Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα που για ότι καλό της συνέβαινε, με το παραμικρό έλεγε «Δόξα τω Θεώ».
Κοντά της όμως ζούσε ένας πλούσιος ο οποίος κάθε φορά που περνούσε μπροστά από το σπίτι της την άκουγε να λέει «Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε» και κάθε φορά τον εκνεύριζε.
Ώσπου μια μέρα λέει στο υπηρέτη του «Πήγαινε στην αγορά πάρε δυο καρότσια τροφές και πήγαινε την σ’ αυτήν την γυναίκα. Και όταν σε ρωτήσει ποιος τα έφερε να της πεις ο Διάβολος τα έφερε».
Πράγματι λοιπόν την άλλη μέρα χτυπάει το κουδούνι της γυναίκας και καθώς ανοίγει βλέπει τα δυο καρότσια με τα τρόφιμα και τον υπηρέτη από πίσω.
«Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε» λέει εκείνη λάμποντας από χαρά. «Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έφερε τα καρότσια;» ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης…
«Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία, όταν ο Θεός θέλει, ακόμη και ο διάβολος τον υπηρετεί!» είπε η γυναίκα και μπήκε μέσα χαρούμενη με τα καρότσια.
Κοντά της όμως ζούσε ένας πλούσιος ο οποίος κάθε φορά που περνούσε μπροστά από το σπίτι της την άκουγε να λέει «Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε» και κάθε φορά τον εκνεύριζε.
Ώσπου μια μέρα λέει στο υπηρέτη του «Πήγαινε στην αγορά πάρε δυο καρότσια τροφές και πήγαινε την σ’ αυτήν την γυναίκα. Και όταν σε ρωτήσει ποιος τα έφερε να της πεις ο Διάβολος τα έφερε».
Πράγματι λοιπόν την άλλη μέρα χτυπάει το κουδούνι της γυναίκας και καθώς ανοίγει βλέπει τα δυο καρότσια με τα τρόφιμα και τον υπηρέτη από πίσω.
«Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε» λέει εκείνη λάμποντας από χαρά. «Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έφερε τα καρότσια;» ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης…
«Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία, όταν ο Θεός θέλει, ακόμη και ο διάβολος τον υπηρετεί!» είπε η γυναίκα και μπήκε μέσα χαρούμενη με τα καρότσια.