ΠΑΥΛΟΣ, Ο ΚΛΕΙΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Κάθε φορά πού ἑορτάζομε τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, αἰσθανόμεθα βαθειά συγκίνηση καί τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσωμε τόν Θεό γιά τήν μεγάλη Του δωρεά, νά μᾶς χαρίσῃ τόν ἱερό καί τρισμέγιστο Ἀπόστολό μας.

Ἡ θεϊκή πρόνοια ὁδήγησε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τόν Παῦλο ἀπό τήν Ταρσό, νά διαβῇ, νά περάσῃ στήν Ἑλλάδα, στή δική μας γῆ καί ἔχοντας ὡς ἐφόδια τήν χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό δικό του ζῆλο, τήν Ἑλληνική γλῶσσα καί γιατί ὄχι τήν Ἑλληνική ψυχή, προκειμένου νά δώσῃ τό φῶς τό ἀνέσπερο στήν χώρα τήν «κατείδωλον», στήν χώρα τῶν πολλῶν πνευματικῶν ἀναζητήσεων. Μέ συγκίνηση πολλή θά τό βεβαιώσῃ ὁ ἴδιος ὁ τρισμακάριος Παῦλος: «Τό Εὐαγγέλιον ἡμῶν οὐκ ἐγεννήθη εἰς ὑμᾶς ἐν λόγῳ μόνον, ἀλλά ἐν δυνάμει καί ἐν πνεύματι Ἁγίῳ καί ἐν πληροφορίᾳ πολλῇ» (Α’ Θεσ. 9,5). Τό γεγονός αὐτό περιποιεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί φανερώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς Ἕλληνες καί ὅπως εἶναι φυσικό γεμίζει μέ ἱερή ὑπερηφάνεια καί ἐν Κυρίῳ καύχηση τίς ψυχές ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε καί ἔχομε τήν ἐξαιρετική τιμή ἀπό τόν Θεό γιά μιά τέτοια εὐλογία. Μᾶς ἠλέησε ὁ Θεός καθ’ ὅσον ὡς ὄργανο γιά τόν φωτισμό καί πνευματικό ἀναβαπτισμό μας, ἐχρησιμοποίησε, «ἐν τῇ ἀφάτῳ αὐτοῦ εὐσπλαχνίᾳ», τόν Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο, «Ἀπόστολον οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδέ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλά διά Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ Πατρός τοῦ ἐγείραντος αὐτόν ἐκ νεκρῶν» (Γαλ. 1,15). Ὡς ἐκ τούτου, δικαίως θεωρεῖται καί εἶναι, ὁ κλεινός Ἀπόστολος, ὁ πνευματικός διδάσκαλος καί πατήρ τῆς Ἑλλάδος.

Ἄς σταθοῦμε, λοιπόν, σέ μερικά σημεῖα, πού ἰδιαιτέρως συγκινοῦν. Ἔρχεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Ἑλλάδα κατόπιν σημείου καί ὁράματος δοθέντος ὑπό τοῦ Θεοῦ, καί προσφέρει τήν ἀλήθεια, τό Εὐαγγέλιο, τήν ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη, σέ ἕνα κόσμο πού τόσο τήν εἶχε ἀνάγκη καί ζοῦσε μέ τήν προσμονή τῆς νέας ζωῆς. Αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτό τονίζει καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος: «Τοῦτο ἐστι θέλημα Θεοῦ ὁ ἁγιασμός ὑμῶν» (Α’ Θεσ. 4, 3). Αὐτό τό θέλημα, αὐτό τό θεϊκό μήνυμα, αὐτή τήν ἀποστολή τήν σφραγίζει ὁ οὐρανομύστης Παῦλος μέ τήν ἴδια του τήν ψυχή. “Εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι οὐ μόνον τό Εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τάς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοί ἡμῖν γεγένησθε” (Α’ Θεσ. 2, 8), “Ὥστε ἀδελφοί μου ἀγαπητοί καί ἐπιπόθητοι, χαρά καί στέφανος, οὕτω στήκετε ἐν Κυρίῳ ” (Φιλιπ. 4, 1 καί Α’ Θεσ. 2, 19).

· Γιά πρώτη φορά ἀκούεται στήν Ἑλλάδα ἡ διδασκαλία περί τοῦ Ἑνός καί μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος “οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδέ ὑπό χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσ­δε­ό­με­νος τινος” (Πράξ.17,24-25)∙ τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος κατέβηκε καί ταπεινώθηκε, περπάτησε ἀνάμεσά μας, γεύτηκε τόν πόνο μας καί τή χαρά μας, πού θυσιάστηκε γιά μᾶς καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν γιά νά μᾶς ἀναστήσῃ ἀπό τήν πτώση καί τήν ἁμαρτία. Τοῦ Θεοῦ πού εἶναι φῶς καί ζωή. Γιά πρώτη φορά ἀκούεται μέσα σ’ ἕνα κόσμο κουρασμένο, πού εἶχε φτάσει πλέον στά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του τό μήνυμα τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, πού ἀπορρέει ἀπό τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου΄ τῆς ἐλευθερίας πού εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί στήν κτίση ὁλόκληρη.

Ἀλλοιώνονται, μέ τήν καλή ἀλλοίωση, οἱ καρδιές ἀπό τήν ἀναφορά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς» (Πράξ.17,26) καί ἀπό τήν ἀναφορά στήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὕστερα ἀπό αὐτό τό πρωτόγνωρο ἄκουσμα τῆς ἀγάπης πού ἑνώνει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀδιακρίτως φυλῆς, γλώσσης, ἡλικίας καί κοινωνικῆς τάξεως, οἱ ἀκροαταί ἀρχίζουν τόν γόνιμο καί μετά ταῦτα καρποφόρο προβληματισμό.

Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια καί μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ Θεῖος Παῦλος καθιστᾶ γνωστό στό χῶρο τῆς Ἑλλάδος τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό “χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον” (Ἐφεσ. 3,4), ὥστε νά δυνηθοῦν οἱ Ἕλληνες νά εἰσέλθουν στήν φωτοφόρο περίοδο τῆς ἱστορίας τους, ἀφοῦ θά πέσουν ἀπό τά μάτια τους οἱ λεπίδες τῆς ἀγνωσίας γιά τόν ἄγνωστο Θεό, πού τώρα γίνεται σ’ αὐτούς οἰκεῖος καί προσιτός, Πατήρ ἐλέους καί Κύριος οἰκτιρμῶν. Τοιουτοτρόπως γίνεται αὐτός ὁ κόσμος γνωστικός Θεοῦ, ὡς θά ἔλεγαν ἀργότερα οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

· Ἡ πνευματική ὅμως πατρότης τοῦ Παύλου γιά τούς Ἕλληνες δέν περιορίζεται μόνο στήν διδασκαλία, ἀλλά σφραγίζεται καί ἀπό τήν ἐν ἀγάπῃ κατάθεση ψυχῆς καί ἀπό τό πολύ ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν παιδιῶν του καί τήν κατά Θεόν αὔξηση καί προκοπή. Ἐν τῷ μέτρῳ αὐτῆς τῆς ἀγάπης λέγει: “περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν ἰδεῖν τό πρόσωπον αὐτῶν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ” (Α’ Θεσ. 2,17) καί εἰς ἄλλην περίπτωσιν “ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλούς πατέρας. ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα” (Α΄ Κορ. 4,15). Ὁ ἴδιος, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς βεβαιώνει, ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός μας Πατήρ, ἀφοῦ ἦλθε σέ ἐμᾶς, ἐκήρυξε, ἐκακοπάθησε, ἐργάσθηκε ὑπέρ τῆς ἀναγεννήσεώς μας, ἔμεινε κοντά μας, ἐπόνεσε καί ἐδάκρυσε γιά χάρη μας, γιά τήν σωτηρία μας.

Γι’ αὐτό γηθοσύνως ἡ καθ’ Ἑλλάδα Ἐκκλησία, ἡ πνευματική θυγατέρα τοῦ Μεγάλου Ἀποστόλου πανηγυρίζει στή μνήμη του, διακηρύττουσα τήν ἀποστολικότητά της καί μετ’ εὐλαβείας ἀκούει, τοῦ πνευματικοῦ Πατρός της, τήν πνευματική προτροπή: «Στήκετε, καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δ’ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. 2,15). Γι’ αὐτό ἐκφράζει τήν μυστική χαρά καί καύχησή της, ἀφοῦ ἐπί τόσους αἰῶνες ἑδρασμένη στή διδασκαλία, στούς κόπους, στούς ἀγῶνες καί ἱδρῶτες τοῦ ἱδρυτοῦ της, διετήρησε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ αὐτήν τήν ἱερά παρακαταθήκη καί διατηρεῖ ἀλώβητη τή διδασκαλία τοῦ Θείου Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος Κυρίου μέ αὐστηρότητα, μέ συνέπεια, μέ εὐθύνη τοῦ χρέους ἔναντι Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί αὐτῆς τῆς ἱστορίας, χωρίς νά ἀλλοιώνῃ, χωρίς νά παραχαράττῃ ὅσα παρά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν Διδασκάλων καί Ἁγίων της παρέλαβε. Ναί, χαίρει καί ἀγγάλεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιατί παρέμεινε καί παραμένει πιστή εἰς ὅσα ἐπότισαν μέ τά δάκρυά τους οἱ Ὅσιοι Πατέρες της καί οἱ εὐκλεεῖς καί καλλίνικοι Μάρτυρές της ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, ἕως τούς νεωτέρους χρόνους, ὅτε κλεινοί Νεομάρτυρες ἐπιβεβαίωσαν θυσιαστικά τήν ἐμμονή τους στό Δόγμα καί τήν ἀμώμητη Πίστη, κάνοντας πράξη τόν λόγο τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20) καί «ἐμοί γάρ τό ζεῖν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. 1, 21).

· Χρέος ἱερό καί καθῆκον Ἅγιο τοῦ κάθε τέκνου εἶναι, νά τιμᾶ τόν γεννήτορά του. Τοιουτοτρόπως χρέος καί καθῆκον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἶναι νά μιμνησκώμεθα, εὐκαίρως ἀκαίρως, τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ μας Πατρός καί Διδασκάλου, τοῦ Θείου Παύλου. Νά μιμνησκώμεθα τῶν κατά πόλιν δεσμῶν καί τῶν θλίψεων, τῶν ἀγώνων καί τῆς ἀγάπης του. Ὁ λαός μας ἔχει αὐτή τήν εὐαισθησία καί τήν δυνατότητα.

Τέτοιες μνῆμες ἱερές δέν διαγράφονται ποτέ ἀπό τήν ψυχή καί τό νοῦ τοῦ φιλότιμου, εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος μέ πλεῖστες θυσίες διετήρησε τόν ἀτίμητο πνευματικό θησαυρό, πού παρέλαβε ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Τοῦ λαοῦ πού ξέρει νά ἀγωνίζεται, νά ἀντιστέκεται, νά θυσιάζεται γιά ὅ,τι ὑψηλό καί ὡραῖο. Τοῦ λαοῦ πού ξέρει νά ὑπερασπίζεται τά ἰδανικά καί τίς ἀξίες μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων. Γι’ αὐτό μποροῦμε νά ἀντέξουμε σέ κάθε ἐπιβουλή καί δυσκολία, ἀφοῦ ἔχομε καί τήν δύναμη καί τήν χάρη καί τήν εὐλογία. Μέ αὐτό τό σκεπτικό εἶχε δίκηο ὁ ποιητής, ὅταν ἔλεγε ὅτι: «Εἴμαστε λαός μέ παλληκαρίσια ψυχή πού κράτησε τά βαθειά κοιτάσματα τῆς μνήμης του σέ καιρούς ἀκμῆς καί σέ αἰῶνες διωγμῶν καί ἄδειων λόγων. Τώρα πού ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νά θέλει νά μᾶς κάνει τροφίμους ἑνός οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θά τίς ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτές τίς μνῆμες; Δέν γυρεύω μήτε τό σταμάτημα, μήτε τό γύρισμα πρός τά πίσω. Γυρεύω τό νοῦ, τήν εὐαισθησία καί τό κουράγιο τῶν ἀνθρώπων νά προχωροῦν ἐμπρός» [1] . Ἐξ ἄλλου ὁ κόσμος μᾶς κοιτάζει κατάματα, ἱκευτικά, ζητώντας πνεῦμα καί ψυχή, ζωή καί χαρά, ἀνθρωπιά καί ἀγάπη.

· Χρεωστικῶς ὑποκλινόμεθα ἐνώπιον τῆς μεγάλης μορφῆς τοῦ θειοτάτου καί μεγαλοφωνοτάτου Ἀποστόλου Παύλου, ἀναγνωρίζοντας τήν μεγάλη προσφορά του στόν τόπο μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἀποτελεῖ γιά μᾶς μεγάλη εὐλογία τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἑλλάς, τό Ἑλληνικό πνεῦμα, ἔγινε ἡ χρυσῆ γέφυρα διά τῆς ὁποίας ὁ Θεῖος Ἀπόστολος κρατώντας τόν μαργαρίτη τῆς Ἀνατολῆς, πέρασε στή Δύση γιά νά νοηματίσῃ καί νά καινοποιήσῃ τή ζωή της, γιά νά δώσῃ ἄλλη ἀξία στό μέλλον της.

Ναί, ὁ ἄνθρωπος, τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ πού διεμόρφωσε τή νέα κοινωνική νοοτροπία, τήν διαποτισμένη ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θείου Διδασκάλου, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἔδωσε Χριστιανικές ρίζες καί πνευματική προοπτική στήν Ἑλλάδα καί γενικά στήν Εὐρώπη.

Αὐτό τό νέο ἦθος πού ἔφερε ὁ Θεῖος Παῦλος, τῇ τοῦ Θεοῦ προνοίᾳ καί εὐλογίᾳ, ἕνωσε τό παληό μέ τό καινούργιο. Ἔσωσε τόν Ἑλληνισμό καί τοῦ ἔδωσε τιμή καί ἀξία, μάλιστα σέ μιά ἐποχή πού ἔπνεε τά λοίσθια. Γι’ αὐτό δύο χιλιάδες καί πλέον χρόνια χριστιανικῆς ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Εὐρώπης εἶναι ἀδύνατον νά τά διαγράψῃ κανείς, ὅσο καί ὅπως νά ἀγωνίζεται. Γιά ὅποιον παραβλέπει αὐτή τήν ἀλήθεια καί τήν πραγματικότητα, αὐτή τήν ἀποφασιστική τομή στόν ροῦν τῆς ἱστορίας πού δέν τήν ἔκανε «αἷμα καί σάρξ» ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιά ὅποιον κλείνει τά μάτια του μπροστά σ’ αὐτό τό γεγονός, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί τό ἔργο του, ἡ Ἑλλάς καί ἡ Εὐρώπη θά παραμένουν ἕνα πρόβλημα πού δέν θά λυθῇ ποτέ, παρά μόνον ὅταν ἐπιλυθοῦν τά πνευματικά του δεσμά τά ὁποῖα τόν κρατοῦν στό τέλμα μιᾶς πεζῆς βιολογικῆς πορείας, μιᾶς πορείας χωρίς νόημα καί προορισμό.

Γιά τήν θυγατέρα τοῦ Παύλου, τήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα θά ἰσχύῃ γιά πάντα ἡ ἀλήθεια: «Ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις. τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β΄ Κορ. 5,17). Τό ποτάμι προχωρεῖ, δέν γυρίζει πίσω.

Ὁ λόγος δέ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν πνευματικήν, θά ἀκούεται στόν κόσμο ὁλόκληρο, ἰδιαίτερα ὅμως στήν Ὀρθόδοξη Πατρίδα μας, ἄλλους χαροποιῶν καί ἄλλους ἐλέγχων: «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ’ ὡς τέκνα μου ἀγαπητά νουθετῶ. ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλούς πατέρας. ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγώ ἡμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Κορ. 4,14) καί «Ἐλεύσομαι δέ ταχέως πρός ὑμᾶς… καί γνώσομαι οὐ τόν λόγον τῶν πεφυσιωμένων, ἀλλά τήν δύναμιν. οὐ γάρ ἐν λόγῳ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν δυνάμει. τί θέλετε; ἐν ράβδῳ ἔλθω πρός ὑμᾶς, ἤ ἐν ἀγάπῃ καί πνεύματί τε πραότητος;» (Α΄Κορ. 4, 19-21).

Ἡμεῖς δέ ἀπαντῶμεν:

«Ἐλθέ Τίμιε Ἀπόστολε, ἐλθέ Πάτερ καί Διδάσκαλε ἡμῶν, ἐλθέ πρός ἡμᾶς ἐν ἀγάπῃ καί ἐν πνεύματι πραότητος, ὅτι τέκνα σά ἐσμέν. Ἐλθέ ἐν μέσῳ τῆς ποίμνης σου καί τῆς ἀμπέλου ταύτης ἥν διά σοῦ ἀφύτευσεν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί πρέσβευε ὑπέρ αὐτῆς τῶ Κυρίῳ, ἵνα παραμείνῃ ἐν τῇ ἀληθείᾳ καί τῷ φωτί καί τῇ ἀγάπῃ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».