Σέ ὧρες περισυλλογῆς ἀναρωτιέμαι πῶς μπορεῖ ἡ ἑλληνική Ἐκπαίδευση νά μορφώσει σκεπτόμενους πολίτες μέ ἀνεπτυγμένη ἱκανότητα κρίσης πού νά μποροῦν νά ἀντιμετωπίσουν κρίσεις οἰκονομικές, ὅπως αὐτή πού μᾶς βρῆκε,κρίσεις ἠθικές σέ σχέση μέ τήν οὐσία καί τίς προτεραιότητες στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, κρίσεις ἀξιῶν,κρίσεις…
Ἡ ἀπάντηση πού μοῦ βγαίνει σχεδόν αὐθόρμητα εἶναι ὅτι γιά νά δημιουργήσεις σκεπτόμενους πολίτες ἀπαιτεῖται ἕνα ριζικά ἀνανεωμένο ἐκπαιδευτικό σύστημα πού θά μετακινηθεῖ ἀμετάκλητα ἀπό τήν παθητική γνώση στήν κριτική σκέψη. Σκέπτομαι πώς αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἄν ἀλλάξει ἐκ βάθρων ὁ τρόπος διδασκαλίας στό σχολεῖο μέ αὐτόν τόν παιδευτικό στόχο.
Ἄν ἀσκήσουμε τούς μαθητές μας νά αὐτενεργοῦν: νά ἀναζητοῦν οἱ ἴδιοι (συνεργαζόμενοι κατά ὁμάδες) τίς πληροφορίες γιά τά διδασκόμενα ἀντικείμενα, νά ἀνατρέχουν σέ βιβλία, νά δουλεύουν σέ σχολικές βιβλιοθῆκες, νά ἀξιοποιοῦν τήν ἐκπαιδευτική τεχνολογία (τό Διαδίκτυο), νά ψάχνουν, νά συζητοῦν, νά ρωτοῦν, νά βρίσκουν. Αὐτές τίς πληροφορίες ἄν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές δουλέψουν ἀπό κοινοῦ νά τίς ὀργανώσουν, ἄν τίς παρουσιάσουν καί τίς συζητήσουν μεταξύ τους καί μέσα στήν τάξη μέ διακριτικό ἐνορχηστρωτή πάντα τόν δάσκαλο, τότε θά γίνει τό θαῦμα: θά μάθουν νά κρίνουν, νά συζητοῦν, νά ἐπιχειρηματολογοῦν, πού σημαίνει νά σκέπτονται. Τότε θά ἀλλάξει ὅλο τό κλίμα στό σχολεῖο.
Τότε μπορεῖ νά ἔλθει ἡ εὐλογημένη ὥρα πού οἱ μαθητές θά ἐκτιμήσουν καί θά ἀγαπήσουν τό σχολεῖο. Τότε καί ὁ δάσκαλος θά ἀλλάξει ρόλο, περνώντας ἀπό τή διδακτική ρουτίνα στήν ἀληθινά δημιουργική διδασκαλία, μία διαδικασία πού καί τόν ἴδιο θά γεμίζει ψυχικά καί πού θά ἐμπνέει τούς μαθητές του. Ὅλα αὐτά, σκέπτομαι πάλι, προϋποθέτουν ἀλλαγή τοῦ σχολικοῦ («ἀναλυτικοῦ») προγράμματος, ἐπιμόρφωση τῶν ἐκπαιδευτικῶν καί συγκρότηση σχολικῶν βιβλιοθηκῶν.
Ὅλα αὐτά- παρηγοριέμαι- περιλαμβάνονται ἤδη ρητά καί ἀναλυτικά στό Πόρισμα τοῦ Ἐθνικοῦ Διαλόγου γιά τήν Παιδεία. Ὅλα αὐτά, λέω στόν ἑαυτό μου, μποροῦν νά γίνουν. Μποροῦμε πράγματι νά μορφώσουμε πολίτες σκεπτόμενους, ὑπεύθυνους, δημοκρατικούς, κοινωνικά εὐαίσθητους, πολίτες πού νά μποροῦν νά ὀργανώσουν δημιουργικά τή ζωή καί νά προλάβουν ἤ νά ἀντιμετωπίσουν τίς ὅποιες κρίσεις. Γιατί μιὰ κρίση δέν εἶναι ποτέ μόνο καθαρά οἰκονομική. Ἔχει σχέση μέ πολιτικές ἐπιλογές καί πράξεις, δηλαδή μέ τόν τρόπο σκέψεως κυβερνώντων καί πολιτῶν καί, τελικά, ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν παιδεία τους.
Πάλι ἀναρωτιέμαι: Ὅλα αὐτά δέν προϋποθέτουν ὅτι μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ πολιτισμός, ὅτι μᾶς ἐνδιαφέρει μία παιδεία οὐσίας, πραγματικῆς καλλιέργειας, καί ἰδιαίτερα μία ἑλληνική παιδεία; Μᾶς ἐνδιαφέρει πράγματι νά γνωρίσουν τά παιδιά μας τόν ἑλληνικό πολιτισμό, τίς ρίζες τους, τήν κληρονομιά τους, τήν παράδοσή τους; Μποροῦμε νά πετύχουμε μιὰ τέτοια παιδεία, μιὰ δημιουργική ἐπαφή μέ τόν πολιτισμό μας;
Ἡ ἀπάντησή μου βγαίνει σκληρή: Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καί ἡ ἑλληνική παιδεία στή χώρα μας εἶναι ὑποτιμημένες ἀξίες! Κάποια στιγμή- ἀπό ἀκατανόητη καί ἀδικαιολόγητη παρεξήγηση- τό νά μιλᾶς γιά ἑλληνικότητα, ἑλληνισμό, ἑλληνική παράδοση κ.λπ. θεωρήθηκε ἐθνικισμός, πατριδολατρία, προγονοπληξία κ.τ.ο. Ἔφτασε νά θεωρεῖται κανείς ὑπερσυντηρητικός, δεξιός, ἀντιπροοδευτικός κ.λπ., ἄν ὑποστήριζε τήν ἀνάγκη συστηματικῆς διδασκαλίας τῆς διαχρονίας τῆς γλώσσας μας στό σχολεῖο, τή διδασκαλία τοῦ ἀρχαίου λόγου καί τήν ἄμεση ἐπαφή τῶν μαθητῶν μέ τό κείμενο, μέ ὅ,τι ὁ Σεφέρης ἀποκαλοῦσε τά «παλαιότερα Ἑλληνικά μας».
Αὐτή ἡ στάση μπορεῖ νά ξεκίνησε καλοπροαίρετα ὡς ἀντίδραση σέ ἀκραῖες θέσεις πού εἶχαν ὑπάρξει πράγματι στό παρελθόν, ὡς ἀντίθεση σέ ξεπερασμένες μεθόδους διδασκαλίας καί σέ προσπάθειες ὑπερπροβολῆς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας εἰς βάρος τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ὁδήγησε ὅμως στό ἄλλο ἄκρο: σέ παραμέληση τῆς ἐπαφῆς μέ τή διαχρονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί σέ ὑπονόμευση τῆς συνέχειας πού διακρίνει ἱστορικά καί πολιτισμικά τόν Ἑλληνισμό, μέ ἀδιάψευστη μαρτυρία τή γλώσσα μας. Ἔτσι καλλιεργήθηκε μιὰ, σέ μεγάλη ἔκταση, τεχνητή ἰδεολογική σύγκρουση ἀνάμεσα στόν Νέο Ἑλληνισμό καί στίς παλαιότερες μορφές τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ (Ἀρχαιότητα καί Βυζάντιο), τεχνητή γιατί στήν πραγματικότητα οὔτε οἱ μέν οὔτε οἱ δέ ἀπέρριπταν ὅ,τι προηγήθηκε ἤ ὅ,τι ἀκολούθησε, ἁπλῶς τό ὑπέτασσαν, δέν τό προέβαλλαν ἤ, στή χειρότερη περίπτωση, τό ὑποβάθμιζαν.
Οἱ ἐκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στήν Ἑλλάδα εἶναι σαφῆ δείγματα αὐτοῦ τοῦ «πολιτισμικοῦ ψευδοδιλήμματος», πού παραβλέπει ὅτι Ἑλληνισμός καί ἑλληνικότητα, ἐγγενῶς καί κατά ἱστορική ἀναγκαιότητα, ἔχουν καί τίς δύο διαστάσεις, τήν παλαιότερη καί τή νεότερη, μέ συνεκτικό στοιχεῖο ὅ,τι ὀνομάζουμε συνέχεια, ἡ ὁποία εἶναι μιὰ δυναμική ἔννοια πού δέν σημαίνει στατικότητα ἤ ἔλλειψη μεταβολῶν καί ἐξέλιξης. Οὔτε ἡ ἑλληνική γλώσσα λ.χ. μπορεῖ δημιουργικά νά διδαχθεῖ ἐρήμην τῆς γλωσσικῆς μας διαχρονίας (μολονότι ἡ ἔμφαση πρέπει νά δίδεται στά σύγχρονα, βεβαίως, μέ συστηματική ἀναφορά στά παλαιότερα Ἑλληνικά μας) οὔτε καί ἡ ἱστορία μας μπορεῖ νά διδαχθεῖ ἀποκομμένη ἀπό προηγηθεῖσες χρονικές φάσεις καί πολιτισμικές καταβολές πού φωτίζουν τά νεότερα. Ἰδιαίτερα ὁ ἱστορικός πρέπει νά εἶναι ἐξαιρετικά προσεκτικός, ὥστε στήν προσπάθεια τῆς ἱστορικῆς περιγραφῆς ἤ ἀποτίμησης τῶν γεγονότων νά μήν τραυματίζει τήν εὐαισθησία τῶν ἀνθρώπων χωρίς καί νά θυσιάζει τήν ἀλήθεια. Πρόκειται γιά πολύ λεπτές προσεγγίσεις πού ἀπαιτοῦν καί γνώση καί μαστοριά. Ἡ ἱστορική ἀλήθεια, ὅταν εἶναι πράγματι ἀλήθεια καί ὅταν δίδεται σωστά, δέν πληγώνει. Διδάσκει.