Το ήθος της αφάνειας και το πάθος της αναγνώρισης.

Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω» (Ίω. 5, 41). Είναι γεγονός πώς ό άνθρωπος έχει ανάγκη από την άναγνώριση των πράξεων του και την εκτίμηση της διακονίας του. Καί μέχρις ενός σημείου αυτό δεν είναι κακό.

Ή επιβράβευση ενισχύει την αυτοπεποίθηση, ενθαρρύνει την πρόοδο και συμβάλλει στην ψυχολογική ωριμότητα του ατόμου. Στηρίζει τις καλές πρωτοβουλίες καί οικοδομεί μια ήρεμη καί ισορροπημένη προσωπικότητα.

Ενδέχεται όμως ό ύπερτονισμός των δυνατοτήτων ενός ανθρώπου καί ή άκρατος έπαινολογία να δημιουργήσουν μία αρρωστημένη συνείδηση κι ένα αλλοτριωμένο πρόσωπο γεμάτο εγωιστικό κομπασμό καί ματαιόδοξη μεγαλομανία.

Ή συνεχής καί μανιώδης αναζήτηση της ανθρώπινης δόξας, αποτελούν λανθασμένο δρόμο γι’ αυτό πού λέμε δικαίωση καί αναγνώριση.

Αυτός πού βλέπει τα ενδεχόμενα ταλέντα του ως μέσα προβολής καί επιβολής καί όχι ως χαρίσματα πνευματικής καλλιέργειας καί διακονίας, συμπεριφέρεται εγωκεντρικά καί θέτει ως μέτρο όλων των προβληματισμών καί αναζητήσεων τον εαυτό του.

Δε μπορεί να πειθαρχήσει στους όρους της πνευματικής ζωής καί τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς.

Ή τάση της υπεροχής καί της εντύπωσης, ενθαρρύνει την υποκριτική διάθεση του ανθρώπου για να μπορεί να επιβάλλεται σ’ όλες τις καταστάσεις καί τον παγιδεύει στους νόμους της εμπορευματοποίησης της ζωής καί της πλαστογράφησης των άξιων, για να μπορεί ευκολότερα να ενισχύει την ψευδώνυμη ταυτότητα του.

Εικόνα καί προέκταση αύτοϋ του πάθους της αναγνώρισης καί της προβολής, είναι το σύμπτωμα της σημερινής κοινωνικής ματαιοδοξίας καί μαζικής υποβολής πού ακούει στο όνομα διαφήμιση.

Ένα γεγονός πού ξεπερνά τη ζεστασιά των ανθρωπίνων σχέσεων καί επηρεάζει αρνητικά τη συμπεριφορά καί τον τρόπο της ζωής μας. Μια νοοτροπία καταναλωτικής υστερίας καί απώλειας της αίσθησης του μέτρου καί της αυτάρκειας.

Θα επανέλθουμε όμως στον προβληματισμό πού επιβάλλει το κενό, ή υποκριτική συμπεριφορά καί ή εσωτερική ανασφάλεια του μεγαλομανούς καί ματαιόδοξου ανθρώπου με μία γνώμη του καθηγητή Ί. Ν. Ξηροτύρη ό όποιος αναφερόμενος στο παράδειγμα πού δίνει σχετικά ό Ντοστογιέφσκυ με τη σιλουέτα του Φόμο Φομοβίτς σημειώνει- «Ό Φόμο εναι ματαιόδοξος, κούφιος καί φορτωμένος από αχόρταγη μανία να παρουσιάζεται ότι αξίζει, χωρίς βέβαια να έχει αξία, κατορθώνει να τοποθετεί τον εαυτό του στο κέντρο του περιβάλλοντος του.

Να προσελκύει το ενδιαφέρον της μάζας καί να πετυχαίνει βέβαια, αλλά με διάφορες ψευτιές καί παραμόρφωση των γεγονότων.

Δεν αφήνει καμιά ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του αδικούμενου, στη θέση του ανθρώπου πού τον κακομεταχειρίσθηκαν καί πάσχει άδικα, φτάνει να πάρει τη μορφή του μάρτυρα για το δίκιο.

Το άτομο με την ύπερτονισμένη τάση για αναγνώριση καί αξία με τη στάση του γενικά καί με τα μέσα τα όποια μεταχειρίζεται, οδηγείται στις τεταμένες σχέσεις, στους διαπληκτισμούς καί στη διχόνοια (άρθρο με τον τίτλο «Ή μανία να μας λογαριάζουν» σε παλαιότερο τεύχος του περ. «ΕΠΙΛΟΓΕΣ»).

Θα προσθέταμε εδώ πώς τα άτομα αυτά πολύ εύκολα οδηγούνται στην εσωτερική απομόνωση καί την αύτοπαραίτηση από τη ζωή.

Ό κύριος εκφραστής της ελληνικής ροκ μουσικής Παύλος Σιδηρόπουλος λίγο πριν τον σκοτώσει ή ηρωίνη στα 41 του μόλις χρόνια, δήλωνε σε Αθηναϊκή εφημερίδα {30 Ιουλίου 1989) τα εξής: «Κάνοντας μια βαθειά ενδοσκόπηση νομίζω ότι μ’ έστειλε εκεί {στα ναρκωτικά δηλαδή) ή απουσία αναγνώρισης από την έποχή μου.

Πιστεύω ότι στη χώρα πού ζω, η προσφορά μου καί το ταλέντο μου δεν αναγνωρίστηκαν αρκετά». Αξίζει όμως ή υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων μας να πληρωθεί με το θάνατο;

Στό σημείο αυτό εύκολα έρχεται στο νου ο χαρακτηρισμός της ματαιοδοξίας από τη Βίβλο ως απιστία καί έκφραση αυταρέσκειας- «πώς δύνασθε πιστεύσαι δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες καί την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;» (Ίω. 5, 41).

Ή αξία του ανθρώπου, για να θυμηθούμε τον ΄Εριχ Φρόμ, δε βρίσκεται σε ό,τι έχει, αλλά σε ό,τι είναι στην ανόρθωση μέσα του, του θεανθρώπινου μεγαλείου του, στην έσχατολογική ελπίδα ότι μπορεί να γίνει κοινωνός της Αναστάσεως καί να ζήσει στην αιωνιότητα.

Γι’αυτό καί ό «καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω» (Β’ Κορ. 10,17).

Ή εν Χριστώ ζωή δεν αρνείται την πρόοδο καί τη δημιουργικότητα αλλά δίνει σ’ αυτές το νόημα πού πρέπει.

Σχετικοποιει τα πράγματα του κόσμου καί προφυλάσσει τον άνθρωπο από την ευτέλεια, το εφήμερο καί τις μεταπτώσεις της ανθρώπινης δόξας, καθόσον «ή μεν γαρ παρά των ανθρώπων δόξα, των δοξαζόντων μιμείται την εύτέλειαν, όθεν καί μεταπίπτει ραδίως- ή δε του θεού ούχ οϋτως, άλλ’ ακίνητος μένει δια παντός» (Άγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Προς τους τάς συνάξεις καταλιμπάνοντας… καί περί της “Αννης Λόγος Δ’, ΡΟ 54, 663).

Όταν όμως το έργο μας γίνεται με υπευθυνότητα καί ταπείνωση είναι αποδοτικό κι ευλογημένο.

Το παράδειγμα των αποστόλων είναι αποκαλυπτικό στο σημείο αυτό- «ούτε γαρ ποτέ εν λόγω κολακείας έγενήθημεν…, γράφει ό απόστολος Παύλος, ούτε ζητοϋντες εξ ανθρώπων δόξαν… άλλ’ έγενήθημεν ήπιοι εν μέσω υμών» (Α’Θεσ. 2, 5-7). Δε ζητήσαμε, τονίζει, να αρέσουμε αλλά να είμαστε ταπεινοί ανάμεσα σας.

“Ετσι δε μετέδιδαν μόνο το ευαγγέλιο αλλά καί τις ϊδιες τίς ψυχές τους άποδεικνύοντες στην πράξη το μεγαλείο της χριστιανικής ζωής.

Ή εκκλησιαστική παράδοση καί εμπειρία μας λέγει πώς ή αληθινή μεταμόρφωση καί δόξα του ανθρώπου δε θεμελιώνεται στο θόρυβο καί στο κυνήγι της αποδοχής, αλλά στη δύναμη της μετάνοιας, της ταπείνωσης καί στη σιωπή της άσκησης «τα της εννοίας εγκλήματα, τη σιγή της ασκήσεως άπέπνιξας» (Δοξαστικό ίδιόμελο εσπερινού Κυριακής Ε Νηστειών).

Ή ανακάλυψη της δικής μας δόξας βρίσκεται στη δόξα των παθημάτων του Ιησού «ίνα, όπως γράφει ό απόστολος Παύλος, καί ή ζωή του Ιησού εν τω σώματι ημών φανερωθή» (Β’Κορ. 4,10).

Παν .Ι.Σκαλτσή