Τὸ ἀκόλουθο περιστατικὸ μᾶς δείχνει πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ τέλεση μνημόσυνου στὴ Θεία Λειτουργία. Πρὶν τὴν ἀφαίρεση τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Τσερνίγκωφ (1896), ὁ φημισμένος Στάρετς Ἀλέξιος (1916), ἱερομόναχος τοῦ Ἐρημητηρίου τοῦ Γκολοσεγιέφσκυ τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὁ ὁποῖος διεξήγαγε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων, ἀποκαμωμένος καθὼς καθόταν δίπλα στὰ λείψανα, λαγοκοιμήθηκε καὶ εἶδε μπροστά του τὸν ἅγιο, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ κοπιάζεις γιὰ μένα καὶ σὲ παρακαλῶ θερμά, ὅταν τελέσεις τὴ θεία λειτουργία, νὰ μνημονεύσεις τοὺς γονεῖς μου» – καὶ ἔδωσε τὰ ὀνόματά τους.
Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη του γιὰ τοὺς νεκροὺς καὶ νὰ τοὺς βοηθήσει οὐσιαστικά, μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχει προσευχόμενος ὑπὲρ τῶν ψυχῶν τους, καὶ εἰδικότερα μνημονεύοντας αὐτοὺς στὴ Θεία Λειτουργία, ὅταν οἱ μερίδες ποὺ ἀποκόπτονται γιὰ ζῶντες καὶ νεκροὺς ἀφήνονται νὰ πέσουν μέσα στὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου μὲ τὶς λέξεις: «Ἀπόπλυνον Κύριε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ Αἵματί σου τῷ Ἁγίω….».
«Πῶς μπορεῖς ἐσύ, Ω Ἅγιε, νὰ ζητᾶς τὶς δικές μου προσευχές, ὅταν ἐσὺ ὁ ἴδιος στέκεσαι στὸν οὐράνιο Θρόνο καὶ ἱκετεύεις τὸ Θεὸ νὰ δωρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὸ ἔλεός Του»; ρώτησε ὁ ἱερομόναχος.
«Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια», ἀπάντησε ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, «ἀλλὰ ἡ προσφορὰ στὴ θεία λειτουργία ἔχει περισσότερη δύναμη ἀπὸ τὴν προσευχή μου».
Ἔτσι λοιπόν, οἱ παννυχίδες καὶ ἡ κατ’ οἶκον προσευχὴ γιὰ τοὺς νεκροὺς εἶναι εὐεργετικὲς γιὰ τὴν ψυχή τους, ὅπως ἐξάλλου εἶναι καὶ οἱ εἰς μνήμην τους ἀγαθοεργίες, ὅπως ἐλεημοσύνες ἢ συνεισφορὲς στὴν ἐκκλησία. Ὅμως ἰδιαιτέρως εὐεργετικὴ εἶναι ἡ τέλεση μνημόσυνου στὴν Θεία Λειτουργία πολλὲς ἐμφανίσεις νεκρῶν καὶ ἄλλα περιστατικὰ τὰ ὁποῖα ἔχουν σημειωθεῖ ἐπιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ πέθαναν ἐν μετανοία, ἀλλὰ ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκφράσουν ἔμπρακτα τὴ μετάνοιά τους ὅσο ζοῦσαν, ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ μαρτύρια καὶ βρῆκαν ἀνάπαυση. Στὴν Ἐκκλησία πάντοτε προσφέρονται προσευχὲς ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν νεκρῶν, καὶ μάλιστα τὴν ἡμέρα τῆς Καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὸν ἑσπερινό τῆς γονυκλισίας, ὑπάρχει μία εἰδικὴ εὐχὴ «γιὰ τοὺς εὐρισκομένους στὸν ἅδη».
Οἱ προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας δὲν μποροῦν νὰ σώσουν τὸν οἱονδήποτε δὲν ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία του, ἢ αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν ἀγωνίστηκε ὁ ἴδιος νὰ τὴν κατακτήσει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του.
Κατὰ μία ἔννοια, θὰ μποροῦσε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας ἢ τοῦ κάθε χριστιανοῦ ξεχωριστὰ γιὰ κάποιο νεκρὸ δὲν προκύπτουν παρὰ ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ τρόπου ζωῆς του: κανεὶς δὲν θὰ προσευχόταν γι’ αὐτὸν ἐὰν δὲν εἶχε κάνει κάτι ὅσο ζοῦσε ποὺ νὰ ἐμπνέει μία τέτοια προσευχὴ μετὰ τὸ θάνατό του.
Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε καλύτερο ἢ σπουδαιότερο γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἀπὸ τὸ νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτούς, προσφέροντάς τους μνημόσυνο στὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ ἔχουν πάντα ἀνάγκη, εἰδικὰ κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνων τῶν σαράντα ἡμερῶν ὅπου ἡ ψυχὴ τοῦ ἀπελθόντος πορεύεται πρὸς τὶς αἰώνιες κατοικίες…
Ἀξίζει λοιπὸν νὰ φροντίσουμε γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, προκειμένου νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὶς ψυχές τους, ἐνθυμούμενοι ὅτι: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν».
Aπὸ τὸ βιβλίο: “Ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν Θάνατο“
π. Σεραφεὶμ Ρόουζ
Ἔκδ: Μυριόβιβλος