Ἰωάννη Καρδάση, Χημικού – Οικονομολόγου
ενορίτου μας
Ο Ιωάννης, είναι μια πολύ μεγάλη μορφή της Εκκλησίας μας, είναι ένας από τους 12 Αποστόλους, ο μαθητής ο αγαπημένος του Ιησού. Με το ιστορικό πρόσωπο του Ιωάννη είχαμε ασχοληθεί με σχετικό αφιέρωμα στην μεγάλη αυτή θεολογική μορφή. Στην τωρινή μας παρουσίαση θα καταγράψουμε λίγα λόγια για το έργο του και ιδιαίτερα την φοβερή αποκάλυψη των εσχάτων που δέχτηκε από τον ίδιο τον Κύριο, που είχε ο ίδιος γνωρίσει.
Τα έργα του Ιωάννη είναι τρία:
Τα έργα του Ιωάννη είναι τρία:
α. Το Ευαγγέλιο του, που το έγραψε στην Έφεσο και αποτελεί το θεολογικό ευαγγέλιο για την ενσάρκωση του Θεού Λόγου: “Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος” είναι η φοβερή εκείνη πρόταση που εκφράζει όλη την θεολογία της θεότητας του 2ου προσώπου της Αγίας Τριάδας. Και παρακάτω αναφέρει τον δημιουργό του σύμπαντος κόσμου και ότι τίποτε δεν έχει γίνει από όσα έχουν γίνει χωρίς τη θέλησή Του: “Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν”.
β. Οἰ τρεις επιστολές του: Η πρώτη και εκτενέστερη προς τις εκκλησίες της Μ. Ασίας, η δεύτερη προς την «Κυρία», όπως ονομάζει την Εκκλησία γενικώς και η τρίτη προς κάποιον ονόματι Γάιο τον Πρεσβύτερο. Και
γ. Η Αποκάλυψη που έγραψε στην Πάτμο και απευθύνεται στις επτά Εκκλησίες της Μ. Ασίας, μια οπτασία προφητειών για το τέλος του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η Αποκάλυψη γράφτηκε σε μια εποχή σχεδόν απόλυτης Ρωμαϊκής κυριαρχίας στη λεκάνη της Μεσογείου. Ο Ιωάννης οραματιζόταν την πτώση της Ρώμης, δανειζόμενος σκηνές κοσμικής καταστροφής από την πρόσφατη πτώση της Ιερουσαλήμ. Στο κείμενο αυτό θα αφιερώσουμε κάποιες γενικές αναφορές:
Είναι γεγονός, ότι η Αποκάλυψη δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλήρως και συχνά γίνονται παρεξηγήσεις για το ιερό αυτό βιβλίο. Γι’ αυτό και ιδιαίτερα το χρησιμοποίησαν ή μάλλον έκαναν τη χειρότερη χρήση του ποικίλες αιρέσεις και ευφάνταστοι ψευδοπροφήτες. Πολλοί βλέπουν σ’ αυτό μόνον εικόνες καταστροφής, κατακλυσμούς, συμφορές και τρόμους. Αλλά ο σκοπός της Αποκάλυψης δεν είναι να εμπνεύσει τον φόβο, τον τρόμο και την δειλία, γιατί αυτά δεν είναι μέσα στο πνεύμα της Καινής Διαθήκης, που μιλάει για ελεύθερους ανθρώπους και όχι για δούλους και για έναν Θεό της Αγάπης και όχι της καταστροφής.
Η λέξη Αποκάλυψη σημαίνει την φανέρωση του θελήματος του Θεού. Με την φράση «Αποκάλυψις Ιησού Χριστού», αρχίζει το θεόπνευστο αυτό βιβλίο, δηλαδή φανέρωση του θελήματος του Ιησού Χριστού, από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και έχει σκοπό να φανερώσει ύψιστες και σωτήριες αλήθειες, που θα συμβούν οπωσδήποτε στο πέρασμα των αιώνων και δηλώνουν την παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο Θεός διευθύνει, προνοεί και οδηγεί τον κόσμο προς την σωτηρία μέσα από διάφορους δρόμους και παρά την φαινομενική ίσως απουσία ή πολλές φορές αδυναμία του θυσιαζόμενου Αμνού, δηλαδή του Υιού του Θεού, τελικά φανερώνεται, ότι το «Αρνίον» είναι μεν «εσφαγμένον», αλλά πάντοτε «όρθιον».
Βέβαια η εποχή που γράφτηκε η Αποκάλυψη έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που τα παρουσιάζει κάθε εποχή λίγο ή πολύ. Ο Χριστιανισμός αντιμετώπιζε τότε, αλλά και τώρα δεν παύει να αντιμετωπίζει συχνά, έναν κόσμο απάνθρωπο, εχθρικό και βίαιο, όπου οι δυνάμεις του κακού κυριαρχούν και κατευθύνουν τις τύχες του και πολεμούν με λύσσα τις δυνάμεις του καλού, που εκφράζονται από την Εκκλησία. Αλλά και η ίδια η Εκκλησία τότε, όπως και τώρα περνάει κρίσιμες ώρες, γιατί δεν διαθέτει τον πρώτο της ζήλο, τη φλόγα της πίστης, τη θέρμη της αγάπης του αρχέγονου Χριστιανισμού των κατακομβών και τα μέλη της, που είναι άνθρωποι αδύναμοι παρασύρονται από τις σειρήνες του ευδαιμονισμού και ξεχνούν ή πολλές φορές διαστρεβλώνουν το μήνυμα της αγάπης του Θεανθρώπου. Γι’ αυτό υπάρχουν και τα τρομακτικά μηνύματα στο κείμενο, όπου ο προφητικός λόγος φαίνεται σκληρός, μαχαίρι κοφτερό, αλλά που μέσα από τις φοβερές σκηνές αναδύεται το μήνυμα της ελπίδας, το φως μέσα στο σκοτάδι, όπου ο Χριστός ο σταυρωθείς και αναστάς, ο «Μάρτυς ο ζων και αληθινός», θριαμβεύει και θα θριαμβεύει πάντοτε πάνω στις δυνάμεις του σκότους και παρά την φαινομενική κυριαρχία του κακού, η τελική νίκη θα είναι η νίκη του «Αρνίου». Η ελπίδα που μεταδίδεται μέσα από τις αλληγορικές σκηνές, που εμφανίζονται στο ιερό κείμενο, δεν είναι ελπίδα άπιαστη, απατηλή, ρομαντική ή εξωπραγματική. Είναι μια ελπίδα πραγματική, τωρινή, ψηλαφητή, που αποδιώχνει τον φόβο, την θλίψη, τον θάνατο και προσφέρει τη χαρά, τη ζωή, τη γαλήνη στην επίγεια ζωή και την ανταμοιβή στην επουράνια.
Επικρατεί γενικά η αντίληψη -και όχι χωρίς λόγο- ότι είναι ένα κείμενο ακατάληπτο και ανερμήνευτο. Γι’ αυτό και πολλοί, που κατά καιρούς επιχείρησαν να το ερμηνεύσουν, το επικάλυψαν μάλλον παρά το αποκάλυψαν. Είναι γεγονός ότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλή ρως, το μαρτυρεί ο προφητικός χαρακτήρας του, γι’ αυτό και οι Άγιοι Πατέρες είναι εδώ επιφυλακτικοί. Δεν καταγίνονται με το ιερό βιβλίο της Αποκαλύψεως. Δείγμα της ταπεινοφροσύνης τους. Όσοι θέλησαν να καθορίσουν ακριβείς χρονολογίες για το τέλος του κόσμου, συγκεκριμένα πολιτικά και ιδεολογικά καθεστώτα, πολέμους, σφαγές, λιμούς, λοιμούς, θεομηνίες, μεγάλες καταστροφές και πρόσωπα αντιχρίστων, στο τέλος τίποτα δεν αποκάλυψαν από όσα ο ίδιος ο Ευαγγελιστής μας φανέρωσε. Είναι λάθος ορισμένων ερμηνευτών να αναζητούν λεπτομέρειες για τις φάσεις της πνευματικής αυτής πάλης σε κάθε εποχή και μάλιστα στην σημερινή και μολονότι τα διάφορα γεγονότα τους διαψεύδουν, εν τούτοις αυτοί δεν δείχνουν να συνετίζονται. Αντίθετα άλλοι σοβαροί ερμηνευτές δεν επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψη «εξ αποκαλύψεως» φοβούμενοι τους αποκαλυπτικούς ακροβατισμούς, αλλά διέτριψαν περισσότερο στα πνευματικά μηνύματα, στη διακρίβωση των θρησκευτικών και θεολογικών νοημάτων και άφησαν όλα τα άλλα στην σοφία του Θεού.
Αλλά η Αποκάλυψη δεν είναι μόνο προφητικό βιβλίο, είναι και ιστορικό. Για τον Ευαγγελιστή Ιωάννη το μέλλον είναι ήδη παρόν και το παρόν προδικάζει το μέλλον. Διηγείται γεγονότα της Εκκλησίας του παρόντος χρόνου, αναφέρει όμως και παρελθόντα και μέλλοντα, αλλά το κέντρο βάρους πέφτει στους έσχατους καιρούς, όπου κεντρικό σημείο αποτελεί η έλευση του Χριστού και δίνεται απάντηση στο πρόβλημα της καθυστέρησης της Δευτέρας Παρουσίας. Στο τελευταίο αυτό ζήτημα υπάρχει μεγάλη διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισής του από τους πιστούς τότε, σε σχέση προς τους πιστούς σήμερα. Η πραγματοποίηση της ελπίδας του Ευαγγελίου συνδέονταν στον αρτιγέννητο χριστιανισμό προς την εγγύς ή οσονούπω έλευση της Βασιλείας, ενώ σήμερα, ύστερα από αιώνες ύπαρξης της Εκκλησίας, η σύνδεση αυτή δεν έχει τον επείγοντα χαρακτήρα που είχε αρχικά. Ο σημερινός χριστιανός έχει ανάγκη ενημέρωσης ως προς την προσδοκία της παρουσίας του Χριστού κατά τους αρχικούς χρόνους της Εκκλησίας, αλλιώτικα δυσκολεύεται να αντιληφθεί καταστάσεις όπως αυτή που ανακλάται και αντιμετωπίζεται από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Πρέπει π.χ. να λάβουμε υπόψη μας πως η τότε χριστιανική αντίληψη περί της εγγύς έλευσης του Ιησού στηριζόταν σε μια γενικότερη στον τότε κόσμο αντίληψη, πως δηλαδή πλησιάζει κάποιο τέλος του κόσμου στην μορφή που τον ξέρουμε, έτσι το χριστιανικό κήρυγμα, πως ο παλαιός αιών τελειώνει και έρχεται με τον Χριστό ο νέος γινόταν εύκολα δεκτό και κατανοητό όχι μόνο από τους Ιουδαίους αλλά και από τους Εθνικούς, χωρίς να απαιτούνται ιδιαίτερες διευκρινίσεις.
Εκτός όμως από τον προφητικό και τον ιστορικό χαρακτήρα της Αποκάλυψης έχουμε και τον ηθικό, τον θεολογικό, τον οντολογικό και τον δραματικό χαρακτήρα της. Η προφητεία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για να φθάσει κανείς στον κύριο στόχο που είναι η πίστη, η αγιότητα και η σταθερότητα στην αρετή. Η θεολογική της αξία είναι ανυπέρβλητη. Με συμ-βολικές εικόνες παρουσιάζει την εσχατολογική διδασκαλία της Κ. Διαθήκης, την διδασκαλία δηλαδή για το τέλος του κόσμου, τη μέλλουσα κρίση και την ανταπόδοση του Θεού. Αυτό διακηρύττεται στο 7ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως το καθόρισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος σχετικά με τον Κύριό μας: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς» και όπως το συμπλήρωσε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, για να αντιμετωπίσει τις χιλιαστικές τάσεις που προέκυψαν από το σχετικό χωρίο της Αποκάλυψης, με την φράση: «ου της βασιλείας ουκ εσταί τέλος». Η έλευση του Κυρίου, η προσδοκία της ανάστασης των νεκρών και η αιώνια ζωή αποτελούν βασικές αλήθειες της Ορθόδοξης Πίστης.
Η Αποκάλυψη λοιπόν αποτελεί την μεγαλοπρεπή κατακλείδα της Αγίας Γραφής. Γνωστό είναι ότι η Αγία Γραφή αρχίζει με την Γένεση, όπου εξιστορείται η δημιουργία του κόσμου και η αρχή της ιστορίας και όπου βρίσκονται οι πρώτες ενέργειες του Θεού στον κόσμο και όπου Αυτός προσφέρει τις πρώτες ελπίδες για τον ερχομό του Λυτρωτή. Το Ιερό Βιβλίο τελειώνει με την Αποκάλυψη, όπου παρουσιάζεται η πορεία της Εκκλησίας, η κρίση του κόσμου και ο τελικός θρίαμβος της πίστης και όπου καταγράφονται οι τελευταίες ενέργειες του Θεού δια του Ιησού Χριστού, για την ανακαίνιση των πάντων, την εξάλειψη των δεινών της αμαρτίας και τον θρίαμβο των δικαίων, ο οποίος και καταγράφεται στο κα΄ 3-5: «και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης, ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώ-σει μετ’ αυτών, και αυτοί λαοί αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός εσταί μετ’ αυτών, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ εσταί έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ εσταί έτι, ότι τα πρώτα απήλθον.»
Μία σύντομη ανάλυση του ιερού βιβλίου, παρά τις όποιες δυσκολίες στην ερμηνεία του δεν παύει να φανερώνει τον σκοπό του. Απευθύνει ισάριθμες επιστολές στις επτά Εκκλησίες της Μ. Ασίας (Εφέσου, Σμύρνης, Περγάμου, Θυατείρων, Σάρδεων, Φιλαδελφείας, Λαοδικείας) και μέσω αυτών σ’ ολόκληρη την Εκκλησία και τους πιστούς της και τους φανερώνει αυτά που πρόκειται σύντομα να συμβούν, «α δει γενέσθαι εν τάχει». Η φράση αυτή περιέχει την βεβαιότητα της σύντομης πραγματοποίησης της θείας βουλής, που δεν είναι άλλη από την ολοκλήρωση της σωτηρίας του ανθρώπου, αυτή δε η θεία επιθυμία διακατέχει όλα τα γεγονότα και διατρέχει όλες τις εικόνες, που είναι συγκλονιστικές. Δεν είναι θεία δέσμευση, αλλά θεία προειδοποίηση γιατί για το Θεό: «… μια ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μια» (Πέτρου Β΄ 3, 8). Για τους πιστούς ισχύει το «εγγύς» της έλευσης του Κυρίου, γιατί βραχύς είναι ο χρόνος της γήινης παρουσίας των και η εκδημία των είναι ουσιαστικά η ημέρα της μερικής και της γενικής κρίσης και Δευτέρας παρουσίας, οπότε θα πρέπει πάντα να είναι έτοιμοι, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου. Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της σωτηρίας αρχίζουν άμεσα και θα συνεχίζονται μέχρι της συντέλειας των αιώνων και όσοι επιχειρούν κατά καιρούς ακριβείς χρονικούς προσδιορισμούς πάντα πέφτουν έξω με προεξάρχοντες προτεστάντες φουνταμενταλιστές και μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι περιεργάζονται με κάθε λεπτομέρεια τα θεία απόρρητα, που βέβαια δεν προσφέρουν τίποτε στην ψυχική σωτηρία, ο δε Κύριος το λέγει ξεκάθαρα: «ουχ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πραξ. 1. 7), αλλά και: «περί της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο Πατήρ» (Μαρκ. 13, 32). Άρα τον ακριβή χρόνο που θα συμβεί η συντέλεια του κόσμου κανένας δεν γνωρίζει και δεν θα πρέπει να γνωρίζει, η δε άγνοια αυτή έχει μεγάλη χρησιμότητα, γιατί γίνεται αφορμή για συνεχή νήψη και εγρήγορση, άσκηση αρετής, ηθική καλλιέργεια και αδιάκοπο πνευματικό αγώνα και έτσι απομακρύνεται ο κίνδυνος αδράνειας και εφησυχασμού. «Τι γαρ όφελος, ειπέ μοι, μαθείν την ημέραν του τέλους; Αγνοείν δε ταύτην συμφέρει, ίνα πάσαν ημέραν εκείνην είναι νομίζοντες, έτοιμοι προς ταύτην τυγχάνομεν γρηγορούντες, και τον Κύριον ημών περιμένοντες» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης).
Αλλά και το άλλο μεγάλο θέμα της παρουσίας του Αντιχρίστου και του σφραγίσματος των πιστών έγινε αφορμή μιας ξέφρενης κούρσας ανακάλυψής του και ανησυχίας για την απώλεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος για όσους σφραγισθούν, όπως μερικοί ισχυρίζονται. Αντί όμως να ανησυχούν οι πιστοί για την σφραγίδα του Αντιχρίστου, θα πρέπει πιο πολύ να προσέξουν να μην ξεθωριάζει η σφραγίδα του Χριστού, που παίρνουν με το Άγιο Βάπτισμα και αυτό γίνεται, όταν με την ζωή τους βλασφημούν το Πνεύμα το Άγιον, «εν ω εσφραγίσθημεν εις ημέραν απολυτρώσεως» (Εφεσ. 4. 30). Αγωνιούν ορισμένοι μήπως και άθελά τους έχουν σφραγιστεί, ενώ πιθανόν να μην έχουν συνειδητοποιήσει, ότι πράττουν ή ανέχονται τα έργα του Αντιχρίστου. Τους απασχολεί ο ερχομός του Αντιχρίστου και δεν τους ενδιαφέρει η παρουσία ή η απουσία του Κυρίου, που χωρίς Αυτόν, δηλαδή χωρίς την παρουσία του Σταυρού στην σύγχρονη ζωή χάνεται το πνεύμα της θυσίας Εκείνου.
Οι πιστοί Χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να είναι ηττοπαθείς, καθότι και ισχυροί είναι και δυνατοί. «Μείζων ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω», γι’ αυτό και «νενικήκαμεν τον πονηρόν», τον έχουν ήδη συντρίψει, όχι με τις δικές τους δυνάμεις, αλλά με την δύναμη Εκείνου, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση». Αυτό είναι και το κατ’ εξοχήν μήνυμα της Αποκάλυψης.
Περατούμενης της προσπάθειας για μια συνοπτική ερμηνεία του προφητικού αυτού βιβλίου, επιχειρείται να δοθεί το βασικό μήνυμα, που μπορεί να υποψιαστεί κανείς. Κυρίαρχο πρόσωπο είναι το εσφαγμένο Αρνίο, το Α και το Ω, ο Κύριος και Παντοκράτωρ, ο Οποίος δημιούργησε τον κόσμο και κατευθύνει δυναμικά την πορεία του προς το αναπότρεπτο τέλος. Θέλημά Του είναι η προστασία των εκλεκτών από την λυσσαλέα επίθεση των δαιμονικών δυνάμεων, που ενεργούν στον κόσμο με πολλαπλή μορφή, όπως είναι η άθεη κοσμική εξουσία, η ανήθικη οικονομία, η αντίθετη ιδεολογία και προπαγάνδα, ο απάνθρωπος καταναλωτισμός κ.ά. Αποστέλλει στον κόσμο «πληγές», προκειμένου να δώσει σ’ αυτόν πολλαπλή ευκαιρία μετανοίας και επιτρέπει για περιορισμένο χρόνο στον «δράκοντα» να δοκιμάσει τους πιστούς.
Όταν έλθει η άγνωστη, αλλά βραχυπρόθεσμη στιγμή της παρουσίας του Χριστού, οπό-τε γίνεται η τελική σύγκρουση με το Σατανά και τους θιασώτες του, τότε αποκαθαίρεται ο κόσμος από τις δαιμονικές δυνάμεις και ανακαινίζεται. Ολόκληρη η καινή κτίση, η Εκκλησία των σεσωσμένων, συνάγεται γύρω από το θρόνο του Αρνίου, ατενίζει το πρόσωπό Του, αυγάζεται από αυτό και αναμέλπει ασίγαστα τον ύμνο του θριάμβου.
Η Αποκάλυψη δεν εξαγγέλλει απλώς ένα μήνυμα, ελεύθερο στην προκατάληψη, την αιρετική προπαγάνδα ή την φαντασίωση, αλλά «σημαίνει» προφητικά στο λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας τη «μυστική» και ωστόσο βέβαιη κατάληξη της Ιστορίας, την εγγύς βασιλεία του Θεού. Αυτή δε η «εγγύς» βασιλεία είναι υπόθεση χαράς και «εορτής ημέρα» για τους πιστούς, οι οποίοι εστερνιζόμενοι τα λόγια του Παύλου, χαίρονται και αγάλλουν για τον επικείμενο ερχομό του Αρνίου «Και τούτο, ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι. νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω. αλλ’ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ. 13. 11-14).
Είναι γεγονός, ότι η Αποκάλυψη δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλήρως και συχνά γίνονται παρεξηγήσεις για το ιερό αυτό βιβλίο. Γι’ αυτό και ιδιαίτερα το χρησιμοποίησαν ή μάλλον έκαναν τη χειρότερη χρήση του ποικίλες αιρέσεις και ευφάνταστοι ψευδοπροφήτες. Πολλοί βλέπουν σ’ αυτό μόνον εικόνες καταστροφής, κατακλυσμούς, συμφορές και τρόμους. Αλλά ο σκοπός της Αποκάλυψης δεν είναι να εμπνεύσει τον φόβο, τον τρόμο και την δειλία, γιατί αυτά δεν είναι μέσα στο πνεύμα της Καινής Διαθήκης, που μιλάει για ελεύθερους ανθρώπους και όχι για δούλους και για έναν Θεό της Αγάπης και όχι της καταστροφής.
Η λέξη Αποκάλυψη σημαίνει την φανέρωση του θελήματος του Θεού. Με την φράση «Αποκάλυψις Ιησού Χριστού», αρχίζει το θεόπνευστο αυτό βιβλίο, δηλαδή φανέρωση του θελήματος του Ιησού Χριστού, από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και έχει σκοπό να φανερώσει ύψιστες και σωτήριες αλήθειες, που θα συμβούν οπωσδήποτε στο πέρασμα των αιώνων και δηλώνουν την παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο Θεός διευθύνει, προνοεί και οδηγεί τον κόσμο προς την σωτηρία μέσα από διάφορους δρόμους και παρά την φαινομενική ίσως απουσία ή πολλές φορές αδυναμία του θυσιαζόμενου Αμνού, δηλαδή του Υιού του Θεού, τελικά φανερώνεται, ότι το «Αρνίον» είναι μεν «εσφαγμένον», αλλά πάντοτε «όρθιον».
Βέβαια η εποχή που γράφτηκε η Αποκάλυψη έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που τα παρουσιάζει κάθε εποχή λίγο ή πολύ. Ο Χριστιανισμός αντιμετώπιζε τότε, αλλά και τώρα δεν παύει να αντιμετωπίζει συχνά, έναν κόσμο απάνθρωπο, εχθρικό και βίαιο, όπου οι δυνάμεις του κακού κυριαρχούν και κατευθύνουν τις τύχες του και πολεμούν με λύσσα τις δυνάμεις του καλού, που εκφράζονται από την Εκκλησία. Αλλά και η ίδια η Εκκλησία τότε, όπως και τώρα περνάει κρίσιμες ώρες, γιατί δεν διαθέτει τον πρώτο της ζήλο, τη φλόγα της πίστης, τη θέρμη της αγάπης του αρχέγονου Χριστιανισμού των κατακομβών και τα μέλη της, που είναι άνθρωποι αδύναμοι παρασύρονται από τις σειρήνες του ευδαιμονισμού και ξεχνούν ή πολλές φορές διαστρεβλώνουν το μήνυμα της αγάπης του Θεανθρώπου. Γι’ αυτό υπάρχουν και τα τρομακτικά μηνύματα στο κείμενο, όπου ο προφητικός λόγος φαίνεται σκληρός, μαχαίρι κοφτερό, αλλά που μέσα από τις φοβερές σκηνές αναδύεται το μήνυμα της ελπίδας, το φως μέσα στο σκοτάδι, όπου ο Χριστός ο σταυρωθείς και αναστάς, ο «Μάρτυς ο ζων και αληθινός», θριαμβεύει και θα θριαμβεύει πάντοτε πάνω στις δυνάμεις του σκότους και παρά την φαινομενική κυριαρχία του κακού, η τελική νίκη θα είναι η νίκη του «Αρνίου». Η ελπίδα που μεταδίδεται μέσα από τις αλληγορικές σκηνές, που εμφανίζονται στο ιερό κείμενο, δεν είναι ελπίδα άπιαστη, απατηλή, ρομαντική ή εξωπραγματική. Είναι μια ελπίδα πραγματική, τωρινή, ψηλαφητή, που αποδιώχνει τον φόβο, την θλίψη, τον θάνατο και προσφέρει τη χαρά, τη ζωή, τη γαλήνη στην επίγεια ζωή και την ανταμοιβή στην επουράνια.
Επικρατεί γενικά η αντίληψη -και όχι χωρίς λόγο- ότι είναι ένα κείμενο ακατάληπτο και ανερμήνευτο. Γι’ αυτό και πολλοί, που κατά καιρούς επιχείρησαν να το ερμηνεύσουν, το επικάλυψαν μάλλον παρά το αποκάλυψαν. Είναι γεγονός ότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλή ρως, το μαρτυρεί ο προφητικός χαρακτήρας του, γι’ αυτό και οι Άγιοι Πατέρες είναι εδώ επιφυλακτικοί. Δεν καταγίνονται με το ιερό βιβλίο της Αποκαλύψεως. Δείγμα της ταπεινοφροσύνης τους. Όσοι θέλησαν να καθορίσουν ακριβείς χρονολογίες για το τέλος του κόσμου, συγκεκριμένα πολιτικά και ιδεολογικά καθεστώτα, πολέμους, σφαγές, λιμούς, λοιμούς, θεομηνίες, μεγάλες καταστροφές και πρόσωπα αντιχρίστων, στο τέλος τίποτα δεν αποκάλυψαν από όσα ο ίδιος ο Ευαγγελιστής μας φανέρωσε. Είναι λάθος ορισμένων ερμηνευτών να αναζητούν λεπτομέρειες για τις φάσεις της πνευματικής αυτής πάλης σε κάθε εποχή και μάλιστα στην σημερινή και μολονότι τα διάφορα γεγονότα τους διαψεύδουν, εν τούτοις αυτοί δεν δείχνουν να συνετίζονται. Αντίθετα άλλοι σοβαροί ερμηνευτές δεν επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψη «εξ αποκαλύψεως» φοβούμενοι τους αποκαλυπτικούς ακροβατισμούς, αλλά διέτριψαν περισσότερο στα πνευματικά μηνύματα, στη διακρίβωση των θρησκευτικών και θεολογικών νοημάτων και άφησαν όλα τα άλλα στην σοφία του Θεού.
Αλλά η Αποκάλυψη δεν είναι μόνο προφητικό βιβλίο, είναι και ιστορικό. Για τον Ευαγγελιστή Ιωάννη το μέλλον είναι ήδη παρόν και το παρόν προδικάζει το μέλλον. Διηγείται γεγονότα της Εκκλησίας του παρόντος χρόνου, αναφέρει όμως και παρελθόντα και μέλλοντα, αλλά το κέντρο βάρους πέφτει στους έσχατους καιρούς, όπου κεντρικό σημείο αποτελεί η έλευση του Χριστού και δίνεται απάντηση στο πρόβλημα της καθυστέρησης της Δευτέρας Παρουσίας. Στο τελευταίο αυτό ζήτημα υπάρχει μεγάλη διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισής του από τους πιστούς τότε, σε σχέση προς τους πιστούς σήμερα. Η πραγματοποίηση της ελπίδας του Ευαγγελίου συνδέονταν στον αρτιγέννητο χριστιανισμό προς την εγγύς ή οσονούπω έλευση της Βασιλείας, ενώ σήμερα, ύστερα από αιώνες ύπαρξης της Εκκλησίας, η σύνδεση αυτή δεν έχει τον επείγοντα χαρακτήρα που είχε αρχικά. Ο σημερινός χριστιανός έχει ανάγκη ενημέρωσης ως προς την προσδοκία της παρουσίας του Χριστού κατά τους αρχικούς χρόνους της Εκκλησίας, αλλιώτικα δυσκολεύεται να αντιληφθεί καταστάσεις όπως αυτή που ανακλάται και αντιμετωπίζεται από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Πρέπει π.χ. να λάβουμε υπόψη μας πως η τότε χριστιανική αντίληψη περί της εγγύς έλευσης του Ιησού στηριζόταν σε μια γενικότερη στον τότε κόσμο αντίληψη, πως δηλαδή πλησιάζει κάποιο τέλος του κόσμου στην μορφή που τον ξέρουμε, έτσι το χριστιανικό κήρυγμα, πως ο παλαιός αιών τελειώνει και έρχεται με τον Χριστό ο νέος γινόταν εύκολα δεκτό και κατανοητό όχι μόνο από τους Ιουδαίους αλλά και από τους Εθνικούς, χωρίς να απαιτούνται ιδιαίτερες διευκρινίσεις.
Εκτός όμως από τον προφητικό και τον ιστορικό χαρακτήρα της Αποκάλυψης έχουμε και τον ηθικό, τον θεολογικό, τον οντολογικό και τον δραματικό χαρακτήρα της. Η προφητεία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για να φθάσει κανείς στον κύριο στόχο που είναι η πίστη, η αγιότητα και η σταθερότητα στην αρετή. Η θεολογική της αξία είναι ανυπέρβλητη. Με συμ-βολικές εικόνες παρουσιάζει την εσχατολογική διδασκαλία της Κ. Διαθήκης, την διδασκαλία δηλαδή για το τέλος του κόσμου, τη μέλλουσα κρίση και την ανταπόδοση του Θεού. Αυτό διακηρύττεται στο 7ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως το καθόρισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος σχετικά με τον Κύριό μας: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς» και όπως το συμπλήρωσε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, για να αντιμετωπίσει τις χιλιαστικές τάσεις που προέκυψαν από το σχετικό χωρίο της Αποκάλυψης, με την φράση: «ου της βασιλείας ουκ εσταί τέλος». Η έλευση του Κυρίου, η προσδοκία της ανάστασης των νεκρών και η αιώνια ζωή αποτελούν βασικές αλήθειες της Ορθόδοξης Πίστης.
Η Αποκάλυψη λοιπόν αποτελεί την μεγαλοπρεπή κατακλείδα της Αγίας Γραφής. Γνωστό είναι ότι η Αγία Γραφή αρχίζει με την Γένεση, όπου εξιστορείται η δημιουργία του κόσμου και η αρχή της ιστορίας και όπου βρίσκονται οι πρώτες ενέργειες του Θεού στον κόσμο και όπου Αυτός προσφέρει τις πρώτες ελπίδες για τον ερχομό του Λυτρωτή. Το Ιερό Βιβλίο τελειώνει με την Αποκάλυψη, όπου παρουσιάζεται η πορεία της Εκκλησίας, η κρίση του κόσμου και ο τελικός θρίαμβος της πίστης και όπου καταγράφονται οι τελευταίες ενέργειες του Θεού δια του Ιησού Χριστού, για την ανακαίνιση των πάντων, την εξάλειψη των δεινών της αμαρτίας και τον θρίαμβο των δικαίων, ο οποίος και καταγράφεται στο κα΄ 3-5: «και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του ουρανού λεγούσης, ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώ-σει μετ’ αυτών, και αυτοί λαοί αυτού έσονται, και αυτός ο Θεός εσταί μετ’ αυτών, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος ουκ εσταί έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ εσταί έτι, ότι τα πρώτα απήλθον.»
Μία σύντομη ανάλυση του ιερού βιβλίου, παρά τις όποιες δυσκολίες στην ερμηνεία του δεν παύει να φανερώνει τον σκοπό του. Απευθύνει ισάριθμες επιστολές στις επτά Εκκλησίες της Μ. Ασίας (Εφέσου, Σμύρνης, Περγάμου, Θυατείρων, Σάρδεων, Φιλαδελφείας, Λαοδικείας) και μέσω αυτών σ’ ολόκληρη την Εκκλησία και τους πιστούς της και τους φανερώνει αυτά που πρόκειται σύντομα να συμβούν, «α δει γενέσθαι εν τάχει». Η φράση αυτή περιέχει την βεβαιότητα της σύντομης πραγματοποίησης της θείας βουλής, που δεν είναι άλλη από την ολοκλήρωση της σωτηρίας του ανθρώπου, αυτή δε η θεία επιθυμία διακατέχει όλα τα γεγονότα και διατρέχει όλες τις εικόνες, που είναι συγκλονιστικές. Δεν είναι θεία δέσμευση, αλλά θεία προειδοποίηση γιατί για το Θεό: «… μια ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μια» (Πέτρου Β΄ 3, 8). Για τους πιστούς ισχύει το «εγγύς» της έλευσης του Κυρίου, γιατί βραχύς είναι ο χρόνος της γήινης παρουσίας των και η εκδημία των είναι ουσιαστικά η ημέρα της μερικής και της γενικής κρίσης και Δευτέρας παρουσίας, οπότε θα πρέπει πάντα να είναι έτοιμοι, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου. Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της σωτηρίας αρχίζουν άμεσα και θα συνεχίζονται μέχρι της συντέλειας των αιώνων και όσοι επιχειρούν κατά καιρούς ακριβείς χρονικούς προσδιορισμούς πάντα πέφτουν έξω με προεξάρχοντες προτεστάντες φουνταμενταλιστές και μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι περιεργάζονται με κάθε λεπτομέρεια τα θεία απόρρητα, που βέβαια δεν προσφέρουν τίποτε στην ψυχική σωτηρία, ο δε Κύριος το λέγει ξεκάθαρα: «ουχ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πραξ. 1. 7), αλλά και: «περί της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο Πατήρ» (Μαρκ. 13, 32). Άρα τον ακριβή χρόνο που θα συμβεί η συντέλεια του κόσμου κανένας δεν γνωρίζει και δεν θα πρέπει να γνωρίζει, η δε άγνοια αυτή έχει μεγάλη χρησιμότητα, γιατί γίνεται αφορμή για συνεχή νήψη και εγρήγορση, άσκηση αρετής, ηθική καλλιέργεια και αδιάκοπο πνευματικό αγώνα και έτσι απομακρύνεται ο κίνδυνος αδράνειας και εφησυχασμού. «Τι γαρ όφελος, ειπέ μοι, μαθείν την ημέραν του τέλους; Αγνοείν δε ταύτην συμφέρει, ίνα πάσαν ημέραν εκείνην είναι νομίζοντες, έτοιμοι προς ταύτην τυγχάνομεν γρηγορούντες, και τον Κύριον ημών περιμένοντες» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης).
Αλλά και το άλλο μεγάλο θέμα της παρουσίας του Αντιχρίστου και του σφραγίσματος των πιστών έγινε αφορμή μιας ξέφρενης κούρσας ανακάλυψής του και ανησυχίας για την απώλεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος για όσους σφραγισθούν, όπως μερικοί ισχυρίζονται. Αντί όμως να ανησυχούν οι πιστοί για την σφραγίδα του Αντιχρίστου, θα πρέπει πιο πολύ να προσέξουν να μην ξεθωριάζει η σφραγίδα του Χριστού, που παίρνουν με το Άγιο Βάπτισμα και αυτό γίνεται, όταν με την ζωή τους βλασφημούν το Πνεύμα το Άγιον, «εν ω εσφραγίσθημεν εις ημέραν απολυτρώσεως» (Εφεσ. 4. 30). Αγωνιούν ορισμένοι μήπως και άθελά τους έχουν σφραγιστεί, ενώ πιθανόν να μην έχουν συνειδητοποιήσει, ότι πράττουν ή ανέχονται τα έργα του Αντιχρίστου. Τους απασχολεί ο ερχομός του Αντιχρίστου και δεν τους ενδιαφέρει η παρουσία ή η απουσία του Κυρίου, που χωρίς Αυτόν, δηλαδή χωρίς την παρουσία του Σταυρού στην σύγχρονη ζωή χάνεται το πνεύμα της θυσίας Εκείνου.
Οι πιστοί Χριστιανοί δεν έχουν δικαίωμα να είναι ηττοπαθείς, καθότι και ισχυροί είναι και δυνατοί. «Μείζων ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω», γι’ αυτό και «νενικήκαμεν τον πονηρόν», τον έχουν ήδη συντρίψει, όχι με τις δικές τους δυνάμεις, αλλά με την δύναμη Εκείνου, που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση». Αυτό είναι και το κατ’ εξοχήν μήνυμα της Αποκάλυψης.
Περατούμενης της προσπάθειας για μια συνοπτική ερμηνεία του προφητικού αυτού βιβλίου, επιχειρείται να δοθεί το βασικό μήνυμα, που μπορεί να υποψιαστεί κανείς. Κυρίαρχο πρόσωπο είναι το εσφαγμένο Αρνίο, το Α και το Ω, ο Κύριος και Παντοκράτωρ, ο Οποίος δημιούργησε τον κόσμο και κατευθύνει δυναμικά την πορεία του προς το αναπότρεπτο τέλος. Θέλημά Του είναι η προστασία των εκλεκτών από την λυσσαλέα επίθεση των δαιμονικών δυνάμεων, που ενεργούν στον κόσμο με πολλαπλή μορφή, όπως είναι η άθεη κοσμική εξουσία, η ανήθικη οικονομία, η αντίθετη ιδεολογία και προπαγάνδα, ο απάνθρωπος καταναλωτισμός κ.ά. Αποστέλλει στον κόσμο «πληγές», προκειμένου να δώσει σ’ αυτόν πολλαπλή ευκαιρία μετανοίας και επιτρέπει για περιορισμένο χρόνο στον «δράκοντα» να δοκιμάσει τους πιστούς.
Όταν έλθει η άγνωστη, αλλά βραχυπρόθεσμη στιγμή της παρουσίας του Χριστού, οπό-τε γίνεται η τελική σύγκρουση με το Σατανά και τους θιασώτες του, τότε αποκαθαίρεται ο κόσμος από τις δαιμονικές δυνάμεις και ανακαινίζεται. Ολόκληρη η καινή κτίση, η Εκκλησία των σεσωσμένων, συνάγεται γύρω από το θρόνο του Αρνίου, ατενίζει το πρόσωπό Του, αυγάζεται από αυτό και αναμέλπει ασίγαστα τον ύμνο του θριάμβου.
Η Αποκάλυψη δεν εξαγγέλλει απλώς ένα μήνυμα, ελεύθερο στην προκατάληψη, την αιρετική προπαγάνδα ή την φαντασίωση, αλλά «σημαίνει» προφητικά στο λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας τη «μυστική» και ωστόσο βέβαιη κατάληξη της Ιστορίας, την εγγύς βασιλεία του Θεού. Αυτή δε η «εγγύς» βασιλεία είναι υπόθεση χαράς και «εορτής ημέρα» για τους πιστούς, οι οποίοι εστερνιζόμενοι τα λόγια του Παύλου, χαίρονται και αγάλλουν για τον επικείμενο ερχομό του Αρνίου «Και τούτο, ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι. νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω. αλλ’ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ. 13. 11-14).