Ο πόνος, λοιπόν, χωρίζεται στον ψυχικό πόνο και στον πνευματικό πόνο. Ο ψυχικός πόνος είναι η πληγή μου: ότι εγώ άλλο σχεδίαζα για τη ζωή μου και δε συνέβη αυτό. Ο ψυχικός πόνος είναι η αποτυχία μου. Είναι το γιατί που με τρώει. Είναι η μη αναγνώριση την οποία αξίζω. Είναι η αδικία που υφίσταμαι. Αυτά είναι ο ψυχικός πόνος που βαθύτερα είναι μια πληγή του εγωισμού μου.
Και η ικανοποίηση των αναγκών μου και το αν δεν υφίσταμαι τον ψυχικό πόνο, οδηγούμαι σε κάτι πολύ χειρότερο: το να πιστέψω στο προσωρινό γεγονός της ζωής, δηλαδή στον θάνατο. Αν δηλαδή η ζωή μου πήγαινε μια χαρά, αυτό θα ήταν τραγικό, επειδή θα μπορούσα να πιστέψω σ’αυτή τη ζωή που είναι θάνατος. Άρα θα ήμουν λάτρης του θανάτου. Αντιθέτως, όταν πληγιαζόμαστε ψυχικά, τρώμε ένα ξενέρωμα γερό και αρχίζουμε να τα χάνουμε. Δε ξέρουμε πού να σταθούμε.
Αν πάρουμε την κρίση που υπάρχει, νιώθουμε μια απόγνωση, γιατί ο καθένας λέει: “Και τι μέλλον έχω”; Το μέλλον το εννοούμε σαν χρονικό γεγονός: τι θα έχω αύριο. Και δε σκεφτόμαστε ότι θα πάψει και το αύριο να υπάρχει, ότι θα πάψουμε κι εμείς να υπάρχουμε. Αυτά δείχνουν την αιχμαλωσία μας στο ψέμα.
Επομένως, ο ψυχικός πόνος είναι μια ευλογία και μια αφορμή να προχωρήσουμε στον πνευματικό πόνο που είναι η αναζήτηση της ζωής. Είναι ο πόνος αυτός όπου παλεύεις να συναντήσεις το πρόσωπο.
απόσπασμα από ομιλία του π.Βαρνάβα Γιάγκου, Ι.Ν.Παναγίας Λαοδηγήτριας