Ἡ διαφορά τῆς θ. Εὐχαριστίας ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο εἶναι ὅτι ἐν τῷ μεταξύ ἔχει μεσολαβήσει ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Ἀνάληψη. Γι’ αὐτό στή θ. Λειτουργία οἱ προσευχές ἀπευθύνονται πρός τόν Πατέρα. Δέν ἀπευθύνονται πρός τόν Υἱό, ἀφοῦ ὁ Υἱός εἶναι πού ἀνάγει τήν δημιουργία στόν Πατέρα.
Ποιός εἶναι αὐτός πού προσεύχεται στή θ. Εὐχαριστία; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι στή θ. Εὐχαριστία προσεύχεται ὁ Χριστός, δέν προσευχόμαστε ἐμεῖς. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἴμαστε ἐμεῖς. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει “Ἐγώ”. Ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός λοιπόν προσεύχεται πρός τόν Πατέρα. Ἀλλά αὐτός ὁ Χριστός πού προσεύχεται εἶναι σεσαρκωμένος Χριστός. Ὁ Χριστός ἔχει γίνει πραγματικά ἄνθρωπος. Εἶναι καί ἄνθρωπος. Ἔχει πραγματικά ἀνθρώπινη φύση, καί μάλιστα ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση. Δηλαδή στό πρόσωπό του ὑπάρχει ὁλόκληρη ἡ φύση τοῦ καθενός μας. Ὁ Χριστός εἶναι συγχρόνως καί ὁ καθένας μας, εἴμαστε ὅλοι. Αὐτός λοιπόν ὁ Χριστός πού προσεύχεται πρός τόν Πατέρα ἀνάγει αὐτή τήν ἀνθρώπινη φύση- καί ὅ,τι ἡ ἀνθρώπινη φύση συνεπάγεται, δηλ. ὅλη τήν κτίση- πρός τόν Πατέρα. Ἑπομένως ἡ θεία λειτουργία εἶναι προσφορά τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Πατέρα.
Ὅμως ὁ Χριστός εἶναι ἀόρατος. Ὁρατός εἶναι αὐτός πού βρίσκεται στόν τόπο τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ἤ, κατά τήν ἔκφραση πού βασίζεται στή θεολογία τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου, “ὁ εἰς τόπον καί τύπον Χριστοῦ εὑρισκόμενος” ἐπίσκοπος. Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος προσεύχεται ἐν ὀνόματι τοῦ συναγμένου λαοῦ, δέν προσεύχεται ὡς ἄνθρωπος, προσεύχεται ὡς Χριστός. Αὐτό ὑπογραμμίζει ὅταν, στήν ἀρχή τῆς εὐχαριστιακῆς προσευχῆς, ξεκινάει μέ τή φράση “σύ εἶ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος”. Ὁ προσφέρων, αὐτός πού προσφέρει τά δῶρα, εἶσαι σύ, ὁ Χριστός. Καί ἐπειδή εἶσαι σύ, ὁ Χριστός, μπορῶ ἐγὼ νά προσφέρω ὡς Χριστός. Αὐτό πρέπει νά τό ξεκαθαρίσουμε. Στή θ. Εὐχαριστία-καί τονίζω ὅτι δέν μιλάω γιά ἄλλες ἀκολουθίες ἤ γιά ἄλλες προσευχές- ἡ προσευχή εἶναι ἀναγωγή τοῦ κτιστοῦ στό ἄκτιστο. Τήν ἀναγωγή τήν κάνει τό ἄκτιστο, δέν τήν κάνει τό κτιστό. Τήν κάνει ὁ Υἱός, ὁ σεσαρκωμένος Υἱός, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός. Αὐτός ὁ Υἱός διά τοῦ ἐπισκόπου, προσφέρει τήν κτίση, σύμπασα τήν κτίση, δηλ. προσφέρει ὅλους μας, προσφέρει τήν σάρκα του, τόν ἑαυτό του, ψωμί καί κρασί, ὅπως ἔχει ὁρίσει ὁ ἴδιος ὁ Υἱός, τά προσφέρει ὅλα στόν Πατέρα. Καί ἔτσι πραγματοποιεῖται αὐτό πού λέμε “Δευτέρα Παρουσία”, αὐτό πού λέμε “Βασιλεία τοῦ Θεοῦ”, αὐτό πού λέμε “γαμήλιο δεῖπνο” τῆς Δευτέρας Παρουσίας, αὐτό πού λέμε “γάμοι τοῦ βασιλέως”, ὅπως τό ἔχει προδιατυπώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στίς παραβολές του ἤ στίς εἰκόνες πού ἔχει στή διδασκαλία του.
Πῶς πραγματοποιοῦνται ὅλα αὐτά; Ὁ Πατέρας στέλνει πίσω αὐτά τά δῶρα πού τοῦ προσέφερε ὁ Υἱός, κι ἔτσι ἑνώνει σύμπασα τήν κτίση μέ τά τρία πρόσωπα τῆς θεότητας. Θεώνεται ἡ κτίση διά τῶν δώρων αὐτῶν τῶν συγκεκριμένων. Αὐτό δηλώνεται ρητά στή θ. Λειτουργία:” ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἡμῶν, ὁ προσδεξάμενος αὐτά [τά προσκομισθέντα καί ἁγιασθέντα τίμια δῶρα]…ἀντικαταπέμψη ἡμῖν τήν θείαν χάριν καί τήν δωρεάν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος”.
Ὑπάρχει μία πέμψις καί μία ἀντικατάπεμψις. Τήν πέμψη τήν κάνει ὁ Υἱός πρός τόν Πατέρα. Τήν ἀντικατάπεμψη τήν κάνει ὁ Πατέρας πρός τόν Υἱό. Ἀλλά ὁ Υἱός εἶναι σεσαρκωμένος. Κι ὁ Πατέρας ἀντικαταπέμπει τά δῶρα σέ αὐτό πού εἶναι ὁ Υἱός, δηλ. στόν ἄνθρωπο, δηλ. στόν καθένα μας.
Καί γι’ αὐτό, ὅταν τρῶμε ἀπό τό ψωμί αὐτό καί πίνουμε ἀπό τό κρασί αὐτό, μιλᾶμε γιά κοινωνία θεώσεως”. Γινόμαστε ἐκείνη τή στιγμή “θεῖον σῶμα”. Μπορεῖ νά ἐκπέσουμε αὐτῆς τῆς θεώσεως μόλις φύγουμε ἀπό τό τραπέζι τῆς Εὐχαριστίας. Μπορεῖ νά λαχταρήσουμε νά ξαναπᾶμε σ’ αὐτήν τήν κοινωνία θεώσεως, ὅταν ἑτοιμαζόμαστε νά πᾶμε στό τραπέζι τῆς θ. Εὐχαριστίας. Ἀλλά αὐτή ἡ θέωση πραγματοποιεῖται.
Μέσα σ’ αὐτήν τήν εὐχαριστία εἴμαστε ὅλοι ἅγιοι. Τά ἅγια δῶρα μεταδίδονται σέ ἁγίους. Εἴμαστε ὅλοι ἅγιοι, γιατί εἶναι ἅγιος αὐτός πού τά προσφέρει, παίρνοντάς τα ἀπό ἐμᾶς καί δίδοντάς τα πάλι σ’ ἐμᾶς.
Μαυρόπουλος Δημήτριος