Ο Άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας ο Φιλόσοφος

Ο «θαυμασιώτατος» Ιουστίνος, κατά τον μαθητή του Τατιανό, εγεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης, στις αρχές του 2ουαιωνος μ.Χ., από γονείς Έλληνες ειδωλολάτρες, τον Πρίσκο Βάκχιο, και μητέρα, της οποίας το όνομα αγνοούμε. Ο Μεθόδιος Ολύμπου τον μνημονεύει ως άνδρα μη απέχοντα πολύ των Αποστόλων ούτε κατά το χρόνο ούτε κατά την αρετή. Πράγματι δε ο χρόνος γεννήσεώς του δύναται να τοποθετηθεί περί το 110 μ.Χ., εφ’ όσον το 135 μ.Χ., κατά τη συζήτηση προς τον Τρύφωνα, παρουσιάζεται να έχει περατώσει ήδη τις φιλοσοφικές του σπουδές και προς το τέλος τους να έχει προσελκυσθεί στη Χριστιανική πίστη.

Προικισμένος με εξαιρετική πνευματική ανησυχία και φιλομάθεια, ο νεαρός Ιουστίνος ασχολήθηκε και εμβάθυνε στις δοξασίες των Στωικών, των Επικουρείων, των Περιπατητικών, των Πυθαγορείων και των Πλατωνικών φιλοσόφων. Με ακόρεστη επιθυμία, ήθελε να γνωρίσει ολόκληρη την αλήθεια και να εύρει την πραγματική ικανοποίηση. Τότε ο Θεός, με θαυμαστή επέμβαση, τον οδήγησε στις πηγές της αλήθειας, στη Χριστιανική πίστη και ζωή, το 135 μ.Χ.
Καθώς διηγείται ο ίδιος, ο Θεός τον εφώτισε με κάποιο Χριστιανό πρεσβύτη, «πράον και σεμνόν το ήθος». Ο θαυμάσιος εκείνος γέροντας του αποκάλυψε πόσο πτωχές ήταν οι θεωρίες των ανθρώπων μπροστά στην πραγματική αλήθεια, την οποία διδάσκει ο Θεός.
Ο Ιουστίνος αποφασίζει να μελετήσει την Αγία Γραφή και να εμβαθύνει στο θείο λόγο. Χωρίς να πάψει να φιλοσοφεί και να φορεί φθαρμένο χιτώνα, τον τρίβωνα, που εφορούσαν οι φιλόσοφοι, καταλάμπεται από τη Χριστιανική πίστη, «την μόνην φιλοσοφίαν την αληθή και ασύμφορον», στην οποία αποφασίζει να διαθέσει πλέον την υπόλοιπη ζωή του.
Ο Ιουστίνος αρματωμένος με τα όπλα τα πνευματικά, αποφασίζει να στήσει στη Ρώμη το πνευματικό του στρατηγείο. Από εκεί εξαπλώνει σφοδρές επιθέσεις κατά των εχθρών της πίστεως. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια των διωγμών, οι κατατρεγμένοι Χριστιανοί της Ρώμης ευρίσκουν στο πρόσωπό του τον ένθερμο απολογητή και ακούραστο υποστηρικτή. Ο Ιουστίνος από την ανεξάντλητη φαρέτρα του αντλεί ακαταμάχητα επιχειρήματα, με τα οποία αποστομώνει τους φιλοσόφους, που διέβαλαν τον Χριστιανισμό. Τους ελέγχει, γιατί κατηγορούν τον Χριστιανισμό χωρίς να τον γνωρίζουν.
Σημαντικότατο είναι και το έργο του «Διάλογος προς Τρύφωνα», το οποίο περιέχει τη διήμερη θεολογική συζήτηση που είχε με τον Ιουδαίο Τρύφωνα, ο οποίος είχε φύγει από την Παλαιστίνη λόγω του πολέμου (132 – 135 μ.Χ.) και ήταν επισκέπτης στην πόλη όπου εσπούδαζε ο Ιουστίνος. Όταν αντιλήφθηκε ότι κάτω από το φιλοσοφικό ένδυμα του νεαρού Ιουστίνου κρυβόταν ένας Χριστιανός, τον ειρωνεύθηκε. Επακολούθησε διήμερη συζήτηση, της οποίας το υποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στο έργο «Διάλογος προς Τρύφωνα». Δεδομένου ότι ο Τρύφων είχε αποφύγει «το νυν γενόμενον πόλεμον», η συζήτηση πρέπει να έγινε το 136 μ.Χ.
Δεν άργησαν όμως να φανούν οι εναντίον του Αγίου αντιδράσεις. Οι φιλόσοφοι, που έχαναν συνεχώς έδαφος και οι άλλοι εχθροί του, τον διέβαλαν στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (161 – 180 μ.Χ.). Ο Μάρτυς Ιουστίνος εκφράζει την υποψία ότι επρόκειτο να καταδοθεί στις πολιτικές αρχές από τον κυνικό φιλόσοφο και μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ο οποίος εφθονούσε την αύξηση των μαθητών του Χριστιανού διδασκάλου και διέβλεπε κίνδυνο απορροφήσεως των μαθητών του υπό του Χριστιανισμού.
Φαίνεται ότι, μετά το μαρτύριο του Πτολεμαίου, μαθητού του πιθανώς, περί το 160 μ.Χ., ανεχώρησε από τη Ρώμη από φόβο για τη σύλληψή του και ότι επέστρεψε εκεί αργότερα, αφού ήδη είχε κοπάσει ο θόρυβος, διότι κατά την ανάκρισή του προ του μαρτυρίου εδήλωσε ότι διέμεινε κατά δύο περιόδους στη Ρώμη. Αλλ’ ο Ιουστίνος αποφασίζει να απολογηθεί για τη διωκόμενη πίστη στον αυτοκράτορα και τη Ρωμαϊκή σύγκλητο. Οι δύο του Απολογίες αποτελούν πραγματικά διαμάντια της Χριστιανικής Απολογητικής.
Στην πρώτη Απολογία του, την οποία απευθύνει στον αυτοκράτορα Αντωνίνο, τα παιδιά του και τη Ρωμαϊκή σύγκλητο, κάνει γνωστό το τι πιστεύουν οι Χριστιανοί, ανασκευάζει τις εναντίον του κατηγορίες των Εθνικών, περιγράφει τον τρόπο της Χριστιανικής λατρείας και προσπαθεί με νηφαλιότητα, ευγένεια και χωρίς ρητορικά σχήματα να τους πείσει να σταματήσουν τους διωγμούς. Ο ιερός απολογητής, αποδεικνύοντας ότι εβίωνε πλήρως την εκκλησιαστική λειτουργική και μυστηριακή ζωή, ιδίως στα τελευταία κεφάλαια της πρώτης Απολογίας του, εξέρχεται από τα καθαρώς απολογητικά πλαίσια και όρια και μεταβάλλεται σε άριστο μυσταγωγό και σε έναν από τους πρωτοπόρους σκαπανείς της ιστορίας της θεολογίας της Χριστιανικής λατρείας. Ο ιερός Ιουστίνος τόσο στη μνημονευθείσα Απολογία του, όσο και περιστατικά σε μερικά σημεία του λοιπού συγγραφικού του έργου παρέχει ανεκτίμητες πληροφορίες περί της Χριστιανικής λατρείας της εποχής του, προβάλλοντας τον εορτασμό της Κυριακής, ως και την τελεσιουργία και συνοπτική θεολογία των ιερών μυστηρίων του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας.
Η ημέρα της Κυριακής θεωρείται ως πρώτη ημέρα της καινής εν Χριστώ κτίσεως. Η Θεία Λειτουργία γίνεται η εμψυχούσα την διακονία εντελέχεια, εφ’ όσον κατά τη διάρκεια της ευχαριστιακής συνάξεως«οι ευπορούντες… και βουλόμενοι κατά προαίρεσιν έκαστος την εαυτού ο βούλεται δίδωσι, και το συλλεγόμενον παρά τω προεστώτι αποτίθεται, και αυτός επικουρεί ορφανοίς τε και χήραις, και τοις δια νόσον η δι’ άλλην αιτίαν λειπομένοις, και τοις εν δεσμοίς ούσι, και τοις παρεπιδήμοις ούσι ξένοις, και απλώς πάσι τοις εν χρεία ούσι κηδεμών γίνεται».
Όσον αφορά στο Βάπτισμα, ο Άγιος Ιουστίνος πληροφορεί ότι «του υπέρ αφέσεως αμαρτιών και εις αναγέννησιν λουτρού» προηγείται κατήχηση. Ωσαύτως του Βαπτίσματος προηγούντο προσευχή και νηστεία τόσο των βαπτιζομένων, όσο και των λοιπών πιστών.
Στη δεύτερη Απολογία του, την οποία απευθύνει στη Ρωμαϊκή σύγκλητο, αποδεικνύει ότι οι Χριστιανοί διώκονται, επειδή πιστεύουν στην αλήθεια και ζουν ενάρετη ζωή και όχι για κάτι αξιόποινο.
Όμως οι Απολογίες του Μάρτυρος Ιουστίνου δεν μετέτρεψαν τους ειδωλολάτρες, καθ’ όσον επί επάρχου Ρώμης του Ιουνίου Ρουστικού (162 – 167 μ.Χ.), άλλοτε παιδαγωγού του αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου, πιθανώς το 165 μ.Χ., αποκεφαλίσθηκε μαζί με ομάδα μαθητών του.
Στο κοιμητήριο της Πρισκίλλης ευρέθηκε λίθος ενεπίγραφος που έφερε τα γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδή Μάρτυς Ιουστίνος, ο οποίος ίσως εκάλυπτε τον τάφο του Αγίου.
Όχι μικρός αριθμός άλλων έργων του Αγίου Μάρτυρος Ιουστίνου, μαρτυρουμένων από αυτόν τον ίδιο η από μεταγενέστερους συγγραφείς, έχουν χαθεί. Τα έργα αυτά είναι: «Σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων», «Κατά Μαρκίωνος», «Περί ψυχής», «Προς Έλληνας»,«Έλεγχος προς Έλληνας», «Περί μοναρχίας Θεού», «Περί Αναστάσεως»,«Ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Προς Σοφιστήν Ευφράσιον περί προνοίας και πίστεως», «Διάλογος προς Κρήσκεντα», «Προς Ιουδαίους».

Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Φιλοσοφίας ταις ακτίσιν εκλάμπων, θεογνωσίας υποφήτης εδείχθης, σοφώς παραταξάμενος κατά των δυσμενών· συ γαρ ωμολόγησας, αληθείας την γνώσιν, και Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ αθλήσεως ώφθης· μεθ’ ων δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ω Ιουστίνε, υπέρ των ψυχών ημών.