Ὁ Ἐπίσκοπος καὶ τὰ κάρβουνα

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς διδακτικὸ γεγονός. Ὅταν ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Πατέρας τοῦ γ’ αἰῶνος ἦταν ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας, ἔλαβε κάποτε πρόσκληση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς πόλεως τοῦ Πόντου Κόμανα, ποὺ ἡ ἐπισκοπική της ἕδρα ἦταν κενή, νὰ πάει ἐκεῖ, γιὰ νὰ βοηθήσει μὲ τὸ κύρος του καὶ τὴ σοφία του στὴν ἐκλογὴ κατάλληλου ἱεράρχη. Ὁ Γρηγόριος ἀνταποκρίθηκε μὲ προθυμία, φθάνοντας στὰ Κόμανα, διεπίστωσε ὅτι οἱ ἐκεῖ πιστοὶ εἶχαν δίκιο ποὺ τὸν κάλεσαν. Γιατί, μὲ τὴν προσεκτικὴ ἐξέταση ποὺ ἔκανε, εἶδε ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς χριστιανοὺς τῶν Κομάνων, ποὺ τὰ ὀνόματα τους πήγαιναν κι ἔρχονταν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα σὰν κατάλληλα γιὰ τὴν πλήρωση τῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας, δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὴν καταλάβει. Ὅλοι εἶχαν, ἄλλος λιγώτερα κι ἄλλος περισσότερα, κάποια ἐλαττώματα, ποὺ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο, τὴν ἐγκατάστασή τους, σὰν ἐκπροσώπων τοῦ Κυρίου, ὅπως μὲ τὴν καίρια λιτότητά του χαρακτηρίζει τὴν ἐπισκοπικὴ ἰδιότητα ἕνας ἀρχαϊκὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.

Τί ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Γρηγόριος; Ποῦ θὰ ἔβρισκε τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ ταιρίαζε στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα; Ἦταν βέβαιος, ὅτι μία ὁλόκληρη Ἐκκλησία, ἀνάμεσα στὰ μέλη της, διέθετε ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Ἦταν ὅμως κάποιος ποὺ δὲν ἄνηκε στὴ λαμπρὴ ἐπιφάνεια ἀλλὰ στὸν ἄχροο σωρό. Ἦταν ἕνας θησαυρὸς κρυμμένος ποὺ θὰ ἔπρεπε ν’ ἀναζητηθεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἴσως δὲ καὶ μὲ τὴν ἀκουσία βοήθεια τοῦ Διαβόλου.

Καὶ πράγματι, αὐτὸ ἔγινε. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀφοῦ παραμέρισε τὰ ἐντυπωσιακὰ ὀνόματα, εἶπε στοὺς πιστοὺς τῶν Κομάνων:

— Ὁ ἐπίσκοπος ποὺ θέλει ὁ Θεὸς γιὰ σᾶς, δὲν βρίσκεται ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς σας. Βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν ἀφανῆ λαό. Πρέπει λοιπὸν νὰ ψάξουμε νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε.

Ὁ λόγος ἔκανε αἴσθηση. Ὁπότε πετάγεται στὴ μέση ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς τοῦ Ἁγίου, ἀσφαλῶς ἄνθρωπος μὲ ἐλαφρὸ τὸ ἕρμα τῆς πίστεως μέσα του καὶ λέει:

— Μήπως αὐτὸς ποὺ ζητᾶτε εἶναι ὁ καρβουνιάρης Ἀλέξανδρος;

Ἦταν ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κομάνων, ποὺ τελευταῖο ἀπ’ ὅλα θὰ ἐρχόταν στὸν νοῦ. Κι ἐκεῖνος ποὺ τὸ ὀνομάτισε, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ εἰρωνευθεῖ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, μὴ καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ πιὸ καλὸς γιὰ ἐπίσκοπος μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας ἄσημος χριστιανός. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ λόγος, ποὺ τὸν εἶχε κινήσει τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀποδείχθηκε ὕστερα ἀπὸ λίγο στοιχεῖο τῆς θείας προνοίας.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε ὅτι δὲν πρόσεξε τὴν εἰρωνεία ἐκείνου τοῦ λόγου. Ἀπάντησε στὸ πείραγμα μὲ πνευματοφόρο διάκριση, φώναξε τὸν καταμαυρισμένο ἀπὸ τὴν καρβουνόσκονη Ἀλέξανδρο καὶ τὸν ἐξομολόγησε. Κι εἶδε, μὲ τὴν ἐξαγόρευση, ὅτι ὁ λερωμένος ὑλικὰ ἐκεῖνος χριστιανὸς ἦταν τὸ φωτεινὸ καὶ κατακάθαρο πετράδι, ποὺ ἀποζητοῦσε γιὰ νὰ στολίσει μ’ αὐτὸ τὸν θρόνο τῶν Κομάνων.

Ὁ Ἀλέξανδρος, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, εἶπε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὅτι δὲν εἶχε διαλέξει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καρβουνιάρη γιὰ ἄλλο λόγο, παρὰ γιατί ἔτσι θὰ γλίτωνε ἀπὸ τὸν κίνδυνο μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, ποὺ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς τὴ στηλίτευσε στὸ πρόσωπο τῶν Φαρισαίων: τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν μιὰ ψυχὴ καταυγασμένη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἔμψυχο ταμεῖο της, ἕνας κρυφὸς Ἅγιος, ἕνα φῶς σκεπασμένο. Τὸν ἀπεκάλυψε λοιπὸν στοὺς πιστοὺς τῶν Κομάνων ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κι ἔστησε αὐτὸ τὸ φῶς «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου.

Σὰν ἔγινε ἀρχιποίμην ὁ Ἀλέξανδρος, ἔφτιαξε ἕνα λόγο, ἄξεστο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ρητορικῆς, ἀλλὰ γεμάτον ἀπὸ πνευματικότητα καὶ τὸν διάβασε στοὺς πιστούς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὁ πατέρας τους κι ὁδηγητής τους στὶς νομὲς τῆς σωτηρίας. Καὶ πάνω στὶς γραμμὲς αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου πολιτεύθηκε, φανερώνοντας ἔξοχα ποιμαντικὰ χαρίσματα: ἀδαμάντινη ὀρθοδοξία, ἀγάπη ἀπεριόριστη κι ἀκοίμητη, σύνεση πολλή. Ἔστεψε δὲ τὸν βίο του μὲ τὸ μαρτύριο κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Δεκίου.

Ποιὸ εἶναι τὸ μάθημα ποὺ παίρνουμε ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῶν ἀρχαίων χρόνων τῆς Ἐκκλησίας; Ὅτι τὸ κύριο καὶ μέγιστο τῶν προσόντων, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἱερωσύνη, εἶναι ἡ ἁγιότης. Κι ὅτι τὸ κύριο καὶ μέγιστο γνώρισμα τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀπωθητικὴ κίνηση τῆς ψυχῆς μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη δόξα.

Ὁ καρβουνιάρης τῶν Κομάνων εἶναι ἕνα ὑπέροχο πρότυπο, ποὺ ἡ ἀκτινοβολία του ἔχει ἀνεκτίμητη ἐποικοδομητικότητα. Ἕνα πρότυπο, ποὺ ποικίλες ἐκδόσεις του βλέπουμε στοὺς βίους τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικὰ ὅλων τῶν ἀξίων κληρικῶν κάθε χριστιανικῆς γενεᾶς. Τί βλέπουμε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις; Τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὴ φυγόκεντρο τάση μπροστὰ στὸ ὑψηλότατο καὶ φρικτότατο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ποὺ προκαλεῖ δέος σὲ κάθε ταπεινὴ κι ἄρα ἀληθινὰ χριστιανικὴ ψυχή. Ὁ Θεὸς τέτοιες ψυχὲς θέλει γιὰ τὶς τάξεις τῶν λειτουργῶν του, τὶς κάτω ἀγγελικὲς τάξεις, ποὺ τὶς ζηλεύουν οἱ Ἄνω, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Μουστάκης Βασίλης