«Απολογήθηκα για εκείνη την σύντομη διακοπή με μιά κίνηση, και είπα με συγχωρείτε. Του έκανα νόημα με το χέρι να συνεχίσει, σαν να μην μας είχε διακόψει ποτέ ο Μπερνάτ, που μου είχε φέρει τον παλιό υπολογιστή του Λιορένς για να αποφασίσω επιτέλους να εγκαταλείψω την παράλογη συνήθεια να γράφω με το χέρι και με την πένα. Το δώρο περιελάμβανε τη δέσμευση για χ εντατικά μαθήματα, όπου η τιμή του χ εξαρτιόταν από την υπομονή τόσο του δικαιούχου όσο και του δωρητή. Ωστόσο, ήταν αλήθεια ότι είχα επιτέλους δεχτεί να δοκιμάσω αυτό το μηχάνημα που όλοι το θεωρούσαν εκπληκτικό και το οποίο ένοιωθα ότι δεν χρειαζόταν καθόλου.»(Ζαουμέ Καμπρέ, Confiteor, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 201610 , σ.582)
“Απολογήθηκα,” αυτό αν ειδωθεί ως χριστιανική μετάνοια είναι ήδη σε λάθος δρόμο θεώρησης, η απολογία ενώπιον κριτού – δικαστού. Δεν είναι πνευματική μετάνοια αλλά ένα είδος “πυροτέχνημα” όπως εύστοχα ετόνισε ο Μητρ. Αργολίδος Νεκτάριος, το “πυροτέχνημα” λάμπει για λίγο, θαμπώνει και δεν έχει διάρκεια.
Ο πρωταγωνιστής του Καμπρέ, συχνά γεμάτος ενοχικά σύνδρομα που τον συνέχουν και τον συνθλίβουν ως εμμονές προσωπικές, στο απόσπασμα που παραθέτουμε ξεκινά απολογούμενος, που δηλώνει την τραγικότητα αυτής της μετάνοιας (αν και δεν μιλάμε εδώ για πνευματικής φύσεως μετάνοια, αλλά για μετάνοια ως μεταμέλεια για ένα θέμα της καθημερηνότητος του), που είναι επιβεβλημένη και είναι συνάμα και αδιέξοδος αφού δεν μας οδηγεί στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Συνεκδοχικά το συνάγουμε, του αλλάζουμε περιεχόμενο όπως κάνει συχνά η ζωή που ζούμε με εμάς, όταν επιλέγουμε ή αισθανόμεθα ότι μας καθορίζουν ετεροπροσδιοριζόμενες επιλογές. Κάποιος άλλος επιλέγει στη θέση μας, αυτός ο «κάποιος» είναι ο κοινωνικός περίγυρος, είναι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, είναι κάτι άλλο εκ των εμπειριών ή των γνώσεων μας και των προσλαμβανουσών συνθηκών ή και βιωμάτων μας στα οποία ανδρωνόμεθα πνευματικά ή και γενικότερα ενηλικιωνόμεθα.
Στην μετάνοια των αγίων μας, που είναι όμως γεμάτη αρχοντιά και όχι επιβολή εξόδου από την ενοχή, η ενοχή απλά μας ενέχει χωρίς να μας οδηγεί στην λύτρωση από την οδύνη. Μας κενώνει μας αδειάζει χωρίς να μας γεμίζει. Ενώ η μετάνοια των τέκνων του Ιησού Χριστού μας γεμίζει με την χάρη Του. Η μετάνοια είναι νέο-ποιητική διαδικασία για τους αγίους μας, δεν είναι κάτι το εξωτερικό και επίπλαστο αλλά κάτι το νεογενές και εσωτερικά βαθύτατο γεγονός, δεν είναι περιστασιακό αλλά είναι μονίμου διαρκείας γεγονός. Δεν είναι μια εξωτερική προσαρμογή ή μια απλή φράση, ένα απλό «συγγνώμη». Αυτή η συγγνώμη, που δεν σημαίνει αλλαγή στάσης ζωής και ανατροπή των συνηθειών μας, δεν είναι εφικτό να καταφέρει την εσωτερική μας διάθεση να την μεταμορφώσει σε κάτι ειλικρινές και βαθύτατα αναγεννητικό. Που οδηγεί τον άνθρωπο στην «αγιότητα» των αγίων και όχι σε ηθική καθηκοντολογία, σε ένα είδους πνευματικό ελιτ-ισμό που δεν καταφέρνει να καθορίζει την ζωή μας αλλά την εξωτερική μας συμπεριφορά. Ένα είδος χριστιανικού «καθωσπρεπισμού» που είναι γεμάτος εξωτερικά στοιχεία και προβολή ως επιβολή και χωρίς περιεχόμενος, κενός νοήματος!
«με συγχωρείτε», μια χιλιοειπωμένη φράση που φαντάζει να έχει χάσει το νόημα της, καθότι δεν οδηγεί σε διόρθωση, δεν οδηγεί σε επανόρθωση. Η γεφύρωση της σχέσεως μας που χάλασε είναι αυτή που θα μας έκανε καινούργιους στη σχέση, ανανεωμένους στην επικοινωνία και καρδιακούς στην κοινωνία με τον άλλον. Αν δεν το βιώσουμε έτσι το «με συγχωρείτε» είναι κενός λόγος, λόγος ανύπαρκτης διαθέσεως και ετεροπροσδιοριζομένης συνήθειας μας, ένα εξωτερικό λεκτικό γεγονός ή καλύτερα πράγμα αφού πραγματεύεται τους φόβους και τις ανασφάλειες μας και είναι εκείνο που μπορεί τελικά να μας εκθέσει όχι στα μάτια των ανθρώπων, αφού εκείνος θα που είναι ευγενικός και καλός ζητούσε συχνά συγγνώμη-με συγχωρείτε, αλλά αυτό ήταν απλός λόγος και όχι ουσιαστικός λόγος αφού ο άνθρωπος επανερχόταν «εις το ίδιον εξέρασμα», στο ίδιο λάθος, στην ίδια άστοχη κίνηση, στην ίδια άστοχη πράξη.
Το μυστήριο δεν μπορεί να είναι μυστήριο αποκαταστάσεως απλά μιάς σχέσης, αλλά μια νέα οδός κοινωνίας, ένα νέο άνοιγμα στην παραδείσια μακαριότητα. Ο άνθρωπος γίνεται από υποχείριο του διαβόλου, παιδί του Θεού, όταν συνειδητοποιήσει το σφάλμα-λάθος, την άστοχη ενέργεια του, που τον αποκλείει από την εμπειρία της ακτίστου θείας ενεργείας. Για να ξαναγίνει άγγελος αγαθός και να βασιλεύει μέσα του η μυστηριακή σιωπή, που είναι εύλαλος σιωπή των τέκνων του Θεού, ο άνθρωπος πρέπει να πει καρδιακά και δοτικά (ως δόσιμο στον άλλον) το «με συγχωρείτε», για να μην επανέλθει στο ίδιο σφάλμα και κάνει τον άλλον να «ξενερώσει» για πολλοστή φορά! Αν ο άνθρωπος κυριολεκτικά ξενερώσει, και όχι μεταφορικά, θα μείνει χωρίς το ζωτικό του στοιχείο που είναι το νερό και θα είναι άνυδρος. Άρα χωρίς ζωή σε λιγάκι αφού θα αφυδατωθεί, αν δεν υδατωθεί ίσως και να επέλθει ο θάνατος του ο σωματικός. Έτσι και στις ενέργειες της ψυχής, αν παραμείνει άνυδρη πνευματικά, θα χάσει το ύδωρ το «αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον». Ο μόνος που δεν ξενερώνει με την καθημερινή επαν-επιστροφή μας είναι ο Κύριος μας. Εκείνος και μας περιμένει να μας δροσίσει με τον θείο του δροσιμό και να ξεδιψάσει την δίψα μας την πνευματική. Είναι εκεί με το νερό που τον πότισε η Σαμαρείτιδα και Εκείνος της ανταπέδωσε «ύδωρ αθανασίας», ως φάρμακο ιατρείας στην πνευματική της ζωή που την είχε καταστήσει η ίδια με την ζωή της μια ανενέργητη κατάσταση!
Οποιοσδήποτε άνθρωπος θα είχε στραβώσει, να το πούμε απλά, θα είχε θυμώσει, θα είχε προβάλλει το εύλογο Πέτρειο ερώτημα, πόσες φορές να συγχωρούμε αμαρτίες; Και η απάντηση του Κυρίου φαντάζει αμέτρητο συμπίλημα, αμέτρητος όγκος σε αποθήκη σταριού, αμέτρητη έκταση σε μια στέπα. Να συγχωρείτε, σεις οι μαθητές μου, επτά φορές το επτά ή εβδομικοντάκις επτά… δηλαδή πολλές για να μετρηθούν με τα τότε μέσα οι φορές και επίσης συνέχεια του αριθμού της πληρότητος του επτά. Να συγχωράτε όποιον σας το ζητήσει αφειδώς!
Μόνο να συγχωρείτε! Πολύ σοφή παρατήρηση, όποιος ζητά συγχώρεση στο μυστήριο της μετανοίας, αξίζει αυτής της συγχωρήσεως. Του δίδεται η συγχώρεση όταν το έχει θελήσει η καρδιά του και όταν δεν το λένε απλά τα χείλη του.
Αλλά για να το πεί η καρδιά του, πρέπει η περιπλάνηση του στην χώρα της αμαρτίας να είναι περιπετειώδης και πονεμένη σαν του ασώτου υιού, του υιού εκείνου που έκανε την περιουσία του πατέρα του χαρά-κέφι της πόρνης και του γλεντιού-ξεφαντώματος, χαρά της απολύτου διαχύσεως και διασπάσεως του νοός.
«να αποφασίσω επιτέλους», να πάρω μιάν απόφαση, σημαίνει ότι πρέπει να είμαι σίγουρος για ότι κάνω, ξεπερνάω την αφασία και την παλινωδία της αρνήσεως για απόφαση ή της μη αποφάσεως, της αναβολής της και οδηγούμαι στην σιγουριά, στο σίγουρο αποφασισμένο γεγονός που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα. Στην αγωνιώδη προσπάθεια για αλλαγή, για επανένωση, για συνένωση, για κάτι το πολύ μοναδικό. Να είμαι σίγουρος για το αγαθό που επέλεξα μετά την αλλαγή τροχιάς στη σφαίρα της μετανοίας και να επιμένω να μένω εκεί. Είναι δύσκολο και φαντάζει ακατόρθωτο. Αλλά στην ορθόδοξη Εκκλησία είναι σαρκωμένο στα μάτια των αγίων που είναι γεμάτα δάκρυα μετανοίας και επιστροφής στον φιλεύσπλαχνο πατέρα του ασώτου, εκείνου που η ελπίδα για σωτήρια ήταν πολύ μακρυνό όνειρο και η καθάρια φορεσιά στο σταύλο των ξυλοκεράτων ήταν σίγουρα κατι εξωπραγματικό.
Μα όταν «ήλθε εις εαυτόν», ξεπέρασε τις φοβίες και τις ενστικτώδεις αρνήσεις και δυσκολίες έτρεχε προς τον πατέρα και εκείνος έσπευσε να τον «κλείσει» στην αγκάλη του χωρίς να τον αφήσει να μιλήσει, για να μην παγώσει η ζεστασιά της καρδιάς στο άσχετο των λόγων που μπορεί να μην μπορούσαν να εκφράσουν την μετάνοια του και το εσωτερικό βίωμα και μεγαλείο του, που βίωνε εκείνο το πονεμένο παιδί του αληθινού Πατέρα, του Θεού Πατέρα!
«να εγκαταλείψω την συνήθεια», η αμαρτία είναι μια συνήθεια, έχει γίνει αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας μας. Μας κάνει να γευόμαστε την ομορφιά της, που είναι ανύπαρκτη και τελικά να μένουμε με την στυφότητα των ξυλοκεράτων που γεύθηκε ο άσωτος. Δεν του έμεινε καμμία γεύση από την προτεραία κατάσταση τις απέρριψε και γεύθηκε τον «μόσχο τον σιτευτόν», που σιτεύθηκε εν τω Θεώ και παρά τω Θεώ και ήταν Θεός, και είναι Θεός και παραμένει εις αιώνες αιώνων Θεός. Τον Ιησού Χριστό, τον σιτοδότη που ήταν και νομοθέτης της θείας του Χάριτος. Κατήργησε τον νόμο και μας ζωογόνησε όλους με χάρη, χωρίς ανθρώπινες παρεμβάσεις αλλά προσωπική θυσιαστική κενωτική πορεία.
«να δοκιμάσω αυτό το μηχάνημα», να δώ αν μου ταιριάζει και ο πρωταγωνιστής του Καμπρέ το εξετάζει και ενώ του χρειάζεται, ψάχνει να βρει αν του ταιριάζει αν μπορεί να/και είναι απαραίτητο για την πορεία του, για την δική του προσωπική μετοχή στο γεγονός που θέλω να κοινωνήσει ο άλλος στη ζωή μου, που θέλω να επικοινωνηθεί αυτό το γεγονός με όλους, που θέλω να το προσφέρω σε όλους και για όλους. Μα δεν μπορεί ένα μηχάνημα, να μας ανάγει στην σφαίρα των χαμένων παραδείσων, πως μπορεί να γίνει το δικό μας μηχάνημα, ο δικός μας «από μηχανής θεός», να λύσει τον γρίφο και το μυστικό μυστήριο(sic) της υπαρξιακής μου δυνατότητος που μπορεί να γίνει δεινότητα ή καταστροφικότητα, γεμάτη μεγαλείο ή γεμάτη σκοτίδιασμα, γεμάτη χαρά ή απλά άδεια από χαρά-γεμάτη όμως μια μοναξιά που δεν αντέχεται! Μιά μοναξιά, όχι θεολογούσα ή φιλοσοφίζουσα, αλλά μια βουτιά στο κενό και όχι μια βουτιά στο πέλαγο της σκέψεως μας.
«ένοιωθα ότι δεν χρειαζόταν καθόλου», έτσι νοιώθουμε σήμερα οι μη μετανοούμενοι χριστιανοί, όσοι δεν μπαίνουμε σε πορεία μετανοίας και επιστροφής όχι σε τιμωρό και σαδιστή θεό, αλλά στον Ιησού Χριστό, τον Θεό της Εσταυρωμένης αγάπης, της αγάπης που αποδεικνύεται μέχρι «θανάτου (δε) σταυρού», μέχρι τέλους υπακοής προς τον Πατέρα. Μιάς υπακοής που αν γίνει από εμάς στο εκπεφρασμένο θέλημα του Θεού, τότε θα παγώσει το λογικό σύνδρομο μας που μας απομακρύνει από τη μετάνοια και η σκέψη μας που λέει ότι δεν χρειάζεται, καθόλου μα καθόλου δεν έχει τίποτα να μας προσφέρει.
Γιατί ο Θεός μας αγαπάει και τον αγαπάμε, τι πλέον θέλει; Μας θέλει ολοκληρωτικά δοσμένους σε Εκείνον, μοναδικά ερωτευμένους μαζί Του και ανθρωπιστικά ερωτευμένους με τα σύμπαντα. Αφού η πορεία μετανοιάς μας, μας ειρηνεύει σε όλους τους τομείς και πνευματικούς και υλικούς της πνευματικής μας μεθηλικιώσεως. Η πορεία μετανοίας μας, μας οδηγεί στο Φως του Αναστάντος Λυτρωτού μας με δόξα και χάρη και πάλλευκο χιτώνα πνευματικής ομορφιάς και πνευματικής αποθεραπείας και ανθρώπινης ισορροπίας σε όλες τις σχέσεις μας.