Ἴσως νὰ ἦταν περὶ τὸ μεσονύχτι,
πρὶν ἢ μετά, δὲν ξέρω, ξύπνησα
στὸ σκοτάδι ὅμως, θαρρεῖς,
Τί ὥρα πηγαίναμε στὴν ἐκκλησία τότε;
Κάποτε δὲν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ἢ μᾶς ἐπίανε ὕπνος ἐλαφρὺς
καὶ ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
μὲ τὶς πρῶτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δὲν πηγαίνω στὴν ἐκκλησία.
Χάνεται μέσα μου ἡ σημασία της,
ὥσπου πιὰ καθόλου… Εἶναι δυνατόν,
τίποτα νὰ μὴν ἀπομένει
ἀπ’ τὴν εὔχαρη τοῦ ἀνθρώπου ἡλικία;
Πόσο εἶχα παρακαλέσει, ὥσπου ἔπαψα.
Ἀνάσταση περίμενα ἀπ’ τὶς φτωχές μου
αἰσθήσεις, τοῦ σώματος. Ἂν ὄχι τίποτ’ ἄλλο,
τώρα, ποὺ δὲν πιστεύω, γνωρίζω
τὴν ἁμαρτία μου.
Πόσο ἦταν ὡραία, τότε…
Στεκόμασταν στὸν αὐλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ἐλεύθερο. Γελοῦσαν,
μιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ ὀρθοδοξία
ἀφήνει ἀκέριο τὸ πνεῦμα τῆς προσφορᾶς.
Ἐλεύθερα νὰ προσέλθω σὲ σένα, Κύριε.
Οἱ ἄνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
τὴν γιορτὴ περιμένοντας, τὸ αὔριο
νἄρθει τῆς χαρούμενης μέρας,
ἔλαμπε τὸ βλέμμα, τὸ πρόσωπο.
Μὲ πνίγει τοῦτο τὸ σκοτάδι.
Δὲν θέλω ν’ ἀνάψω τὸ μέτριο φῶς.
Θὰ μοῦ στερήσει τὰ ἐνθύμια ποὺ βλέπω,
τὰ πράγματα ὁρίζοντας γύρω μου.
Πῶς περιμέναμε τὴν Ἀνάσταση!
Δίχως ἀμφιβολία ἔρχονταν ἡ Λαμπρή,
«Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί».
Ἄνοιγαν οἱ πύλες, ἡ πομπὴ προχωροῦσε
μὲ ψαλμοὺς κι’ ἑξαπτέρυγα, ἄστραφταν
τὰ πολύτιμα, ἀνάβαν μυριάδες τὰ κεριὰ
τῶν χριστιανῶν, φλόγες πίστης,
σημεῖο χαρᾶς.
Μιὰν μικρὴν εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης
εἶχε ἡ ἐνορία μας. Σπρωχνόμασταν
γιὰ ν’ ἀσπαστοῦμε, ὀχλαγωγή. Γελοῦσαν
χαρούμενοι οἱ πιστοί, στὰ χέρια
κόκκιν’ αὐγά, ἀνάβαν βεγγαλικὰ
κι’ οἱ μεγαλείτεροι σὰν τὰ παιδιά.
«Οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ’ ἠγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δὲν ἀνάβω τὸ φῶς,
δὲν περιμένω τίποτα.
Δὲν πάω μὲ τοὺς ἄλλους νὰ μοιραστῶ
τὴν πλάνη τῆς χαρᾶς.
Χαρὰ δὲν ὑπάρχει;
Ὑπάρχει πάντα ἡ ἀνάσταση,
ὄχι ὁρισμένη καὶ πιθανή,
ὑπάρχει ἀπίθανη περίλαμπρη δόξα,
ἤ φωτεινὴ ἔκσταση, δὲν μποροῦν
δίχως αὐτὴν οἱ ἄνθρωποι,
ποὺ περιμένουν σὲ νηστεία καὶ προσευχή.
«Οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ’ ἠγέρθη».
Ἀκόμα δὲν ἦρθε ἡ ὥρα, φαίνεται.
Δὲν ἀκούω τοὺς χαρμόσυνους ἤχους.
Πόσο ἀκόμα καὶ τότε, σὰν ἡ καταστροφὴ
τῆς ἄρνησης, ἡ ἀμφιβολία εἶχεν ἀρχίσει,
μὲ συγκινοῦσε βαθειὰ ἡ χαρὰ
πάνδημη τοῦ κόσμου συμμετοχή, στὴν γιορτή.
«Χριστὸς ἀνέστη». Ὕμνος κι’ οἱ κρότοι
τῶν ὅπλων κι’ ὅλες οἱ καμπάνες μαζύ,
σ’ ὅλην τὴν πόλη κι’ οἱ ἄνθρωποι
ὅλοι μαζὺ εἶχαν τὴν ἴδια χαρά,
τελείωνε ἡ προσφορὰ τῆς προσπάθειας,
τοὺς πένθους, τῆς συλλοῆς.
Κοιτάζω τὸ παρελθόν.
Δὲν σ’ ἀρνιέμαι, Κύριε, τῆς ἀγάπης,
τῆς ἀνάστασης ἔνδοξης τοῦ ἀνθρώπου.
Πολλὴ μὲ σκεπάζει ἁμαρτία τῆς γνώσης,
ὅμως θὰ περιμένω μιὰν ἀρχὴ τῆς ἀγάπης
ξανά, ποὺ δίνεται παρηγοριὰ
τῆς θλιμμένης ἐπίμονης σκέψης.
Ἀρχή, χαραυγή,
«ἦν δὲ ὄρθρου βαθέος…»
Νὰ πιστέψουμε στὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς.
Ἐλπίδες, ἀναμνήσεις δὲν ἀρκοῦν
οἱ κόποι. Ἡ σκέψη θολώνει
τὸ κόκκινο τῆς θυσίας αἷμα.
Πρέπει τὸ σῶμα νὰ σηκωθεῖ,
νὰ πάει μὲ τοὺς ἄλλους μαζύ, νὰ χαρεῖ
τὴν γιορτή, τὴν ἁπλὴ χαρά,
νὰ δεχτεῖ τὴν πλούσια συμμετοχή,
νὰ παραδεχτεῖ τὴ χαρὰ προσιτή.
Ἀνάσταση νὰ χαρεῖ, λευτεριὰ
ὓστερ’ ἀπ’ τὸ πλῆθος τοῦ πόνου,
πίστη, τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου.