Οἱ ἔννοιες Ἅγιος καὶ Ἁγιότητα στὴν ἐποχὴ μᾶς διέρχονται κρίση: ἢ ἀποκρούονται, ἢ χλευάζονται, ἢ παραποιοῦνται. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνο σὲ κοινωνικὲς ὁμάδες, ποὺ ἔχουν προσωρινὰ ἢ μόνιμα διακόψει κάθε σχέση καὶ σύνδεσμο μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν λεγομένων χριστιανῶν καὶ μάλιστα τῶν «Ὀρθοδόξων». Ἰδανικὸ στὸν κόσμο μᾶς εἶναι οἱ οἰκονομικὲς ἀξίες, ἡ εὐζωία, ἡ ὑλικὴ εὐημερία. Ποιός, ἀκόμη καὶ χριστιανός, ἔχει βάλει σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ γίνει ἅγιος; Ποιός, ἐνδιαφερόμενος καὶ μοχθῶν γιὰ τὴν σταδιοδρομία τοῦ παιδιοῦ του, δίνει προτεραιότητα στὴν ἁγιότητά του; Καὶ ὅμως σὲ προηγούμενους καιροὺς αὐτὸς ἦταν ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ. «Χριστὸς καὶ ψυχὴ σᾶς χρειάζονται», δηλαδὴ ἡ σωτηρία, ἔλεγε ὁ Πατροκοσμᾶς ἀναδιατυπώνοντας τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἦταν τὸ ἱεραποστολικὸ πρότυπό του: «Πάντα ἡγοῦμαι (τὰ θεωρῶ) σκύβαλα (σκουπίδια), ἴνα Χριστὸν κερδήσω» (Φίλ. 3, 8).
Σήμερα, σχεδὸν κατὰ κανόνα, ἡ «ἁγιότητα» εἶναι ἕνα «λησμονημένο ὅραμα» καὶ ὑποτιμημένη ἀξία. Καὶ ὅμως! Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνίας, εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ ἀναγέννησή του μέσα στὴν ἄκτιστη θεϊκὴ Χάρη, ὁ ἁγιασμός του. «Ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμι» (Λευιτ. 20, 26), ποὺ εἶναι ἀντίστοιχο μὲ τὸν λόγο τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τέλειος ἐστιν» (Ματθ. 5, 48). Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία καὶ καλεῖ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἐνταχθεῖ ὁλόκληρος («ὁλοτελής», Ἃ’ Θεσ. 5, 23) στὴν κοινωνία της, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πραγματοποιήσει τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Διότι ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸ «προορίζει» κάθε ἄνθρωπο, ἐφ’ ὅσον «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Ἃ’ Τιμ. 2, 4). «Ἐπίγνωσις» εἶναι ἡ πλήρης καὶ τελεία γνώση τοῦ Χριστοῦ (Ἔφ. 4, 13), ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν «θέωση», τὴν ὑψίστη ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ πιστοῦ, στὴν ὁποία ἀποσκοπεῖ ὅλη ἡ ἁγιοπνευματικὴ πορεία τοῦ μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα (κάθαρσις – φωτισμὸς – θέωσις). Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἀπὸ Πατέρες, ὅπως ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «Ἰατρεῖον πνευματικὸν» καὶ «ἐργαστήριον ἁγιότητας», διότι σκοπὸ ἔχει νὰ λειτουργεῖ ὡς πνευματικὸ νοσοκομεῖο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν νόσο τῆς ψυχῆς του, τὴν πτωτικὴ κατάσταση, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ προχωρήσει πρὸς τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἐργαστήριον», ἕνα πνευματικὸ ἐργοστάσιο, ποὺ παράγει ἁγίους, διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχε λόγο ὑπάρξεως.
Πῶς βιώνεται ὅμως ἡ ἁγιότητα στὴν πράξη τῆς καθημερινότητας; Ὄχι ἀσφαλῶς ὡς ἔννοια ἠθική, ἀλλὰ (ἅγιο)πνευματικὴ (συνιστῶ τὸ πρόσφατο βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰεροθέου, Ἡ Ἰατρικὴ ἐν πνεύματι Ἐπιστήμη, Λειβαδειὰ 2009). Ἡ Ἐκκλησία ὡς Ὀρθοδοξία δὲν ἐπιδιώκει νὰ κάμει τὸν ἄνθρωπο «ἠθικὸ» μὲ τὴν κοσμικὴ σημασία τοῦ ὄρου. Ὁ μακαρίτης «λαϊκός», ἀλλὰ πατερικότατος, ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, ἔγραψε ἕνα βιβλίο, ποὺ τὸ συνιστῶ πάντοτε, μὲ τὸν τίτλο: «Ἄλλο καλὸς ἄνθρωπος καὶ ἄλλο χριστιανός». Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀγωνίζεται γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς κώδικα καλῆς συμπεριφορᾶς (sav·ir vivre), ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ, μὲ τὴν συνεργεῖα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, στὸ ἐν Χριστῷ ἦθος, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν καρδιά του ὡς «καρπὸς τοῦ Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) καὶ «ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 4, 14). Ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν δὲν εἶναι τὸ «τέλος», ὁ σκοπός, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἐρημίτης (5ος αἱ.) · «Αἳ ἐντολαὶ οὐχὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐκκόπτουσιν, ἀλλὰ τοὺς ὅρους τῆς δοθείσης ἠμὶν ἐλευθερίας φυλάττουσιν» (ΡG 65, 992). Ἄλλωστε εἶπε καὶ ὁ Κύριος: «..Ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμίν, λέγετε, ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν, ὅτι ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17, 10).
Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὴν πηγὴ τῆς Χάριτος. Καὶ ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς ζητεῖ συνεχῶς Χάρη, δύναμη θεϊκὴ (πρβλ. τὸν λόγο τοῦ Παύλου: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντι μὲ Χριστῷ» (Φίλ. 4, 13). Οἱ αἱρετικοί, ποὺ κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας, βλέπουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἠθικολογικά, θέλουν νὰ γίνουν «καλοὶ ἄνθρωποι», ὅπως τὸ ἐπιδιώκουν ἄλλωστε καὶ οἱ ἄθεοι καὶ οἱ μὴ χριστιανοί, ὀπαδοὶ τῶν θρησκειῶν (θρησκευμάτων) τοῦ κόσμου. Ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς ὅμως δὲν ἐπιδιώκει νὰ γίνει ἁπλὰ «καλὸς» καὶ «ἠθικός», ἀλλὰ Ἅγιος, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μέσω αὐτοῦ μὲ ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα, νὰ γίνει «ναὸς Θεοῦ» (Ἃ’ Κορ. 3, 16 κ.α.), διότι τότε θὰ εἶναι «ἀληθινός», ὅπως καὶ ὁ Θεὸς μᾶς (Ἃ’ Ἰω. 5, 20) καὶ ἀληθινὰ συνάνθρωπος, «πλησίον» καὶ ἀδελφός του ἄλλου· ὅταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ (ἡ «βασιλεία» Του) θὰ ἐνοικεῖ στὴν καρδιά του καὶ ἡ ἀγάπη του δὲν θὰ εἶναι «ἀγάπη ἁμαρτωλῶν» (Λουκ.6, 33), δηλ. ὑπολογιστικὴ καὶ συμφεροντολογική, ἀλλὰ ἀνιδιοτελής, ὅπως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Ρωμ. 13, 5) καὶ γι’ αὐτὸ «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (13, 8).
Μὲ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς κατανοεῖται πόσο ἀνησυχητικὸ εἶναι τὸ θλιβερὸ σύμπτωμα τῆς ἀλλοιώσεως τῶν κριτηρίων μας στὸ θέμα τῆς ἁγιότητος. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν εὐκολία, μὲ τὴν ὁποία συνήθως χαρακτηρίζουμε κάποιον ὡς ἅγιο («ἅγιος ἄνθρωπος», λέμε) ἁπλῶς, διότι εἶναι «καλός», χωρὶς νὰ ξέρουμε τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ («τὰ φαινόμενα συχνὰ ἀπατοῦν»). Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀδρανοποίηση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων ἢ καὶ τῶν προϋποθέσεων ἀναγνωρίσεως καὶ διακρίσεως τῆς ἁγιότητας. Σὲ τελευταία ἀνάλυση μόνον ὁ Ἅγιος, αὐτὸς ποὺ ἔφθασε στὴν θέωση ἢ στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μπορεῖ νὰ «δεῖ» τὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου καὶ τὸ περιεχόμενό της, γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ διακηρύξει ποιὸς εἶναι Ἅγιος, «ναὸς δηλαδὴ καὶ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ». Αὐτὰ λέγει μεταξὺ ἄλλων ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (Ὁμιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμενος καὶ ἑρμηνεύοντας τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ἃ’ Κορ. 2, 15: «ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρινόμενος»). Γράφει ὁ ἅγιος Μακάριος: «Ὁ πνευματικὸς (σήμ. αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ ἔχει ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ) πάντας ἀνθρώπους «ἀνακρίνει…, γινώσκει ἕκαστον πόθεν λαλεῖ καὶ ποὺ ἔστηκε καὶ ἐν ποίοις μετροις ἐστίν». (Σήμ. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ γνωρίζει τὸν ἀπέναντί του, σὲ ποιὰ ἐσωτερικὴ κατάσταση βρίσκεται, ποιὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις τῶν λόγων καὶ ἔργων του, ἂν εἶναι εἰλικρινὴς καὶ δὲν προσποιεῖται, ὡς ὁ ἠθικολόγος καὶ φαρισαῖος). Καὶ συνεχίζει: «Αὐτὸν δὲ (τὸν «πνευματικὸν» καὶ Πνευματοφόρο) οὐδεὶς ἀνθρώπων, τῶν ἐχόντων τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, γινώσκειν καὶ ἀνακρίνειν δύναται, εἰ μὴ μόνον ὁ τὸ ὅμοιον ἔχων ἐπουράνιόν της θεότητος πνεῦμα γινώσκει τὸ ὅμοιον». Μὲ λίγα λόγια: Μόνον οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ποιὸς εἶναι ἅγιος καὶ αὐτῶν ἡ γνώμη καὶ ἄποψη ἔχει σημασία. Ὅταν λέμε συνεπῶς, ὅτι ὁ «λαὸς τοῦ Θεοῦ» ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιότητα, ἐννοοῦμε στὴν κυριολεξία τοὺς Ἁγίους, αὐτοὺς ποὺ ἔφθασαν στὴν ἁγιότητα, (φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θέωση) καὶ ὄχι ἐκείνους, ποὺ δὲν ἀγωνίζονται, βαδίζοντας «σὺν πάσι τοῖς Ἁγίοις» καὶ ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τους, νὰ γίνουν ἅγιοι. Ἐμεῖς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικὰ» καὶ «λαϊκίστικα», ὅταν λέμε ὅτι ὁ «λαὸς» ἀναγνωρίζει τοὺς Ἁγίους! Γιατί τὸ ἐρώτημα εἶναι: ποιὸς λαός; Ποιὰ σχέση ἔχει, δηλαδή, μὲ τὴν Χάρη καὶ σὲ ποιὰ κατάσταση εἶναι ἡ «καρδιά» του; Διότι, διαφορετικά, τὰ κριτήριά μας θὰ εἶναι ἠθικολογικὰ καὶ κοσμικά.
Ποιὸς λοιπόν, μὲ βάση τὰ ὀρθοδοξοπατερικὰ κριτήρια, εἶναι ὁ Ἅγιος; Οἱ ἔχοντες τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, οἱ Ἁγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ὡς Ἁγίους τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, ποὺ ἔχουν φθάσει στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν θέωση, συνιστώντας τοὺς μάρτυρές της μέσα στὴν ἱστορία. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, (8ος αἱ.) τιμοῦμε ὡς ἁγίους «τους ἐνωθέντας Θεῶ κατὰ προαίρεσιν καὶ τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον, καὶ τὴ τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει». Ἅγιοι εἶναι, ἔτσι, «οἱ ἔμψυχοι ναοὶ τοῦ Θεοῦ, τὰ ἔμψυχά του Θεοῦ σκηνώματα», διότι «διὰ τοῦ νοῦ τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἐνώκησεν ὁ Θεὸς» (Ἔκθεσις ἀκριβής της Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ(15)88. ΡG 94, 1164 Β ἐπ.). Δηλαδή: «ὅσους ἑνώθηκαν μὲ τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὴν προαίρεσή τους, τὴν ἐλεύθερη βούλησή τους, καὶ Τὸν δέχθηκαν νὰ κατοικήση μέσα τους καὶ ἔγιναν μὲ τὴν μέθεξή Του, τὴν ἕνωσή τους μαζί Του, κατὰ χάριν, αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του).
Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ (7ος αἱ.): «ἡ ὑπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντες σ’ αὐτὴν «ἀκτίστους, ἀνάρχους καὶ ἀπεριγράπτους… καίτοι διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν ἐξ οὐκ ὄντων γεγονότος» (ΡG. 91,1144 ΑΒ). Μολονότι, δηλαδή, καὶ ὁ Ἅγιος εἶναι ἄνθρωπος κατὰ τὴν φύση του, ἔχει ψυχὴ καὶ σῶμα, ὅπως ὅλοι μας, καὶ εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν θεία Χάρη γίνεται ὅ,τι εἶναι καὶ ὁ Θεός: ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀπερίγραπτος καὶ αἰώνιος, ἀλλὰ «κατὰ χάριν». Αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς «καταλύτης» στὸ γεγονὸς τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δὲν ἀλλάζει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν παύει ὁ Ἅγιος νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ κτίσμα, ἀλλὰ «κατὰ χάριν Θεοῦ» γίνεται ἄκτιστος καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, μεταμορφούμενος μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Μεταμόρφωση, συνεπῶς, ζεῖ ὁ Ἅγιος καὶ ὄχι μεταβολὴ τῆς φύσεώς του. Πρέπει δὲ ἐδῶ νὰ λεχθεῖ, ὅτι ὅσοι διέπονται ἀπὸ «εὐσεβιστικὲς» τάσεις, μιλοῦν προτεσταντικὰ γιὰ «ἠθικὴ θέωση», διότι θεωροῦν βλασφημία νὰ δεχθοῦν, ὅτι ὁ θεούμενος φθάνει νὰ γίνει «ἄκτιστος» καὶ «ἄναρχος», ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του. Ἡ θέωση ὅμως μεταμορφώνει τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν «βελτιώνει» ἁπλὰ τὸν χαρακτήρα του. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, διότι κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά: «Ὅλος μὲν ὅλοις τοῖς ἀξίοις ὁ Θεὸς περιχωρεῖ, ὄλω δὲ ὅλοι περιχωρούσιν ὁλικῶς οἱ Ἅγιοι τῷ Θεῶ, ὅλον ἀντιλαβόντες ἑαυτῶν τὸν Θεὸν» (Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων 3, 1, 27). Δηλαδή: «Ὅλος ὁ Θεὸς περιχωρεῖ εἰς ὅλους τους ἀξίους, εἰς ὅλον δὲ τὸν Θεὸν περιχωροῦν ὅλοι οἱ Ἅγιοι ὁλικά, ἔχοντας προσλάβει ἀντὶ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τὸν Θεόν».
Ἡ ἀπώλεια ἡ ἀδρανοποίηση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων ὁδήγησε στὴν ἀντικατάσταση τῆς πνευματικότητας μὲ τὴν ἠθικολογία καὶ τῆς ἁγιότητας μὲ τὴν οὐμανιστικὴ ἀρετολογία. Ὅταν γνωστοὶ κανονολόγοι ἀποφαίνονται, ὅτι ἡ ἁγιοκατάταξη (καὶ ὄχι: ἁγιοποίηση, ποὺ μόνο στὸν Παπισμὸ ὑπάρχει) γίνεται «ὑπὸ τῆς γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ποιμένων καὶ ποιμαινομένων», αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρόκειται γιὰ αὐθεντικοὺς ποιμένες καὶ ποιμαινόμενους δηλαδὴ αὐθεντικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, φορεῖς τῆς Χάριτος καὶ ὄχι ἁπλῶς κατ’ ὄνομα χριστιανούς, λόγω ἑνὸς τυπικοῦ βαπτίσματος ἢ μίας ἐξωτερικῆς χειροτονίας. Μὴ ξεχνᾶμε: οἱ Ἅγιοι ἀναγνωρίζουν τοὺς Ἁγίους! Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει, ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας δὲν ὑπῆρξε ποτὲ αὐθαίρετη καὶ συναισθηματική, οὔτε στηρίχθηκε ποτὲ στὴν καλὴ φήμη, τὴν ἠθικότητα, ἔστω καὶ στὶς ἀγαθοεργίες κάποιου, ἀλλὰ σὲ ἁπτὰ καὶ τεκμηριωμένα, δηλαδὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ προερχόμενα, δείγματα τῆς πραγματικότητας τῆς θεώσεως. Ὁ Θεὸς μαρτυρεῖ τὴν ἁγιότητα ἑνὸς προσώπου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι μιλοῦμε γιὰ «ἁγιότητα μαρτυρουμένη» ἄνωθεν, ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ὁ μέγας θεολόγος τῶν νεωτέρων χρόνων, ἀρχιεπίσκοπος Εὐγένιος ὁ Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀμάρτυρον ἐπὶ γὴς ἀφίησιν τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ» (Πρβλ. Πράξ. 14, 17. Εὔγ. Βούλγαρη, Ἐπιστολὴ πρὸς Κλαίρκιον, Ἀθήνα 1844, σ. 6). Σύμφωνα μὲ τὴν μακραίωνη ὀρθόδοξο-ἐκκλησιαστικὴ πράξη οἱ Ἅγιοι δὲν «ἀναγνωρίζονται» ἢ «διακηρύσσονται» μὲ ἠθικολογικά, κοινωνικὰ καὶ ἐνδοκοσμικὰ κριτήρια, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν φανέρωση τῆς ἁγιότητάς τους ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, μὲ σημεῖα ἀδιαμφισβήτητα, ποὺ ἀντέχουν σὲ κάθε κριτικὴ καὶ ἀποσείουν κάθε ἀμφιβολία. Καὶ τέτοια σημεῖα εἶναι: ἡ κατάσταση τοῦ λειψάνου (ἄφθαρτο ἢ ὀστᾶ, ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν συνέπεια τῆς φθορᾶς/σήψεως καὶ γι’ αὐτὸ ἐκπέμπουν εὐωδία ὑπερκόσμια καὶ ὄχι δυσοσμία, καὶ κυρίως θαύματα). Ὑπάρχει μάλιστα μία παγκόσμια ἰσχύουσα, γνωστὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, παροιμία: «ὁ ἅγιος ἐὰν δὲν θαυματουργήσει, δὲν δοξολογιέται», δὲν τιμᾶται δηλαδὴ ὡς Ἅγιος. Ἡ παροιμία αὐτὴ σὲ διάφορες παραλλαγές, ὅπως ἡ ἔρευνα ἔχει ἀποδείξει, εἶναι γνωστὴ εὐρύτατα καὶ στὴν Δύση. Ἀκόμη δὲ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μαρτυρίου, τὰ θαυμαστὰ σημεῖα δὲν λείπουν, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν συναξαριῶν καὶ τῆς ὑμνογραφίας μας.
Ἡ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγώνας δὲν χάνει τὴν ἀξία του καὶ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε ἀγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε ὅμως ὁ Θεὸς νὰ βεβαιώσει («μαρτυρήσει») τὴν ἁγιότητα (τὴν θέωση) τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, γιὰ νὰ δικαιούμεθα καὶ ἐμεῖς ἀναντίρρητα καὶ χωρὶς δισταγμούς, νὰ τὸ τιμᾶμε ὡς Ἅγιο. Μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι οἱ ἅγιοι παρακαλοῦν τὸν Θεὸ γιά μας, διότι ἔχουν «παρρησία». Γιὰ τοὺς ἄλλους εὐσεβεῖς πιστούς, ποὺ δὲν ἔφθασαν ὅμως στὸν φωτισμὸ ἢ τὴν θέωση, προσευχόμεθα ἐμεῖς (πρβλ. τὰ μνημόσυνα).
Γράφει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς