Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
(᾿Εφεσ. δ´ 1-7)
Αδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. ῝Εν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν. ῾Ενὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

Απόδοση:
Αδελφοί, σᾶς παρακαλῶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι φυλακισμένος γιὰ τὸν Κύριο, νὰ ζεῖτε μὲ τρόπο ἀντάξιο ἐκείνου ποὺ σᾶς κάλεσε στὴ νέα ζωή. Νὰ ζεῖτε μὲ ταπείνωση, πραότητα καὶ ὑπομονή· νὰ ἀνέχεστε μὲ ἀγάπη ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ προσπαθεῖτε νὰ διατηρεῖτε, μὲ τὴν εἰρήνη ποὺ σᾶς συνδέει μεταξύ σας, τὴν ἑνότητα ποὺ δίνει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. ῞Ενα σῶμα ἀποτελεῖτε ὅλοι κι ἕνα πνεῦμα σᾶς ἑνώνει, ὅπως καὶ μία εἶναι ἡ ἐλπίδα σας γιὰ τὴν ὁποία σᾶς κάλεσε ὁ Θεός. ῞Ενας Κύριος ὑπάρχει, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα. ῞Ενας Θεὸς καὶ Πατέρας ὅλων, ποὺ κυριαρχεῖ σ’ ὅλους, ἐνεργεῖ μέσα ἀπ’ ὅλους καὶ κατοικεῖ σὲ ὅλους σας. Στὸν καθένα μας ὅμως ἔχει δοθεῖ κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο ποὺ δωρίζει ὁ Χριστός.

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Λουκ. ιβ´ 16-21)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ᾿Ανθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; Καὶ εἶπε· Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ῎Αφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ῾Ο ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

Απόδοση:
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή· «Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου τὰ χωράφια ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Τότε ἐκεῖνος σκεφτόταν καὶ ἔλεγε· “τί νὰ κάνω; Δὲν ἔχω μέρος νὰ συγκεντρώσω τὰ γεννήματά μου! ᾿Αλλὰ νά τί θὰ κάνω”, εἶπε. “Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες γιὰ νὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τ’ ἀγαθά μου. Μετὰ θὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου· τώρα ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός· “ἀνόητε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;” Αὐτά, λοιπόν, παθαίνει ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυροὺς καὶ δὲν πλουτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅ,τι θέλει ὁ Θεός». ᾿Αφοῦ τὰ εἶπε ὅλα αὐτά, πρόσθεσε μὲ ἔμφαση· «῞Οποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ ν’ ἀκούει ἂς τὰ ἀκούει».