Ιστορικός Ναός Εισοδίων Θεοτόκου Τραχώνων Δήμου Αλίμου

Συμβολή στην προσπάθεια χρονολόγησης
Μάιος 2013
     Ο μικρός σε διαστάσεις αλλά μεγάλος σε αρχαιολογικό ενδιαφέρον ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του κτήματος Γερουλάνου, στην οδό Αρχαίου Θεάτρου 7 στον Άλιμο, το οποίο ανήκει σήμερα στην εταιρεία Μάκρο, η οποία κάλυψε και τη δαπάνη αναστύλωσης του ναού το 2012.

       Η αναστύλωση βασίστηκε στη μελέτη του αρχιτέκτονα Σταύρου Μαμαλούκου και εκτελέστηκε από την εταιρεία Μνημειοτεχνική των αδελφών Κουφόπουλου, με την επίβλεψη της 1ηςΕφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
       Η εκκλησία έχει δύο βασικές οικοδομικές φάσεις, τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή. Ως προς  την αρχική φάση είναι τρουλλαίος ναός σε σχήμα ελεύθερου σταυρού, που αργότερα (εποχή τουρκοκρατίας) επεκτάθηκε δυτικά με προσθήκη γωνιακών διαμερισμάτων και νάρθηκα. Στη βιβλιογραφία εμφανίζεται στο γνωστό έργο του Α.Ορλάνδου Μεσαιωνικά μνημεία Αθηνών (του 1933), όπου χρονολογείται στο 16ο ή 17ο αιώνα.
      Με την πρόσφατη αναστύλωση, όμως, όπου αφαιρέθηκαν τα εξωτερικά επιχρίσματα της τουρκοκρατίας, αποκαλύφθηκαν στοιχεία που ανατρέπουν πλήρως αυτή τη χρονολόγηση, που θα μπορούσε να ισχύει μόνο για το μεταγενέστερο νάρθηκα.
       Ο ναός τύπου ελεύθερου σταυρού με τρούλλο χρησιμοποιήθηκε στην παλαιοχριστιανική εποχή κυρίως σε τάφους μαρτύρων της Εκκλησίας (μαρτύρια). Ήδη από τον 5ο αιώνα μεταδόθηκε στη Χερσώνα και την Αρμενία και στη συνέχεια στην κεντρική Μ. Ασία, όπου γνώρισε μεγάλη διάδοση τον 8ο και 9ο αι. Στον ελλαδικό χώρο συναντιέται συχνότερα από τη μεσοβυζαντινή εποχή και εφαρμόζεται συνήθως σε ναούς νησιών (Κύπρος, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες), της Πελοποννήσου και της δυτικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Συγγενείς με τους σταυρικούς ναούς είναι οι μονόχωροι τρίκογχοι, οι τετράκογχοι και οι σταυροειδείς ημιεγγεγραμμένοι ναοί.
        Για το ναό των Εισοδίων υπάρχει η υπόθεση ότι ίσως ανήκει στο 13ο αιώνα, την εποχή της Φραγκοκρατίας στην Αθήνα, όπου χτίζονται αρκετοί ναοί στην περιφέρεια της πόλης και γενικά στην Αττική. Στον ίδιο τύπο ανήκει ο Ταξιάρχης Δάγλα στο Μαρκόπουλο Παιανίας (13ος αι.)
και η Παναγία Βαραμπά στην ίδια περιοχή.

Γνωστή εκκλησία της ίδιας εποχής, που ανήκει όμως στο σταυροειδή εγγεγραμμένο είναι ο  Άγιος Πέτρος στα Καλύβια.
  

Ο ίδιος ο τύπος του σταυρού των Εισοδίων απέχει πολύ από τα τρουλλαία σταυρικά υστεροβυζαντινά εκκλησάκια. Ιδίως η κάτοψη του ναού δεν απαντάται όμοια σε κανένα ναό του ελλαδικού χώρου, διότι όλοι οι άλλοι ναοί έχουν στενές τις εγκάρσιες κεραίες του σταυρού και κυρίως έχουν πάντα ανατολική κεραία σταυρού.
         Αντίθετα, στα Εισόδια οι εγκάρσιες κεραίες είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες, σαν πτέρυγες, ενώ η ανατολική κεραία απουσιάζει, ώστε η αψίδα του ιερού εφάπτεται ακριβώς στους εγκάρσιους τοίχους, όπως γινόταν στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, με την προεξέχουσα κόγχη. Αυτά τα στοιχεία απηχούν δεδομένα παλαιότερων εποχών, της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας.
       Εντύπωση προκαλεί ότι η κάτοψη των Εισοδίων θυμίζει έντονα την παλαιοχριστιανική εκκλησία (5ου ή 6ου μ.Χ.αι.) της Tomarza στην Καππαδοκία, η οποία επηρέασε την αρχιτεκτονική των εκκλησιών της Γεωργίας και της Αρμενίας (www.virtualani.org).

Τα Εισόδια έχουν χαρακτηριστικό τις ισοϋψείς αετωματικές στέγες που σχηματίζουν αμβλεία γωνία και τους τοίχους που είναι απόλυτα συμμετρικοί, ενιαίοι και ορθογώνιοι. Εσωτερικά, οι οροφές των κεραιών του σταυρού σχηματίζουν καμάρα και τα συνήθη σφαιρικά τρίγωνα. Χωρίς υπερβολή, αυτά τα δεδομένα ισχύουν αντίστοιχα στο μαυσωλείο της Galla Placidia στη Ραβέννα (5ος αι.)!

 

  
Προφανώς, η τυπολογία των Εισοδίων διατηρεί εμφανή παλαιοχριστιανικά στοιχεία, που έχουν εκλείψει στους υστεροβυζαντινούς ναούς. Άλλα στοιχεία παλαιότητας είναι ο κυλινδρικός τρούλλος με τη χαμηλή κωνική στέγη και η ημικυκλική αψίδα (σχεδόν πεταλοειδής) του ιερού, της οποίας η κεραμοσκεπή είναι ελάχιστα χαμηλότερη από το ύψος των κεραιών του σταυρού . Ακόμη πιο περίεργο είναι ότι το ιερό δεν έχει πλαϊνά διαμερίσματα, πρόθεση και διακονικό, όπως όλοι οι άλλοι βυζαντινοί ναοί.
 

                Στη χρονολόγηση λαμβάνουμε υπ’όψιν και τα δεδομένα της τοιχοποιίας. Οι τοίχοι των Εισοδίων είναι πλασμένοι με ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Τα παράθυρα είναι μονόλοβα με πλίνθινο τόξο, ενώ υπάρχει οδοντωτή ταινία που περιτρέχει τον τρούλο, με τη συνήθη καμπύλη πάνω από το τόξο των παραθύρων.
        Ομοιότητες βρίσκουμε σε εκκλησίες της Ηπείρου, όπως ο Άγιος Βασίλειος στο γεφύρι της Άρτας, ο οποίος παρομοίως είχε θεωρηθεί ναός του 15ου αιώνα, ενώ ο καθηγητής Βοκοτόπουλος απέδειξε ότι ανήκει στο δεύτερο ήμισυ του 9ου αι.μ.Χ.
Η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου αποτελεί πρώιμο παράδειγμα μεσοβυζαντινού σταυρόσχημου ναού με τρούλλο, με τοιχοποιία που φανερώνει σχετική απειρία των μαστόρων.
     Αναλογίες εντοπίζουμε επίσης στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στη Μεσημβρία (Nessebar) της Βουλγαρίας, η οποία χρονολογείται στο 10ο αιώνα.
      Επιστρέφοντας στον ελλαδικό χώρο, βλέπουμε μία παρόμοια αρχιτεκτονικά εκκλησία, την τρίκογχη με τρούλλο Παναγία Κουμπελίδικη στην Καστοριά, όπου το πλάσιμο της τοιχοποιίας δείχνει αρκετά βελτιωμένο και οι τοίχοι είναι πιο ευθείς και συμμετρικοί.
Οι ομοιότητες εδώ με τα Εισόδια είναι εντυπωσιακές. Η αψίδα του ιερού είναι σχεδόν ίδια και στους δύο ναούς, τα μονόλοβα παράθυρα με το πλίνθινο τόξο, άλλα στενότερα άλλα φαρδύτερα, φαίνεται σαν να φτιάχτηκαν από κοινό συνεργείο. Βασική διαφορά εξωτερικά είναι ότι η Κουμπελίδικη έχει στενό και ψηλό τρούλο, ενώ τα Εισόδια κοντό και φαρδύ.
     Στο τέλος αυτού του αιώνα (10ου) αρχίζουν να χτίζονται πλήθος από εκκλησίες στην Αθήνα, με αρχή τη μονή Ασωμάτων Πετράκη, που ανήκει στο σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλλο τύπο, αλλά στην αψίδα του ιερού βλέπουμε ξανά ομοιότητες με τα Εισόδια.

      Η απουσία αρχιτεκτονικών στοιχείων που κυριαρχούν από τον 11ο -12οαιώνα και μετά, όπως τρίπλευρη αψίδα, πολυγωνικός τρούλλος, αμιγές πλινθοπερίκλειστο σύστημα, λίθινο τόξο πάνω από τα παράθυρα, κεραμοπλαστικός διάκοσμος με γεωμετρικά θέματα και άλλα, μας πείθουν ότι ο ναός των Εισοδίων θα μπορούσε να έχει χτισθεί στα μέσα του 10ου αιώνα, το πολύ αρχές 11ου.
       Στην τοιχοποιία των Εισοδίων διακρίνονται και αρκετά λίθινα μέρη σε δεύτερη χρήση, προφανώς από αρχαία ή παλαιοχριστιανικά κτίρια που υπήρχαν στην ίδια θέση, που όπως γνωρίζουμε ήταν το κέντρο του αρχαίου Δήμου Ευωνύμου. Ξεχωρίζει το σωζώμενο μαρμάρινο υπέρθυρο που στέφει τη σημερινή είσοδο της εκκλησίας και δύο αρράβδωτοι κίονες στην αυλή με εγχάρακτους σταυρούς.
    Μήπως ο ασυνήθης αρχιτεκτονικός τύπος των Εισοδίων, σε συνδυασμό με την περίεργη απουσία δωματίων πρόθεσης και διακονικού, και όσα προαναφέραμε οφείλονται σε προγενέστερο κτίριο, στα θεμέλια του ο οποίου πάτησε ο βυζαντινός ναός; Αλλιώς, ορισμένες κατασκευαστικές επιλογές φαντάζουν αδικαιολόγητες και μη πρακτικές. Πολύ συχνά, εξάλλου, βλέπουμε στη βυζαντινή περίοδο να ξαναχτίζονται ναοί πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικών ναών, οι οποίοι με τη σειρά τους συνήθως χτίζονταν σε προγενέστερα ρωμαϊκά ή αρχαιοελληνικά κτίρια.
      Ολοκληρώνοντας εδώ την πρώτη φάση αυτής της επιστημονικής έρευνας θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους όσοι συνέβαλαν στην αναστύλωση και αποκατάσταση αυτού του ιστορικού ναού με την αδιάκοπη και συχνή δημόσια λατρεία (που περιορίστηκε προσωρινά μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες) και κυρίως τη διοίκηση και τα στελέχη της εταιρείας Μάκρο, που ανέλαβε τη χορηγία της αναστύλωσης, σε μια περίοδο μάλιστα οικονομικής δυσπραγίας στην Ελλάδα.
Πατήρ Διονύσιος Κατσούλης
Εφημέριος του Ιερού Ναού Ζωοδόχου Πηγής Τραχώνων  – Αρχαιολόγος
Διεύθυνση Ναού:       Κουμουνδούρου 94, ΤΚ 17456, Άλιμος
Email  [email protected]      Τηλ. 2109912258   Fax  2109960716
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·        Γεωργίου Αντουράκη, Εισαγωγή στη Χριστιανική Αρχαιολογία, μετάβαση από την αρχαία τέχνη στη Χριστιανική, Αθήνα 2005
·        Βυζαντινές εκκλησίες Ανατολικής Αττικής, εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα 2010
·        Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, Μεσαιωνικά μνημεία της πεδιάδος των Αθηνών και των κλιτύων Υμηττού – Πεντελικού Πάρνηθος και Αιγάλεω, Αθήναι 1933
·        ΄Αλιμος, Όψεις της ιστορίας της πόλης και του Δήμου, Δήμος Αλίμου, Εκδόσεις Αλέξανδρος, Αθήνα 2006
·        Νικολάου Γκιολέ, Βυζαντινή ναοδομία, Αθήνα 1992

·        Βυζάντιο, Ιστορία και Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Καρακώτσογλου, Αθήνα 2004