Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός ἔρχεται, κοιτάζει τούς στρατιῶτες του μέ τά ὅπλα, κοιτάζει βλοσυρός καί τούς μελλοθανάτους Ἑλληνοκυπρίους. Ρίχνει μία ματιά πρός τά πάνω καί βλέπει μία κληματαριά νά ἁπλώνεται καί νά σκεπάζει τήν αὐλή. Βλέποντας τά ὡραῖα σταφύλια ζητάει ἕνα τσαμπί, γιά νά παρατείνει σκόπιμα τήν ἀγωνία τῶν αἰχμαλώτων μελλοθανάτων.
Τήν ὥρα πού ἑτοιμάζεται νά τό φάει, ἀκούγεται δυνατή ἡ φωνή τοῦ δασκάλου: Μή τό φᾶς, προχθές τό ράντισα μέ δηλητηριώδη φάρμακα. Θά πεθάνεις!
Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός μένει ἄναυδος καί γεμάτος κατάνυξι τόν ἐρωτά: Καλά ἀφοῦ τό ξέρεις ὅτι σέ λίγο θά δώσω διαταγή νά σᾶς σκοτώσουν, γιατί δέν μέ ἄφησες νά τό φάω καί ἔτσι νά μέ ἐκδικηθεῖς;
Καί ὁ δάσκαλος τοῦ ἀπάντησε μέ εἰρήνη καί γαλήνη:
Εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός καί τώρα πρόκειται νά φύγω ἀπό τό κόσμο αὐτό καί νά παρουσιασθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν θά ἤθελα νά βαρύνω τή ψυχή μου μέ μιά τόση βαριά ἁμαρτία καί νά μή προειδοποιήσω κάποιον, ἔστω καί τόν ἐχθρό μου γιά τό θανάσιμο κίνδυνο πού διατρέχει, καταργώντας ἔτσι τήν μεγάλη ἐντολή τῆς ἀγάπης καί συγνώμης πρός αὐτόν.
Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικός συγκλονίζεται γιά μία ἀκόμη φορᾶ καί στρέφεται στούς στρατιῶτες τοῦ λέγοντας: