Λέχθηκε ότι, κι αν χαθεί το Ευαγγέλιο όλο και μείνει η παραβολή αυτή, είναι αρκετή για να καταλάβουμε την ουσία του Ευαγγελίου ως ευχάριστη είδηση (=ευ+αγγελία) «στους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους».
Ωστόσο, κατανοούμε ό,τι διαβάζουμε ή ακούμε με βάση την προσωπική εμπειρία. Γιατί η πραγματική γνώση είναι η εμπειρική γνώση. Έτσι και την παραβολή του Ασώτου Υιού ή του σπλαχνικού Πατέρα, όπως αλλιώς ονομάζεται, θα την κατανοήσουμε στο σημείο που βιώσαμε την ασωτία μας και την αγάπη του Θεού ως προσωπική αγάπη.
Η ασωτία της ύπαρξής μας δεν συνίσταται ασφαλώς σε μια παρέκκλιση από τους ηθικούς νόμους, αλλά στην απομάκρυνση από το Θεό της αγάπης και της ελευθερίας. Η αμαρτία δηλαδή, στο βάθος και στην ουσία της, δεν είναι απλά μια ανηθικότητα οποιασδήποτε μορφής, αλλά η εκούσια άρνηση της σχέσης μας με το Θεό, η επιθυμία μας να ζήσουμε το διαφορετικό από αυτό που μας καλεί ο Θεός να ζήσουμε. Ήδη αυτονομούμενοι ζούμε «εις χώραν μακράν», όχι ως τόπο αλλ’ ως τρόπο ζωής. Ο Θεός δεν είναι το παν, το Α και το Ω της ύπαρξής μας, δεν είναι η αναφορά της ζωής μας.
Βέβαια, για να εννοήσει κανείς την ασωτία του, θα πρέπει προηγουμένως να έχει βιώσει τη χαρά της σχέσης, την πληρότητα της κοινωνίας με το Θεό. Πώς θα καταλάβει τι έχασε αν δεν το είχε ποτέ; Αλλά και πώς θα καταλάβει αν δεν φωτιστεί;
Από την άλλη πλευρά του Ασώτου, στην παραβολή, ο μεγαλύτερος Υιός που ζει στην πατρική οικία αλλά δεν τη χαίρεται. Κλεισμένος στην αυτάρκειά του, στην αυτοδικαίωσή του, δεν κατανοεί τη χαρά τού Πατέρα για την επιστροφή του Υιού Του. Ούτε μπορεί να χαρεί το γεγονός ότι ο αδελφός του «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλός ην και ευρέθη». Κι όμως νόμιζε ότι ήταν εντός!
«Η πνευματική ζωή είναι ενδιαφέρουσα, επειδή είναι επικίνδυνη. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνουν οι έσχατοι πρώτοι, και οι πρώτοι έσχατοι», θα γράψει στο βιβλίο του «Απολυτίκιον» ο Αρχιμ. Βασίλειος Ιβηρήτης. Μήπως και δεν το βλέπομε στους βίους των αγίων, παλαιοτέρων και νεωτέρων;
Δεν υπάρχει εφησυχασμός, δεν μπορείς να πεις «πάω καλά». Η ασωτία καραδοκεί και η αυτοδικάιωση ετοιμάζεται να κατασπαράξει «ό,τι αγνό, ό,τι ωραίο, ό,τι δίκαιο». Δεν ξέρεις ποιόν από τους δύο Υιούς να μακαρίσεις. Ο μικρότερος τελικά βρήκε ό,τι έχασε. Ο μεγαλύτερος έχασε ό,τι είχε. Ο πρώτος ταλαιπωρείται και τελικά αναπαύεται. Ο δεύτερος τα έχει όλα και τελικά δεν του μένει τίποτε.
Η μετάνοια, ως επιθυμία για νέα ζωή, τη ζωή Του, θα καθορίζει την ποιότητα της πνευματικής μας ζωής και θα γίνεται η δυνατότητα της απόλαυσης της Πατρικής αγκαλιάς, καθώς καρδιακά θα του λέμε «δέξε με ως τον άσωτον Υιόν μετανοούντα και ελέησόν με».
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους