Περί νοερᾶς προσευχῆς, Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης (Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου

Εὐλογημένα μου παιδιά, σήμερα ὁ λόγος μας θὰ εἶναι καὶ πάλι γιὰ τὴν εὐλογημένη νοερὰ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ μας.

Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ προσευχὴ αὐτή; Γιατί δὲν μοιάζει μὲ τὶς ἄλλες γνωστὲς προσευχὲς καὶ τὰ ὡραιότατα λατρευτικά, δοξαστικά, ἱκετευτικὰ καὶ ὑμνολογικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας; Διότι εἶναι ἡ πεμπτουσία ὅλων αὐτῶν τῶν προσευχῶν, σὲ μιὰ τελείως λιτὴ διατύπωση, εὔκολη, εὔχρηστη, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὴ καὶ ἁγιαστική, ἀφοῦ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἀσκεῖται γίνεται ὄχι μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ βαπτισμένου ἀνθρώπου, ὅπου κατοικεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, ἀπαρνούμενος τὸν κόσμο καὶ συγκεντρούμενος μέσα στὸ φυσικό του κατοικητήριο (τὴν καρδιὰ) καὶ ἐκεῖ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, ἐπικαλούμενος νοερά, ἀφάνταστα, ἀσχημάτιστα, ἀχρωμάτιστα, ἀδιάλειπτα, τὸ πανίσχυρο καὶ ζωοπάροχο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν».
Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ μας εἶναι ἁπλή, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ μακροχρόνιο κόπο καὶ βία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Διότι ἡ προσευχὴ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μόχθος καὶ κόπος ἀέναος, γιὰ νὰ ἀποσπάσουμε τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ τὰ μάταια καὶ νὰ στραφοῦμε ἀνυποχώρητα πρὸς τὰ οὐράνια. Ὁ Ἀββᾶς Εὐάγριος ἔγραψε, «προσευχὴ γὰρ ἐστὶν ἀπόθεσις νοημάτων».

Ἡ πιὸ δύσκολη ἀρετὴ εἶναι ἡ προσευχή, διότι αὐτὴν μάχεται καὶ ἐχθρεύεται ὁ μισόκαλος διάβολος, καὶ μετέρχεται τὰ πάντα μὲ ἀπίθανη πονηρία προκειμένου νὰ τὴν ἐμποδίσει, εἰδικὰ αὐτήν, τὴν νοερὰ καλουμένη προσευχή, καὶ ἔτσι νὰ ἀποτρέψει τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν ἐγκάρδια συνομιλία τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μὲ τὸ Θεό.

Εἶναι τόσοι οἱ περισπασμοὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἡ πολύμορφη ματαιολατρεία καὶ οἱ πειρασμοί, ὥστε δύσκολα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ στρέψει τὴν προσοχὴ του ἀπόλυτα καὶ νὰ ἑνώσει τὸ νοῦ μὲ τὴν καρδιά. Ὅσο ἁπλὸ φαίνεται καὶ εὔκολο, νὰ ὁδηγήσει ὁ προσευχόμενος τὸ νοῦ του στὴν καρδιά, τόσο καὶ οἱ προβαλλόμενες δυσκολίες ἐκ τοῦ πονηροῦ εἶναι προβληματικές, τουλάχιστον στὴν ἀρχὴ τῆς προσπάθειας. Χρειάζεται κόπος πολὺς καὶ ἀγώνας καὶ ἐπιμονὴ γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ νοῦς μέσα στὴν καρδιά.

Χρειάζεται ἀκόμη, μεγάλη προσοχή, νὰ γνωρίζουμε τὸν μηχανισμό της καὶ τὶς προϋποθέσεις, ὥστε νὰ μὴν πέσει κανεὶς σὲ πλάνη καὶ φαντάζεται ὅτι προσεύχεται νοερῶς ἢ ἀκόμη ὅτι βλέπει ὁράματα, καὶ γίνει περίπαιγμα τῶν δαιμόνων. Πόση ἀνάγκη λοιπὸν ἔχει ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται νοερὰ καὶ μὲ προαίρεσι ἀγαθή, ἀπὸ ἔμπειρον ὁδηγὸν στὰ τοιαῦτα! Ἀπὸ ἔλλειψη ὁδηγῶν, πολλοὶ πλανέθηκαν ἀπὸ πονηρία τῶν δαιμόνων καὶ ἔχασαν τὴν ψυχή τους.

Ἔτσι λοιπόν, ἡ προσευχὴ ποὺ ἀρχίζει ὡς θεληματικὴ ἐνέργεια καὶ ὡς βία κατὰ τῶν ματαίων ἐπιθυμιῶν μας, σιγὰ – σιγὰ γίνεται θεόσδοτο καὶ οὐράνιο δῶρο καὶ συνεχίζεται μέσα μας, σὰν μιὰ δεύτερη ἀναπνοή, νύχτα καὶ ἡμέρα, καὶ μᾶς φέρνει σὲ ἄμεση καὶ ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ ψυχή μας δέχεται τὴν ἀγαλλίαση τοῦ Θείου Πνεύματος, σὰν φώτιση, κάθαρση, ἁγιασμὸ καὶ ὅλες τὶς ἄλλες θεῖες δωρεές.

Ὅταν, λοιπόν, κατανοήσουμε ὅτι μὲ τὴ βάπτισή μας στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν καθαριστήκαμε μόνο ἀπὸ τὸν ρύπο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ ταυτόχρονα δεχθήκαμε τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ πιστεύσομε εἰλικρινὰ ὅτι μέσα μας κατοικεῖ ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, ὁ ἄπειρος καὶ ἀπερινόητος, τότε ἡ πίστις αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀντιληφθοῦμε καθαρὰ τὴν σημασία, ἀλλὰ καὶ τὴν δύναμη τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, καὶ τὸν λόγο, ποὺ ἐπιβάλλει τὴν συγκέντρωση τῆς προσοχῆς καὶ τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιά.

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, «σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖον σου…» δὲν ἀναφέρονται σὲ κανένα ὑλικὸ ταμεῖο, σὲ χῶρο ὑλικό, ἀλλὰ πνευματικό. Καὶ πνευματικὸ ταμεῖο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ καρδιά. Ἡ καρδιὰ ἐπίσης εἶναι -κατὰ τοὺς Νηπτικοὺς Πατέρες- καὶ τόπος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς κατέβει στὴν καρδιὰ καὶ δὴ στὴν πνευματική, δὲν πρέπει νὰ μείνει σιωπηρὸς καὶ ἄπραγος, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀσχολεῖται πάντοτε μὲ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», χωρὶς διακοπή, πρᾶγμα, ποὺ τὸ κατορθώνει ἡ βία, κυρίως ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ διάβολος πολὺ ἐνοχλεῖται μ’ αὐτὸ τὸ θέμα. Δὲν θέλει ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ νὰ λέγεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀντιστρατεύεται τρομερὰ ὅταν δεῖ ἄνθρωπο νὰ σκέπτεται ἢ νὰ ἀρχίζει νὰ προσεύχεται νοερά. Τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Σωτῆρος τὸν κάνει ἀνάστατο, θηρίο.

Βλέπετε πὼς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ πλᾶσμα του, τὸν ἄνθρωπο, εἶναι πολὺ μεγάλη. Ὁ Χριστὸς ἂν καὶ Θεός, ἐπτώχευσε, ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ πέρασε τόσα βάσανα γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν περιγράφεται. Μιὰ στιγμὴ αὐτῆς τῆς ἐπουρανίου ζωῆς εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη καὶ ὡραιότερη, ἀπ’ ὅλες τὶς χαρὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ μὴ προσκολληθεῖ ἡ ψυχή μας σ’ αὐτὸ τὸν μάταιο καὶ παροδικὸ κόσμο. Ἐδῶ ὅ,τι ἔχουμε, μιὰ μέρα θὰ τὸ χάσουμε. Γιατὶ δὲν μᾶς χρειάζεται ἐκεῖ. Θὰ πάρουμε μαζί μας μόνο τὰ καλά μας ἔργα καὶ τὴν καθαρὴ ψυχή. Αὐτὰ θὰ γίνουν εἰσιτήριο γιὰ τὸ οὐράνιο ταξίδι. Ἂν εἴμαστε καθαροὶ θὰ συνοδεύσουν ἄγγελοι τὴν ψυχή μας στὸν ἄγνωστο αὐτὸ δρόμο ποὺ πρώτη φορὰ θὰ βαδίζει πηγαίνοντας νὰ προσκυνήσει τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἂν τότε βρεθοῦμε χρεωμένοι, ἄλλοιμονό μας, μᾶς ἁρπάζουν οἱ δαίμονες˙ δὲν ὑπάρχει φρικτώτερη ὥρα ἀπ’ αὐτήν. Αὐτὰ νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ Τὸν γνωρίσουμε καὶ νὰ Τὸν ἀγαποῦμε. Ὅ,τι θλίψεις περνᾶνε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐκεῖ θὰ μᾶς εἶναι ἀνακούφιση˙ θὰ εἶναι βραβεῖα τῆς ὑπομονῆς μας στὸν κόσμο αὐτό. Ὅποιος δὲν περάσει βάσανα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν σώζεται. Κάνετε λοιπὸν ὑπομονὴ μέχρι τέλους. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται».

Ὁ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐνανθρωπήσας Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εὔχομαι νὰ γεννηθῆ μέσα στὶς ψυχὲς ὅλων μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγιάζει καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύει στὸν ἀγώνα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς νήψεως, στὴν καταπολέμηση τῆς ἀμέλειας καὶ τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας, διὰ πρεσβειῶν τῆς Κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Ἀμήν.

Θαυμάσια καὶ σωτήρια ἡ φωτισμένη πεῖρα τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, μᾶς βοηθᾶ, ὥστε εὔστοχα νὰ διδασκώμεθα τὸν τρόπο καὶ τὸν σκοπὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθάνει ὁ καλῶς προσευχόμενος στὴ θεία ἐπαφὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο. Τόσο οἱ παλαιοὶ ἀσκητὲς Πατέρες, ὅσο καὶ οἱ τωρινοὶ Γέροντες, μᾶς λέγουν πῶς νὰ προσευχώμεθα: κάθησε σ’ ἕνα τόπο παράμερο, ἥσυχο, μόνος μέσα στὸ κελλάκι σου καὶ ἐκεῖ μάζωξε τὸ νοῦ σου ἀπὸ κάθε πρόσκαιρο καὶ μάταιο πρᾶγμα. Πρωτίστως ὅμως, ὁ νοῦς, μὲ τὴν αἴσθησή του, νὰ ἔχει βρεῖ τὴν καρδιά, χωρὶς νὰ τὴν φαντάζεται, σκεπτόμενος ὅτι στὴν καρδιὰ βρίσκεται ἡ ἀόρατη χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος ποὺ ἐλάβαμε μὲ τὴν βάπτισή μας στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ τρόπου θὰ ὑπάρξουν δυσκολίες, κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀλλ’ αὐτὲς δὲν πρέπει νὰ σταθοῦν ἐμπόδιο διότι θὰ παραμερίσουν μὲ τὸ χρόνο καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει πολὺ νὰ προσέξουμε, εἶναι ἡ ἀμέλεια. Ὁ χαμένος χρόνος δὲν ξαναγυρίζει πλέον γιὰ νὰ ποῦμε τὶς χαμένες εὐχές. Τὸ πνευματικὸ κέρδος των δὲν τὸ ἔχουμε βάλει στὸ πνευματικὸ βαλάντιο. Αὐτὸ θὰ μᾶς συμβεῖ καὶ στὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας, ἂν δὲν ἀναλάβουμε ἀγώνα ἐπιμελημένο, νὰ βιάσουμε τὸν ἑαυτό μας στὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἀποκλείοντας ἔτσι τὰ κακὰ τῆς ἀμέλειας.

Ὅταν νοιώθω τὴν εὐχὴ νὰ λέγεται τόσο ὄμορφα καὶ ἡ ψυχή μου νὰ ὁλοδροσίζεται θεοχαριτωμένα, τότε πιά, πέρα ὡς πέρα, ἀντιλαμβάνομαι τί μεγάλη ζημιὰ μοῦ ἔκανε ὁ λίβας τῆς καταστρεπτικῆς ἀμέλειας, καίγοντας καὶ μαραίνοντας τὸ ὁλόδροσο θεϊκὸ λουλούδι, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Τρέμω ἀπὸ φόβο καὶ ἔλεγχο, γιὰ τὸ τί θὰ πῶ στὸ Θεό, μετὰ ἀπὸ τόσες γνώσεις περὶ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νήψεως, ὅταν παρουσιάσω τόση ἀσυγχώρητη ἀμέλεια στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἑκατομμύρια εὐχὲς ματαίωσε ὁ χρόνος τῆς ραθυμίας καὶ τῆς ἀμέλειας! Νὰ ἦταν αὐτὸ μόνο! Ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ πλαδαρὴ ζωὴ πόσα καὶ πόσα ἁμαρτήματα δὲν συσσωρεύουν, καὶ σὰν ἄλλο δυσβάστακτο φορτίο, φορτώνονται στοὺς ἀδύναμους ὤμους τῆς καχεκτικῆς ψυχῆς τοῦ ἀμελοῦς!
Τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου γίνονται τεῖχος (κατὰ τοὺς Πατέρες) ἀνάμεσα ψυχῆς καὶ Θεοῦ καὶ ἐμποδίζουν ἔτσι τὸ θεῖο ἔλεος νὰ κατέλθει στὸν ἄνθρωπο. Τὸ μακάβριο αὐτὸ τεῖχος τῶν ἁμαρτιῶν πρέπει νὰ πέσει, γιὰ νὰ ἐπανασυνδεθεῖ ἡ ψυχή, μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα της. Καὶ πέφτει μόνο μὲ τὴν ἱερὴ δύναμη τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς μετάνοιας. Καὶ τότε, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κατεβαίνει ὡς ἄλλη δρόσος Ἀερμών, σὰν ὁλοφώτεινος ἀνοιξιάτικος ἥλιος, καὶ πλημμυρίζει ἡ καρδιὰ τοῦ κεκαθαρμένου ἀνθρώπου ἀπὸ χάρι καὶ δάκρυα μετανοίας καὶ ἀνέκφραστης χαρᾶς. Καὶ ἂν διατηρήσει αὐτὴ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἐν προσοχῇ σὲ ὅλα, καὶ τὴν σμίξει μὲ τὴν ἐργασία τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, καὶ χωρίσει τὸν ἑαυτό του ἐν ἡσυχίᾳ, μονάζων «ὡς στρουθίον ἐπὶ δώματος», τότε ἄρχονται τὰ ὑψηλὰ τοῦ θείου ἐλέους. Ἐδῶ ἀφήνω τὸν ἡσυχαστικὸ φιλόσοφο, τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὰ ὑψηλὰ χαρίσματα τῆς μετανοίας καὶ τῆς εὐχῆς.

«Διὰ τῆς συνεχοῦς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, φεύγουν οἱ μάταιοι λογισμοί, ὁ νοῦς περιορίζεται εἰς τὴν ἐνθύμησιν τῶν θείων νοημάτων, δὲν ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀλλὰ ἐκ τῆς μεγίστης ἡδονῆς τῆς συνεχοῦς μελέτης τοῦ θείου ὀνόματος, ὑψοῦται εἰς τὸν Θεόν. Λαμβάνει αἴσθησιν τῆς ἄλλης ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ τὴν εἰς τοὺς δικαίους ἀποκειμένην ἐλπίδα, προγεύεται τὸ μεγαλεῖον ἐκείνης τῆς ζωῆς καὶ λέγει μετ’ ἐκπλήξεως, «ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως καὶ φρονήσεως τοῦ ἀνεξιχνιάστου Θεοῦ». Διότι ἡτοίμασεν ἄλλον κόσμον τόσον θαυμαστὸν διὰ νὰ εἰσαγάγη εἰς αὐτὸν ὅλους τοὺς λογικοὺς καὶ φυλάξει αὐτοὺς εἰς τὴν ἀτελεύτητον ζωήν… Κάθε κόπος καὶ μόχθος καὶ πειρασμὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴν μακαρίαν ἐκείνην ζωήν. Καὶ μυρίας ζωὰς ἐὰν ἔχομεν, καὶ ὅλας ἐὰν τὰς ἐθυσιάζαμεν, δὲν ἐκάναμεν τίποτε τὸ σπουδαῖον ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Δεσπότης Χριστός, διὰ τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ αἵματος ἐπιποθεῖ νὰ ἀποκαταστήση ἡμᾶς… Διὰ τοῦτο ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος λέγει «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι δόξαν». (Αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ).

Τί πόθος ἱερός, τί ζῆλος ἀγαθὸς ποὺ γίνεται στὴν ψυχή, ἀκούγοντας τόσα ὡραῖα πνευματικὰ χαρίσματα περὶ οὐρανίας γεύσεως, ποὺ λαμβάνει ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ εἰλικρινά, ποὺ προσεύχεται συνεχῶς καὶ ἡσυχάζει. Ἂν θέλουμε καὶ ἡμεῖς νὰ γευθοῦμε μὲ αἴσθηση τὴν αἰώνια ζωή, τὸ Θεὸ μέσα μας, μὲ αἴσθηση καὶ ψηλάφηση, πρέπει νὰ ἀναλάβουμε βιαστικὸ ἀγώνα νήψεως ἐν πᾶσι. Νὰ ἀφήσουμε τὴν ἀμέλεια στὴν ἄκρη, καὶ νὰ πιάσουμε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ στὸ στόμα, στὸ νοῦ, ἀδιάλειπτα, προσέχοντας καὶ ἐπαγρυπνώντας σὲ ὅλα. Ἡ ἐπίγνωση τῆς μηδαμινότητάς μας νὰ κάμνει ἀνύστακτα τὴν παρουσία της σ’ ὅλες τὶς ἐνέργειες τοῦ νοῦ. Ἡ μνήμη τῆς θείας παρουσίας, πρέπει νὰ μᾶς συνέχει συνεχῶς.

Τί νοερὴ δροσιὰ ποὺ ἁπλώνεται στὴν ψυχή, καὶ τί ἀσφάλεια τῆς γίνεται, νοιώθοντας ὅτι ζῆ καὶ ὑπάρχει μέσα στὸ Θεὸ Πατέρα της καὶ αὐτὸς μέσα σ’ αὐτήν! Τί μακαριώτερο νὰ ἀξιωθεῖ ὁ τιποτένιος ἄνθρωπος νὰ νοιώσει ζωντανὰ τὸ Θεὸ κατὰ χάριν καὶ μέθεξιν!

Εὐλογημένα μου παιδιά! Προσπαθῆστε νὰ αἰσθανθῆτε τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς «ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ καὶ γέγονεν ἄνθρωπος» γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν Οὐράνια βασιλεία Του. Ἐχάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων τὸν ἐπίγειο Παράδεισο, ἀντ’ αὐτοῦ ὅμως ὁ Χριστός, μᾶς χαρίζει τὸν οὐράνιο Παράδεισο.