Ζώντας μέσα σ’ έναν κόσμο οπού όλοι τρέχουμε ασταμάτητα, μονίμως υπεραπασχολημένοι, δεν μένει χρόνος για προσευχή. Ούτε και τη θεωρούμε κάτι σημαντικό. Η συνομιλία με τον Θεό είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Για πολλούς είναι χάσιμο χρόνου, κάτι το δευτερεύον, πάρεργο. Όχι μόνο δεν προσευχόμαστε για τον εαυτό μας, άλλα ούτε για τούς άλλους. Και αυτή η ελάχιστη προσευχή πού πιθανόν να κάνουμε, είναι σαν των παιδιών των πέντε χρόνων, θυμόμαστε τον Θεό και μιλούμε μαζί του, μόνον όταν θέλουμε κάτι, ή κάποιο άσχημο γεγονός συμβαίνει στη ζωή μας.
Ο προσευχόμενος άνθρωπος είναι για τον πολύ κόσμο ακατανόητος. Είναι πολύ χαρακτηριστική η εντύπωση πού έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι για τους μοναχούς και τα μοναστήρια. Το κυριότερο έργο του μονάχου είναι η προσευχή, η όποια επιδρά σ’ όλο τον κόσμο. Αν τα μοναστήρια δεν είναι τόποι προσευχής, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Και όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν αύτη τη μεγάλη αλήθεια. Είναι συνηθισμένες οι αφελείς ενστάσεις: «Τι κάθονται οι μοναχοί ατά μοναστήρια; Γιατί δεν κατεβαίνουν στον κόσμο να βοηθήσουν τούς ανθρώπους; Ο κόσμος έχει τόσα προβλήματα και τόσες ανάγκες…!». Πράγματι ο κόσμος έχει πολλά προβλήματα και πολλές ανάγκες. Αλλά το κυριότερο πού έχει ανάγκη είναι η προσευχή. Και αλίμονο για τον κόσμο αν σταματήσει η προσευχή.
Στη δεκαετία του ’20 στη Ρωσία έκλεισαν όλα τα μοναστήρια. Για το ρωσικό λαό, πού είναι ένας λαός προσευχόμενος, το γεγονός αυτό ήταν αβάσταχτο. Αγαπούσαν τα μοναστήρια και τα τιμούσαν, γιατί γνώριζαν ότι είναι τόποι προσευχής και χωρίς την προσευχή των μοναχών ένιωθαν ξεκρέμαστοι. Γι’ αυτό πολλοί πιστοί, γύρω ή μακριά απ’ τα μοναστήρια, αποφάσισαν να συνεχίσουν τις προσευχές των μοναχών. Για να μη σταματήσει η προσευχή. Και δημιουργήθηκε μία αλυσίδα προσευχής από πιστούς ανθρώπους, πού πέρα από την οικογενειακή τους ζωή και τις ποικίλες φροντίδες πρόσθεσαν και τη ζωή της προσευχής των μοναχών. Πίστευαν ακράδαντα, ότι στις δύσκολες ημέρες των σκληρών διωγμών το κυριότερο όπλο των πιστών ήταν η προσευχή. Και ανέλαβαν με χαρά αύτη τη μεγάλη ευθύνη. Ένιωθαν ότι ήσαν υπεύθυνοι απέναντι στους χειμαζόμενους αδελφούς τους. Και όχι μόνον αυτό. Την έλλειψη των μοναστηριών την αντικατέστησαν μυστικές μοναστικές αδελφότητες. Ζούσαν δηλαδή κρυφοί μοναχοί, σε πολυκατοικίες ή ακόμη και σε εργοστάσια. Εργάζονταν κανονικά κι επέστρεφαν στο διαμέρισμα τους, όπου συνάζονταν όλοι οι κρυφοί μοναχοί και τελούσαν τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. Έτσι η προσευχή δεν σταμάτησε σ’ αυτή την πολύπαθη χώρα. Τα παλιά χρόνια στο Βυζάντιο υπήρξαν οι μονές των ακοιμήτων. Νύχτα μέρα η προσευχή δεν σταματούσε, από τους μοναχούς πού εναλλάσσονταν με βάρδιες. Στο γυναικείο μοναστήρι του Ντιβέγιεβο, ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ είχε δώσει εντολή στις μοναχές να τηρούν τον κανόνα της ακοίμητης προσευχής. Στο μοναστήρι αυτό, στο οποίο ζουν 250 μοναχές και βρίσκονται τα λείψανα του αγίου Σεραφείμ, τηρούν και σήμερα την εντολή του οσίου. Η προσευχή συνεχίζεται όλο το εικοσιτετράωρο, υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Ο άγιος Σεραφείμ είχε προειδοποιήσει τις μοναχές: «Αν θα σταματήσετε αύτη την προσευχή, τότε θα έλθει η καταστροφή του κόσμου». Γι’ αυτό και οι μοναχές τηρούν με ευλάβεια την εντολή του οσίου. Αισθάνονται βαθιά την ευθύνη τους απέναντι σ’ όλο τον κόσμο.
Κάποιοι επισκέπτες με κοσμικό φρόνημα ρώτησαν τον π. Παΐσιο: «Γιατί δεν κατεβαίνετε στον κόσμο να βοηθήσετε πιο ενεργά και πρακτικά; Ο κόσμος έχει ανάγκη». Και ο Γέροντας απάντησε: «Και τότε ποιος θα προσευχηθεί για τούς αδελφούς μου τους Πακιστανούς, τους Ινδού; Ποιος θα ασχοληθεί και θα ενδιαφερθεί γι’ αυτούς;». Ο Γέροντας δεν έβλεπε μυωπικά τα πράγματα. Με την προσευχή του αγκάλιαζε όλο τον κόσμο και η προσφορά του ήταν ασύγκριτα πιο μεγάλη απ’ αυτήν πού του πρότειναν οι εν λόγω προσκυνητές. Και είναι γνωστή σε όλους η δύναμη της προσευχής, όπως και όλων των αγίων, παλαιών και νεοτέρων.
Κυκλοφορεί ευρέως κι ένα θαυμάσιο περιστατικό. Ένα παιδί πριν λίγα χρόνια ξέφυγε από την επιτήρηση των δικών του και βρέθηκε στις ρόδες ενός φορτηγού. Όμως το παίδι σώθηκε, όπως ομολόγησε, χάρη στην επέμβαση ενός «παππούλη». Παραδόξως ο παππούλης αυτός έγινε άφαντος. Η σωτηρία του παιδιού από βέβαιο θάνατο παρέμεινε μυστήριο. Όταν κάποτε το παιδί με τον πατέρα του βρέθηκε στο Άγιον Όρος, αναγνώρισε στο πρόσωπο του π. Παϊσίου το σωτήρα του. Ο π. Παΐσιος αντέτεινε ότι εκείνο τον καιρό βρισκόταν μέσα στο Άγιον Όρος. Τελικά ρώτησε για την ώρα πού συνέβη το γεγονός και παραδέχτηκε ότι εκείνη την ώρα προσεύχεται για τα τροχαία ατυχήματα!
Παρόμοιο είναι και το επόμενο περιστατικό: «Ο Γέροντας όλη τη νύχτα την είχε αφιερώσει στην προσευχή’ μόνο τα χαράματα, κάνα-δυό ώρες ξεκουραζόταν, για να μπορέσει η αγάπη του να ανταποκριθεί προς τον πονεμένο κόσμο πού τον επισκεπτόταν. Τη νύχτα ευχόταν πάρα πολύ για τη νεολαία μας πού ταλαιπωρείται και ιδίως γι’ αυτούς πού ξενυχτούν σε διάφορα κέντρα διασκεδάσεως και κινδυνεύει η ζωή τους. Πάρα πολλά είναι τα περιστατικά εκείνα πού δείχνουν ότι οι ευχές του Γέροντα σκέπαζαν πολλούς από τις κακοτοπιές. Ο ίδιος, βέβαια, ποτέ δεν παραδεχόταν ότι αύτος έκανε κάτι. Ένα, λοιπόν, απ’ αυτά τα περιστατικά θα σας διηγηθούμε εδώ ως δείγμα μικρό της μεγάλης αγάπης του:
Ο νεαρός… από την Αθήνα, ήταν άνθρωπος της πιάτσας, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με την Εκκλησία και τη θρησκεία ούτε και οι γονείς του. Μια φορά, λοιπόν, γύρω στις τρεις την νύχτα, έτρεχε με τη μοτοσυκλέτα του με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ανέβαινε την οδό Καβάλας κατευθυνόμενος από την Αθήνα προς το Δαφνί. Όπως, λοιπόν, έτρεχε ιλιγγιωδώς, ξαφνικό βλέπει μπροστά του ένα γέροντα μοναχό. Σάστισε και αφήνοντας το γκάζι από το πόδι του έκοψε ταχύτητα, πατώντας και φρένο. Αμέσως ο Γέροντας χάθηκε από τα μάτια του μυστηριωδώς, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί Την ίδια όμως στιγμή συνέβη κάτι πού του έκοψε την ανάσα: Στη θέση οπού πριν λίγο είχε εμφανιστεί ο γέροντας μοναχός κι από δεξιά πέρασε μια νταλίκα, παραβιάζοντας το κόκκινο φανάρι με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Αν δεν είχε προηγηθεί η εμφάνιση του γέροντα μονάχου, ο νεαρός θα ήταν ήδη νεκρός, γιατί θα είχε πέσει επάνω του η νταλίκα! Τρέμοντας, λοιπόν, συνέχισε την πορεία του, ενώ την καρδιά του την είχαν πλημμυρίσει λογισμοί απορίας και θαυμασμού για το ανεξήγητο γεγονός.
Μετά από πολύ καιρό τον παρότρυναν κάποιοι φίλοι του να πάνε μαζί στο Άγιον Όρος, για να δουν ένα Γέροντα πού, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, έκανε θαύματα. Ήρθαν, λοιπόν, στο Άγιον Όρος και όταν έφθασαν στην Παναγούδα, ο νεαρός… έμεινε άναυδος! Μπροστά του ολοκάθαρα έβλεπε το γέροντα μοναχό, πού με τη μυστηριώδη του εμφάνιση του είχε σώσει τη ζωή! Εξιστόρησε τότε το γεγονός στον Γέροντα, κι εκείνος όπως έκανε πάντα, επιχείρησε να του χαλάσει το λογισμό με το να μην παραδέχεται το γεγονός. Προσπάθησε δηλαδή να κάνει το νεαρό να μην πιστεύει ούτε κι ο ίδιος ότι ήταν ο Γέροντας αυτός πού του είχε φανερωθεί. Ο… ήταν όμως απόλυτα σίγουρος και δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ό,τι είχε δει με τα ίδια του τα μάτια. Θαύμασε όμως ταυτοχρόνως και για την ταπείνωση του Γέροντα, πού με τίποτα δεν ήθελε να παραδεχτεί την αλήθεια.
Κι ο Γέροντας όμως από τη μεριά του είχε δίκιο, γιατί σύμφωνα με το ορθό φρόνημα του έβλεπε ότι Άλλος ήταν ο ενεργών τα θαυμαστά κι όχι ο ίδιος. Έλεγε χαρακτηριστικά: Το μόνο πού με τη βοήθεια του Θεού μπορώ να κάνω είναι με πόνο, ταπεινά, να εύχομαι όλη τη νύχτα για όσους βρίσκονται στους δρόμους και κινδυνεύουν. Ο καλός, λοιπόν, Θεός που (λόγω του αυτεξούσιου μας) ζήτα να βρει αφορμή, για να σώσει τα άτακτα και ανυπάκουα παιδιά Του, παίρνει αφορμή οπό τη δική μου προσευχή και ενεργεί Εκείνος. Όμως ο Κύριος μας, επειδή είναι “η όντως ταπείνωση”, δεν θέλει να φανερωθεί, αλλά θεωρώντας ως αιτία τη δική μου προσευχή βάζει κάποιον άγγελο με τη δική μου μορφή κι έτσι… “βρίσκω τον μπελά μου”!» (Ίερομ. Χριστοδούλου, «Σκεύος εκλογής», σ.29-30).
Αρχιμανδρίτου Νεκτάριου Αντωνόπουλου
Από το βιβλίο «Υπεύθυνοι για όλα», έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2007
Από το βιβλίο «Υπεύθυνοι για όλα», έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2007