Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τό κεφάλαιο «Περί δοκιμασιῶν» ἀπό τό Γεροντικό, τό 45ο μάθημα. «Ὅταν κουράζεται ἡ ψυχή σου ἀπό τό βάρος τῶν δοκιμασιῶν», λέει ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος, «ἄς ψάλλουν τά χείλη σου θείους ὕμνους καί ἡ καρδιά σου ἄς μελετᾶ τά οὐράνια, γιά νά βρίσκεις ἀνακούφιση». Ἐδῶ θυμόμαστε τούς Ἁγίους Σαράντα Μάρτυρες πού μέσα στήν παγωμένη λίμνη, ἔλεγαν «Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ Παράδεισος». Ὅταν κανείς μελετᾶ τά οὐράνια, ἔχει τόν νοῦ του εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἰς τόν Παράδεισο, τότε ὑπερβαίνει τίς δοκιμασίες. Ὅταν ψάλλει ὕμνους στόν Θεό, παρηγορεῖται ἀπό τούς πόνους καί τούς κόπους. «Μιμήσου τόν κουρασμένο ὁδοιπόρο, πού μέ τό τραγούδι πού σιγολένε τά χείλη του διασκεδάζει τόν κόπο τῆς ὁδοιπορίας», ἔλεγε ὁ ἀββᾶς αὐτός, ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος. Γιατί, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες, εἶναι ἀναγκαῖες καί ὅποιος τίς ἀποφεύγει, ἀπομακρύνεται ἀπό τήν οὐράνια ζωή. Καί ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων θά μποῦμε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Πράξ. 14,22). Δέν μᾶς ὑποσχέθηκε ἄνεση σ’ αὐτή τή ζωή, ἀλλά σταυρό. «Ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, νά σηκώσει τόν σταυρό του, νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά Μέ ἀκολουθήσει» (Ματθ. 16,24).
«Παραχώρησε κάποτε ὁ Θεός νά δοκιμαστεῖ σκληρά ἕνας ἀδελφός στή Σκήτη, γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ἄλλοι ἀπό τήν ὑπομονή του. Χωρίς δική του ὑπαιτιότητα, τόν περιφρόνησαν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί». Κατά παραχώρηση Θεοῦ. «Τόν ἀπἐφευγαν. Δέν ἤθελαν οὔτε νά τόν χαιρετήσουν. Ἄν ζητοῦσε καμιά φορά ψωμί ἤ τίποτε ἄλλο ἀπολύτως ἀναγκαῖο, δέν βρισκόταν κανείς νά τοῦ δώσει». Μία πλήρης ἐγκατάλειψη. «Τήν Κυριακή δέν τόν φώναζαν ποτέ νά φάει μαζί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς στήν ἀγάπη». Τό τραπέζι, πού εἶναι γνωστό ὡς «ἀγάπες», τό κάνανε οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Ἐκεῖ στήν Σκήτη τό κρατοῦσαν αὐτό. Σκήτη εἶναι μιά περιοχή τῆς Αἰγύπτου μεταξύ Καΐρου καί Ἀλεξανδρείας. Ὑπάρχει καί σήμερα ὁ τόπος καί ἔχει Μοναστήρια Κόπτικα. Καταλαβαίνουμε ἀπό αὐτό, ὅτι ὁ μοναχισμός δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά ἡ συνέχεια τῶν πρώτων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τίς ἀγάπες, εἶχαν δηλαδή τό κοινό τραπέζι μαζί μέ τήν Θεία Λειτουργία. Μέ τήν Θεία Εὐχαριστία ἦταν συνυφασμένο αὐτό.
Ἀλλά ἐκεῖ, κατά παραχώρηση Θεοῦ, δέν τόν καλοῦσαν. «Μιά φορά γύρισε κατάκοπος στό κελλί του ἀπό τό θέρος καί δέν βρῆκε οὔτε ἔνα ξερομόμματο νά ξεγελάσει τήν πείνα του. Οὔτε λίγο νερό νά δροσίσει τά φλογισμένα χείλη του». Καί ἐκεῖ, βεβαίως, χρειάζεται πάρα πολύ τό νερό, γιατί κάνει πολύ ζέστη. «Κανένας ἀπό τούς γείτονές του δέν τόν λυπήθηκε νά τόν ἀνακουφίσει. Μ’ ὅλα αὐτά ὅμως δέν μικροψύχησε, οὔτε ἀγανάκτησε ἐναντίον τῶν ἄλλων, οὔτε τούς κατηγόρησε γιά μισαδελφία. Ὑπέφερε μέ γενναιότητα τή δοκιμασία του λέγοντας στόν ἑαυτό του πώς γιά τίς ἁμαρτίες του ἦταν ἄξιος γιά χειρότερα».
Αὐτός εἶναι ἕνας πολύ ὡραῖος καί ἀποτελεσματικός λογισμός γιά ὅλους μας. Γι’ αὐτό λέμε πάντα τά παραδείγματα τῶν ἁγίων καί τῶν ἀσκητῶν, ὅλων τῶν ἁγίων. Δέν ὑπάρχει διάκριση τῶν ἀσκητῶν καί τῶν κοινωνικῶν ἁγίων. Αὐτό δέν εἶναι ὀρθόδοξο, ἄν τό λένε κάποιοι. Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἀσκηταί καί ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι κοινωνικοί, δηλαδή ἐργάστηκαν ποιμαντικά γιά χάρη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀκόμα καί οἱ πιό ἀπομονωμένοι ἐρημίτες μέ τή ζωή τους ὠφέλησαν ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Βλέπετε, λοιπόν, ἕνας πολύ καλός λογισμός πού διώχνει ἀμέσως τήν ἀντίδραση καί τήν ἀντιπάθεια πού πάει νά δημιουργηθεῖ, ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικεῖ, κάποιος μᾶς περιφρονεῖ. Ποιός εἶναι ὁ λογισμός; Ὅτι μοῦ ἀξίζουν καί χειρότερα ἀπό αὐτά πού πάσχω ἀπό τούς ἄλλους, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός καί ἔχω κάνει πολύ-πολύ χειρότερα ἐγώ στόν Θεό καί χρωστάω πολύ περισσότερα ἀπό αὐτά πού μοῦ χρωστοῦν οἱ ἄλλοι. Καί ὁ Κύριος εἶπε «ἐάν ἀφήσουμε στούς ἄλλους αὐτά πού μᾶς χρωστοῦν, θά ἀφήσει καί ὁ οὐράνιος Πατέρας τά δικά μας» (Ματθ. 6,14). «Ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν». Ἄν κανείς θέλει νά εἰρηνεύει, δηλαδή, ὅταν ἀδικεῖται, θά πρέπει νά λέει αὐτό τό πρᾶγμα, ὅτι ἀξίζω αὐτό πού παθαίνω. Γιά τίς ἁμαρτίες μου εἶναι καί ἀξίζω καί πιό πολλά.
«Βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή του, τόν ἀπάλλαξε εὐθύς ἀπ’ αὐτόν τόν πειρασμό». Ὅταν κανείς, δηλαδή, κάνει αὐτό τόν λογισμό, πολύ γρήγορα αἵρεται ὁ πειρασμός. Θά τό δοῦμε καί πιό κάτω καί σέ μιά ἄλλη περίπτωση. Πολύ γρήγορα, ἀμέσως ὁ Θεός παίρνει τόν πειρασμό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνεται. Ἐνῶ, ἀντίθετα, ὅταν ἀντιδρᾶ, δυσανασχετεῖ, γογγύζει, τά βάζει μέ τούς ἄλλους, τά βάζει μέ τόν Θεό, τότε ὁ πειρασμός παραμένει, δέν φεύγει. Καί χειροτερεύει κιόλας…
«Τό ἴδιο βράδυ χτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἕνας ξένος, περαστικός ἀπο τήν σκήτη, καί τοῦ ἄφησε ἕνα φορτίο ἀπό ψωμιά και ἄλλα φαγώσιμα πού εἶχε στήν καμήλα του». Τελείωσε ἡ πείνα! «Προτοῦ προφτάσει ὁ ἀδελφός νά τόν εὐχαριστήσει, ἐκεῖνος ἐξαφανίστηκε. Ὁ Μοναχός τότε ἄρχισε νά κλαίει καί νά λέει στήν προσευχή του: – Κύριέ μου, δέν ἤμουν ἄξιος νά θλίβομαι λίγο γιά τήν ἀγάπη σου, γι’ αὐτό μοῦ πῆρες τή δοκιμασία;». Βλέπετε; Ἦταν πολύ ἐνάρετος! Δέν εἶπε «Νά, ὀρίστε, βλέπετε; Ἀξίζω». Δέν εἶμαι ἄξιος Κύριε νά ὑποφέρω λίγο γιά Σένα; Χαιρόταν πού ὑπέφερε γιά χάρη τοῦ Κυρίου, γιατί εἶχε καθαρή συνείδηση καί ἤξερε ὅτι δέν εἶχε φταίξει κάτι στούς ἀδελφούς πού τόν περιφρονοῦσαν. Ἦταν καθαρά πειρασμικό αὐτό. Μιά δοκιμασία ἀπό τόν Θεό γιά νά φανερωθεῖ ἡ ἀρετή του καί νά ὠφεληθοῦν οἱ ἄλλοι ἀπό τήν ὑπομονή του.
«Πράγματι τοῦ τήν πῆρε, γιατί ἀπό τήν ἄλλη μέρα κιόλας ἔπαψαν νά τοῦ φέρονται μέ σκληρότητα οἱ ἀδελφοί». Τό ζητούμενο, λοιπόν, εἶναι κανείς πάντοτε νά ταπεινώνεται καί νά μέμφεται τόν ἑαυτό του σέ κάθε περίσταση. Νά λέει ἐγώ φταίω, οἱ ἁμαρτίες μου τά προκαλοῦν ὅλα αὐτά καί ὄχι ἡ κακία τῶν ἄλλων, τοῦ κόσμου… ἀκόμα καί τῶν δαιμόνων. Νά μήν τό λέει αὐτό. Νά λέει ἐγώ φταίω καί ἐγώ ἑλκύω αὐτόν ὅλο τόν πόνο καί αὐτή ὅλη τήν ταλαιπωρία. Γιατί, «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23).
Ἄλλο περιστατικό. «Ἕνας Γέροντας ἐρημίτης ξεκίνησε γιά τό πιό κοντινό χωριό νά πουλήσει τά πανέρια του». Ἔπλεκαν ἀπό βλαστούς φοινίκων τή λεγόμενη σειρά, ἔραβαν μετά αὐτές τίς σειρές, ἔφτιαχναν πανέρια καί τά πουλοῦσαν γιά νά πάρουν κάποια χρήματα, κάποια τρόφιμα. «Στόν δρόμο πού πήγαινε τόν βρῆκε ὁ διάβολος καί ἀπό τήν πολύ κακία πού εἶχε ἅρπαξε τά πανέρια ἀπό τά χέρια του καί ἔγινε ἄφαντος». Θά πεῖτε: – Γίνονται τέτοια πράγματα; Ἀφοῦ ὁ διάβολος δέν ἔχει σῶμα, πῶς τοῦ τά ἅρπαξε; Κατά παραχώρηση Θεοῦ γίνονται κι αὐτά! Ἐξαφανίστηκαν τά πανέρια.. «Τότε ὁ Γέροντας, χωρίς νά στενοχωρηθεῖ καθόλου, σήκωσε τά μάτια στόν οὐρανό καί εἶπε: Σ’ εὐχαριστῶ Θέε μου πού μέ ἀπάλλαξες ἀπ’ τό φορτίο μου κι ἀπ’ τόν κόπο νά κατεβῶ στό χωριό». Ἤθελε ὁ διάβολος νά τά πάρει; Ἄς τά πάρει. Ἐγώ γλίτωσα ἀπό τήν ταλαιπωρία νά πάω κάτω. Ἀφοῦ ὁ Θεός ἤθελε νά τά πάρει ὁ πονηρός, θά πεῖ ὅτι εἶναι γιά τό καλό μου. Γιατί, τίποτα δέν κάνει ὁ πονηρός, ἄν δέν ἔχει πάρει ἄδεια ἀπό τόν Θεό. Καί τίποτα δέν ἀφήνει ὁ Θεός τόν διάβολο νά μᾶς κάνει, ἄν δέν δεῖ ὅτι εἶναι γιά τό καλό μας. Γι’ αὐτό βλέπετε ἀνθρώπους πού δέν πατᾶνε στήν Ἐκκλησία, πού δέν ἔχουν καθόλου ἀρετή κι ὅμως δέν παθαίνουν κανένα κακό. Τούς ἀφήνει ὁ Θεός νά ζοῦνε πολλά χρόνια, νά τούς πηγαίνουν ὅλα καλά, κοσμικά καλά, νά ἔχουν χρήματα, ἐπιτυχίες, τά παιδιά τους καί ὅλα αὐτά. Καί κάποιοι σκανδαλίζονται καί λένε: Γιατί; Ἐμεῖς πᾶμε καί στήν Ἐκκλησία κι ὅμως ἔχουμε ἀναποδιές, ἔχουμε δυσκολίες. Μά, ἀκριβῶς, γιατί ὁ Θεός σέ σᾶς βλέπει ὅτι μέ τούς πειρασμούς πού σᾶς δίνει θά γίνετε καλύτεροι. Μ’ ἐκείνους βλέπει ὅτι, ἄν ἀφήσει τόν διάβολο νά τούς πειράξει, θά γίνουν χειρότεροι, ἀκόμα χειρότεροι ἀπ’ ὅτι εἶναι. Ὁπότε τούς ἀφήνει ἐκεῖ, στήν κόλαση αὐτή, νά μήν πᾶνε σέ πιό βαθειά κόλαση. Ὅλα αὐτά τά κακά βεβαίως εἶναι φυλαγμένα γιά τήν ἄλλη ζωή, εἴτε ἐδῶ θά ξεχρεώσεις εἴτε ἐκεῖ. Καλύτερα νά ξεχρεώσεις ἐδῶ παρά ἐκεῖ. Ὅταν κανείς ὑπομένει ἐδῶ δοκιμασίες καί πειρασμούς, ξεχρεώνει καί καθαρίζεται.
Ἐρ. : ………………….
Ἀπ. : Βέβαια, ὅλα εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ὅλα εἶναι κατά παραχώρηση ἤ κατά εὐδοκία. Τίποτα δέν γίνεται χωρίς νά εἶναι γνωστό στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Παντοκράτωρ, Αὐτός πού κρατεῖ τά πάντα. Εἶναι Αὐτός πού συνέχει, πού συγκροτεῖ τά πάντα, πού συνέχει καί συγκροτεῖ τά σύμπαντα στήν «παλάμη» Του, ἐντός εἰσαγωγικῶν, γιατί ὁ Θεός δέν ἔχει χέρια… Κρατάει τά πάντα, ἐλέγχει τά πάντα καί μέσα στήν παντογνωσία Του καί στήν παν-φιλανθρωπία Του, θά λέγαμε, παραχωρεῖ νά συμβεῖ καί αὐτό, νά πέσει χαλάζι, νά γίνει τσουνάμι, νά γίνει μιά ἡφαιστειακή ἔκρηξη νά καταποντιστεῖ μιά ὁλόκληρη πόλη… Τά ἀφήνει ὁ Θεός αὐτά, πάλι γιά τό καλό μας. Πίσω ἀπό ὅλα αὐτά, πρέπει νά ξέρουμε, εἶναι καί ἡ δική μας ἁμαρτωλότητα, εἶναι καί οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, τά ὁποῖα ὅμως πάντα εἶναι ἐλεγχόμενα ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό, βλέπετε, ὑπάρχει ἕνα ὅριο σ’ ὅλα αὐτά. Δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτα. Τό τσουνάμι θά πάει 200μ. ἀπό τήν ἀκτή, δέν θά πάει 250μ. Τόσο ἔχει κανονίσει ὁ Θεός νά πάει, μέχρι ἐκεῖ. Λέει, ἄς ποῦμε, στήν Ἀποκάλυψη ὅτι «ἔπεσε ταλαντιαία χάλαζα» (Ἀποκ. 16,21). Ταλαντιαῖο θά πεῖ χαλάζι πού ὁ κάθε κόκκος του ζύγιζε κιλά. Ἕνα τάλαντο νομίζω ἦταν 42 κιλά. Ἔχει πέσει ποτέ τέτοιο χαλάζι στή γῆ; Ποτέ! Λέει στήν Ἀποκάλυψη θά γίνει αὐτό. Δηλαδή, θά πέφτουν κομμάτια ὁλόκληρα πάγου… θά τρομάξουν οἱ ἄνθρωποι τότε. Ὁ Θεός τά ἀφήνει μέχρι ἕνα σημεῖο ὅλα αὐτά τά φυσικά, ἄς τό ποῦμε, σημεῖα, τίς φυσικές καταστροφές, πάλι γιά τό καλό μας, γιά νά μᾶς παιδαγωγήσει.
Ὅταν, λοιπόν, τοῦ πῆρε τά κοφίνια, εἶπε αὐτή τήν προσευχή ὁ Γέροντας, «Σέ εὐχαριστῶ Θεέ μου». Δέν τά ἔβαλε μέ τόν διάβολο, νά καταραστεῖ τόν διάβολο. Εὐχαρίστησε τόν Θεό, γιατί ἤξερε ὅτι καί ὁ διάβολος κατά παραχώρηση Θεοῦ τό κάνει αὐτό πού κάνει. Κάνουν μερικοί μάγια. Πιάνουν τά μάγια; Μπορεῖ νά πιάσουν. Πῶς γίνεται αὐτό; Ἔτσι θέλει ὁ διάβολος καί πιάνουν τά μάγια; Ὄχι, ὁ Θεός τό ἀφήνει, τό παραχωρεῖ. Καί πάσχει ὁ ἄνθρωπος… Ἔρχονται πόσες φορές, τρομοκρατημένοι ἄνθρωποι, μοῦ κάνουν μάγια, μοῦ ἔχουν κάνει μάγια… καί εἶναι συνέχεια σέ μιά ὑπερένταση. Γιατί νά εἶσαι ἔτσι; Γιά νά πιάσουν, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός τό παραχώρησε. Εἶναι γιά τό καλό σου. Ἐσύ ζῆσε χριστιανική ζωή καί ἄσε τόν διάβολο. Μήν κυνηγᾶς τόν διάβολο, πές εὐχαριστῶ Θεέ μου. Πές εὐχαριστῶ, ὅπως εἶπε ἐδῶ: εὐχαριστῶ πού μοῦ πῆρε ὁ διάβολος τά πανέρια. Καί νά δεῖς πῶς θά φύγει ὁ διάβολος! Θά σκάσει!
Εἶναι θέμα πίστεως. Ὅ,τι γίνεται, τό ξαναλέω, νά τό βάλουμε καλά στόν νοῦ μας, εἶναι κατά παραχώρηση ἤ κατά εὐδοκία. Δύο περιπτώσεις ὑπάρχουν. Κατά εὐδοκία εἶναι ὅταν κάτι εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο. Ὀ Θεός θέλει ὅλοι νά σωθοῦμε. Ὅ,τι κάνουμε στήν κατεύθυνση νά σωθοῦμε, μιά ἀρετή, μιά ἐλεημοσύνη… αὐτό γίνεται κατ’ εὐδοκία Θεοῦ. Ὅταν ὅμως γίνεται κάτι, στό ὁποῖο φταῖμε κι ἐμεῖς, κοντά στήν ἁμαρτία τό ἀφήνει ὁ Θεός, τό παραχωρεῖ νά γίνει, ἕνα ἀτύχημα, μία ἀρρώστια, πού μᾶς φαίνεται ἐμᾶς κακό, ἀλλά μᾶς συνεφέρει ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἁμαρτωλότητας πού ζοῦμε.
Ὁπότε, «ὅταν εἶπε αὐτή τήν προσευχή, ὁ διάβολος μή ὑποφέροντας τήν ἀταραξία τοῦ ἐρημίτη, τοῦ πέταξε κατάμουτρα τά πανέρια φωνάζοντας: πάρ’ τα πίσω παλιόγερε! Ὁ ἐρημίτης τά μάζεψε πάλι καί συνέχισε τόν δρόμο του γιά τό χωριό». Δηλαδή, καταντροπιάστηκε ὁ διάβολος μέ τήν πίστη καί τήν ταπείνωση τοῦ Γέροντα. Καίγεται ὁ διάβολος…
«Μιά μέρα πού καθόταν ἔξω ἀπό τήν καλύβα του ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς μέ ἑπτά ἀπό τούς μαθητές του καί συζητοῦσαν γιά πνευματικά ζητήματα, τούς εἶπε ξαφνικά ὁ Γέροντας: Σήμερα θά μᾶς ἐπιτεθοῦν Βεδουΐνοι». Προφανῶς εἶχε πάρει ἀποκάλυψη ἀπό τόν Θεό. «Σᾶς συμβουλεύω λοιπόν νά σηκωθεῖτε νά φύγετε γιά νά σωθεῖτε». Αὐτό εἶναι νόμιμο πού τούς εἶπε ὁ Γέροντας, γιατί λέει ὁ Κύριος, ὅταν σᾶς διώκουν ἀπό μία πόλη, φεύγετε σέ ἄλλη. Μπορεῖτε νά φύγετε. Νά μή μείνετε ἐκεῖ καί μπεῖτε σέ μεγάλη δοκιμασία καί πειρασμό νά ἀρνηθεῖτε τήν πίστη σας. Ὅταν, ὅμως, ἔρχεσαι ἐνώπιος ἐνωπίῳ μέ τόν ἀντίχριστο, μέ τόν ἀντίθεο, πού σοῦ λέει: Πιστεύεις στόν Θεό; Δέν θά πεῖς δέν πιστεύω. Πιστεύω. Ἀλλά ἐφόσον δέν εἶσαι μπροστά του καί δέν σέ ρωτᾶνε, ἄν εἶσαι χριστιανός ἤ ὄχι, μπορεῖς νά φύγεις, νά κρυφτεῖς. Καί ὁ Χριστός μας κρυβόταν καί οἱ Ἅγιοι κρυβόντουσαν.
Ἐρ. : ……………
Ἀπ. : Ἀνάλογα… Δέν εἶναι ἄρνηση νομίζω. Πῶς θά τό δείξεις εἶναι τό θέμα. Δέν μπορεῖς νά κάνεις τά μουσουλμανικά, ἄς ποῦμε, γιά νά γλιτώσεις. Λέει ὁ Κύριος «ὅποιος μέ ὁμολογήσει ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, θά τόν ὁμολογήσω καί ἐγώ καί ὅποιος μέ ἀρνηθεῖ, θά τόν ἀρνηθῶ καί ἐγώ» (Ματθ. 10,32-33). Αὐτό τό φαινόμενο τό πρωί εἶμαι στό τζαμί καί τό ἀπόγευμα στόν ναό, δέν εἶναι εὐάρεστο στόν Θεό. Θά κάνεις αὐτά μέχρι ἐκεῖ πού δέν δίνεις δικαίωμα στόν ἄλλον νά σκανδαλιστεῖ καί νά βλασφημηθεῖ ὁ Χριστός. Εἶπε νά φεύγετε, δέν εἶπε νά μεταμφιέζεστε… Ὄχι νά ὑποκρίνεστε… νά φεύγετε εἶπε. Αὐτό εἶπε, νά φεύγετε ἀπό τήν μία πόλη σέ ἄλλη.
Μιά μέρα λοιπόν καθόταν ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς καί τούς ἀποκάλυψε ὅτι θά ἔρθουν Βεδουΐνοι. Ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς εἶναι ὁ περίφημος αὐτός, ὁ πρώην ληστής πού μετανόησε καί βαπτίστηκε καί ἔγινε καί ἱερέας. Τούς λέει, μπορεῖτε νά φύγετε. «Ἐσύ ἀββᾶ τί θά κἀνεις;», τόν ρώτησαν ἐκεῖνοι. Ὁ Γέροντας φάνηκε μιά στιγμή συνεπαρμένος ἀπό βαθειά συγκίνηση. Ἐγώ, τούς εἶπε, ὕστερα ἀπό μικρή σιωπή, χρόνια τώρα περιμένω αὐτή τήν εὐλογημένη ὥρα πού θά ἐξιλεώσω τίς περασμένες μου ἁμαρτίες. Πῶς ἀλλιῶς θά πραγματοποιηθεῖ ὁ λόγος τοῦ Δεσπότου μου «πάντες οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται». Εἶναι λόγος τοῦ Κυρίου αὐτός. Αὐτός πού παίρνει μαχαίρι, μέ μαχαίρι θά χαθεῖ. Καί αὐτός ὁ λόγος ὄντως πραγματοποιεῖται μέ φοβερή ἀκρίβεια. Ὑπάρχουν περιστατικά μέ ἀνθρώπους πού φόνευσαν καί μετά παραχώρησε ὁ Θεός νά φονευθοῦν, σάν νά τούς κυνηγοῦσε τό μαχαίρι. Ἕνας γέροντας πάλι ἔλεγε, πολλοί ἄνθρωποι πού φονεύονται σέ αὐτοκινητιστικά κ.λ.π. εἶναι ἄνθρωποι πού ἔχουν κάνει ἐκτρώσεις, ἔχουν πάρει μαχαίρι δηλαδή, ἔχουν σκοτώσει, ὁπότε παραχωρεῖ ὁ Θεός νά σκοτωθοῦν. Καί ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς πρίν μετανοήσει, πρίν βαπτιστεῖ, προφανῶς εἶχε κάνει καί φόνους, ἀφοῦ ἦταν ληστής, ἦταν ἀρχηγός ληστῶν. Γι’ αὐτό λέει τώρα θέλω νά ἐξιλεωθῶ. Βέβαια, ὁ Θεός δέν τοῦ τό ζητοῦσε αὐτό, γιατί τά εἶχε κάνει πρίν βαπτιστεῖ καί πρίν μετανοήσει, ἀλλά ἐκεῖνος ἑκούσια μένει γιά νά φονευτεῖ, νά δώσει τή ζωή του στόν Κύριο.
«Οὔτε καί ἐμεῖς φεύγουμε τότε, τοῦ δήλωσαν μ’ ἕνα στόμα ἐκεῖνοι, θά μείνουμε ἐδῶ νά πεθάνουμε μαζί σου. Ἐγώ δέν φέρνω καμία εὐθύνη, γι’ αὐτό ἀκριβῶς σᾶς τό προεῖπα, τούς ἀποκρίθηκε ὀ ὅσιος. Ἄς κάνει ὁ καθένας ὅ,τι νομίζει». Γιατί, θά ἐρχόντουσαν φυσικά σέ πολύ μεγάλη δοκιμασία. Ἤ νά ὁμολογήσουν τόν Χριστό καί νά σφαγιαστοῦν ἤ νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί νά σωθοῦν. Αὐτό θά τούς ζητοῦσαν οἱ βάρβαροι. «Νά, ἔφτασαν κιόλας οἱ βάρβαροι. Τή στιγμή ἐκείνη περικυκλώσανε τήν καλύβα Ἄραβες λησταί καί ἔσφαξαν τόν Ἅγιο Γέροντα καί ἕξι ἀπό τούς μαθητάς του. Ὁ ἕνας πρόλαβε καί κρύφτηκε. Ἔτσι γλίτωσε τήν σφαγή καί εἶδε ἑπτά στεφάνια νά στεφανώνουν τούς ὁσιομάρτυρες». Βλέπετε; Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ἀπό τούς ἁγίους καί πῶς οἱ ἅγιοι εἶχαν αὐτή τήν σοφία καί τή διάκριση ἀπέναντι στούς πειρασμούς. Ἤξεραν καί αὐτό πού λέει ὁ Θεός, ἀλλά πολλές φορές ὑπερβαίνουν καί τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἔκαναν καί παραπάνω. Δέν τούς τό ζητοῦσε αὐτό ὁ Θεός. Γι’ αὐτό ὁ Θεός πληροφόρησε τόν Μωϋσῆ, ἄν θέλουν νά φύγουν, νά φύγουν. Ἀλλά δέ φύγανε… Αὐτό εἶναι ὑπέρ, εἶναι ἕνα δῶρο πού ἔκαναν αὐτοί στόν Θεό. Θά μποροῦσε νά πέσουν ξαφνικά οἱ βάρβαροι καί νά μήν μποροῦσαν νά φύγουν, νά τούς ἔσφαζαν ὅλους. Ὄχι, ὁ Θεός τούς εἰδοποιεῖ. Φαίνεται ἀπό ’δῶ ἡ μεγάλη τους ἀρετή, πού μένουν ἑκούσια νά σφαγοῦν.
Βλέπετε τώρα τήν στάση αὐτή τῶν ἁγίων καί πόσο ἀντίθετη εἶναι μέ τήν κοσμική στάση… Ἕνας κοσμικός θά ἔλεγε: Θά ἔρθουν οἱ βάρβαροι; Νά φτιάξουμε ὀχυρωματικά ἔργα, νά πάρουμε τουφέκια, νά πάρουμε τά ὅπλα τῆς ἐποχῆς τέλος πάντων, νά κάνουμε ἄμυνα, νά ἀντιμετωπίσουμε τήν κατάσταση! Τίποτα ἀπό αὐτά… Σάν πρόβατα ἐπί σφαγῇ. Ἅμα θέλει ὁ Θεός νά μᾶς σφάξουν, θά μᾶς σφάξουν. Ὁ Χριστός δέν πῆρε ποτέ ὅπλα, ποτέ δέν ἀμύνθηκε, ποτέ δέν χτύπησε ἄνθρωπο. Κι, ὅταν ὁ Ἅγιος Πέτρος ἔβγαλε τό μαχαίρι καί ἔκοψε τό αὐτί τοῦ δούλου, τοῦ εἶπε «βάλε τό μαχαίρι σου στή θήκη, ὅποιος πῆρε μαχαίρι, μέ μαχαίρι θά χαθεῖ» (Ματθ. 26,52).
Αὐτα γιά τό μικρό αὐτό κεφάλαιο περί δοκιμασιῶν. Τό ἑπόμενο κεφάλαιο εἶναι περί πνευματικοῦ ἀγῶνος.
«Κάποιος φιλόπονος μοναχός, πού ἀγωνιζόταν μέ ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τήν ἀρετή, κάποτε ἀτόνισε κι ἔπεσε σέ ἀμέλεια. Γρήγορα, ὅμως, συνῆλθε κι ἔλεγε στόν ἑαυτό του: – Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, μέχρι πότε θά καταφρονεῖς τή σωτηρία σου; Δέν φοβᾶσαι τόν θάνατο καί τήν κρίση;». Γιατί, πολλές φορές ξεκινάει κανείς καλά μέ ζῆλο τά πνευματικά, ἐξομολογεῖται, προσεύχεται, χαίρεται, διαβάζει βίους ἁγίων κ.λ.π. θεολογικά βιβλία, ἐκκλησιάζεται, ἀλλά, ἄν δέν προσέξει καί ἀμελήσει, φτάνει κάποια στιγμή σέ μιά πολύ χαμηλή πνευματική στάθμη. Αὐτή εἶναι καί ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ διαβόλου, αὐτόν πού εἶναι ἐπιμελής στά πνευματικά νά τόν ρίξει σέ ἀμέλεια. Τόν ἀμελή νά τόν ρίξει στήν ἁμαρτία καί τόν ἁμαρτωλό νά τόν ρίξει στήν ἀπόγνωση, στήν ἀπελπισία, ὥστε νά σταματήσει νά ἀγωνίζεται καί νά αὐτοκτονήσει πνευματικά, νά γυρίσει νά γίνει πάλι κοσμικός ὅπως πρίν.
Αὐτός τό κατάλαβε καί εἶπε στόν ἑαυτό του: Δέν φοβᾶσαι τόν θάνατο καί τήν κρίση; Μέχρι πότε θά καταφρονεῖς τή σωτηρία σου; Δέν λυπᾶσαι τήν ψυχή σου; «Μέ τίς σκέψεις αὐτές γινόταν προθυμότερος στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Μιά μέρα, ἐνῶ προσηύχετο, μαζεύτηκαν γύρω του τά πονηρά πνεύματα καί πάσχιζαν νά τόν ἀποσπάσουν ἀπό τήν προσευχή. – Μέχρι πότε θά μέ βασανίζετε; εἶπε μ’ ἀγανάκτηση ὁ ἀδελφός. Δέν σᾶς ἔφτασε τόσος χρόνος, πού μέ εἴχατε ρίξει σέ ἀμέλεια;». Καί τί τοῦ ἀπαντᾶνε οἱ δαίμονες; «- Ὅταν ἤσουν ἀμελής, δέν μᾶς ἔδινες καμιά ἐνόχληση, ἀποκρίθηκαν μέ κακία οἱ δαίμονες καί σέ παραμελούσαμε κι ἐμεῖς. Τώρα, πού μᾶς ἐναντιώνεσαι, σέ πολεμοῦμε». Ἀφοῦ τόν εἶχαν δικό τους, γιατί νά τόν πολεμήσουν; Δέν ἔχαναν τόν χρόνο τους μ’ αὐτόν. Ὅταν ἄρχισε νά εἶναι μέ τόν Χριστό, τότε τόν πολεμοῦσαν. Γι’ αὐτό καί μᾶς μή μᾶς κάνει ἐντύπωση… Λένε μερικοί: τώρα πάτερ, πού ἦρθα στήν Ἐκκλησία, ἔχω πιό πολλά προβλήματα, πιό πολλές δυσκολίες. Ἔτσι εἶναι, γιατί ὁ διάβολος λυσσάει καί θέλει νά σέ γυρίσει πίσω, νά σέ ἀνακόψει ἀπό τήν πορεία σου. Ὅταν ἦσουν στήν κοσμική ζωή, δέν τόν ἐνοχλοῦσες, σέ εἶχε ἐξασφαλισμένο γιά τήν κόλαση. Πήγαινε σέ ἄλλους πού ἀγωνιζόντουσαν καί δέν ἔχανε τόν χρόνο του μαζί σου. «Σάν ἄκουσε αὐτά ὁ ἀδελφός, βίαζε πιό πολύ τόν ἑαυτό του στόν πνευματικό ἀγῶνα καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ πρόκοψε στήν ἀρετή».
Ἄλλο περιστατικό. «Ἕνας ἀδελφός πού περνοῦσε ἄσκοπα τόν καιρό του παραμελώντας τή σωτηρία του, κατέβαινε κάποτε στήν πόλη νά πουλήσει τά καλάθια του. Βραδιάστηκε, ὅμως, στόν δρόμο καί γιά νά μήν κινδυνεύσει στή σκοτεινή νύχτα, βρῆκε πρόχειρο κατάλυμα σ’ ἕνα παλιό τάφο. Ξάπλωσε νά ξεκουραστεῖ..». Οἱ τάφοι μπορεῖ νά ἦταν καί μικρά σπιτάκια. Ἄν πᾶτε καί σήμερα στήν Αἴγυπτο καί δεῖτε τούς τάφους εἶναι σάν μικρά σπιτάκια. Μπῆκε λοιπόν σ’ ἕνα ἀπό αὐτά καί προσπάθησε νά ξεκουραστεῖ. «Ἐνῶ ἔκλειναν πιά τά μάτια του ἀπό τή νύστα, εἶδε ἀπέναντί του δύο δαίμονες νά τόν περιεργάζονται. Γιά δές ἐκεῖ, τόλμησε ὁ καλόγηρος νά ξαπλώσει στό μνημεῖο, εἶπε ὁ ἕνας, ἄς τόν πειράξουμε, γιά νά ἀναγκαστεῖ νά φύγει ἀπ’ τήν κατοικία μας». Ἦταν τό σπίτι τῶν δαιμόνων ἐκεῖ. «Μή χάνουμε μ’ αὐτόν τόν καιρό μας, ἀποκρίθηκε μέ περιφρόνηση ὁ ἄλλος, εἶναι ἀπ’ τούς δικούς μας. Τρώει, πίνει, φλυαρεῖ, παραμελεῖ τά καθήκοντά του καί κάνει σχεδόν ὅλα μας τά χατίρια. Ἄς πᾶμε νά πειράξουμε ἐκείνους πού μᾶς πολεμοῦν νύχτα – μέρα μέ τήν προσευχή τους καί τήν ἄσκηση». Τά λέγανε οἱ δαίμονες μεταξύ τους αὐτά. «Βλέποντας ὁ ἀδελφός πώς καί οἱ δαίμονες ἀκόμα τόν περιφρονοῦσαν, ἔβαλε ἀρχή καί ἔγινε καλός μοναχός». Γιατί ἔγινε ὅλο αὐτό τώρα; Ὁ Θεός τό παραχώρησε. Νά φανερωθοῦν οἱ δαίμονες, νά δεῖ ὁ μοναχός ὁ ἀμελής πώς τόν περιφρονοῦν ἀκόμα καί οἱ δαίμονες καί νά μετανοήσει. Βλέπετε πῶς μᾶς διδάσκει ὁ Θεός! Ἀκόμα καί μέσα ἀπό τήν κακία τῶν δαιμόνων.
«Ἄν πῆρες πραγματική ἀποφαση νά ζήσεις στό ἑξῆς σύμφωνα μέ τόν θεῖο νόμο, θά βρεῖς βοηθό αὐτόν τόν Νομοθέτη, λέει ἕνας ἅγιος πατήρ». Ὁ ἴδιος ὁ Θεός δηλαδή θά σέ βοηθήσει, ἄν ἀποφασίσεις νά τηρήσεις τίς ἐντολές Του. «Ἄν πάλι μέ τή θέλησή σου παραβαίνεις τίς θεῖες ἐντολές, θά ἔχεις συνεργάτη τόν διάβολο», τό μαῦρο ἀφεντικό πού ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Ἀλλά θά σοῦ κάνει καί τή ζωή μαύρη… «Δεῖξε λοιπόν τήν καλή σου πρόθεση, γιά νά λάβεις δύναμη ἀπό τόν Θεό». Μέ ποιόν θέλεις νά εἶσαι… αὐτός καί θά εἶναι μαζί σου. Ἄν κάνεις αὐτά πού θέλει ὁ Θεός, ὁ Θεός θά εἶναι μαζί σου. Ἄν κάνεις τά ἀντίθετα, θά ἔχεις τόν διάβολο, ἀλλά ὁ διάβολος δέν εἶναι καλή παρέα. Μόνο κακό θά σοῦ κάνει.
«Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός προσευχόταν χρόνια στόν Θεό νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά πάθη, πού φώλιαζαν μέσα του κι ἀπ’ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ὅταν ἐπί τέλους πῆρε αὐτό τό χάρισμα, ἔγινε ἀμέριμνος». Ἡσύχασε. Δέν εἶχε δηλαδή ἐνεργοῦντα τά πάθη μέσα του. «Στό βάθος, ὅμως, τῆς ψυχῆς του ὑπῆρχε κάποια ἀνησυχία. Πῆγε λοιπόν νά συμβουλευτεῖ τόν Γέροντά του, τόν ἀββᾶ Ποιμένα. – Βλέπω τόν ἑαυτό μου σέ μεγάλη ἀνάπαυση, ἀββᾶ. Δέν ἔχω πιά κανένα πόλεμο». Δέν μέ πειράζει τίποτε. Δέν ἔχω πειρασμούς. «- Πήγαινε εὐθύς καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σοῦ ξαναστείλει τούς πειρασμούς, πού εἶχες πρῶτα, τοῦ εἶπε αὐστηρά ὁ Ὅσιος. Δέν ἔμαθες ἀκόμη, πώς μέ τόν πνευματικό ἀγῶνα προκόβει ἡ ψυχή στήν ἀρετή;». Μέσω τῶν πειρασμῶν δηλαδή προχωροῦμε. «Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ἔκανε, ὅπως τόν συμβούλεψε ὁ Πνευματικός του. Δέν προσευχήθηκε πιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε πόλεμο, ἀλλά ἔλεγε στόν Θεό μέ πολλή ταπείνωση: – Kύριε, δός μου δύναμη, τή στιγμή τοῦ πειρασμοῦ νά μήν ἁμαρτήσω». Δηλαδή εἶχε φτάσει σέ μιά κατάσταση πού νά μήν ἔχει πειραμούς, νά μήν ἔχει λογισμούς. Καί τοῦ λέει ὁ Γέροντάς του, ὁ ἀββᾶς Ποιμένας -διακριτικότατος- δέν εἶναι καλό αὐτό. Νά πεῖς στόν Θεό νά γυρίσουν πίσω οἱ πειρασμοί, γιά νά προκόψεις πιό πολύ στήν πνευματική ζωή. Γιατί μᾶς ὠφελοῦν πάρα πολύ οἱ προσβολές πού μᾶς κάνει ὁ διάβολος, μᾶς ξυπνᾶνε πνευματικά καί μᾶς δίνει καί στεφάνια ὁ Θεός ὅταν ὑπερβαίνουμε, νικοῦμε τίς προσβολές.
«Ἕνας νέος ὑποτακτικός ρώτησε κάποτε τόν ὅσιο Ποιμένα: – Τί νά κάνω ἀββᾶ πού οἱ δαίμονες δέν παύουν νά μέ πολεμοῦν ἄγρια; Ἐσένα παιδί μου πολεμοῦν οἱ δαίμονες; εἶπε μέ ἔκπληξη ὁ ὅσιος. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι αὐτοί δέν πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο ὅσο κάνει τά θελήματά του. Ἀλλά αὐτά γίνονται δαίμονες καί τόν πολεμοῦν καθημερινῶς». Μήν τά φορτώνουμε ὅλα στόν διάβολο… Δέν μᾶς πολεμᾶνε πάντα οἱ δαίμονες. Μᾶς πολεμᾶνε τά ἴδια μας τά πάθη, οἱ ἴδιες μας οἱ ἐπιθυμίες. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος «ἕκαστος ἐκ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας πειράζεται» (Ἰακ. 1,14). Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: μή συκοφαντοῦμε καί τόν διάβολο συνέχεια… Δέν φταίει γιά ὅλα ὁ διάβολος. Λέει ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Ποιμένας «Ξέρεις μέ ποιούς πολέμησαν οἱ δαίμονες; Μέ τόν θεόπτη Μωϋσῆ καί τούς ὁμοίους του Ἁγίους». Εἶσαι σ’ αὐτά τά μέτρα; Μή λές ὅτι μέ πειράζουν οἱ δαίμονες. Πειράζεσαι ἀπό τίς ἴδιες σου τίς ἐπιθυμίες, ἀπό τά πάθη σου πειράζεσαι. Καθάρισε τά πάθη σου, νέκρωσε τόν παλαιό ἄνθρωπο, νέκρωσε τίς ἐπιθυμίες σου καί μετά θά ἀρχίσουν νά σέ πολεμᾶνε οἱ δαίμονες.
«Ὅσο προκόβουν οἱ ἀγωνισταί, ἔλεγε ἡ Ὁσία Συγκλητική, τόσο πολλαπλασιάζονται οἱ ἀντίπαλοί τους».
«Τί νά κάνω, Ἀββᾶ, πού μέ πειράζουν τά πάθη καί οἱ δαίμονες; ρώτησε τόν Ὅσιο Σισώη ἕνας νέος μοναχός. – Μή λές πώς πειράζεσαι ἀπό τούς δαίμονες, τέκνον». Τά ἴδια! Βλέπετε ταυτότητα τῶν Πατέρων; Δέν σέ πειράζουν οἱ δαίμονες. «Οἱ πιό πολλοί πειραζόμεθα ἀπό τίς κακές μας ἐπιθυμίες». Ἔβαλε καί τόν ἑαυτό του μέσα ὁ ὅσιος γιά νά διδάξει τόν νέο μοναχό.
«Ἀρχάριος ἀκόμη στή μοναχική ζωή ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, πολεμήθηκε ἀπό σαρκική ἐπιθυμία. Πῆγε τότε, ταραγμένος, νά ἐξομολογηθεῖ στόν ἀββᾶ Ἰσίδωρο. Ὁ Γέροντας τόν ἄκουσε μέ συμπάθεια κι, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τίς συμβουλές πού ἔπρεπε, τοῦ εἶπε νά γυρίσει πίσω στό κελλί του. Ἐπειδή, ὅμως, ἐκεῖνος δίσταζε ἀκόμη, μήπως ἐπιστρέφοντας τοῦ ἀνάψει πάλι ἡ φλόγα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἀνέβασε σ’ ἕνα μικρό δωμάτιο, πού εἶχε πάνω ἀπό τό κελλί του. – Kύτταξε ἐδῶ, τοῦ εἶπε, δείχνοντάς του πρός τήν δύση. Εἶδε τότε ὁ Μωϋσῆς ἕνα ὁλόκληρο στράτευμα ἀπό πονηρά πνεύματα μέ τεντωμένα τόξα, ἕτοιμα γιά πόλεμο καί τρόμαξε. – Κύτταξε τώρα πρός τήν ἀνατολή, εἶπε πάλι ὁ Γέροντας. Μυριάδες Ἀγγέλων σέ στρατιωτική παράταξη ἦσαν ἕτοιμοι ν’ ἀντιμετωπίσουν τόν ἐχθρό». Κάθε στιγμή γίνεται αὐτός ὁ πόλεμος. Ἐμεῖς δέν τόν βλέπουμε. Οἱ δυνάμεις τοῦ φωτός καί οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους. Ἄν τά βλέπαμε αὐτά, θά φρίτταμε… τί γίνεται κάθε στιγμή γύρω ἀπό κάθε ψυχή… πῶς παλεύουν οἱ δαίμονες μέ τούς Ἀγγέλους. «Ὅλοι αὐτοί τοῦ εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος, εἶναι σταλμένοι ἀπό τόν Θεό νά βοηθήσουν τόν ἀγωνιστή», οἱ Ἄγγελοι. «Βλέπεις πῶς οἱ ὑπερασπισταί μας εἶναι πολύ περισσότεροι καί ἀσυγκρίτως ἰσχυρότεροι ἀπό τούς ἐχθρούς μας; Ὁ Μωϋσῆς εὐχαρίστησε μέ τήν καρδιά του τόν Θεό γι’ αὐτή τήν ἀποκάλυψη καί παίρνοντας θάρρος, γύρισε στό κελλί του νά συνεχίσει τόν ἀγῶνα του».
Ἔχει καί ἕνα πολύ ὡραῖο κεφάλαιο ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν Ἀόρατο Πόλεμο πού λέει περίπου τά ἴδια πράγματα. Κάθε πρωί, λέει, πού ξυπνάει ὁ ἀγωνιστής πρέπει νά σκέφτεται αὐτό τό πράγμα: ὅτι ἔχει ἀπ’ τή μιά ὅλους τούς Ἀγγέλους παραταγμένους, ἕτοιμους νά συμπολεμήσουν μαζί του καί ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά ἔχει τούς δαίμονες πού εἶναι ἕτοιμοι νά τοῦ ἐπιτεθοῦν καί θά πρέπει νά προσέχει πάρα πολύ σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἡμέρας. Νά συναγωνίζεται καί νά ἐπικαλεῖται τή βοήθεια τῶν ἁγίων Ἁγγέλων, γιά νά κατατροπωθοῦν οἱ δαίμονες. Αὐτή ἡ πάλη τῶν δυνάμεων τοῦ φωτός μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους εἶναι συνεχής καί μέσα στόν κόσμο. Ὅλες αὐτές οἱ ὀργανώσεις οἱ ἀντίχριστες, ἡ μασονία, οἱ ἄθεοι, οἱ ἀντίθεοι ἄνθρωποι, ἡ κοσμικότητα, ἡ ἀνηθικότητα πού ἔχει ξεχειλίσει σήμερα στόν κόσμο.. τί εἶναι αὐτά, παρά δαιμονικές ἐνέργειες. Σήμερα ὁ διάβολος ἔχει τελείως «ξεσαλώσει»… γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρύσσει ἑαυτόν. Πλέον ἀπροκάλυπτα βλέπεις μάγους καί μάγισσες νά βγαίνουν στήν τηλεόραση, νά διδάσκουν τούς ἀνθρώπους πῶς νά κάνουν ξόρκια, βιβλία μαγικά νά κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα καί παιδικά τέτοια βιβλία, νά διδάσκουν τά παιδιά πῶς νά γίνουν μάγοι! Οὐσιαστικά αὐτά τά βιβλία τοῦ Χάρι Πότερ (Harry Potter) αὐτό εἶναι, μαθαίνουν τά παιδιά πῶς νά γίνουν μάγοι, τά μυοῦν στή μαγεία, δηλαδή στήν λατρεία τοῦ σατανᾶ. Ἡ μαγεία δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, αὐτό εἶναι. Ὁ μάγος εἶναι ἡ καθέδρα τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ πού θρονιάζεται ὁ διάβολος. Καί γίνεται αὐτή ἡ πάλη. Τό βλέπει κανείς ὁλοφάνερα, ἄν ἔχει λίγο πνευματικά μάτια καθαρά. Ἕνας βέβαια πού δέν βλέπει καθόλου, σοῦ λέει τίποτα δέν γίνεται, πολύ καλός εἶναι ὁ κόσμος… ὅλα πᾶνε πολύ καλά…
«Ὁ κόσμος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α’ Ἰω. 5,19), λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅλο τό κοσμικό σύστημα εἶναι θεμελιωμένο πάνω στόν διάβολο. Θά πρέπει νά τό ξέρουμε αὐτό οἱ χριστιανοί καί νά μήν ἐλπίζουμε ποτέ σέ ἕναν διάλογο μέ τόν κόσμο. Προσέξτε, δέν μποροῦμε νά κάνουμε διάλογο μέ τόν κόσμο. Σέ μιά συμφωνία πολύ χειρότερα… Μήν ἐλπίζουμε ποτέ ὅτι θά συμφωνήσουμε μέ τόν κόσμο, ἡ Ἐκκλησία μέ τόν κόσμο. Διάλογος δέν χωράει μέ τόν κόσμο. Καί, ὅταν λέω ‘κόσμος’ δέν ἐννοῶ τούς ἀνθρώπους, μή μέ παρεξηγήσετε, ἐννοῶ τό κοσμικό πνεῦμα, πού εἶναι τά πάθη: φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, πού κυβερνοῦν τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Μήν ἐλπίζουμε ποτέ ὅτι θά συμβιβαστοῦμε καί θά τά βροῦμε μέ τόν κόσμο, δέν ὑπάρχει περίπτωση. Εἶναι ἐχθρός ὁ Χριστός καί ὁ κόσμος, οἱ χριστιανοί καί οἱ κοσμικοί, καί πάντοτε θά εἴμαστε σέ ἀντιπαλότητα. Πάντα θά ἔχουμε ἀπέναντί μας κάποιους οἱ ὁποῖοι θά μᾶς λοιδοροῦν, θά μᾶς βρίζουν, θά μᾶς καταδιώκουν, μέχρι νά μᾶς κατασπαράξουν κιόλας, ὅπως ὅλους τούς Ἁγίους μας. Οἱ πιό πολλοί ἔφτασαν, στήν κυριολεξία, μέχρι καί νά κατασπαραχτοῦν. Ἀπό ποιούς; Ἀπό τούς ἀνθρώπους. Καί τούς περνοῦσαν σάν ἀρνιά μέσα στίς σοῦβλες, τούς κατακρεουργοῦσαν. Ἀλλά, εἴπαμε, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ πάλη τῶν δυνάμεων τοῦ φωτός, τῶν Ἀγγέλων, τοῦ Θεοῦ, μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, ἡ ὁποία πάλη αὐτή θά κορυφωθεῖ στά ἔσχατα χρόνια, τοῦ Ἀντιχρίστου. Καί θά φανεῖ πρός στιγμήν ὅτι κυριαρχεῖ ὁ Ἀντίχριστος. Θά κυριαρχήσει γιά τρεισήμισι χρόνια… πολύ λίγο. Μετά βέβαια θά ἐπέμβει ὁ Θεός καί θά πάει ἐκεῖ πού εἶναι νά πάει ὁ διάβολος «στή λίμνη τοῦ πυρός τήν καιομένη» (Ἀποκ. 21,8). Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά δειλιάζουμε ποτέ, γιατί εἴμαστε μέ τούς νικητές. Εἶναι βέβαιο ὅτι θά νικήσουμε.
«Ἕνας ἅγιος ἐρημίτης εἶδε κάποτε τά πονηρά πνεύματα, σάν σμῆνος ἀπό μελίσσι, νά περικυκλώνουν τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν παρασύρουν στό κακό. Κοντά του ὅμως στεκόταν ὁ φύλαξ Ἄγγελος τῆς ψυχῆς του καί μέ γυμνό σπαθί ἔδιωχνε τά δαιμόνια». Παραχώρησε ὁ Θεός νά δεῖ τί γινόταν γύρω του. Σάν μελίσσι οἱ δαίμονες τοῦ ἐπιτίθονταν, ἀλλά ὁ Ἄγγελος τούς ἔδιωχνε.
«Ξεκίνησε μιά μέρα ὁ ἀββᾶς Μακάριος νά πάει, ὅσο μποροῦσε πιό βαθειά στήν ἔρημο, γιά προσευχή καί πνευματική μελέτη. Στόν δρόμο συνάντησε ἕνα παράξενο πλάσμα, ἀναιδέστατο στήν ὄψη, φορτωμένο μέ σωρό μικρά καί μεγάλα δοχεῖα πού τό καθένα εἶχε κι ἀπό ἕνα φτερό». Ὅπως ἦταν τά μελανοδοχεῖα παλιά πού εἶχαν ἕνα φτερό καί τό βουτοῦσαν στό μελάνι καί γράφανε. Κάπως ἔτσι ἦταν καί ἐδῶ μ’ αὐτό τό ὄν… «Παραξενεύτηκε ὁ Γέροντας ἀπό τήν ἀκατανόητη ἐκείνη μορφή καί στάθηκε νά τήν περιεργασθεῖ». Λέει: τί πράγμα εἶναι αὐτό; «Ὁ ἄλλος φανερά ἐνοχλημένος, τοῦ φώναξε μέ θυμό: – Tί κάθεσαι καί μέ κυττάζεις ἔτσι, μοναχέ; Ἔχεις καμιά δουλειά στόν τόπο τοῦτο, πού δέν τόλμησε ἄνθρωπος ὡς τώρα νά πατήσει τό πόδι του;». Βλέπετε; Ὑπάρχουν τόποι τῶν δαιμόνων; Ὄχι, βέβαια. Ἀλλά ἐπειδή ἐκεῖ ὑπάρχουν προηγούμενα, ἐπειδή εἴτε ἔχουν γίνει ἁμαρτίες, εἴτε λατρεῖες σέ δαίμονες, θυσίες, μπορεῖ νά ἔχουν γίνει καί φόνοι κ.λ.π., οἱ δαίμονες ἐκεῖ ἀποκτοῦν κάποια δικαιώματα. Λένε ἐδῶ εἶναι τόπος μας καί κατεξοχήν στήν ἔρημο.
Τοῦ λέει, λοιπόν, τί ἦρθες ἐδῶ; Νά μᾶς διώξεις καί ἀπό δῶ; Ἐδῶ εἶναι δικός μας τόπος. «- Γυρεύω τόν Θεό παντοῦ, ἀποκρίθηκε μέ θάρρος ὁ Ὅσιος. Ἀλλά ἐσύ ποιός εἶσαι; Ἀπόκοσμο μοῦ φαίνεται τό παρουσιαστικό σου καί τό φορτίο σου ἀκατανόητο. Ἐκεῖνος τότε, χωρίς νά θέλει, βιάστηκε νά ὁμολογήσει τήν ἀλήθεια, σπρωγμένος ἀπό ἀκατανίκητη δύναμη», τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος ἀναγκάζεται μερικές φορές ἀπό τόν Θεό νά πεῖ τήν ἀλήθεια. «- Ἐγώ πού βλέπεις, εἶμαι διάβολος καί τοῦτα ἐδῶ τά σύνεργά μου. Μ’ αὐτά δελεάζω τούς ἀνθρώπους καί μέ ἀκολουθοῦν, κάνοντας ὅλα μου τά θελήματα». Προσέξτε! Αὐτά δέν εἶναι ἱστοριοῦλες, παραμυθάκια, εἶναι πραγματικότητα καί τά ἀποκάλυψε ὁ Θεός στόν ἀββᾶ Μακάριο, γιά νά τά ἀποκαλύψει σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Θά πεῖς: Γιατί δέν τό εἶδα καί ἐγώ; Δέν χρειάζεται νά τό δεῖς ἐσύ. Τό εἶδε ὁ Ἅγιος Μακάριος καί μᾶς τό ἀποκάλυψε. Κοιτάξτε πῶς ἐνεργεῖ ὁ διάβολος!
«Ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἐπέμενε νά τόν ἐρωτᾶ, μέχρις ὅτου ὁ σατανᾶς ἀναγκάστηκε νά τοῦ φανερώσει ὅλες του τίς παγίδες». Εἶναι ἐνδιαφέρον νά ξέρουμε πῶς δρᾶ τό κακό. «- Ὅποιον βρῶ πρόθυμο στή μελέτη», θέλει νά διαβάζει πνευματικά βιβλία, τήν Ἁγία Γραφή κ.λ.π., «τόν ἀλείφω μέ τό φτερό ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ δοχείου, πού ἔχω στό κεφάλι μου». Ἔχει ἕνα δοχεῖο στό κεφάλι του, παίρνει μέ τό φτερό λίγο ἀπό τό περιεχόμενο καί τόν ἀλείφει. «Τόν πιάνει ἀμέσως πονοκέφαλος». Μέ τό πού ἀνοίγει τό βιβλίο τό πνευματικό, ἀμέσως πονοκέφαλος «κι ἀφήνει στή μέση τή μελέτη». Καταλάβατε; Καί λέει ὁ ἄλλος φταίει τό κεφάλι μου.. ἔχω ἰγμορίτιδα… Ἀλλά εἶναι ὁ διάβολος!
«Ἐκεῖνον πού θέλει ν’ ἀγρυπνίσει, παίρνω ἀπό τό δοχεῖο, πού κρέμεται στά βλέφαρά μου, τοῦ βάζω λίγο στά μάτια καί τοῦ φέρνω τόση νύστα, πού τρέχει εὐθύς στό στρῶμα. Τά δοχεῖα, πού βρίσκονται στ’ αὐτιά μου, ἔχουν συνταγή κατάλληλη γιά παρακοή. Μ’ αὐτή κυνηγῶ τούς ὑποτακτικούς». Καί δέν τούς ἀφήνει νά κάνουν ὑπακοή, ἀλλά προφανῶς καί τούς συζύγους, πού δέν ἀφήνει νά κάνουν ὑπακοή ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὅπως λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ ὑπακοή δέν εἶναι μόνο γιά τούς ὑποτακτικούς ἤ γιά τούς μοναχούς, γιά ὅλους εἶναι. Λοιπόν… κάνεις παρακοή; Νά ξέρεις ὅτι εἶσαι θύμα τοῦ διαβόλου, πού παίρνει ἀπό αὐτό τό δοχεῖο καί ἀλείφει τά αὐτιά σου.
«Ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ δοχείου, πού κρέμεται στή μύτη μου, δίνω στούς νέους, γιά νά τούς παρασύρω σέ σαρκική ἐπιθυμία» καί τούς σέρνει ἀπό τή μύτη... «Ἀπό τό δοχεῖο, πού βρίσκεται στό στόμα μου, δίνω στούς ἐγκρατεῖς, γιά νά τούς προκαλέσω λαιμαργία», νά τούς δημιουργήσω διάθεση γιά νόστιμα φαγητά. «Σέ ἄλλους πάλι, γιά νά τούς παρασύρω στήν καταλαλιά καί στήν αἰσχρολογία», οἱ ἁμαρτίες πού γίνονται μέ τό στόμα καί τήν γλώσσα. «Τό δοχεῖο, πού φέρνω στό λαιμό μου, προξενεῖ ὑπερηφάνεια καί ὑψηλοφροσύνη» καί περπατάει ὁ ἄλλος σάν λοστός... εἶναι ἀπό τό δοχεῖο πού ἔχει ἀπό τόν λαιμό του ὁ διάβολος!
«Τό ἄλλο, πού βλέπεις στήν κοιλιά μου, ἔχει μέσα ἀναισθησία κι ἀκολασία». Κάνει τόν ἄλλον ἀναίσθητο, ἀκόλαστο, βρωμερό, δέν καταλαβαίνει τίποτα, κυλιέται σάν τό γουρούνι στίς σαρκικές ἐπιθυμίες. Ἀκόμα καί τόν γάμο του τόν κάνει πεδίο σαρκικότητας… τίποτα… μόνο σάρκα… Ἐνῶ ὁ Θεός ἔδωσε τόν γάμο, γιά νά γίνει πεδίο ἀπελευθέρωσης ἀπό τήν σάρκα, νά ἐξαγνιστοῦν οἱ σύζυγοι μέσα ἀπό τήν σωφροσύνη πού θά ἀσκήσουν μέσα στόν γάμο καί τήν ἐγκράτεια, ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία, καί νά φτάσουν κάποια στιγμή νά ζήσουν σάν ἀδέλφια μέσα στόν γάμο. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ γάμου, νά ὑπερβαθεῖ ἡ σαρκικότητα καί νά φτάσουν στήν παρθενία, ἀφοῦ δέν μπόρεσαν νά κάνουν τήν παρθενία ἀπό τήν ἀρχή. Παραχωρεῖ ὁ Θεός στήν ἀδυναμία καί λέει νά ἔχεις ἕναν ἄνδρα, – ὄχι καί δεύτερο καί τρίτο καί δέκατο, ὅπως κάνουν σήμερα – μέ σκοπό νά ὑπερβεῖς τήν σαρκικότητά σου καί νά φτάσεις κι ἐσύ, ὅπως ἔζησε ὁ Χριστός, νά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό αὐτή τήν προσκόλληση στή σάρκα. Ἀλλά, ὅταν ψάχνεις νά τά βρεῖς μέ τόν κόσμο, πῶς θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό αὐτό; Ὁ κόσμος θά σοῦ πεῖ: Τί εἶσαι; Τί εἶναι αὐτά πού λές; Καλόγερος εἶσαι; Γι’ αὐτό πολλές φορές δέν ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τά πάθη μας. Γιατί τρέφουμε μέσα μας αὐτή τήν ἰδέα, ὅτι μπορεῖς νά ζήσεις καί μέ τά κοσμικά καί χριστιανικά, νά συμβιβάσεις τά πράγματα. Δέν συμβιβάζονται. Εἶναι σάν ἕναν ἄνθρωπο πού θέλει νά περπατήσει ἔχοντας τό ἕνα πόδι σέ μία βάρκα καί τό ἄλλο πόδι σέ ἄλλη βάρκα. Δέν μπορεῖ νά προχωρήσει, θά διαλυθεῖ.
«Τό ἄλλο, πού βλέπεις στήν κοιλιά μου, ἔχει μέσα ἀναισθησία κι ἀκολασία καί τά ὑπόλοιπα φθόνο, φόνο, κλοπή κι ὅλα τ’ ἄλλα κακά. Μ’ αὐτά βγάζω τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν ἴσιο δρόμο καί τούς ὁδηγῶ ,ὅπου θέλω ἐγώ, μέχρις ὅτου τούς παρασύρω στήν ἀπώλεια». Προσέξτε τώρα! δέν εἶναι ὅτι ὁ διάβολος ἀναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά τά κάνει αὐτά. Ὁ διάβολος κάνει προτάσεις καί ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἀνταποκριθεῖ στίς προτάσεις τοῦ διαβόλου καί συγκατατεθεῖ, τότε ἁμαρτάνει, ἀφοῦ τελεῖ τήν ἁμαρτία. Δέν ἀναγκάζει ὁ διάβολος κανέναν. Μόνο προτείνει. Ὅπως καί ὁ Θεός δέν ἀναγκάζει κανέναν, μόνο προτείνει καί καλεῖ στή σωτηρία. Ἔτσι καί ὁ διάβολος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος καί ἀπέναντι στόν Θεό καί ἀπέναντι στόν διάβολο. Γι’ αὐτό ἄς μή λέει κανείς, δέν φταίω ἐγώ, ὁ διάβολος, ἐσύ φταῖς… Ὁ διάβολος ἔκανε τήν πρόταση. Ἐσύ τήν δέχτηκες ὅμως. Ἐσύ φταῖς. Γι’ αὐτό καί δίνουμε λόγο στόν Θεό. Ἀλλιῶς, γιατί νά δώσουμε λόγο; Ἄν ὁ διάβολος μᾶς ἀνάγκαζε νά εἴμαστε ἀκόλαστοι λόγου χάρη, νά ἔχουμε φθόνο… Τί φταῖμε ἐμεῖς, θά ποῦμε, Θεέ μου; Δέν φταῖμε… ὁ διάβολος. Ὄχι, ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά μᾶς κάνει τίποτε, ἄν μόνοι μας δέν δεχτοῦμε τίς προτάσεις του καί τίς κάνουμε πράξεις.
«Ἐσένα, ὅμως, δέν κατόρθωσα οὔτε μιά φορά νά σέ πλησιάσω, γιατί ἀδιάκοπα μέ πολεμᾶς». Ἦταν σέ πνευματική ἐγρήγορση ὁ ἀββᾶς Μακάριος. Τοῦ ἔβαζε πάλι πειρασμούς.. ὅλα αὐτά τά μπουκαλάκια τά εἶχε χρησιμοποιήσει καί στόν ἀββᾶ Μακάριο. Σέ ὅλους τά χρησιμοποιεῖ… καί ὅ,τι πιάσει. Μπορεῖ νά μήν πιάσουν ὅλα, μπορεῖ νά τόν πιάσει ἕνα. Ἕναν τόν πιάνει μέ τήν ἀκολασία, ἄλλον τόν πιάνει μέ τή μέθη, ἄλλον τόν πιάνει μέ τήν κακία, μέ τόν φθόνο, μέ τήν ζήλια, τήν ζηλοτυπία… ὅ,τι πιάσει. Μετά τοῦ δίνει συνέχεια ἀπό αὐτό πού ἔπιασε. Αὐτή εἶναι ἡ μαεστρία τοῦ διαβόλου. Δέν προσπαθεῖ νά σέ ρίξει σέ ὅλα τά πάθη. Σ’ ἕνα σέ ἔριξε, εἶναι ἀρκετό. Γιατί ξέρει ὅτι ὅλα ἄν τά τηρήσει ὁ ἄνθρωπος καί ἕνα δέν τηρήσει, εἶναι σάν νά μήν τήρησε τίποτα (πρβλ. Ἰακ. 2,10) ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε τοῦ ἀρκεῖ νά σέ ρίξει καί σέ μία ἁμαρτία.
«Ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἔμεινε κατάπληκτος ἀπό τή μεγάλη ποικιλία πού εἶχαν τά διαβολικά τεχνάσματα. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἐπάνω του καί εἶπε: – Ἄς εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού σέ καταργεῖ, διάβολε, διά μέσου τῶν Ἁγίων Του. Ὅπως ἐφύλαξε ἐμένα ἀπό τίς παγίδες σου, ἄς προφυλάξει καί ὅλους ἐκείνους, πού ἀγωνίζονται νά τηρήσουν τίς ἐντολές Του. Καθώς ἔλεγε αὐτά ὁ Ὅσιος, ὁ διάβολος ἐξαφανίστηκε σάν καπνός ἀπό τά μάτια του, ἐνῶ ἐκεῖνος συνέχισε τόν δρόμο του μέ μεγάλη συλλογή, περίσκεψη καί προσοχή».
Ἐδώ ὁλοκληρώσαμε καί τό κεφάλαιο περί πνευματικοῦ ἀγῶνα. Ἄν θέλετε κάτι νά συζητήσουμε πάνω σ’ αὐτά ἤ νά ρωτήσετε κάτι…
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : ……………..
Ἀπ. : Ὅσο μπορεῖς νά ἀγωνιστεῖς νά ξυπνήσεις. Νά μείνεις ὄρθια, νά κάνεις προσευχή, ὅ,τι μπορεῖς. Ὅ,τι μέτρο σοῦ εἶναι πρόσφορο, χρησιμοποίησέ το γιά νά μή νυστάξεις. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἄς ποῦμε, ἔλεγε στήν ἀγρυπνία καθόταν ὄρθιος καί δέν ἄφηνω, λέει, ν’ ἀκουμπάει ἡ πλάτη μου στό στασίδι, γιατί ὤπ! σέ παίρνει ὁ ὕπνος ἀμέσως. Καί μετά πάει ἡ ἀγρυπνία, πᾶνε ὅλα… Στεκόταν στό στασίδι, ἀλλά δέν ἀκουμποῦσε τήν πλάτη του. Φρόντιζε νά βρεῖ τί ἦταν αὐτό πού τόν κρατοῦσε ξύπνιο. Καί οἱ ἅγιοι, βλέπετε, ἀγῶνα εἴχανε. Μή νομίζετε ὅτι ἁγίασαν χωρίς κόπο. Ἀντιστάθηκαν στόν πονηρό.
Ἐρ. : ……………..
Ἀπ. : Ὄχι…. Γιατί δέν εἶναι ἕνας, εἶναι πολλοί. Ἕνας εἶναι ὁ ἑωσφόρος, ὁ ἀρχηγός, πού ἔπεσε, ἀλλά ἔπεσαν μαζί του κι ἄλλοι δαίμονες. Καί τό τάγμα τό δικό του ἔπεσε, ὅλο τό τάγμα τοῦ ἑωσφόρου, τό δέκατο τάγμα, τό ὁποῖο, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἅγιοι, θά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τούς μοναχούς, ἀλλά πέσανε καί ἀπό ἄλλα τάγματα ἄγγελοι μεμονωμένοι… εἶναι πολλοί, δέν εἶναι ἕνας. Καί τότε βγῆκε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ καί εἶπε: Στῶμεν καλῶς, προσέξτε! Γιατί, ἔβλεπε πού ἄρχισαν καί ἔπεφταν οἱ ἄγγελοι.
Ἐρ. : ……………..
Ἀπ. : Ναί, ἀλλά γιατί τό χαλάει; Πάλι κατά παραχώρηση Θεοῦ, γιατί προφανῶς ἐμεῖς πού τό λέμε, δέν τό λέμε ὅπως πρέπει. Τό λέμε ἀπρόσεκτα, τό λέμε ἴσως μέ λίγο κενοδοξία στό βάθος, μέ λίγο διάθεση νά προβληθοῦμε, μέ λίγη ὑπερηφάνεια… Ἐνῶ ὁ Θεός εἶπε τό καλό νά τό κάνεις κρυφά.
Ἐρ. : ……………..
Ἀπ. : Βέβαια καί ἐκεῖ μπορεῖ νά τό λές, γιά νά ἀρέσεις στόν Πνευματικό… νά τοῦ κάνεις καλή ἐντύπωση… Βέβαια! Πάντα ὅ,τι κάνουμε νά τό κάνουμε μέ αἰτία τόν Χριστό μέ σκοπό τόν Χριστό καί ὅλη ἡ διαδικασία μέχρι νά τό κάνουμε νά εἶναι μέ τόν Χριστό. Γιατί λέει ὁ Κύριος «Ἐγώ εἶμαι τό Α καί τό Ω» (Ἀποκ. 1,8), ἡ ἀρχή καί τό τέλος. Γιατί ξεκινᾶς νά κάνεις κάτι; Γιά νά ἀρέσεις στόν Πνευματικό; Γιά νά ἀρέσεις στούς ἄλλους; Γιά νά ἀρέσεις ἴσως στόν ἑαυτό σου; Νά πεῖς ‘μπράβο’ καί στόν ἑαυτό σου; Τά κατάφερα; Ὅλα λάθος! Πρέπει νά ἀρέσεις στόν Χριστό. Ἐπειδή τό θέλει ὁ Χριστός. Αὐτός νά εἶναι ὁ σκοπός. Αὐτός νά εἶναι ἡ ἀφορμή καί Αὐτός νά εἶναι ὁ σκοπός.
Ἐρ. : ……………..
Ἀπ. : Ὑπουλότατο… καί ὅταν τό κάνεις σωστά, ἔρχεται στό τέλος καί σοῦ λέει «μπράβο, τί καλά πού τό ’κανες!» καί σοῦ τά παίρνει ὅλα, ὅλους τούς κόπους. Τό ἔχω πεῖ κι ἄλλη φορά τό παράδειγμα. Μιά δωρεά στήν Ἐκκλησία καλό πρᾶγμα δέν εἶναι; Καλό εἶναι, ναί. Νά βάλουμε κι ἕνα ἐτικετάκι κάτω ἀπό τόν πολυέλαιο νά λέει τό ὄνομά μας; Καλό δέν εἶναι κι αὐτό; Δέν εἶναι καλό! Τά χάλασες ὅλα. Καλύτερα νά μήν τό κάνεις. Μοῦ ἔλεγαν γιά κάποιον ὅτι εἶχε κάνει πολλές δωρεές καί κάποτε πῶς ἔγινε καί ἔπεσε τό ἐτικετάκι πού ἔλεγε τό ὄνομά του κάτω καί δέν φαινόταν καί εἶχε γίνει ἔξω φρενῶν…. Πού δείχνει δηλαδή γιά ποιόν τό ἔκανε! Καί ὁ Χριστός θά σοῦ πεῖ: Ἀφοῦ τό ἔκανες γιά τούς ἀνθρώπους, σοῦ εἴπανε καί μπράβο, σέ γράψανε καί στίς ἐφημερίδες, σέ πῆραν καί τά κανάλια.. Ἀπό Μένα τί ζητᾶς; Τά πῆρες αὐτά πού ἤθελες.
Εἶναι κανόνας αὐτός γενικότερος: τό καλό νά τό κάνεις κρυφά, εἰ δυνατόν νά μήν τό μαθαίνεις οὔτε ἐσύ ὁ ἴδιος. «Νά μήν γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6,3), δέν λέει; Ὁπότε μ’ αὐτή τήν ἔννοια εἶναι σωστό αὐτό πού λένε ‘νά μήν τό ἀκούσει ὁ διάβολος’. Δηλαδή νά μήν τό ἀκούσει καί ὁ κακός ἑαυτός σου ἀκόμα καί ξεσηκωθοῦν τά πάθη σου.
Ἐρ. : ……………..
Ἀπ. : Τό λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος «ἄν τηρήσει κάποιος ὅλον τόν νόμο, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί -φταίξει σέ ἕνα πρᾶγμα- γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2,10), εἶναι σάν νά μήν τήρησε τίποτα. Ἐφόσον, βέβαια, μετανοήσει, διορθώνεται τό πρᾶγμα. Γιατί κανένας δέν εἶναι ἀναμάρτητος. Καί οἱ ἅγιοι δέν ἦταν ἀναμάρτητοι, ἔκαναν λάθη. Ἀκόμα καί ὁ Ἅγιος πού γιορτάζουμε σήμερα -καί ἐγώ δέν τό εἶχα προσέξει- κάποια στιγμή ἔφτασε στό σημεῖο νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν Ἀρχιερωσύνη του. Δέν αὐτοκαθαιρέθηκε, ἀλλά πείστηκε σ’ ἕναν δαιμονιώδη ἀνακριτή πού τοῦ εἶπε, ἐσύ γιατρός, μεγάλος, σπουδαῖος, τώρα… ἐντάξει δέν λέω καί ἡ ἱερωσύνη καλό πράγμα εἶναι, ἀλλά νά χάσεις τήν ἐπιστήμη σου, τόσα μπορεῖς νά προσφέρεις στούς ἀνθρώπους κ.λ.π. Πές, πές, πές.. δυό ἑβδομάδες περίπου τοῦ ἔκανε αὐτή τήν πλύση ἐγκεφάλου καί τόν κατάφερε νά γράψει ἕνα χαρτί πού ἔλεγε ὅτι παραιτοῦμαι ἀπό τήν ἱερωσύνη. Ὄχι ὅτι ἀρνήθηκε τήν ἱερωσύνη του τελικά, ἀλλά δέν τήν ἐξασκοῦσε γιά ἕνα διάστημα. Καί ἔπεσε σέ πολύ ἄσχημη κατάσταση. Τά λέει ὁ ἴδιος, καί λέει ἔκανα αὐτή τήν πολύ μεγάλη ἁμαρτία. Ἀλλά μετά μετανόησε καί… ἔγινε αὐτός πού ἔγινε. Δηλαδή μπορεῖ νά φταίξεις. Τό θέμα ποιό εἶναι; Νά τό παραδεχτεῖς! Νά πεῖς, ἔφταιξα, ἔκανα λάθος. Νά μήν πεῖς τί εἶναι αὐτό, δέν γίνεται αὐτό… Θά συνεχίσω νά τό κάνω, γιά μένα δέν εἶναι ἁμαρτία αὐτό. Ὅπως ἔρχονται κάποιοι θρασύτατοι καί μοῦ τά λένε καί κατάμουτρα… Δέν εἶναι ἁμαρτία αὐτό, ἐφόσον ἀγαπιόμαστε, γιατί νά μήν συζοῦμε; Ἄντε νά βρεῖς ἄκρη μετά…
Ἐρ. : ……………..
Ἀπ. : Δέν χάνεται τίποτα… Ὄχι, ἐφόσον μετανοοῦμε, ὅλα διορθώνονται. Ἡ μετάνοια διορθώνει τά πάντα. Καί ἀπό πιό μεγάλος, μέγιστος, τρισμέγιστος ἁμαρτωλός γίνεσαι τρισμέγιστος ἅγιος!
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης