αρχίζω εκεί να λέγω την ευχή βιάζοντας, το νου να την παρακολουθεί, επί έξι και οκτώ και δέκα ώρες συνέχεια, χωρίς να κουνηθώ καθόλου. Καταλαβαίνετε τι μαρτύριο είναι αυτό, εκούσιο και σωματικό συγχρόνως; Αυτός ήταν ο γέρων Ιωσήφ. Γιαυτό ήτο και θεόπτης. Όποιος διαβάσει το βιβλίο του «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», καταλαβαίνει τη θεοπτία του. Καταλαβαίνει ότι αυτός ήτανε ο συνεχιστής της παραδόσεως των Πατέρων για την, και ειδικότερα της Παλαμικής παραδόσεως ή ακόμα και των Κολυβάδων, για τη συχνή θεία Κοινωνία… Ως συνεχιστή αυτής της παραδόσεως, στην εποχή μας, στους συγχρόνους καιρούς, τώρα, στις ημέρες μας, διότι άφησε υποτακτικούς, οι οποίοι απεδείχθησαν καθηγηταί της νοεράς προσευχής, να πάρομε τον πατέρα Ιωσήφ τον Βατοπεδινό, με την μεγάλη μονή Βατοπεδίου, και μονές που ιδρύθησαν στον κόσμο και στην Κύπρο, να πάρομε τον πατέρα Χαράλαμπο τον Διονυσιάτη, τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, τον πατέρα τον γέροντα το δικό μου τον Φιλοθεΐτη, με τέσσερα ανδρικά στο Άγιον Όρος, με τέσσερα έως δέκα, έξω στο κόσμο στην Ελλάδα, και δεκαοκτώ έως είκοσι σήμερα στην Αμερική και τον Καναδά. Δεν είναι μικρόν το έργο αυτό. «Από των καρπών γινώσκετε το δένδρον». Αυτό το δένδρο ήτο ένας γίγας, ασκήσεως και νηπτικής παραδόσεως, και προσευχής. Ήτο όντως καθηγητής της νοεράς προσευχής αλλά και μεγάλος ασκητής, ο οποίος για να δαμάσει την σάρκα του, για να δαμάσει τα πάθη του, για να δαμάσει τον σαρκικό πόλεμο να πω, εκτυπούσε αλύπητα τον εαυτό του κατά τέτοιο τρόπο, χωρίς να είναι μαζοχιστής, όπως θα λέγαμε σήμερα, έτσι, που έσπαζε το ξύλο πάνω, απάνω στα πόδια του, έσπαζε το ξύλο. Όχι έσπαζε το πόδι του. Ασκείτο κατ αυτόν τον τρόπον, για να διώξει από μέσα την επιθυμία που ασκούσε τη βία πάνω στη σάρκα.

π. Χρ.: Και μέσα από όλο αυτό τον αγώνα, ο πιστός υποτάσσει το θέλημα της σαρκός εις το πνεύμα.

π. Στ.: Ακριβώς, γιατί έλεγε και το λέγει, παντού, και το λένε και οι πατέρες μας, αυτός που πρέπει να κυβερνά πρέπει να είναι ο νους. Νους, είναι ο κυβερνήτης, δεν είναι το σώμα μας, ούτε οι αισθήσεις μας. Και οι αισθήσεις μας όλες, από σωματικές πρέπει να γίνουν πνευματικές, πρέπει να πνευματοποιηθούν, τα μάτια μας, να πάψουν να βλέπουν σαρκικά και πονηρά, να βλέπουν πνευματικά. Τα αυτιά μας να ακούν μόνο την φωνήν του Θεού, και όχι τη φωνή του κόσμου ή του διαβόλου. Η αφή μας να γίνει πνευματική. Η όσφρησίς μας επίσης να αισθάνεται την ευωδία του Παναγίου Πνεύματος, γιατί έχει όντως, ευωδία το Πανάγιον Πνεύμα, όπως κάθε τι ουράνιο και αγγελικό. Εάν συνεχίσουμε με επιμονή να λέμε το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Κοσμικοί άνθρωποι λένε ότι από την πολλή ευχή την προφορική που λέγουν αισθάνονται πάτερ σα να έχουν μια καραμέλα στο στόμα. Αυτό τώρα τι είναι; Πλάνη είναι αυτό ή είναι μια αλήθεια; Είναι μια, πώς να πει κανείς, μια σταγόνα από τον ειρηνικό ωκεανό, που σου παίρνει και σου λεν να αυτό είναι θάλασσα, και στο βάζει στο στόμα. Και αποκτάς από τότε δύναμη και λες, αχ, και άλλη μια σταγόνα, και άλλη μια σταγόνα αφού έχει τόση γλύκα αυτό το πράγμα. Γιατί όχι. Να κάνω κάθε θυσία για την αγάπη του Θεού. Να παραμερίσω τα πάθη μου, να μην υποτάσσομαι τόσο πολύ, στα θελήματα τούτου του κόσμου, όπου όλος κείται εν τω πονηρώ. Αυτό είναι.

Το Θαβώριον φώς

π. Χρ.: Και οι γέροντες, έβλεπαν αυτό το Θαβώριον φώς;

π. Στ.: Υπάρχει ο φωτισμός, κοιτάξτε, υπάρχει ο φωτισμός του νου.

π. Χρ.: Μιλήσαμε για τα στάδια.

π. Στ.: Ναι, στο τέταρτο ή στο πέμπτο στάδιο έχομε φωτισμό. Ο άνθρωπος βλέπει εσωτερικά, εφόσον καθαρισθεί ο νους, βλέπει το κτιστόν φώς του νοός, που είναι φώς. Ο άνθρωπος φώς, ο Πατήρ φώς, ο Υιός φώς. Φώς το Πανάγιον Πνεύμα. Ο ένας Θεός Φώς, αλλά φώς και η ψυχή μας. Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν πλασμένος ο άνθρωπος φώς, ο νους, φώς το πνεύμα του, του ανθρώπου, κτιστόν όμως. Μπορεί να δει και ένα φώς που να, εσωτερικά μέσα του, που να μην είναι το φώς του Θεού, ούτε το φώς του νοός, αλλά να είναι φώς αγγελικόν, και να είναι κτιστό. Και αυτό κτιστό. Εάν το φώς του νοός, το κτιστόν φώς, θεόκτιστον αποκαλείται, – το φώς του νοός, θεόκτιστον, ο Θεός το έχει κτίσει,- αν δούμε μέσα μας και το φώς το κτιστόν των αγγέλων και το προσλάβομε, ως φώς Θεού, μπαίνομε σε πλάνη. Και όλος ο κόπος μας πάει χαμένος. Και αυτό εξ αιτίας της οιήσεως και της υπερηφανείας. Ο άνθρωπος κατόπιν έρχεται, σε κάποια στιγμή που ο Θεός ορίζει, όταν ο Θεός το θέλει, όταν εκείνος το επιτρέψει, κάτω από τις δικές του προϋποθέσεις – και δεν ξέρω, δεν μπορεί κανένας να μπει στην άβυσσο των κριμάτων, του Αγίου Θεού – ο προσευχόμενος, ο ευχόμενος, ο ασκητής, ο άγιος, βλέπει το Θαβώριον Φως. Το είδε κάποτε ο γέρων Παΐσιος –  και περιγράφεται αυτό στα βιβλία του πατρός Παϊσίου – και ήταν μέρα, όταν είδε το Φώς, και βγήκε έξω. Μέρα μεσημέρι, λοιπόν, λέει σ’ έναν μοναχό που τον συνάντησε εκεί, «τι λαμπερό είναι σήμερα», λέει, «το φεγγάρι». «Ποιο φεγγάρι πάτερ», του λέει. «Δεν είναι φεγγάρι, ειν’ μέρα μεσημέρι». «Τι λες βρε παιδί μου». «Μέρα μεσημέρι είναι». Και τότε κατάλαβε ότι το φώς του Θεού είναι υπέρ τον ήλιον. Δε λέμε και στην εορτή της Μεταμόρφωσης, «έλαμψε ο νους ο ήλιος, και τα ιμάτιά του εγίνοντο λευκά ως το φώς»; Κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Είναι όσο είναι δυνατόν, να αντέξουν τα θνητά μάτια του ανθρώπου. Πρώτα ο άνθρωπος βλέπει το φως εσωτερικά, και κατόπιν – όταν ο Θεός τον αξιώσει, και κάτω από τις ειδικές προϋποθέσεις και συνθήκες που είπαμε, αγιασμού, χωρισμού από την αμαρτία, εξαγιασμού των αισθήσεων και τα λοιπά – φθάνει να καταξιωθεί μέσα από την πνευματική όραση, και την πνευματική αίσθηση και να δει το φως του Θεού. Καταξιωμένοι λειτουργοί του Υψίστου είδαν το φως, μερικές φορές χωρίς να ξέρουν.

π. Χρ.: Στο προηγούμενο βιβλίο, «Εμπειρίες από τη Θεία Λειτουργία».

π. Στ.: Ναι, εκεί αναφέρομε μερικούς εκεί, γιατί είχα έτσι αυτή την ευλογία, να συναντήσω έτσι κληρικούς, δεν ξέρω, ίσως ο καλός Θεός, μου τους παρουσίασε από την παιδική ακόμα και νηπιακή ηλικία, να γνωρίσω τέτοιους ευλαβείς κληρικούς, με το βλέμμα του Θεού που δεν έχει χρόνο, -να το πούμε και αυτό, δεν έχει ο Θεός χρόνο,- ώστε να ’ρθεί κάποια στιγμή, να μου τα θυμίσει, διότι είχα και μια κακή συνήθεια, πολύ κακή συνήθεια, να κρατώ σημειώσεις.

π. Χρ.: Ευλογημένη συνήθεια.

π. Στ.: Και να διαπιστωθεί βέβαια αυτό το πράγμα ότι όλα αυτά έχουν μία βασική αλήθεια, και να μου επιτρέψετε στο τέλος να κλείσω με κάτι.

Οι γκουρού και οι γιόγκηδες

π. Χρ.: Πριν κλείσομε έχω ένα ερώτημα ακόμα. Γέροντα, έχουμε όλον αυτόν τον πλούτον, της ασκητικής της ορθοδοξίας μας. Και τι κρίμα, που οι άνθρωποι αντί να κάνουν χρήση, αυτής της ασκητικής, της ευχής, της συμμετοχής στα ιερά μυστήρια της εκκλησίας μας, να καταφεύγουν στη γιόγκα για παράδειγμα. Και μέσα από τον διαλογισμό και μέσα από κείνες τις ασκήσεις, που έχουν σχέση με τον Ινδουισμό και με το Βουδισμό να αναζητούν τη λύτρωση…

π. Στ.: έχουνε

π. Χρ.: να αναζητούν τη λύτρωση…

π. Στ.: Ψάχνουμε πάντοτε, αλλά δεν ψάχνομε στο σωστό δρόμο. Και ψάχνομε και με λανθασμένο τρόπο. Δεν θέλομε να μπούμε στον κόπο να αποβάλομε τα πάθη μας, και να αποβάλομε τον εγωισμό και την υπερηφάνειά μας, και ψάχνομε να βρούμε κάποια τεχνική, την οποία μας διδάσκουν, οι ψευτο-ινδουιστές και οι

π. Χρ.: οι γκουρού και οι γιόγκηδες

π. Στ.: οι γκουρού και οι γιόγκηδες,

π. Χρ.: που κατέκλυσαν την πατρίδα μας γέροντα,

π. Στ.: δυστυχώς αυτό, οι οποίοι δεν έχουν τίποτε άλλο να μας πουν παρά επειδή πιστεύουν στον Πανθεϊσμό, έχουν την άποψη και την θέση, ότι η ψυχή τους, όλος ο άνθρωπος, αποτελεί μέρος του Σύμπαντος. Και προσπαθούν να ελκύσουν την παγκόσμια αυτή ενέργεια, και κατόπιν να ταυτιστούν με αυτήν και να γίνουν ένα, οπότε φτάνουν σε μιαν κατάσταση η οποία ονομάζεται νιρβάνα. Αυτό είναι. Αλλά αυτή η κατάσταση είναι ψευδής. Είναι ψεύτικη. Μπορεί να φέρει μία τέτοια ας πούμε κατάσταση ειρήνης, αλλά την οποία όμως ο γκουρού, δεν θέλει να την διακόψει. Προσέξτε: εάν πάρει φωτιά, το σπίτι του διπλανού του, δεν θα τρέξει να τη σβήσει. Γιατί δε θέλει να χάσει τη νιρβάνα του. Ο ασκητής όμως που κάνει νοερά προσευχή, μόλις αντιληφθεί ότι πήρε φωτιά το κελί του διπλανού του ασκητού, θα αφήσει τροχάδην την προσευχή του, και θα αρπάξει το πρώτο κουβά με νερό που θα βρει μπροστά του, να τρέξει να σβήσει την καλύβα. Εμείς εργαζόμαστε ως πρόσωπα. Εκείνοι ως απρόσωπα όντα. Εμείς έχομε αυτοσυνειδησία, και γνωρίζει ο καθένας ότι είναι αυτός, αυτός που είναι, με το πρόσωπο, με το όνομα, με αυτό που είναι. Και που παρακαλεί τον Θεόν, ως παιδί και πλάσμα Του να τον σώσει. Και να τον καταξιώσει από κει που εξορίσθη, εκεί να τον επαναφέρει.

Η χαμένη πατρίδα

π. Χρ.: «Παραδείσου πάλιν, ποιών πολίτην με.»

π. Στ.: Ακριβώς. Υπάρχουν τέτοια δείγματα και θα ’θελα να κλείσω, δεν ξέρω τι χρόνο διαθέτουμε,

π. Χρ.: Εσείς θα κλείσετε.

π. Στ.: Ενθυμούμαι, κάποια ψυχή, η οποία βγαίνοντας από την εκκλησία μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, έλεγε συνεχώς την ευχή, «Κύριε Ιησού χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού χριστέ ελέησόν με». Ύστερα άφησε την ευχή και άρχισε να λέει «Ιησού μου», «Ιησού μου», «Ιησού μου», «Ιησού μου», τόσο πολύ απορροφήθηκε από την ευχή ώστε, απορρόφησε την ευχή ο ίδιος και απορροφήθηκε από την ευχή. Εν τω μεταξύ είχε ακουμπήσει στη στάση του λεωφορείου. Και περίμενε να περάσει το λεωφορείο να μπει μέσα και να πάει στο σπίτι του. Όταν πέρασε το λεωφορείο και κοίταξε την ώρα, είχαν περάσει δύο ώρες. Πόσα λεωφορεία είχαν περάσει μπροστά του;

π. Χρ.: Είχε λησμονήσει το χρόνο;

π. Στ.: Είχε χάσει το χρόνο! Που τον πήγε ο Θεός δεν ξέρομε. Εκείνο που ξέρομε είναι ότι έζησε, πήγε για λίγο στη χαμένη πατρίδα. Και ξαναγύρισε στη ζωή με τα αγκάθια της, και τις δυσκολίες της. Που όμως «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Και ο Θεός άμα λίγο πιστεύομε, ανοίγει δρόμους και χαρές.

Επίλογος

π. Χρ.: Πάτερ Στέφανε, ευχαριστώ πάρα πολύ, που υποβληθήκατε εις τον κόπον, να ’ρθείτε να μιλήσομε για το νέο σας βιβλίο, το οποίον αυτές τις ημέρες κυκλοφόρησε, και να κάνομε εδώ ταπεινά και απλά μία παρουσίαση του βιβλίου, «Η ευχή μέσα στον κόσμο». Εγώ πραγματικά σας λέγω ότι το διάβασα το βιβλίο, δεν μπορούσα να το σταματήσω, και όσο προχωρούσα τόσο το αγαπούσα και τόσο το μελετούσα και αισθανόμουν πραγματικά μία γλυκύτητα μέσα στην καρδιά μου. Έχει κυκλοφορήσει νομίζω σε όλα τα βιβλιοπωλεία, σε όλα τα χριστιανικά βιβλιοπωλεία, «Η ευχή μέσα στον κόσμο», του πρωτοπρεσβυτέρου, του πατρός Στεφάνου. Δια τον κόπο που κάνατε, ευχαριστούμε θερμότατα, θα μας δώσετε πάλι χαρά, να ’ρθείτε εδώ προς Δόξαν Θεού πρωτίστως, να μιλήσουμε, για σύγχρονα ποιμαντικά προβλήματα, για σύγχρονα θέματα που αφορούν τους ανθρώπους, θέματα γάμου, ξέρετε, το ’πατε προηγουμένως γέροντα, επικρατεί όλη αυτή η αλλοτρίωση, δεν ξέρουν οι άνθρωποι γιατί βαπτίζουν τα παιδιά τους, δεν ξέρουν γιατί πανδρεύονται, δεν ξέρουν το σκοπό του γάμου, δεν ξέρουν τι σημαίνει ιερά εξομολόγηση, θεία κοινωνία, μυστηριακή ζωή. Δυστυχώς, ίσως να ξέρουν πιο πολλά κάτω στην Αφρική, από όσα ξέρουν πλέον, οι Έλληνες ορθόδοξοι, οι αδελφοί μας τα παιδιά μας, οι αλλοτριωμένοι, δεν ξέρω πόσο ευθυνόμαστε εμείς, πόσο ευθύνεται το σύστημα, πόσο ευθύνονται οι ίδιοι. Εσείς θα ξέρετε, κρατείστε σας παρακαλώ πολύ αυτούς τους προβληματισμούς, και …

π. Στ.: Είναι και δικοί μου προβληματισμοί ! Τους ζω κάθε μέρα, αυτούς τους προβληματισμούς. Γιατί η ποιμαντική μέριμνα, κάθε κληρικού, πρέπει να είναι και η αγωνία του για τη σωτηρία των ανθρώπων, σ’ αυτή την σύγχρονη κοινωνία που ζούμε, η οποία όσο περνάει ο καιρός, τόσο και απομακρύνεται απ’ την αγάπη του Θεού.

π. Χρ.: Είναι η αποστασία, ψυχράνθηκε ο άνθρωπος, έγινε τσιμέντο, τον επηρέασε η άσφαλτος, τον επηρέασαν όλα αυτά τα υλιστικά μηνύματα, τα οποία τον έχουν οδηγήσει στα αδιέξοδα. Γι’ αυτό βλέπομε αυτοκτονίες νέων παιδιών, γι’ αυτό βλέπουμε να καταφεύγουν στα ναρκωτικά, και σε όλους αυτούς, τους λαοπλάνους, που τους υπόσχονται έναν παράδεισο και αναφέρομαι, σ όλους, τους πλανεμένους και σε όλες τις αιρέσεις.

π. Στ.: Και όχι μόνον αυτό, αλλά τη μεγαλυτέρα καταστροφή σήμερα την κάνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι τηλεοράσεις κατά κύριον λόγον, γιαυτό και χαίρομαι ιδιαίτερα που υπάρχει τηλεοπτικός σταθμός εδώ στην Πάτρα, και λυπούμαι αφάνταστα διότι δεν έχει η Εκκλησιαστική Διακονία, η Εκκλησία της Ελλάδος δηλαδή, ένα τηλεοπτικό σταθμό,

π. Χρ.: …πανελληνίου εμβέλειας…

π. Στ.: …που να παρουσιάζομε με πανελλήνια εμβέλεια, ακόμα και στο εξωτερικό, για να μπορούν οι άνθρωποι, να μην έχουν δικαιολογία, ότι δεν προβάλλεται και το καλό. Διότι προβάλλεται μόνο το κακό.

π. Χρ.: Και ξέρετε γέροντα, είπαμε να τελειώσομε, αλλά μαζί σας μπορεί κανείς να μιλάει, έτσι απλά και ταπεινά πολλές ώρες. Το μεγάλο κακό που μας έκανε η τηλεόραση είναι ότι μας εξοικείωσε με την ανηθικότητα, με τη βρωμιά, με τη ρυπαρότητα, μας εξοικείωσε, και τα παιδιά μεγαλώνουν σε αυτή τη νοοτροπία, και δεν καταλαβαίνουν την άλλη τη γλώσσα, της αρετής, της πίστεως και της Εκκλησίας.

π. Στ.: Το κακό, το βλέπουν σαν καλό. Την αδικία σα δίκαιο, τι να πει κανείς, το πικρό γλυκό, και ούτω κάθε εξής. Την αμαρτία αρετή. Την αμαρτία αρετή!

π. Χρ.: Και αυτή είναι ίσως η μεγαλυτέρα αμαρτία. Η διαστροφή της αλήθειας.

π. Στ.: Έτσι ακριβώς. Ο καλός Θεός…

π. Χρ.: Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, να ευχηθούμε να ’χετε δύναμιν χάριν και ευλογίαν, να γράψετε και άλλα βιβλία. Εμείς τα βιβλία σας τα κάνομε εκπομπές. Θα το κάνομε και αυτό με την άδειά σας..

π. Στ.: …Βεβαίως…

π. Χρ.: …Εκπομπή. Άλλωστε εσείς γράφετε πάντα προς Δόξαν Θεού. «Είτε τι ποιείτε, πάντα προς δόξαν Θεού ποιείτε», εις τρόπον ώστε, οι ακροατές μας που σας ακούν τόσα χρόνια, να ακούσουν και το νέο σας βιβλίο, αλλά καλό όμως είναι, να το κάνουν και δώρο, καλόν είναι να το ’χουν στην βιβλιοθήκη τους, για να μάθουν τα της νοεράς προσευχής. Να μάθουν την έννοια, την αξία, και την σημασία του «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν». Χαίρετε, να είστε πάντα καλά! Ευλογείτε, την ευχή σας!

π. Στ.: Και τη δική σας ευχή!

π. Χρ.: Σας περιμένομε πάλι εδώ.