«Οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται. Μ’ επισκέφτηκε κάποτε στην αποθήκη τροφίμων ένας στρατιωτικός, που κατευθυνόταν στη Θεσσαλονίκη. Η ψυχή μου τον αγάπησε και του λέγω: «Προσεύχου στον Κύριο να λιγοστέψουν οι θλίψεις». Κι αυτός απαντά: «Ξέρω να προσεύχομαι. Το έμαθα στον πόλεμο, όταν ήμουν στις μάχες. Παρακαλούσα θερμά τον Κύριο να με φυλάξει ζωντανό. Τα βόλια έπεφταν, τα βλήματα έσκαζαν και λίγοι έμειναν στη ζωή. Αν και πήγα πολλές φορές στη μάχη, ο Κύριος με φύλαξε». Ενώ τα έλεγε αυτά, έδειχνε πως προσευχόταν και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας).

Ένας από τους πιο βαθιά προσευχομένους ανθρώπους της συγχρόνου εποχής, που θα πει τους ολοκληρωτικά στραμμένους με μεγάλο πόθο στην αγάπη του Θεού, ήταν ο μεγάλος όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Ο εξίσου μεγάλος Σωφρόνιος ευτύχησε, όπως ομολογεί, να έχει ως Γέροντά του τον Σιλουανό τα τελευταία οκτώ έτη της ζωής του οσίου και ευτυχήσαμε και εμείς μαζί του, γιατί ο Θεός τον φώτισε και διέσωσε τα πολύτιμα χειρόγραφά του, τα οποία και σχολίασε μυώντας μας στο απόθετο κάλλος τους, συνεπώς φέρνοντας ενώπιόν μας έστω και ως υποψία κάτι από τη βαθιά καρδιά του μεγάλου Αθωνίτη. Κι είναι διπλό το καλό, ας πούμε εν παρενθέσει, από την εμπνευσμένη ενέργειά του. Πρώτον γιατί φάνηκε πολύ καθαρά πως το Πνεύμα του Θεού σε κάθε εποχή όπου συναντά άνθρωπο με πόθο και αγάπη προς Αυτόν, εκεί προσφέρεται πλουσιοπάροχα – «ουκ εκ μέτρου δίδωσι το Πνεύμα του ο Θεός». Δεύτερον, γιατί ενώπιον του αγίου και του ιλιγγιώδους πνευματικού ύψους του κατανοούμε οι σύγχρονοι χριστιανοί πόσο μικροί και μηδαμινοί είμαστε, πόσο τα θεωρούμενα «κατορθώματά» μας μοιάζουν ψελλίσματα βρέφους μπροστά σε σοφό επιστήμονα, που σημαίνει ότι μαζί του τελικώς προχωρούμε κι εμείς λόγω ακριβώς της ταπείνωσής μας αυτής.

Όχι μόνο τα σχόλια του μαθητή και υποτακτικού αγίου Σωφρονίου, αλλά κυρίως τα ίδια τα έργα του οσίου Σιλουανού αποκαλύπτουν ότι κάθε λόγος του οσίου είναι καρπός και απαύγασμα προσευχής. Εκείνος, ως αληθώς προσευχόμενος, είχε τον φωτισμό να διακρίνει ακόμη και από τη στάση του ανθρώπου που συναντούσε αν όντως αυτός σχετιζόταν με τον Θεό εν προσευχή ή όχι – ό,τι επισημαίνει ο απόστολος Παύλος για τον αληθινό χριστιανό: «ο πνευματικός ανακρίνει πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται». Το ομολογεί απερίφραστα ο όσιος: «και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό». Εμείς το καταλαβαίνουμε από τα κείμενά του, γιατί μιλούν για την προσευχή, τις προϋποθέσεις αυτής, τα ενεργήματά της, τις δυσκολίες και τους κινδύνους που μπορεί να αναπτυχθούν από τη μη ορθή εξάσκησή της, με τον τρόπο που βλέπουμε στην Αγία Γραφή, στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, στους βίους των αγίων μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σοφοί μεγάλοι σύγχρονοι θεολόγοι και ιεράρχες έχουν εν ταπεινώσει ομολογήσει ότι κάθε πρόταση του αγίου Σιλουανού μπορεί να αποβεί έναυσμα για ολόκληρη πραγματεία – είναι τέτοιο το βάθος της σοφίας του λόγου του που απαιτούνται πολλοί άλλοι λόγοι για να αναλυθεί και να γίνει σαφές σε εμάς τους πολλούς.

Ας δώσουμε ένα δείγμα από τον λόγο του για την προσευχή: «Όποιος αγαπά τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον και η θύμηση του Θεού γεννά την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι∙ και χωρίς την προσευχή δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή».

«Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντετριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στον Θεό. Θα διακόψω για λίγο τον λόγο για την προσευχή. Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με πόθο και η ψυχή μου δεν μπορεί να σκέφτεται τίποτε άλλο».

«Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση και θα σου χαρίσει ο Κύριος να γευτείς τη γλυκύτητα της προσευχής».

Τι λέει επιπλέον όμως ο όσιος Σιλουανός στο απόσπασμα του λόγου του με το οποίο ξεκινήσαμε; Ότι βεβαίως ο ίδιος ο Κύριος διδάσκει την προσευχή σ’ εκείνον που αγωνίζεται σ’ αυτήν: «Αυτός εστιν ο διδούς ευχήν τω ευχομένω» κατά τη Γραφή, όμως και «οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται». Διότι όπως είναι ευνόητο στις δύσκολες αυτές καταστάσεις όπου διακυβεύεται η ίδια η ζωή του ανθρώπου η μόνη καταφυγή, ιδίως για έναν χριστιανό, είναι ο Θεός. Όταν δεν έχεις κανένα ανθρώπινο και επίγειο αποκούμπι – και στις συμφορές και στους κινδύνους πράγματι εξανεμίζονται όλα τα ανθρώπινα στηρίγματα – πού αλλού να στραφείς πέραν του Θεού σου; Ακόμη και δηλωμένοι άθεοι στους κινδύνους βλέπουμε να βοούν προς τον Κύριο, γιατί στον κίνδυνο για τη ζωή χάνεται η όποια «παλληκαριά» και η κάθε ψευδαίσθηση της δύναμης του ανθρώπου. Ο κίνδυνος με άλλα λόγια, όπως η εμπειρία του καθενός μας επιβεβαιώνει, προκαλεί τον άνθρωπο να ξυπνήσει πνευματικά και να φέρει το κρυμμένο βάθος της ψυχής του στην επιφάνεια. Θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε εκείνος ο όσιος ασκητής, ο οποίος όταν ρωτήθηκε ποιος τον έμαθε να προσεύχεται απάντησε: ο διάβολος. Εξηγώντας: από τις κατά παραχώρηση του Κυρίου επιθέσεις του, εγώ διαρκώς κατέφευγα στον Κύριο!

Ο συγκεκριμένος αξιωματικός που γνώρισε ο άγιος Σιλουανός κράτησε όμως την προσευχή και μετά τους κινδύνους από τις μάχες που έλαβε μέρος – έμαθε να προσεύχεται και συνέχισε να βαθαίνει τη σχέση του με τον Θεό και στην περίοδο της ειρήνης. Δυστυχώς πολλοί δεν επιτελούν το ίδιο. Σε κινδύνους που αντιμετωπίζουν δηλαδή καταφεύγουν στον Θεό πράγματι, Τον επικαλούνται με πόνο, νιώθουν την ευεργετική παρουσία Του, αλλ’ όταν «ησυχάζουν» επανέρχονται στον προηγούμενο εγωιστικό τρόπο ζωής τους. Σαν την περίπτωση των εννέα από τους δέκα λεπρούς του Ευαγγελίου, οι οποίοι στράφηκαν προς τον Κύριο, Τον επικαλέστηκαν, θεραπεύτηκαν αλλά μετά Τον… διέγραψαν! Ο ένας μόνο σκέφτηκε να γυρίσει και να Τον ευχαριστήσει, φανερώνοντας ότι θέλει να κρατήσει τη σχέση του μ’ Εκείνον. Γι’ αυτό βεβαίως και ήταν ο μόνος που πράγματι «σώθηκε» – βρήκε τον Θεό του!

Ο Κύριος μας διδάσκει την προσευχή, κυρίως μέσα από τους πειρασμούς. Το ζητούμενο όμως για τη σωτηρία μας δεν είναι απλώς η επίκλησή Του κάποιες στιγμές της ζωής μας, αλλά η «μάθηση» της αγάπης Του. Όταν με επίγνωση αποκτήσουμε λίγη έστω αίσθηση του πόσο μας αγαπά, τότε θα παλεύουμε για την προσευχή δίχως σταματημό και ανάπαυλα. Γιατί θα έχουμε γευτεί, κατά τον μεγάλο όσιο, τη γλυκύτητα της παρουσίας Του. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος».

Πηγή: http://pgdorbas.blogspot.com/