Ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἔτσι δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ἐποίησεν οὖν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον ἄκακον, εὐθύν, ἐνάρετον, ἄλυπον, ἀμέριμνον, πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένον, πᾶσιν ἀγαθοῖς κομῶντα..»[1]Μέ τήν παρακοή, ὅμως, τῶν Πρωτοπλάστων ἀρχίζει διαρκῶς νά φθείρεται καί νά ἀμαυρώνεται αὐτή ἡ θεία εἰκόνα καί τή θέση τῶν ἀρετῶν, πού κοσμοῦσαν τήν ἀνθρώπινη ψυχή, κατέλαβαν οἱ παντοειδεῖς κακίες, μέ ἀποτέλεσμα ὅλο καί περισσότερο ὁ ἄνθρωπος νά χάνει τό πρωτόκτιστο κάλλος καί νά περιπίπτει στήν παρά φύσιν κατάσταση, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη.

Ἔτσι ἀμβλύνεται διαρκῶς ἡ συνείδηση -ὁ ἔμφυτος ἠθικός νόμος μέσα στόν ἄνθρωπο- καί ἐπέρχεται βαθμηδόν ἡ λησμόνηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ δαιμονική κυριαρχία. Ἐπέρχεται ἡ τρα­γι­κή ἄρ­νη­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, τῆς φύ­σε­ώς μας, τῆς ἀν­θρω­πιᾶς μας, τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ μας. Ἐπέρχεται ὁ ἀ­παν­θρω­πι­σμός τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ ἀ­μαύ­ρω­ση τοῦ κα­τ’ εἰ­κό­να, ἡ ἀ­προ­σπά­θειά μας γιά τό κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν, ἡ ἀ­πο­στα­σί­α μας ἀ­πό τόν Θε­ό, ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ καί ἡ θε­ο­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐπέρχεται ἡ ἀ­να­στρο­φή (τό ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σμα) τῆς πυ­ρα­μί­δος Θε­ός-ἄν­θρω­πος-κό­σμος.

Αὐτό ἀκριβῶς τό ἀναποδογύρισμα βιώνουμε στήν ἐποχή μας. Ζοῦμε πραγματικά, καί μέ τόν πιό ἔντονο τρόπο, ἕναν τεράστιο παραλογισμό, μία ἀνισορροπία, μία ἀντιστροφή καί μία διαστροφή τῶν πάντων. Καθημερινά βρισκόμαστε, ὁλοένα καί περισσότερο, ἀντιμέτωποι μέ τό ὀξύμωρο καί τό ἀντιφατικό. Ἀμφισβητεῖται καί ἀντιστρέφεται καί αὐτό τό ἴδιο τό αὐτονόητο, ἡ κοινή λογική, τό ἀντικειμενικά ἰσχύον καί τό κοινῶς ἀποδεκτό.

Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό μία κυρίαρχη καί διαβρωτική ἀμφισβήτηση∙ ἀπό μία συνολική ἀπαξίωση καί ἀπόρριψη τῶν πάντων. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τοῦ ἄκρατου λαϊκοῦ καί συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς πανθρησκείας, τῆς σατανολατρείας. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τῆς σύγχυσης, τῆς πλάνης, τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀμετανοησίας∙ μιά ἐποχή ἀθεΐας, ἀντιθεΐας, αὐτονομημένης ἰσοθεΐας καί αὐτοθεοποίησης. Ζοῦμε στήν ἐποχή μιᾶς ἐκπληκτικῆς ἐπιστημονικῆς καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, πού ὁδήγησαν τόν ἄνθρωπο στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς του, τῆς ἐπιστήμης του καί τῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων.

Αὐτή ἡ Νέ­α Ἐ­πο­χή ὑ­πάρ­χει καί δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται στούς ἀ­ντί­πο­δες τοῦ Θε­αν­θρώ­που Κυρίου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κοῦ Του ἔρ­γου. Ἀρ­νεῖ­ται καί ἀ­ντι­μά­χε­ται τήν ἀ­πο­κεκαλυμμένη ἀ­λή­θει­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ καί ἀ­πορρί­πτει τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τήν Παναγία μας, τούς Ἁγίους μας καί ὅλους ὅσοι ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν ἁγιασμό τους, τήν θέωσή τους.

Γευόμαστε καθημερινά καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο τόν πό­λε­μο πού γίνεται κα­τά τῆς Ἁγίας μας Ἐκ­κ­λη­σί­ας, κατά τῆς ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ώς μας, τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ λα­οῦ μας. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἑλ­λά­δα μας, τήν ἁγιοτόκο καί ἀ­πα­στρά­πτου­σα πνευματικά πα­τρί­δα μας, κά­ποι­οι ἐ­πηρ­μέ­νοι, αὐ­το­α­πο­κα­λού­με­νοι δι­α­φω­τι­στές, γο­η­τευ­μέ­νοι ἀ­πό τά ψευ­δο-σπιν­θη­ρί­σμα­τα τῆς ἀλ­λοι­ω­τι­κῆς νε­οε­πο­χι­κῆς ἰ­δε­ο­λη­ψί­ας τους, ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά κα­ταρ­γή­σουν τήν πί­στη, τήν πα­ρά­δο­ση καί τήν ἱ­στο­ρι­κή αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τοῦ εὐλαβοῦς καί πιστοῦ λα­οῦ μας.

Ἔχουμε φτάσει, δυστυχῶς, στό σημεῖο, ὅπου ἡ ἀρετή χλευάζεται ὡς ὀπισθοδρομική, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία ἐπαινεῖται· ἡ ἠθική καταπατᾶται ὡς ἀναχρονιστική, ἐνῶ ἡ ἀνηθικότητα προβάλλεται καί ἐπιβάλλεται ὡς πρόοδος· ἡ τιμιότητα ἀπορρίπτεται ὡς ἀναποτελεσματική, ἐνῶ ἡ παρανομία τείνει νά καταστεῖ κοινός τόποςΦτάσαμε στό σημεῖο τό ἀφύσικο νά θεωρεῖται ὡς φυσιολογικό καί τό παραβατικό ὡς νόμιμο· ἡ παραδοχή τοῦ φυσιολογικοῦ καί παραδεδομένου νά θεωρεῖται ρατσισμός· ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα καί ὁ ἁγνός πατριωτισμός νά θεωροῦνται ἐθνικισμός καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί αὐτοσυνειδησίας νά θεωρεῖται φανατισμός, φασισμός καί μισαλλοδοξία.

Ὅλα αὐτά εἶναι τά σημεῖα τῆς σύγχρονης ἀποστασίας. Εἶναι τά ἀπότοκα τῆς ἀνομίας καί τῆς ἁμαρτίας πού ἐνεργεῖται καί πού γνωρίζει τεράστια ἔξαρση καί ἔνταση στίς μέρες μας καί μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ μία πρω­το­φα­νῆ καί πο­λύ­πλευ­ρη κρί­ση καί μία ἰδιαίτερα ὀδυνηρή πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα γεμάτη διλήμματα καί ἀδιέξοδα, γεμάτη σύγχυση καί διχοστασία, ἀμφιβολία καί ὀλιγοπιστία, πού συνοδεύεται ἀπό τό πλέονασμα τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἔκπτωσης, τῆς ἀπαξίας, τῆς διαφθορᾶς σέ προσωπικό καί συλλογικό ἐπίπεδο.

Μιά πραγματικότητα, στήν διαμόρφωση τῆς ὁποίας ἔχουμε ὅλοι ἀνεξαιρέτως τό μερίδιο τῆς εὐθύνης μας, ἀφοῦ ἔ­χου­με ἐν­δώ­σει ἀ­συγ­χώ­ρη­τα καί ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι στά ἀλλότρια κε­λεύ­σμα­τα. Οἰ­κει­ο­ποι­η­θή­κα­με ἀ­βα­σά­νι­στα τά νέα ἤ­θη, τίς ἀ­ξί­ες, τά ἰ­δα­νι­κά, τίς συ­νή­θει­ες καί τά πρό­τυ­πα πού μᾶς προ­έ­βα­λαν. Ἐν­δώ­σα­με ἀ­μα­χη­τί στίς πι­έ­σεις, τίς ἀ­πει­λές, τούς πει­θα­ναγ­κα­σμούς. Πα­γι­δευ­τή­κα­με ἀ­δι­ά­κρι­τα στά ψευ­δο­δι­λήμ­μα­τα τῆς εὐ­η­με­ρί­ας, τῆς ἀ­να­πτύ­ξε­ως, τῆς προ­ό­δου, τῆς ἀ­σφά­λειας. Ἀ­πο­δε­χτή­κα­με αὐ­τά­ρε­σκα τήν εὐ­μά­ρεια, τήν ἄ­νε­ση, τήν πο­λυ­τέ­λεια, τήν εὐ­δαι­μο­νί­α καί τήν ἐ­πί­πλα­στη εὐ­τυ­χί­α πού μᾶς προ­σέφε­ραν. Χάσαμε τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου στήν ζωή, στίς ἀ­πο­λαύ­σεις, στίς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, στίς ἐκ­δη­λώ­σεις, στίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις, στά κέρ­δη. Ξεχάσαμε τόν κύριο προορισμό καί σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ἡ Οὐράνια Πατρίδα μας.

Παρεκλίναμε στά θέματα τῆς πίστως, καθώς μᾶς κυρίευσε ὁ πνευ­μα­τι­κός ἐ­φη­συ­χα­σμός, ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν καί τῶν θείων ἐντολῶν, ἡ ἔλ­λει­ψη ὁ­μο­λο­για­κοῦ φρο­νή­μα­τος, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά τήν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς καί δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως καί τῆς λα­τρευ­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας. Μᾶς κυρίευσε ἡ δι­α­βρω­τι­κή ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί ὁ ἀλλοτριωτικός νε­ω­τε­ρι­σμός, ἡ χλι­α­ρό­τη­τα καί μαλ­θα­κό­τη­τα τοῦ βί­ου, ἡ ἀ­πο­φυ­γή τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης ἀ­σκή­σε­ως καί ἡ σφοδρή ἐ­πι­θυ­μί­α πλου­τι­σμοῦ καί ἐ­πι­δεί­ξε­ως.

Ἡ ἀποστασία μας, ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἀμετανοησία μας εἶναι ἡ αἰτία καί τῶν παρόντων καί τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν καί προβλημάτων μας. Εἶναι ἀπόλυτη καί ἄμεση ἀνάγκη νά ἀναλογιστοῦμε καί νά ἀναγνωρίσουμε ταπεινά ὁ καθένας τά λάθη μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ἀποδεχθοῦμε καί νά ἀναλάβουμε ὁ καθένας μας τό μερίδιο εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, χωρίς νά θεωροῦμε πάντα ὑπεύθυνους γιά ὅλα τούς ἄλλους.

Ἡ εὐθύνη βαρύνει ὅλους μας, ἐ­πισκό­πους, κλη­ρι­κούς, μο­να­χούς καί λα­ϊ­κούς, πού γι­νό­μα­στε με­ρι­κές φο­ρές ἀ­χθο­φό­ροι τοῦ ὀ­νό­μα­τος καί τῆς ἰ­δι­ό­τη­τός μας ὡς με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τήν ὁποία με­τα­τρέ­που­με λα­θε­μέ­να σέ θρη­σκεί­α, σέ ἰ­δε­ο­λο­γί­α, σέ σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κῆς πρό­νοι­ας, σέ πο­λι­τι­στι­κό καί οἰ­κο­νο­μι­κό ὀρ­γα­νι­σμό, σέ δι­οι­κη­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο καί στεγανό ἀδιαφάνειας στήν λήψη τῶν ἀποφάσεων.

Δυστυχῶς ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀποδεικνύεται κατώτερη τῶν περιστάσεων. Σιωπῶσα καί ὑπνώττουσα, ἐγκλωβισμένη καί ὑποτεταγμένη στήν πολιτειοκρατία, βαθειά διαβρωμένη ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση, ἄνευρη καί νωχελική, ἀδυνατεῖ νά ὀρθώσει σθεναρό θεολογικό, ὁμολογιακό, ἀντιρρητικό καί θεραπευτικό λόγο. Ἀδυνατεῖ νά ἀντιδράσει καί νά ἀντιταχθεῖ ἀποφασιστικά στό ἀντίθεο καί ἀνθελληνικό κατεστημένο πού συνεχῶς ἰσχυροποιεῖται καί ἑδραιώνεται. 

Αὐ­τός, ταπεινά φρονοῦμε, εἶ­ναι καί ὁ λό­γος, πού ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Διοικούσης Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι στίς μέ­ρες μας ἀ­νε­παρ­κής καί τό κῦρος της ἔ­χει κλο­νι­σθεῖ στήν συ­νεί­δη­ση τῶν πι­στῶν. Καί αὐ­τό τό λέ­με ὄ­χι κα­τα­κρι­τι­κά οὔ­τε ἐ­λεγ­κτι­κά, ἀλ­λά μέ ἀ­λη­θι­νό πό­νο ψυ­χῆς κα­τα­θέ­τον­τας ἁ­πλά καί σεμνά τόν κα­λο­γε­ρι­κό μας λο­γι­σμό, χω­ρίς νά ἐ­ξαι­ροῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας καί νά ἀ­πο­ποι­ού­μα­στε τό με­ρί­διο εὐ­θύ­νης πού μᾶς ἀ­να­λο­γεῖ.

Ἄλ­λω­στε, τά ἴ­δια τά μο­να­στή­ρια μας εἶ­ναι τά πρῶ­τα πού ἔ­χουν ἀρ­χί­σει νά νο­σοῦν προ­σβε­βλη­μέ­να ἀ­πό τήν δυ­σί­α­τη ἀ­σθέ­νεια τῆς ἐκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως καί τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ. Ἡ πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη, ἡ ἔν­το­νη κοι­νω­νι­κό­τη­τα, ὁ νε­ω­τε­ρι­σμός, ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, ἡ ἄ­με­τρη χρή­ση τῆς συγ­χρό­νου τε­χνο­λο­γί­ας ἀ­πει­λοῦν νά ἁ­λώ­σουν ἀρ­κε­τά ἀ­πό τά πνευ­μα­τι­κά προ­πύρ­για τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού εἶ­ναι οἱ μο­νές. Παρατηροῦμε, ἔτσι, τήν μείωση στόν ἡ­συ­χα­σμό, τήν νή­ψη, τήν προ­σευ­χή, τήν με­λέ­τη καί τό ὁ­μο­λο­για­κό καί μαρ­τυ­ρι­κό φρό­νη­μα. Ἔ­χουν χα­λα­ρώ­σει τήν ἀ­γά­πη καί τήν ἀ­φο­σί­ω­ση στήν πε­ρι­φρού­ρη­ση τῶν ἀ­κρι­τι­κῶν συ­νό­ρων τῆς ἱ­ε­ρῆς μας γῆς, τῆς πί­στε­ως δη­λα­δή καί τῆς πα­τρί­δος μας, στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν ὁ­ποί­ων ἦ­ταν πάν­το­τε ταγ­μέ­νοι καί πρω­το­πό­ροι οἱ μο­να­χοί.

Κινδυνεύει, δυ­στυ­χῶς, ὁ σύγ­χρο­νος ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός μας νά καταλήξει σκιά τοῦ ἐν­δό­ξου πα­ρελ­θόν­τος του, ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νος, πο­λυ­πράγ­μων, κοι­νω­νι­κός, ἐ­πι­δο­τού­με­νος καί χρη­μα­το­δο­τού­με­νος, ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νος, κω­φεύ­ων, σι­ω­πῶν καί ἀ­πών συμ­βάλ­λον­τας καί αὐ­τός μέ τόν τρό­πο του στήν ἀ­που­σί­α τῆς ζων­τα­νῆς καί οὐ­σι­α­στι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μαρ­τυ­ρί­ας σή­με­ρα.

Ὅμως, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί σέ αὐτή τήν τραγική κατάσταση δέν ἐγκαταλείπει τό δημιούργημά Του. Ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως ἐκφράζεται στήν Ἁγία Γραφή -τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη- σκοπό ἔχει νά ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν παρά φύσιν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας στήν κατά φύσιν κατάσταση τῆς ἀρετῆς καί νά τόν θεώσει μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Αὐτή ἡ ἐπιστροφή καί ἡ ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό καί ἡ ἀνταπόκριση στό διαρκές κάλεσμά Του γίνεται πρωτίστως μέ τήν μετάνοια. Σή­με­ρα, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λη ἐ­πο­χή, τό κή­ρυγ­μα τῆς με­τα­νοί­ας εἶ­ναι ἐ­πί­και­ρο καί ἀπόλυτα ἀ­ναγ­καῖ­ο. Ἡ ὀντολογική, σωστική καί ἀνατρεπτική μετάνοια εἶναι αὐτή πού θά ἑλκύσει τήν χάρη, τήν εὐσπλαχνία καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπαρξιακή, ἀποφασιστική, ἔμπρακτη, εἰλικρινής καί ἔμπονη μετάνοιά μας εἶναι αὐτή πού μπορεῖ νά ἀποτρέψει, νά ἀναστρέψει καί νά ἀπωθήσει χρονικά καί τά παρόντα καί τά ἐπερχόμενα δεινά.

Ὁ Χριστός μας εἶναι Αὐτός καί μόνον Αὐτός πού, ἄν δεῖ τήν μετάνοιά μας, μπορεῖ νά ἀντιστρέψει τόν θλιβερό μας κατήφορο. Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνουν τά ἁγιογραφικά κείμενα καί πληθώρα περιπτώσεων ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη ἔχουμε ἄπειρες περιπτώσεις, ὅπου οἱ Ἰσραηλίτες ἐκλήθησαν καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀλλά καί διά μέσου τῶν Ἁγίων Προφητῶν καί τῶν Δικαίων Του, σέ μετάνοια. Ἄπειρες, ἐπίσης, εἶναι οἱ φορές πού ὁ Θεός ματαίωσε τήν τιμωρία του γιά τά τόσα ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ Του, παρότι τήν εἶχε ἀποφασίσει, καί αὐτό γιατί αὐτοί ἐπέδειξαν εἰλικρινῆ, ἔνδακρυ καί ἔμπρακτη μετάνοια καί Αὐτός τούς εὐσπλαχνίσθηκε.

Κλασικό παράδειγμα καί ὑπόδειγμα γιά ὅλους μας, ἡ ἰσχυρή καί ἀποφασιστική μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν, πού ἔκανε τόν ἴδιο τόν Θεό νά «μετανοήσει»(!) καί νά δείξει τό ἔλεός Του καί τήν φιλανθρωπία Του ἀποτρέποντας τά δεινά πού εἶχαν καθορισθεῖ καί προαναγγελθεῖ ἀπό τόν Προφήτη Ἰωνᾶ γιά τούς Νινευΐτες. «Ἴδωμεν τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ψευδόμενον…»(!), ἀναφωνεῖ μέ θαυμασμό καί ἔκπληξη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Μετενόησαν Νινευΐται καί μετενόησεν ὁ Θεός(!). Ἔσχισεν ἡ μετάνοια τῆς ἀπωλείας τό πρόσταγμα… Ὤ πάντα δυναμένης μετανοίας! Ἐπί γῆς τελεῖται καί τά ἐν οὐρανοῖς ἀναστρέφει»[2]. (Δηλ. Ἄς δοῦμε τόν Θεό νά ψεύδεται(!) ἀπό φιλανθρωπία… Μετανόησαν οἱ Νινευῖτες καί μετανόησε καί ὁ Θεός(!). Ἡ μετάνοια ἔσχισε τό διάταγμα τοῦ ἀφανισμοῦ… Ὤ παντοδύναμη μετάνοια! Στή γῆ τελεῖται καί ἀναστρέφει τά οὐράνια.)

Ὁ μεγάλος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, τόνιζε μέ ἐμφατικό τρόπο τήν ἀδήριτη ἀνάγκη τῶν ἡμερῶν μας γιά μετάνοια: «Σήμερα, ἂν διδασκόταν ἡ μετάνοια στὸν κόσμο, μόνον αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήση… Ἂν ὑπῆρχε μετάνοια, τὰ πράγματα θὰ εἶχαν τακτοποιηθῆ. Μπόρες, μπόρες θὰ περνοῦμε! Ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ χέρι Του! Νὰ ζητοῦμε μετάνοια γιὰ ὅλον τὸν κόσμο καὶ γιὰ ὅσους ἐν ψυχρῷ κάνουν κακὸ στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ διορθωθοῦν, νὰ τοὺς δίνη ὁ Θεὸς μετάνοια καὶ ἔπειτα νὰ τοὺς παίρνη. Νὰ βοηθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, τὸν κόσμο στὴν μετάνοια, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, αὐτὸ χρειάζεται σήμερα. Ἐγὼ συνέχεια συνιστῶ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, γιὰ νὰ χάση τὰ δικαιώματα ὁ διάβολος, νὰ κοποῦν οἱ ἐξωτερικὲς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις»[3].

Γιά τόν λόγο αὐτό, θά παραθέσουμε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τμηματικά καί σέ συνέχειες, κάποια κείμενα (στηριγμένα στήν Ἁγία Γραφή καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας) σχετικά μέ τήν μετάνοια, τήν ἔννοια καί τά γνωρίσματά της, τίς ὁδούς τῆς μετανοίας, τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή ἀποκτᾶται, τούς καρπούς καί τά ὀφέλη της, διάφορα παραδείγματα μετανοίας ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τό Γεροντικό κ.ἄ., ὥστε νά γνωρίσουμε καί νά βιώσουμε, ὅσο τό δυνατό περισσότερο, αὐτή τήν μεγάλη καί σωστική ἀρετή τῆς μετανοίας.

________________________________________

[1] Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ΕΠΕ 1, σελ. 210

[2] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν μετάνοιαν τῶν Νινευϊτῶν, ΕΠΕ 8Α, 510-520

[3] Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Ἁ­γι­ο­ρεί­του Λό­γοι Β΄, Πνευματική Ἀ­φύ­πνι­ση, ἐκδ. Ἱ. Ἡ­συ­χα­στη­ρί­ου «Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος», Σου­ρω­τή Θεσ­σα­λο­νί­κης, 1999,  σελ. 350-352