Ἄν βρισκόμαστε σέ κάποιο δικαστήριο καί εἴχαμε ἀπέναντί μας τόν ἀντίδικο, καί ἐμεῖς τήν πιό κρίσιμη ὥρα ἀρχίζαμε νά βήχουμε, νά φτύνουμε, νά γελᾶμε, νά χασμουριόμαστε ἤ νά κοιμόμαστε, τότε, δέν θά ἔσπευδε ἀμέσως ἡ ἄγρυπνη κακή διάθεση τοῦ ἀντιπάλου μας νά ξεσηκώσει ἐναντίον μας τήν αὐστηρή κρίση τοῦ δικαστῆ;
Τί λέτε; Δέν θά εἴμαστε καί ἐμεῖς ἀσφαλῶς ἔνοχοι – καί μάλιστα ὄχι γιά κάποιο ἐλαφρό ἁμάρτημα, ἀλλά γιά μιά πολύ σοβαρή ἀσέβεια – ἄν, τήν ὥρα πού στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, παύουμε νά ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του καί νιώθουμε σάν νά ἔχουμε μπροστά μας ἕναν κάποιον, …τυφλό καί κουφό ἀκροατή;
Διαφορετικά, γιατί δέν χύνουμε οὔτε ἕνα δάκρυ γιά τήν χλιαρότητά μας ἤ γιά τήν ὀκνηρία, πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν προσευχή;
Διαφορετικά, γιατί δέν τό θεωροῦμε πτώση μας, τό ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἀφήνουμε τόν νοῦ μας νά αἰχμαλωτίζεται – ἔστω καί γιά λίγο – ἀπό λογισμούς ἄσχετους καί ξένους γιά τά λόγια τῆς προσευχῆς μας;
Γιατί νά μή θρηνοῦμε καί νά μή ζητοῦμε γι’ αὐτή τήν πτώση μας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ;
Γιατί νά μή καταλαβαίνουμε, τί μεγάλη ζημιά παθαίνει ἡ ψυχή μας, ὅταν ξεφεύγει ὁ νοῦς μας ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί καταντάει νά σκέφτεται πράγματα ἄλλα; Δέν τό καταλαβαίνουμε ὅτι ἔτσι μᾶς ἐμπαίζουν οἱ δαίμονες;
Αὐτά ἐμεῖς.
Ἀντίθετα οἱ ἅγιοι, ἔστω κι ἄν γιά μιά στιγμή τούς νικοῦσαν λογισμοί καί τούς ἀποσποῦσαν ἀκούσια ἀπό τήν προσευχή, αὐτό τό θεωροῦσαν σάν ἕνα εἶδος ἱεροσυλίας. Καί παρ’ ὅλο πού μέ ἀστραπιαία ταχύτητα ἐπανάφεραν τούς «ὀφθαλμούς» τῆς καρδιᾶς τους πρός τόν Θεό, κατηγοροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς. Τά σκοτάδια τῶν γήινων λογισμῶν, ἔστω κι ἄν ἦσαν φευγαλέα, τούς ἦσαν κάτι τό ἀνυπόφορο. Καί ἀπεχθάνονταν καθετί, πού ἀπομάκρυνε τόν νοῦ τους ἀπό τό Φῶς τό Ἀληθινό.