Ἡ παροῦσα ὁµιλία πραγµατοποιήθηκε ἀπὸ τὸν ὁσιολογιώτατο ἱεροµόναχο π. Ἀντίπα Ἁγιορείτη (Γέροvτα τοῦ Ἱ. Ἰβηριτικοῦ Κελλίου Ἁγίας Ἄννης Καρυῶν) στὸ πλαίσιο τῆς χριστουγεvvιάτικης ἐκδηλώσεως, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ., ὡς προσκεκληµέvου τοῦ Προέδρου τοῦ Τµήµατος Θεολογίας κ. Παναγιώτη Σκαλτσῆ, στὶς 15 Δεκεµβρίου 2016.
Στὴν ἐποχή µας, ὅπως ὅλοι γνωρίζουµε, ὑπάρχει ὑπερπαραγωγὴ νέων. Χιλιάδες ἄνθρωποι σὲ ὅλον τὸν κόσµο ἐργάζονται στὴν εἰδησεογραφία, χιλιάδες ὀργώνουν τὴν ὑφήλιο γιὰ νὰ συλλέξουν νέα. Νέα ἐντυπωσιακά, περίεργα, νέα ἀληθινά, νέα κατασκευασµένα, νέα καλά, νέα κακά. Νέα ποὺ ὠφελοῦν καὶ νέα ποὺ βλάπτουν. Νέα ποὺ ἀνεβάζουν καὶ νέα ποὺ κατεβάζουν. Νέα ποὺ µᾶς ἐνθουσιάζουν καὶ νέα ποὺ µᾶς ἀπελπίζουν. Εἰδήσεις, ποὺ µᾶς κάνουν ὑπερήφανους καὶ εἰδήσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ντρεπόµαστε, καὶ ἑκατοµµύρια ἀνθρώπων ποὺ τὶς παρακολουθοῦν. Ἐπιστρατευµένα πρὸς τοῦτο, ἡ τηλεόραση, τὸ διαδίκτυο, οἱ ἐφηµερίδες, τὰ περιοδικά, ὅλα τὰ ΜΜΕ ἐπὶ εἰκοσιτετραώρου, µάλιστα, βάσεως. Παλαιὰ εἶναι ἡ διατύπωση ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη τὸν Μέγιστο: «οἱ ἄνθρωποι φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται», παντοῦ καὶ πάντοτε καὶ µέχρι σήµερα καὶ µακάρι νὰ µαθαίνουν τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιµα καὶ νὰ διδάσκονται ἀπὸ αὐτά. Μακάρι νὰ µὴ µαθαίνουν µόνο νέα καὶ ὅλες αὐτὲς τὶς εἰδήσεις. Ὅµως, αὐτὰ τὰ νέα δὲν εἶναι νέα, ἀλλὰ παλαιά. Τόσο παλαιὰ ποὺ ἀρχίζουν τὴν παρουσία τους µέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν Παράδεισο.
Τὸ πρῶτο νέο εἶναι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς του στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ δεύτερο νέο εἶναι ἡ ἐξορία του ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Τὸ τρίτο νέο εἶναι ὁ πρῶτος φόνος µεταξὺ ἀδελφῶν … καὶ πάει λέγοντας µέχρι καὶ σηµερα. Τὰ ἴδια πάντοτε, πότε µὲ τὶς ἴδιες µορφὲς πότε µὲ ἄλλες καὶ ἀπὸ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους σὲ διάφορες ἐποχές. Νέα ποὺ δὲν εἶναι νέα. Εἶναι, τὸ ἐπαναλαµβάνω, παλαιά. Ἐπαναλαµβανόµενες πράξεις καὶ συµπεριφορές.
Μὰ θὰ διερωτηθεῖ κανείς, δὲν ὑπάρχει κανένα νέο; Τὴν ἀπάντηση τὴν δίδει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαµασκηνός: «Ἕνα νέο ὑπάρχει, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ εἶναι τὸ µόνο νέο καὶ µάλιστα νεώτατο, «τὸ πάντων καινὸν καινότατον», «Τὸ µόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», ποὺ παραµένει πάντα ἐπίκαιρο καὶ ἐντυπωσιακό, πάντα θαυµάσιο, πάντα σωτήριο. Νέο παγκόσµιο καὶ οἰκουµενικό, νέο ποὺ δὲν παλαιώνει καὶ δὲν ξεχνιέται. Νέο ποὺ θὰ µείνει γιὰ πάντα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. «Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ µήτηρ Παρθένος, Τί µείζων ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;» Κανένα. Καὶ ὅσοι γνωρίζουν αὐτὸ τὸ νέο, εἶναι οἱ µόνοι καλοπληροφορηµένοι, οἱ µόνοι ποὺ ἔχουν σωστὴ καὶ ἀληθινὴ ἐνηµέρωση. Οἱ µόνοι ποὺ γνωρίζουν τὰ πάντα, ποὺ τὰ ἔχουν ὅλα. Τὰ νέα τοῦ κόσµου τούτου τὰ µεταφέρουν καὶ τὰ διαδίδουν οἱ ἄνθρωποι. Τὸ νέο ὄµως αὐτὸ τὸ µετέφεραν στοὺς ἀνθρώπους οἱ ἄγγελοι ψάλλοντες «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Κυρίως ὄµως τὸ µετέφερε ὁ «πρὸ αἰώνων Θεὸς» ποὺ ἔγινε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «παιδίον νέον».
Καὶ γιὰ ποιό λόγο ἔγινε «παιδίον νέον»; Γιὰ ποιό λόγο ἔγινε ἄνθρωπος; Τὴν ἀπάντηση, ἂς τὴν παρουµε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαµασκηνό: «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ χαρίσει ξανὰ στὸν ἄνθρωπο, ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν προόρισε. Τὸν δηµιούργησε σύµφωνα µὲ τὴν δική Του εἰκόνα· ἐλεύθερο, προορισµένο νὰ τοῦ µοιάζει, νὰ εἶναι ὅπως καὶ ὁ Δηµιουργός του· τέλειος καὶ ἐνάρετος. Ὁ Θεὸς λοιπόν, δηµιούργησε τὸν ἄνθρωπο σὲ πλήρη κοινωνία µαζί Του, Ἐµεῖς ὅµως, αὐτὸ τὰ γνωρίσµατα τῆς θείας φύσεως τὰ ἀλλοιώσαµε καὶ τὰ µπερδέψαµε. Περάσαµε στὴν παράταξη τῆς κακίας µἐ ἀποτέλεσµα νὰ χάσουµε τὴν κοινωνία µἐ τὸν Θεό. Κι ὅταν πιὰ στερηθήκαµε τὴ ζωή, πέσαµε στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Ἐπειδὴ ὄµως ὁ Θεὸς µᾶς προσέφερε τὸ ὕψιστο ἀγαθό, τὸ ὁποῖο δὲν τὸ διαφυλάξαµε, χρειάστηκε νὰ κατέβει ἐκεῖνος στὴ δική µας ξεπεσµένη φύση καὶ νὰ γίνει ἄνθρωπος µὲ σκοπὸ νὰ µᾶς ξαναδώσει τὴν πρώτη εἰκόνα καὶ νὰ µᾶς διδάξει τὴν ἐνάρετη ζωή. Γιὰ νὰ µᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Γιὰ νὰ µᾶς ἐπαναφέρει σὲ κοινωνία µαζί Του. Γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν δρόµο τῆς δικῆς µας ἀνάστασης καὶ γιὰ νὰ λύσει τὰ δεσµὰ τῆς κυριαρχίας τοῦ διαβόλου καὶ γιὰ νὰ µᾶς γεµίσει κουράγιο. Γιὰ νὰ µᾶς ἐκπαιδεύσει νὰ πολεµοῦµε τὸν τύραννο µὲ τὴν ὑποµονὴ καὶ τὴν ταπείνωση».
Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς πατήρ: «Δόξα σὲ ἐσένα Χριστέ, Λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ Σοφία καὶ Δύναµη καὶ Θεὲ Παντοκράτωρ. Τί δῶρα ἀντάξια νὰ Σοῦ προσφέρουµε ἐµεῖς οἱ ἄπραγοι, γιὰ ὅλα ὅσα µᾶς χάρισες; Ἐσὺ ὅλα µᾶς τὰ ἔχεις δώσει πλούσια. Μόνο ἕνα ζητᾶς ἀπὸ ἐµᾶς. Νὰ ἀποδεχθοῦµε τὴ σωτηρία ποὺ µᾶς προσφέρεις, δίνοντάς µας συγχρόνως καὶ τὴ δύναµη νὰ τήν πετύχουµε».
Καὶ ποιοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν σωτηρία; Ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στὸν Θεάνθρωπο, ὅσοι τηροῦν τὶς ἐντολές του, ὅσοι µελετοῦν τὸν Λόγο Του, ὅσοι προσεύχονται καὶ ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν. Ὅσοι τὸν ἀγαποῦν καὶ ὅσοι, κυρίως, κοινωνοῦν τὸ Τίµιο Σῶµα Του καὶ τὸ Πανάγιο Αἷµα Του «τὸ ἐκχυθὲν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσµου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Στὸ σηµεῖο αὐτὸ ἐπιτρέψτε µου νὰ πῶ κάτι προσωπικό. Ἀπὸ ὅλα τὰ µέρη τοῦ κόσµου (καὶ ἐπισκέφθηκα πολλὰ) ζηλεύω τὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέµ. Ζηλεύω τὴ φάτνη, τ᾽ ἄχυρα. Ζηλεύω τὰ χέρια τῆς Παναγίας, ποὺ ἀγκάλιασαν τὸ «θεῖον Βρέφος». Ζηλεύω τὰ µάτια τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ τὸ πρωτοεῖδαν. Ζηλεύω τὶς φωνὲς τῶν Ἀγγέλων. Ζηλεύω τὰ γόνατα τῶν ταπεινῶν Ποιµένων, ποὺ γονάτισαν µπροστά του. Ζηλεύω τὰ χνῶτα τῶν ἀλόγων ζώων, ποὺ τὸ ζέσταναν. Ζηλεύω ἐκείνη τὴ σκοτεινὴ νύχτα. Ζηλεύω καὶ θὰ ζηλεύω πάντα ἐκεῖνο τὸ Ἀχούρι τῆς Παλαιστίνης. Ἀλήθεια τί εἶναι τὰ βασίλεια καὶ τὰ ἀνάκτορα τοῦ κόσµου τούτου µπροστὰ σὲ αὐτό; Τί εἶναι τὰ πλούτη καὶ ἡ δόξα, οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ ἀπολαύσεις, καί, γιὰ νὰ ἔρθουµε στὰ δικά µας, τί σχέση µποροῦν νὰ ἔχουν τὰ Χριστούγεννα, ποὺ γιορτάζουν οἱ Χριστιανοὶ τοῦ σήµερα µὲ τὸ παµµέγιστο Μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως; Πόσοι γνωρίζουν; Πόσοι πιστεύουν; Καὶ πόσοι πρωτίστως ζοῦν αὐτὸ τὸ γεγονός; Ἂς θυµηθοῦµε τὰ λόγια τῶν ποιµένων «Διέλθωµεν δὴ ἕως Βηθλεὲµ καὶ ἴδωµεν τὸ ρῆµα τοῦτο τὸ γεγονός».
Ἕνα εἶναι βέβαιο, πὼς Χριστούγεννα γιορτάζουν µόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὴν πορεία τοῦ ἀστέρος. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τοὺς µάγους στὸν δρόµο τους, ὅσοι βλέπουν µἐ αὐτοὺς «Τὸ παιδίον µετὰ Μαρίας τῆς µητρὸς αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν», δηλαδὴ µέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὅσοι προσφέρουν στὸν νεογέννητο βασιλέα δῶρα, ὅπως οἱ µάγοι, οἱ ὁποῖοι «ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σµύρναν». Ἀλλὰ τί δῶρα νὰ τοῦ προσφέρουµε ἐµεῖς οἱ ὄντως πτωχοὶ καὶ πάµπτωχοι πνευµατικά, οἱ πεινασµένοι καὶ γυµνητεύοντες; Ἀλλὰ καὶ ἐὰν εἴχαµε, τί ἆραγε θὰ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρουµε;
Τετρακόσια χρόνια, περίπου, µετὰ τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου ἐκεῖ πλησίον τοῦ ἁγίου Σπηλαίου ζοῦσε ἕνας ἐνάρετος καὶ ἅγιος µοναχός, ὁ Ἱερώνυµος µἐ τὴν συνοδεία µερικῶν εὐλαβῶν γυναικῶν. Μία νύχτα τῶν Χριστουγέννων ὁ Χριστὸς τοῦ ζήτησε ἕνα δῶρο. Ὁ ἄνθρωπος τὰ ἔχασε! Ποῦ νὰ βρεῖ, ἀκτήµων ἀσκητής, ἕνα δῶρο ἐπάξιο στὴν θεία µεγαλειότητα; Ταπεινὰ ρώτησε: «Τί δῶρο θέλεις, κύριε;» Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε σὰν δῶρο τὶς ἀµαρτίες του. Αὐτὸ τὸ δῶρο θέλει καὶ ἀπὸ ἐµᾶς, γιατί εἶναι ὁ µόνος ποὺ ἔχει «ἐξουσίαν ἀφιέναι ἐπὶ γῆς ἁµαρτίας».
Ἄλλωστε δὲν ἔχουµε τίποτε ἄλλο νὰ τοῦ προσφέρουµε, ἀφοῦ ὅλους, κλῆρο καὶ λαό, µᾶς µαστίζει µία γενικὴ πνευµατικὴ πτωχεία. Ἄδεια τὰ χέρια µας, κενὴ ἡ καρδιά µας. Ἂς Τοῦ δωσουµε λοιπὸν τὶς ἀµαρτίες µας, µετανοηµένοι ποὺ Τὸν λυπήσαµε. Ἂς Τοῦ προσφέρουµε τὰ λάθη µας, συντετριµµένοι ποὺ Τὸν περιφρονήσαµε. Ἂς Τοῦ χαρίσουµε τὴν ἀνθρώπινη ἀθλιότητά µας, ταπεινωµένοι ποὺ Τὸν ἐγκαταλείψαµε. Ἐκεῖνος µᾶς περιµένει ὑποµονετικὰ ἐκεῖ ποὺ Τὸν ἀφήσαµε, ἐκεῖ ποὺ Τοῦ γυρίσαµε τὴν πλάτη. Μᾶς περιµένει µἐ ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά Του. Μία ἀγκαλιά, ποὺ µένει πάντα ἀνοιχτὴ καὶ ζεστή.
Ἐὰν δὲν κάνουµε ἔτσι, τότε γιὰ ἀκόµη µία φορὰ θὰ κάνουµε Χριστούγεννα χωρὶς Χριστὸ καὶ Φῶτα δίχως Φῶς. Θὰ κάνουµε τὰ Χριστούγεννα τοῦ «κόσµου τούτου» µὲ φῶτα πολλά. Μὲ γλυκὰ πολλά, µὲ τραγούδια πολλά, µὲ ὅσα βλέπουµε καὶ ἀκοῦµε κάθε χρόνο. Ὅµως ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει θέση σὲ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα. Τὴ θέση του τὴν παίρνει ὁ ἄλλος. Ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ Μαµωνᾶς, ὁ ὁποῖος κάνει τὰ Χριστούγεννα εὐκαιρία καὶ µέσο ἐµπορικοῦ κέρδους, σπατάλης, κραιπάλης καὶ ἀµαρτιῶν πολλῶν «ρητῶν καὶ ἀρρήτων». Χριστούγεννα, στὰ ὁποῖα δὲν ἀκούγεται οὔτε ἡ λέξη «Χριστὸς» πολλὲς φορές. Χριστούγεννα, ποὺ δὲν εἶναι γιορτὴ ἀλλὰ τραγωδία, ποὺ δὲν εἶναι ἐπικοινωνία µἐ τὸν Σαρκωµένο Θεό, ἀλλὰ πανηγύρι µἐ τὸν διάβολο. Χριστούγεννα µὲ πολὺ σκοτάδι, δίχως Φῶς, δίχως ἀληθινὴ χαρά, δίχως ἐλευθερία. Γιὰ ἐµᾶς ὅµως τὰ Χριστούγεννα δὲν θὰ πάψουν νὰ εἶναι ἡ «µητρόπολις τῶν ἑορτῶν», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος. Δὲν θὰ παύσουν νὰ εἶναι τὸ µοναδικὸ καὶ συνταρακτικὸ νέο «τὸ καινόν, τὸ καινότατον», Δὲν θὰ πάψουν νὰ εἶναι ἡ φρέσκια εἴδηση, ἡ εἴδηση τῆς στιγµῆς. Ἐκείνης τῆς στιγµῆς, ποὺ πάντοτε πρέπει νὰ ἔχουµε στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά µας, µέχρι τὴ στιγµὴ ποὺ θὰ κλείσουµε τὰ µάτια µας, γιατί στιγµὴ χωρὶς Χριστὸ εἶναι πραγµατικὸς θάνατος καὶ κόλαση.
Ἡ Ἐκκλησία µας, ὅσο ὑπάρχει αὐτὸς ὁ κόσµος, θὰ ψάλλει πανηγυρικὰ «Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε» καὶ θὰ προσκαλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν τὴν καρδιά τους φάτνη, γιὰ νὰ ἐναποθέσει ἡ Παναγία τὸ θεῖο Βρέφος. Τὸ σπήλαιο ἐκεῖνο µετὰ τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου ἔπαψε νὰ εἶναι Ἀχούρι, τουτέστι στάβλος ἀλόγων ζώων. Ἔγινε τὸ κέντρο τῆς γῆς καὶ τὸ σηµεῖο ἀναφορᾶς ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐὰν καὶ ἐµεῖς δεχθοῦµε τὸ θεῖο Βρέφος µέσα στὸ ἀχούρι τῆς ψυχῆς μας, ἀχούρι ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ἐλαττώµατα καὶ τὶς ἐλλείψεις µας, τότε καὶ ἡ δική µας καρδιὰ θὰ γίνει κατοικία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ θρόνος τοῦ Ἐπουρανίου βασιλέως. Θὰ εἶναι κρίµα νὰ µείνει πανδοχεῖο, ὅπου «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύµατι».
Χριστὸς ἐτέχθη! Ἀληθῶς ἐτέχθη!