Αύτη ή έξομολόγησις μου έδωσε χαράν εις τήν ψυχήν, διότι έχάρη ό Θεός καί οι άγγελοι, πού τήν περίμεναν από στιγμήν εις στιγμήν” κατώρθωσες νά καταισχύνης τόν διάβολον, πού χαίρει τόσον πολύ, όταν κρύβη τους λογισμούς του κανείς από τόν πνευματικόν του πατέρα.
Τό φίδι, όταν βγή άπό τήν φωλιά του, τρέχει διά νά κρυφθη, διότι αισθάνεται ότι θά τό κτυπήσουν. “Ετσι καί ό διαβολικός λογισμός, πού είναι ωσάν φαρμακερό φίδι. Οταν βγη άπό τό στόμα του άνθρωπου, διαλύεται καί εξαφανίζεται διότι ή έξομολόγησις είναι ταπείνωσις, οπότε ό σατανάς ούτε νά μυρισθή δεν δύναται τήν ταπείνω-σιν, καί πώς είναι δυνατόν νά σταθή μετά τήν ταπεινήν καί ειλικρινή έξομολόγησιν;
Άλλα, παιδί μου, εύχομαι καλήν αρχήν καί προσοχήν. Νά μήν έντρέπεσαι καθόλου εμένα, μή μέ έκλαμβάνης ως άνθρωπον, αλλά ώς άντιπρόσωπον του Θεου. Τά πάντα σου νά μου λές έστω καί αν κάτι σου λέγη ό λογισμός καί δι’ έμέ, διότι έγώ έχω πειραν τών διαβολικών επηρειών καί γνωρίζω πώς πολεμά τόν άνθρωπον καί ότι τά πνευματικά παιδιά έχουν άπλήν καρδίαν καί άν τους έρχονται λογισμοί κακοί, αυτό οφείλεται εις τήν κακίαν του διαβόλου καί εις τόν έγωϊσμόν του παιδιού, πού παραχωρείται νά υποπίπτη εις παρομοίους λογισμούς προς τό πρόσωπον του Γέροντος, όπως ταπεινωθή περισσότερον.
Διά τούτο μή λυπήσαι. Θά χαίρωμαι πάντα, οταν μου μιλάς ελεύθερα καί ειλικρινά, διότι χωρίς καθαράν έξομολόγησιν δεν πρόκειται νά γίνη ουδεμία πρόοδος εις τόν πνευματικόν τομέα.
2α. Λοιπόν, παιδί μου, μην έχης καμμίαν μέριμναν, τό φορτίον ανέλαβα εγώ περί σου μόνον σε παρακαλώ νά ήσυχάσης’ εσύ μου γράφεις διά γραφίδος, αλλά εγώ αισθάνομαι τήν δύναμιν, τήν έννοιαν, τήν ούσίαν των γραφομένων’ εισέρχομαι εις τό πνευμα των λόγων σου. Σέ ικετεύω, ησύχασε πλέον’ όλα σου είναι συγκεχωρημένα μέ τήν έξομολόγησιν πού κάνεις’ ό σατανάς αντελήφθη τόν χαρακτήρα σου καί σέ τυραννά χωρίς νά συμβαίνη τι τό σοβαρόν’ όσα μου γράφεις, δηλαδή τους λογισμούς πού σέ βασανίζουν, όλα είναι τέχνη του πονηρού διά νά σέ φέρη εις άπόγνωσιν, εις στενοχωρίαν κ.λ.π. Ολα όσα συνέβησαν, ρίψε τα εις τόν αίγιαλόν, εις τό βάθος, νά χαθούν’ χάραξε τώρα νέαν πορείαν ζωής.
Έάν σκέπτεσαι τά ίδια, νά ήξεύρης ότι θά γίνης έπίχαρμα των δαιμόνων’ μόνον, σέ παρακαλώ, κάνε μου ύπακοήν’ ή έξομολόγησίς σου τά έχει συγχωρήσει όλα’ λοιπόν μή θέλης πάλιν νά άνακατεύης παλαιά χειρόγραφα έξωφλημένα’ μή ξύνης πληγήν, πού τόσα υπέφερες εξ αυτής’ μή σέ πλάνα ό λογισμός, ότι εσύ φταις’ έάν δέν τόν έπήγαινες εις τους ιατρούς κ.λ.π., τότε δικαίως θά σέ έπολέμουν τοιούτοι λογισμοί’ ενώ τώρα έξετέλεσες τό καθήκον σου’ ό Θεός ηθέλησε νά τόν πάρη, μέ τόν σκοπόν πού γνωρίζει μόνον ή άπειρη σοφία Του καί εσύ νομίζεις, ότι εσύ τόν σκότωσες! Πρόσεξε τόν λογισμόν αυτόν, νά μήν έμφωλεύση είς τήν καρδίαν σου, διότι είναι τέχνη του διαβόλου, διά νά σου προξενήση κακόν, πού αυτός γνωρίζει ως έμπειρος απατεώνας, ό όποιος διά της άπογνώσεως έχει καταποντίσει πλήθη αναρίθμητα εις τά βάθη της κολάσεως.
Τέχνη του διαβόλου είναι, όταν συμβή κάτι καί βλέπη πώς στενοχωρείται ό άνθρωπος, αμέσως νά φέρη ένα σωρό σκέψεις δήθεν – δικαιολογημένας, ώστε νά όδηγήση τόν ταλαίπωρον άνθρωπον είς μεγάλην φουρτούνα, διά νά τόν καταπόντιση’ (εις τήν άναμπουμπούλα χαίρεται ή άλεπού)’ καί όταν παρέλθη ή φουρτούνα, βλέπει ότι έκινδύνευε νά πνίγη μέσα «σέ μιά κουταλιά νερό».
3η. Ταπεινώσου καί έξομολογου εις τό έξης, διότι ή έξομολόγησις εμπερικλείει την άγιωτάτην ταπείνωσιν, άνευ της οποίας δέν σώζεται κανείς. Χαρά μεγάλη διά τόν διάβολον, όταν κατορθώση καί πείση τόν άνθρωπον νά κρύψη τους διαβολικούς λογισμούς’ καί τούτο διότι θά πετύχη τόν μελετώμενον ψυχοφθόρον σκοπόν του.
4η. Ας έξομολογούμεθα συχνά μέ εύλάβειαν καί καθαράν συνείδησιν. Νά τηρώμεν τάς έντολάς του πνευματικού. Νά προσευχώμεθα αδιαλείπτως. Νά εχωμεν τήν μνήμην θανάτου καί δυνατός ό Θεός νά μας άξιώση της άλλης ζωής κοντά Του, διά νά συγχαίρωμεν μέ τους Αγίους, εις τήν θριαμβεύουσαν Έκκλησίαν.
5η. Σου έχω γράψει περί της συνειδήσεως, ότι πρέπει νά προσέχωμεν, νά μή πράττωμεν κάτι, πού θά γίνη αιτία, νά μας έλέγξη καί νά μας καταδικάση. Εχε κατά νουν, ότι ό Θεός βλέπει τά πάντα καί ουδέν κρυπτόν από των οφθαλμών Του. Καί πώς θά ειπώ ψέμματα ενώπιον του Θεου; Ούκ οίδας ότι τό ψέμμα είναι έκ του διαβόλου καί μή προσέχοντας γίνεται συνήθεια, κατόπιν έξις καί πάθος, καί ότι ψευσται «Βασιλείαν Θεοϋ ου κληρονομούσι»; Φοβου τόν Θεόν’ δέν αναπαύεται ό Θεός διά μέσου υλικών προσφορών, όταν έγκαταλείπωμεν τήν έσωθεν έπιμέλειαν της καρδίας’ αλλά είναι ανάγκη καί τουτο ποιήσαι κακεινο μή άφιέναι.
Έπιμελού τό συνειδός’ διότι ούκ οίδαμεν τήν ώραν του θανάτου. Καί έάν δέν άποδώσωμεν είς τόν χρεωφειλέτην, όσα του όφείλομεν, θά μας κατηγορήση σφοδρώς, χωρίς άνοχήν’ καί τότε, όπερ καί άλλοίμονον, φραγήσεται τό στόμα ημών, μή έχον τί άπολογήσασθαι.
6η. Κάθε νύκτα κάμε κριτικήν τό πώς διήλθες τήν ήμέραν, καί τό πρωΐ, πώς έπέρασεν ή νύκτα, ώστε νά ήξεύρης τί ταμείον έχει ή ψυχή σου’ καί άν ζημίαν οιδας, προ-σπάθησον νά τήν άνακαλέσης διά της προσοχής καί βίας’ άν δε αυξησιν, δόξαζε τόν αφανή άρωγόν σου, τόν Θεόν.
Μήν άφήσης τόν έλεγχον τής συνειδήσεως σου επί πολύ, αλλά συντόμως δίδε ό,τι ζητεί, μήπως σε όδηγήση εις τόν κριτήν καί εις τήν φυλακήν. Ζητεί τό συνειδός τήν έπιμέλειαν καί τήν έπανάκτησιν τού κανόνος καί τής προσευχής; Δώσε τα καί ιδού απηλλάγης τής όδου προς τόν κριτήν. Μήν εξασθένησης τήν σωτήριον φωνήν τής συνειδήσεως εν τή καταφρονήσει αυτής, διότι θά μεταμεληθής εις τό ύστερον χωρίς οφελος.
7η. Προσέχετε νά είσθε ειλικρινείς εις τάς πράξεις σας, καθώς καί εις τους λόγους, ιδίως εις τάς έξαγορεύσεις σας’ διότι ό Θεός ετάζει καρδίας καί νεφρούς καί τίποτε δεν είναι σκοτεινόν εις τήν διόρασιν του ακοίμητου Αυτού ‘Οφθαλμού.
Φοβηθήτε τόν Θεόν* ό Θεός δεν μυκτηρίζεται, δεν ξεγελιέται’ παιδεύει αυστηρά, όταν δέν ΐδη ειλικρίνειαν. Διά τούτο προσέχετε’ όπως πράττετε τήν παρακοήν, τήν κρυφήν άμαρτίαν, έτσι καί νά τήν θεατρίζετε εις τήν εξομολόγηση’ μή σας νικά ό εγωισμός καί σκεπάζετε τήν άλήθειαν καί μένετε αδιόρθωτοι καί εμπαθείς.
Προσέχετε’ τά χρόνια περνούν, κυλούν καί ό θάνατος έρχεται εις ώραν, πού ημείς δεν περιμενομεν’ καί ούτω ανέτοιμοι φεύγομεν, μέ κατακεκριμμένην τήν συνεί-δησιν, ή οποία θά μας κατηγορήση εις τό φοβερόν κριτήριον τού Θεού.
Διορθώσατε τά πάντα, εάν θέλετε νά ίδητε ημέρας άγαθάς, απαθείας καί εΙρήνης.
Από το βιβλίο Πατρικαί Νουθεσίαι του Γέροντος Εφραίμ Καθηγουμένου της Ι.Μ. Φιλοθέου.