Σήμερα γιορτάζουμε τή μνήμη τῆς ἅγιας καί σεβάσμιας Μετάστασης τῆς ἄχραντης δέσποινάς μας, θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, ὅταν εὐδόκησε ὁ Θεός μας Χριστός νά παραλάβει κοντά του τή Μητέρα του, γνωστοποιώντας τή Μετάστασή της ἀπό τή γῆ μέ ἄγγελο πρίν ἀπό τρεῖς μέρες. Λέει· «Εἶναι καιρός ἐσένα τή Μητέρα μου νά σέ πάρω κοντά μου. Νά μή θορυβηθεῖς λοιπόν καθόλου γι᾿ αὐτό, ἀλλά χαρούμενη νά δεχτεῖς τήν εἴδηση, γιατί ἐπανέρχεσαι στήν ἀθάνατη ζωή».
῞Οταν τό ἔμαθε αὐτό ἡ Θεομήτωρ, χάρηκε πάρα πολύ. ᾿Εξαιτίας λοιπόν τοῦ πόθου της νά πάει πρός τόν Υἱό της, ἀνεβαίνει στό ῎Ορος τῶν ᾿Ελαιῶν μέ ζῆλο γιά νά προσευχηθεῖ —συνήθιζε συνέχεια νά ἀνεβαίνει ἐκεῖ καί νά προσεύχεται—, γι᾿ αὐτό καί τότε κάτι παράξενο τῆς συμβαίνει. Γέρνουν ἀπό μόνα τους τά φυτά τοῦ βουνοῦ πρός τή γῆ καί σάν νά εἶναι ζωντανοί δοῦλοι ἐκπληρώνουν τόν ὀφειλόμενο σεβασμό πρός τή Δέσποινα. Μετά τήν προσευχή της ἐπιστρέφει σπίτι της κι ἀμέσως ὁλόκληρο αὐτό ταρακουνιέται. ᾿Αφοῦ φωταγώγησε ὁλόκληρο τό σπίτι καί εὐχαρίστησε τόν Θεό, συγκεντρώνει τούς συγγενεῖς καί τούς γείτονές της, καθαρίζει τό σπίτι, ἑτοιμάζει τό κρεβάτι της καί ὅ,τι ἄλλο χρειάζεται γιά τήν ταφή της, ἀποκαλύπτει τά λόγια πού τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος γιά τή Μετάστασή της στόν οὐρανό, καί γιά νά πιστέψουν αὐτά πού τούς εἶπε, τούς δείχνει τό βραβεῖο πού τῆς ἔδωσε. Αὐτό ἦταν ἕνα κλαδί φοινικιᾶς.
Οἱ γυναῖκες πού εἶχαν προσκληθεῖ, ὅταν τά ἄκουσαν αὐτά λούστηκαν στούς θρήνους καί ὀδύρονταν γοερά. ῞Οταν ὅμως σταμάτησαν τό κλάμα, τήν παρακαλοῦσαν νά μήν τίς ἀφήσει ὀρφανές. ῾Η Πανάμωμη διαβεβαίωνε ὄχι μόνον αὐτές, ἀλλά καί ὅλον τόν κόσμο, ὅτι μετά τή Μετάστασή της θά τούς περιφρουρεῖ καί θά τούς ἐπιβλέπει, ἀλλά ἡ μεγάλη λύπη πού αἰσθάνονταν ὅλοι, ἐξουδετέρωνε τά παρηγορητικά λόγια της πού τούς ἀπηύθυνε. ῎Επειτα καθορίζει τό τί θά γίνουν οἱ δύο χιτῶνες της, ὁρίζει νά τούς πάρουν δύο φτωχές χῆρες, πού ἦταν φίλες της καί γνωστές, καί ἔπαιρναν τά ἀπαραίτητα ἐφόδια γιά τή ζωή τους ἀπ᾿ αὐτήν.
᾿Ενῶ αὐτά ἔτσι τά ἀνέπτυξε καί τά τακτοποίησε, ξαφνικά ἀκούγεται ὁ ἦχος μιᾶς δυνατῆς βροντῆς καί μέ τή βοήθεια πολλῶν νεφῶν ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου ἀφοῦ ἁρπάχτηκαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, φθάνουν ὅλοι μαζί στό σπίτι τῆς Θεομήτορος. ᾿Ανάμεσα σ᾿ αὐτούς βρίσκονται ὁ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης, ὁ ῾Ιερόθεος καί μαζί του ὁ Τιμόθεος, οἱ ἔχοντες θεία σοφία ἱεράρχες, πού μέ τά νέφη μεταφέρθηκαν κι αὐτοί. ῞Ολοι, ὅταν ἔμαθαν τήν αἰτία τῆς συγκεντρώσεώς τους, τῆς ἔλεγαν τά ἑξῆς· «᾿Εσένα, Δέσποινα, ὅταν παρέμενες στόν κόσμο σέ βλέπαμε σάν νά βλέπαμε τόν ἴδιο τόν Δεσπότη καί Δάσκαλό μας καί γι᾿ αὐτό παρηγοριόμασταν, τώρα ὅμως ὅπως βλέπεις γεμίσαμε ἀπό λύπη καί δάκρυα, ἐξαιτίας τῆς μεταστάσεώς σου. ᾿Επειδή ὅμως μέ ἀπόφαση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ σου πηγαίνεις στά ὑπερκόσμια, χαιρόμαστε πού ἔτσι ἀποφάσισε ὁ Θεός γιά σένα». ᾿Ενῶ τἄλεγαν αὐτά, μούσκευαν στά δάκρυα. Αὐτή ὅμως ἀπαντοῦσε· «Μή, φίλοι καί μαθητές τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ μου, μή μετατρέπετε τή χαρά μου σέ πένθος, ἀλλά τό σῶμα μου νά τό κηδεύσετε, ὅπως θά τό τακτοποιήσω ἐγώ πάνω στήν κλίνη μου».
᾿Αφοῦ ἔγιναν αὐτά ἔτσι, φθάνει καί ὁ θεσπέσιος Παῦλος, ὁ ὁποῖος πέφτει στά πόδια τῆς Θεοτόκου, τήν προσκυνᾶ καί ἀρχίζει νά τῆς λέει πολλά ἐγκώμια, ὅπως παραδείγματος χάριν· «Σέ χαιρετῶ, Μητέρα τῆς ζωῆς καί θεμέλιο τοῦ κηρύγματός μου. ῎Αν καί δέν εἶδα ζωντανό τόν Χριστό, βλέποντας ἐσένα νόμιζα ὅτι ἔβλεπα ἐκεῖνον». ῎Επειτα τούς ἀποχαιρετᾶ ὅλους ἡ Παρθένος, ξαπλώνει στό κρεβάτι της, τακτοποιεῖ τό ἄχραντο σῶμα της ὅπως ἤθελε, δέεται γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου καί γιά εἰρηνική συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων, μέ τίς εὐχές της τούς γεμίζει ὅλους μέ εὐλογίες καί ἔτσι τέλος παραδίδει τό πνεῦμα της στά χέρια τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά ὁ Πέτρος ἀρχίζει νά ψάλλει νεκρικά τροπάρια. Οἱ ὑπόλοιποι ᾿Απόστολοι ἄλλοι σηκώνουν τό νεκρικό φορεῖο κι ἄλλοι μέ λαμπάδες καί ὕμνους προχωροῦν καί συνοδεύουν τό θεοδόχο σῶμα στό μνῆμα. Τότε λοιπόν, ἀκριβῶς τότε, ἀκούγονταν ἄγγελοι νά ὑμνολογοῦν καί φωνές ἀπό τίς ὑπερκόσμιες τάξεις τῶν ἀγγέλων νά γεμίζουν τόν ἀέρα. ᾿Εκείνη τή στιγμή οἱ ἄρχοντες τῶν ᾿Ιουδαίων παρακίνησαν μερικούς ἀπό τόν ὄχλο καί τούς πείθουν νά δοκιμάσουν νά ἀνατρέψουν τό φορεῖο, ὅπου εἶχε τοποθετηθεῖ τό ζωαρχικό σῶμα, καί νά τό ρίξουν κάτω. ῞Ομως ἡ δικαιοσύνη προφταίνει καί τιμωρεῖ μέ τύφλωση ὅλους τούς αὐθάδεις. ῾Ενός ἀπ᾿ αὐτούς τοῦ στερεῖ καί τά δυό χέρια, ἐπειδή μέ μεγαλύτερη μανία ὥρμησε καί ἄγγιξε τό ἱερό ἐκεῖνο φορεῖο. Αὐτός δίπλα στό φορεῖο μέ κομμένα τά αὐδάθη χέρια του ἀπό τό ξίφος τῆς δικαιοσύνης καί κρεμμασμένα στό κενό, ἔμεινε ἐκεῖ ἐλεεινό θέαμα, μέχρις ὅτου πίστεψε μ᾿ ὅλη του τήν ψυχή καί θεραπεύτηκε καί ἔγινε πάλι ὑγιής ὅπως ἦταν καί προηγουμένως. Αὐτός, ἐπειδή προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά σώσει τούς τυφλούς, ἀφοῦ πῆρε ἕνα κομμάτι κλαδί φοινικιᾶς ἀπό τό φορεῖο καί τό τοποθέτησε στούς παθόντες, ἀμέσως τούς γιάτρεψε, ἐπειδή πίστεψαν κι αὐτοί.
Οἱ ᾿Απόστολοι, ὅταν ἔφτασαν στό σημεῖο πού λεγόταν Γεθσημανή καί ἀπόθεσαν στόν τάφο τό σῶμα πού ὑπῆρξε πηγή ζωῆς, μένουν ἐκεῖ τρεῖς μέρες ἀκούγοντας μόνον αὐτοί τίς ἀγγελικές φωνές, οἱ ὁποῖες δέν σταμάτησαν καθόλου. ᾿Επειδή ὅμως, ὅπως λέει ἡ παράδοση, σύμφωνα μέ τή θεία οἰκονομία ἕνας ἀπό τούς ᾿Αποστόλους, ὁ Θωμᾶς, ἔχασε τήν κηδεία τοῦ σώματος, πού ἦταν ἡ πηγή τῆς ζωῆς, γιατί ἔφτασε τήν τρίτη μέρα. ᾿Επειδή τό ἔφερε αὐτό βαρέως καί στενοχωριόταν, γιατί δέν ἀξιώθηκε κι αὐτός νά πάρει μέρος στήν τελετή ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι συναπόστολοι, ἀποφάσισαν ὅλοι μαζί, γιά χάρη τοῦ ᾿Αποστόλου πού δέν πρόφτασε, νά ἀνοίξουν τόν τάφο γιά νά προσκυνήσει κι αὐτός, ἀλλά αὐτό πού εἶδαν τούς ἄφησε ἄναυδους. Βρῆκαν τόν τάφο ἄδειο ἀπό τό ἅγιο σῶμα, τί θαῦμα, καί μόνον τό σάβανο ἦταν ἐκεῖ, παρηγοριά γιά ὅλους ὅσοι στό μέλλον θά λυπόταν, ἀλλά καί ἀδιάψευστη ἀπόδειξη γιά τή μετάστασή της. Μέχρι σήμερα βέβαια φαίνεται ὁ λαξεμένος στήν πέτρα τάφος καί προσκυνεῖται, ἐνῶ εἶναι κενός ἀπό τό σῶμα τῆς Θεοτόκου.
Γιορτάζεται ἡ γιορτή της στόν σεβαστό ναό της πού βρίσκεται στίς Βλαχέρνες καί στίς ἅγιες ἐκκλησίες πού φέρνουν τό ὄνομά της στούς διάφορους τόπους.
Πηγή: Δημητρίου Τσάμη, Θεομητορικόν, τόμος Δ΄, Ἔκδοσις Ὀρθ. Χριστ. Ἀδελ. «ΛΥΔΙΑ».