Δέκα ημέρες μετά τήν εις ουρανούς Ανάληψί Του ο εκ νεκρών αναστάς καί αιωνίως ζών Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, απέστειλε, κατά τήν ημέρα τής Πεντηκοστής, τήν επαγγελία τού Πατρός, τήν ευλογημένη υπόσχεσι δηλ. πού ο ουράνιος Πατήρ Του είχε δώσει διά τού Προφήτου Ιωήλ στήν ανθρωπότητα, ότι θά «εκχύση» κατά τούς έσχατους καιρούς τό Πνεύμα Του «επί πάσαν σάρκα». Απέστειλε καί εφανέρωσε στόν κόσμο τόν νέο Παράκλητο, τό ομοούσιο μ’ Αυτόν καί τόν Πατέρα τρίτο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος, τό Πνεύμα τής Αληθείας, τό εκ τού Πατρός εκπορευόμενον.
Αυτό τό οποίο λαχτσρούσε η ανθρωπότητα καί ζητούσε σπαραξικάρδια στή μετάνοιά του ο Δαβίδ: «Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοίς εγκάτοις μου μή απορρίψης με από τού προσώπου Σου καί τό Πνεύμα Σου τό Άγιον μή αντανέλης απ’ εμού».
Έτσι, αυτό τό Πνεύμα, τήν αΐδια χαρά τού Πατρός καί τού Υιού, τό είδαμε νά κατέρχεται τήν Πεντηκοστή, τήν τρίτη ώρα τής ημέρας, στίς εννιά δηλ. τό πρωΐ, στό υπερώο, όπου ήταν κατά τό σύνηθες συναγμένοι οι Μαθητές, «προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τή προσευχή καί τή δεήσει σύν γυναιξί καί Μαρία τή Μητρί τού Ιησού καί σύν τοίς αδελφοίς Αυτού», ωσάν ένα βίαιο φύσημα, καί νά επικάθεται στίς κεφαλές των, εν είδει πυρίνων γλωσσών, νά πλημμυρίζη τήν ύπαρξί τους, μέ άμεσο ορατό αποτέλεσμα νά γεμίσουν όλοι τους από χαρίσματα, από δυνάμεις θαυματουργίας καί ιαμάτων, καί κηρύγματος τού λόγου καί τών μεγαλείων τού Θεού.
Καί μάλιστα σέ ξένες γλώσσες, προκειμένου νά γνωρίσουν τήν αλήθεια καί τά πλήθη τών ξένων καί αλλογλώσσων πού ευρίσκονταν στήν Ιερουσαλήμ γιά τή μεγάλη ιουδαϊκή εορτή τής Σκηνοπηγίας, «Πάρθοι καί Μήδοι καί Ελαμίται, καί οι κατοικούντες τήν Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πόντον καί τήν Ασίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αίγυπτον καί τά μέρη τής Λιβύης τής κατά Κυρήνην, καί οι επιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε καί προσήλυτοι, Κρήτες καί Άραβες» καί λοιποί. Μάλιστα η συγκεκριμένη γλώσσα πού δέχθηκε ο κάθε Απόστολος, ήταν καί τό «φύλλο πορείας», θά λέγαμε, τό οποίο πήρε από τόν Θεό γιά ποιά χώρα καί περιοχή προοριζόταν νά ευαγγελισθή, σέ ποιό λαό θά έπρεπε νά καταγγείλη τή νέα ζωή τής χάριτος, κατά τήν ευφυή παρατήρησι τού ιερού Χρυσοστόμου: «Έπειδή γάρ ήσαν ακούσαντες τής δεσποτικής φωνής, ‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη’, ηπόρουν δέ λοιπόν καί ηγνόουν, όποι δεί έκαστον τραπήναι, καί πρός ποίον δεί κλίμα τής οικουμένης κηρύξαι τόν λόγον, έρχεται τό Πνεύμα τό Άγιον εν είδει γλωσσών, εκάστω μερίζον τής κατά τήν οικουμένην διδασκαλίας τά κλίματα, καί διά τής δοθείσης γλώττης καθάπερ δέλτω τινί γνωρίζον εκάστω τής εμπιστευθείσης αρχής τε καί διδασκαλίας τόν όρον».
Η παρατήρησι αυτή τού Χρυσορρήμονος απαντά αποστομωτικά καί στούς λήρους τών συγχρόνων αιρετικών Πεντηκοστιανών καί άλλων «Χαρισματικών» Προτεσταντών περί γλωσσολαλίας. Τά «αλαμπουρνέζικα» πού όχι βεβαίως τό Άγιον, αλλά κάποιο «άλλο» πνεύμα τούς βάζει στό στόμα, ποιό σκοπό εξυπηρετούν; Γιά τόν «ευαγγελισμό» τίνος λαού, ποιάς φυλής, προορίζονται; Μέ τίνος ανθρώπου τήν γλώσσα ή τήν διάλεκτο ταυτίζονται; Ποιός καταλαβαίνει τό παραμικρό από τίς δαιμονικές «λογοδιάρροιες» πού εκστομίζουν όταν λάβουν τό τάχα «χάρισμα γλωσσολαλίας» από τό τάχα «άγιο πνεύμα» πού τούς καταλαμβάνει;
Αλλά ο Παράκλητος δέν ήλθε στόν κόσμο γιά νά εντυπωσιση, νά θαμπώση, νά «κάμη φιγούρες», κατά τό δή λεγόμενον, αλλά γιά νά σώση λαούς φυλές καί γλώσσες, ως Πνεύμα καί διδάσκαλος τής αληθείας, Πνεύμα φωτισμού, αγιασμού, ιατρείας, αναγεννήσεως, ζωής καί σωτηρίας! Γι’ αυτό, μέ τήν επιφοίτησί Του οι Απόστολοι κατέστησαν αμέσως «ιατροί τής οικουμένης, καί γεωργοί, καί κυβερνήται• ιατροί μέν, επειδή νοσήματα εθεράπευον• γεωργοί δέ, επειδή τόν λόγον τής ευσεβείας κατέσπειρον• κυβερνήται δέ, επειδή τό κλυδώνιον τής πλάνης έπαυσαν», όπως πάλι ο θείος Χρυσόστομος επισημαίνει.
Έρχεται τό Άγιο Πνεύμα σάν φωτιά καί σάν βίαιο φύσημα ανέμου. Όχι φωτιά, ούτε βίαιο φύσημα ανέμου, αλλά σάν! «Ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας» καί «γλώσσαι ωσεί πυρός». Όπως παλαιότερα στόν Ιορδάνη, κατά τήν Βάπτισι τού Χριστού εφάνηκε «ωσεί περιστερά». Όχι περιστέρι, αλλά σάν περιστέρι. «Ίνα μηδέν αισθητόν υποπτεύσης περί τού Πνεύματος», υπογραμμίζει ο Χρυσόστομος. Δέν είναι ούτε άνεμος, ούτε φωτιά, ούτε περιστέρι! Δέν πρόκειται γιά κτίσμα, όπως εβλασφημούσαν οι Πνευματομάχοι, ούτε γιά μιά απρόσωπη δύναμι, αλλά γιά Θεό αληθινό, προσωπικό, παντέλειο, ομοούσιο καί συναΐδιο καί ομόθρονο καί ομοβασίλειο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υιό, πού εξ άκρας αγαθότητος γίνεται μεθεκτός κατά τίς άκτιστες θείες Ενέργειές Του από τούς άξιους, καί δι’ αυτών συνιστά τήν Εκκλησία!
Μέ τήν Ανάληψι τού Θεανθρώπου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ανελήφθη η ανθρώπινη φύσις μας – τό ανθρώπινο σώμα καί η ανθρώπινη ψυχή, καί εγκαταστάθηκε δοξασμένη στόν θρόνο τής μεγαλωσύνης τού Θεού. «Καί γάρ η φύσις η ημετέρα πρό δέκα ημερών εις τόν θρόνον ανέβη τόν βασιλικόν, καί τό Πνεύμα τό Άγιον κατέβη σήμερον πρός τήν φύσιν τήν ημετέραν• ανήνεγκεν ο Κύριος τήν απαρχήν τήν ημετέραν, καί κατήγαγε τό Πνεύμα τό Άγιον», σημειωνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τά δύο αυτά, η άνοδος δηλ. τού Θεανθρώπου καί η κάθοδος τού Παρακλήτου, είναι κατά τόν ιερό Πατέρα, αρραβώνας καί «ενέχυρο» (αμανάτι) τής σωτηρίας μας: «Έλαβον Πνεύμα εξ ουρανού τό τού Θεού, έχω μου τόν αρραβώνα βέβαιον. Ποίον αρραβώνα; Άνω τό Σώμα Αυτού, κάτω τό Πνεύμα Αυτού πρός ημάς». Καί πάλι: «Εχομεν ούν τό ενέχυρον Αυτού άνω, ήγουν τό Σώμα, ό εξ ημών προσελάβετο, καί κάτω τό Άγιον Πνεύμα μεθ’ ημών». Έτσι, μετά τήν Ανάληψι, η Πεντηκοστή βεβαιώνει καί πιστοποιεί καί επισφραγίζει τόσο τήν συγγένεια ημών τών Χριστιανών μέ τόν Θεό, όσο καί τήν ίδια τή σωτηρία μας! Εμείς Τού εδώσαμε σώμα καί ψυχή, Εκείνος μάς εχάρισε Πνεύμα Άγιον, κι έτσι «γένος εγένετο έν, Θεού καί ανθρώπων».
Οι Απόστολοι, όπως γνωρίζουμε, είχαν λάβει παλαιότερα τό βάπτισμα τού Ιωάννου, τό βάπτισμα τού ύδατος, τό οποίο ήταν βάπτισμα μετανοίας, εις άφεσιν αμαρτιών μόνον. Κατά τήν Πεντηκοστή εβαπτίσθηκαν, κατά τήν πρόρρησι τού Προδρόμου, καί «εν Πνεύματι Αγίω καί πυρί», τό οποίο σημαίνει βάπτισμα αναγεννήσεως (παλιγγενεσίας) καί υιοθεσίας! Έτσι αναγεννήθηκαν «εν καινότητι ζωής» καί έγιναν κατά χάριν υιοί τού εν Τριάδι Θεού καί «θείας κοινωνοί φύσεως». Κατέστησαν ολοκληρωμένα καί τετελειωμένα όργανα τής Χάριτος, διά τών οποίων ο Πανάγιος Τριαδικός Θεός ανεμόρφωσε καί ανεγέννησε όλη τήν οικουμένη! Αυτό τό Πνεύμα πού έλαβαν οι Απόστολοι καί οι άλλοι παρόντες στό υπερώο τής Πεντηκοστής, τό ελάβαμε καί εμείς κατά τό άγιο Βάπτισμά μας εις τό Όνομα τής Αγίας Τριάδος, καί μέ τό ιερό Χρίσμα μας διά τού Αγίου Μύρου! Αυτό έδωσε καί σέ μάς τήν υιοθεσία, μάς αξίωσε δηλαδή νά γίνουμε υιοί καί θυγατέρες τού Θεού! Αυτό, ως «Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλής, ισχύος, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού, … Πνεύμα τό γινώσκον άπαντα, τό διδάσκον, τό πνέον όπου θέλει καί όσον, …, οδηγούν, λαλούν, …., αποκαλυπτικόν, φωτιστικόν, ζωτικόν, …, μεριζόμενον εν γλώσσαις πυρίναις, διαιρούν χαρίσματα, ποιούν Αποστόλους, Προφήτας, Ευαγγελιστάς, ποιμένας καί διδασκάλους, .. σοφώτατον καί πολύτροπον ταίς ενεργείαις καί σαφηνιστικόν πάντων καί τρανωτικόν», όπως τό ονομάζει ο Θεολόγος Γρηγόριος, μάς οδηγεί, όχι μόνον «εις γήν ευθείαν», όπως ζητούσε ο Προφητάναξ, αλλά καί «εις πάσαν τήν αλήθειαν», κατά τήν αψευδή υπόσχεσι τού Χριστού. Αυτό μάς εχάρισε τό φώς τό αληθινό τής Ορθοδοξίας, τής Θεογνωσίας καί τής Θεολογίας, δηλ. τήν πίστι τήν αληθινή, στήν οποία πιστεύομε, προσκυνούντες τήν Παναγία Τριάδα. Αυτό μάς αξίωσε «Τριάδα σέβειν Αγίαν»! Αυτό ζεσταίνει τήν καρδιά μας γιά ν΄ αγαπήσωμε τόν Θεό καί μάς κάνει νά φωνάζωμε στόν ουράνιο Πατέρα μας τρυφερά: «-’Αββά ο Πατήρ»! δηλαδή, -Πατερούλη μας! -Γλυκέ μας Πατέρα! «Ώστε όταν καλέσης τόν Πατέρα», σημειώνει ο πολύς τά θεία Χρυσόστομος, «αναμνήσθητι ότι τού Πνεύματος τήν ψυχήν κινούντος ηξιώθης τής προσηγορίας εκείνης»! Αυτό μάς φωτίζει νά ομολογούμε πίστι εις τό όνομα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μή εν Πνεύματι Αγίω»! Αυτό μάς βοηθεί ν΄ αναγνωρίζωμε στό πρόσωπο τού άλλου τόν αδελφό μας, τήν έμψυχη εικόνα τού Θεού! Αυτό μάς δίδει τήν δυνατότητα νά διακρίνωμε τό θέλημα τού Θεού καί μάς παρακινεί στήν τήρησι τών εντολών Του, στήν εργασία τού αγαθού, στό χτίσιμο τών αρετών! Αυτό μάς χαρίζει θέλησι σωτηρίας καί προσευχή, καί γίνεται τό ίδιο προσευχή μας! «Τό Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταίς ασθενείαις ημών• τό γάρ τί προσευξώμεθα καθό δεί ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό τό Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις», όπως διδάσκει ο θεόσοφος Απόστολος Παύλος. Αυτό μάς ενισχύει ποικιλότροπα καί αποφασιστικά στόν πνευματικό μας αγώνα, στόν πόλεμο κατά τών ψυχοκτόνων παθών καί στήν καλλιέργεια τής πολύανθης ευαγγελικής αρετής! Αυτό συγκροτεί ολόκληρο τό οικοδόμημα τής Εκκλησίας! «Όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής Εκκλησίας»!
Καί όπως πάλι ο ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει, «Διά τού Πνεύματος τού Αγίου ιερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων έχομεν τάγματα. Από τής εντεύθεν πηγής καί αποκαλύψεων δωρεαί, καί ιαμάτων χαρίσματα• καί τά λοιπά πάντα, όσα τήν ‘Εκκλησίαν τού Θεού κοσμείν είωθεν, εντεύθεν έχει τήν χορηγίαν». Αυτό ενεργεί όλα τά ιερά Μυστήρια, αυτό μάς χαρίζει τήν Ιερωσύνη τού Χριστού, μάς καθιστά μέλη τού Σώματός Του, μάς τρέφει πνευματικώς, μάς καθαρίζει από τ΄ αμαρτήματα! Αυτό μάς χαρίζει «αγάπην, χαράν, ειρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πίστιν, πραότητα, εγκράτειαν», όπως διδάσκει ο μέγας Παύλος, πού είχε προσωπικά τρυγήσει καί γευθή πλουσιοπάροχα, όσο λίγοι, τόν «καρπόν τού Πνεύματος». Αυτό καταρτίζει τούς Αγίους – γεννά τούς Αγίους! Γι’ αυτό καί τήν πρώτη Κυριακή αμέσως μετά τήν Πεντηκοστή, η Εκκλησία άγει τήν εορτή τών Αγίων Πάντων. Δηλαδή μάς παρουσιάζει επίσημα καί πανηγυρικά τούς καρπούς τού Αγίου Πνεύματος!
Η Δευτέρα μετά τήν Πεντηκοστή είναι καί λέγεται Δευτέρα τού Αγίου Πνεύματος, γιατί είναι εξαιρετικώς αφιερωμένη σ’ Αυτό, ή μάλλον σ’ Αυτόν, τόν τρίτο τής Τριάδος, τό Πνεύμα τό Άγιον, τόν αγαθό Παράκλητο, τόν Οποίο καί μάς καλεί ο Απόστολος Παύλος νά μήν Τόν λυπούμε μέ ποικίλες αμαρτίες καί έχθρες καί διχοστασίες καί βλασφημίες καί κακίες: «Καί μή λυπείτε τό Πνεύμα τό Άγιον τού Θεού, εν ώ εσφραγίσθητε εις ημέραν απολυτρώσεως»! Ακόμη περισσότερο χρεωστούμε νά μήν Τόν «παροξύνωμε» μέ τήν απείθειά μας καί νά μήν Τόν αποδιώκουμε καί σβήνωμε από τή ζωή μας μέ τήν αμέλεια, τήν ακηδία, τήν αδιαφορία καί τήν ψυχώλεθρη αμετανοησία μας: «Τό Πνεύμα μή σβέννυτε»! Ο ίδιος δέ ο Χριστός μάς διδάσκει αυστηρότατα νά προσέξωμε νά μή φθάσωμε στήν έσχατη πώρωσι νά αρνούμεθα τήν χάρι καί τήν αλήθεια τού Αγίου Πνεύματος, νά μήν εθελοτυφλούμε καί απορρίπτωμε τίς ενέργειές Του πρός σωτηρίαν μας ή, ό μή γένοιτο!, νά τίς συκοφαντούμε ως τάχα δαιμονικές, διότι αυτό δέν θά μάς συγχωρεθή στόν αιώνα τόν άπαντα: «Λέγω υμίν, πάσα άμαρτία καί βλασφημία αφεθήσεται τοίς ανθρώποις, η δέ τού Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοίς ανθρώποις… ός άν είπη κατά τού Πνεύματος τού Αγίου, ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τώ νύν αιώνι ούτε εν τώ μέλλοντι».
Άς μήν κουραζώμαστε, όσοι πιστοί, νά ικετεύωμε τόν πρώτο Παράκλητο, τόν Χριστό, μέ τόν ωραίο ύμνο τής Γ΄ Ώρας: «Κύριε, ο τό Πανάγιόν Σου Πνεύμα εν τή τρίτη ώρα τοίς Αποστόλοις Σου καταπέμψας, τούτο, Αγαθέ, μή αντανέλης αφ’ ημών, αλλ’ εγκαίνισον ημίν τοίς δεομένοις Σου»! Σκοπός τής ζωής μας δέν είναι άλλος, από τήν απόκτησι τού Αγίου Πνεύματος, όπως έλεγε ο Άγιος Σεραφείμ τού Σάρωφ, γιατί χωρίς Αυτό αγιασμός, σωτηρία καί θέωσις δέν υπάρχει! Άς τό ζητάμε, λοιπόν, ταπεινά, επίμονα κι ασταμάτητα. Καί ταυτόχρονα άς τολμούμε ν΄ απευθυνώμαστε καί κατ’ ευθείαν στόν ίδιο τόν «άλλο Παράκλητο», πού ήλθε γιά νά μή μείνωμε ορφανοί, τόν «θησαυρόν τών αγαθών καί ζωής χορηγόν», νά κάνη συγκατάβασι στήν αναξιότητά μας καί νάρχεται νά σκηνώνη μέσα μας αδιαλείπτως, νά μάς αποπλύνη «από πάσης κηλίδος», νά μάς «παρακαλή», νά μάς παρηγορή, νά μάς στηρίζη, νά καθαρίζη τήν καρδιά μας, νά φωτίζη τόν νού καί τήν οδό μας, νά μάς ετοιμάζη θέλησι μετανοίας καί σωτηρίας, ν΄ αγιάζη τά βήματά μας, νά ευλογή καί νά καρποφορή τίς αγαθές προσπάθειές μας, ν΄ αναφτερώνη τήν ελπίδα μας, νά συγκρατή σέ ευστάθεια καί πίστι αληθινή κι ορθόδοξη όλες τίς κατά τόπους άγιες Εκκλησίες, νά λαλή αγαθά στίς καρδιές τών ισχυρών τής γής υπέρ τής Εκκλησίας καί υπέρ τών αδυνάτων καί αδικουμένων τής γής, νά ειρηνεύη τόν κόσμο καί τίς ψυχές μας, καί νά χαρίζη ανάπαυσι αιώνια στούς κατά πνεύμα καί κατά γένος οικείους μας πού έχουν απέλθει τού κόσμου τούτου…