Στοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἰδίως στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο oi γυναῖκες ἦσαν – ἐκτὸς λίγων ἐξαιρέσεων -πολὺ χαμηλῆς κοινωνικῆς θέσεως καὶ σὲ μιὰ κατηγορία ἀνάλογη μὲ αὐτὴ τῶν δούλων καὶ τῶν σκλάβων. Ἀκόμη καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπῆρχεν ἡ πολυγαμία καὶ οἱ παλλακίδες. Τὸ μήνυμα ὅμως τοῦ Χριστοῦ τὰ ἄλλαξε αὐτά. Στὰ δικά του μάτια ὅλες oi ψυχὲς ἦταν ἴσες ἀσχέτως ἐξωτερικῶν διαφορῶν φυλῆς, χρώματος, ἡλικίας, θέσεως, φύλου. Οἱ γυναῖκες ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ πιὸ ἀφοσιωμένους ἀκόλουθους τοῦ Χριστοῦ. Οἱ γυναῖκες ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψαν τὸν Χριστό. Στὸν Χριστιανισμὸ ὑπάρχουν μερικὲς γυναῖκες Ἁγίες ποὺ τιμοῦνται ὡς «Ἰσαπόστολοι». Ἔρχονται ἀμέσως στὸ μυαλὸ τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων Μαρίας Μαγδαληνῆς, Θέκλας, Ἑλένης κλπ. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἄνοιξε ἕνα ἄλλο κόσμο. Ἡ ζωὴ ἀφιερώθηκε στὸν Θεό, γεμάτη σημασία καὶ νόημα. Στοὺς πρώτους μετὰ Χριστὸν αἰῶνες, οἱ χριστιανοὶ ἀνεχώρησαν πνευματικὰ καὶ σωματικὰ στὶς κατακόμβες.
Οἱ σημερινὲς γυναῖκες μποροῦν νὰ πάρουν πνευματικὴ δύναμη μὲ τὸ νὰ μιμηθοῦν τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὶς παλιὲς κατακόμβες.
Αὐτὸ θὰ τις προετοιμάσει γιὰ τὶς ὑλικὲς κατακόμβες ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀναβίωσης τῆς εἰδωλολατρείας στὴν σημερινὴ κοινωνία.
Τὸ πνεῦμα τῶν κατακομβῶν ἦταν μία ζωὴ ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένη στὸν Θεό, ποὺ βρῆκε τὴν ἔκφρασή της στὸν λειτουργικὸ κύκλο τῶν ἀκολουθιῶν ποὺ γινόταν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας.
Τρέφονταν ἐπιπλέον ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μαρτύρων ποὺ ἦταν τότε μία ζωντανὴ πραγματικότητα. Σὲ ἕνα κόσμο ποὺ μισοῦσε τὸν Χριστὸ οἱ ἁμαρτωλοὶ βρῆκαν ἐλπίδα στὸ νὰ ζοῦν καὶ νὰ πεθαίνουν γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐνέπνεε μιὰ ζωὴ ὄχι ἀνάλογη μὲ τὸ κοσμικὸ ρεῦμα ἔχει χαθεῖ σήμερα. Ὅταν ἐλευθερώθηκε ὁ Χριστιανισμὸς μετὰ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τὸ 311 μ.Χ. οἱ χριστιανοὶ ἄφησαν τὶς κατακόμβες ἀλλὰ μαζὶ ἔχασαν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ χαλάρωσαν στὴν πνευματικὴ ζωή.
Αὐτοὶ ποὺ χρειάζονταν τὸν Θεὸ πήγαιναν στὴν ἔρημο νὰ ζήσουν μιὰν ἐν Χριστῷ ζωὴ χωρὶς περισπασμούς.
Περίπου τὸν ἴδιο καιρὸ ἄρχισε ἡ αἵρεση τοῦ χιλιασμοῦ.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν αἵρεση (ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπάρχει) θὰ ὑπάρξει μία χιλιετὴς – στὴν κυριολεξία – βασιλεία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν γῆ.
Οἱ χιλιαστὲς εἶναι ἀνίκανοι νὰ καταλάβουν τὴν ἰδέα πὼς ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, μία πνευματικὴ βασιλεία, εἶναι ἤδη ἐδῶ μέσα σὲ κάθε πιστό. (Τὰ χίλια χρόνια εἶναι ὁ καιρὸς τώρα ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ χύνεται φανερὰ στὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ σωτήρια μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν γῆ).
Ἐγίναμε γιὰ τὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνουμε κοσμήματα λάμποντας ἀπὸ πνευματικὴ λάμψη στὸν οὐρανό, ἀφοῦ στιλβωθοῦμε μὲ τοὺς ἀγῶνες μας σ’ αὐτὴ τὴν ζωή.
Ἕνας βασικὸς τρόπος γιὰ νὰ πετύχουμε αὐτὸ τὸ στίλβωμα εἶναι μέσῳ τοῦ ἀσκητισμοῦ (πειθαρχίας) βασισμένου πάνω στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση γιὰ χριστιανικὴ ζωή. Στὸ σύγχρονο κόσμο οἱ στόχοι μας καὶ οἱ φιλοδοξίες μας ὡς Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι ὅπως τῶν πρώτων χριστιανῶν στοὺς χρόνους τῶν Κατακομβῶν.
Ὅταν ὑπάρχει πραγματικὸς διωγμὸς οἱ χριστιανοὶ ζοῦν σὲ πνευματικὲς καὶ κάποτε ὑλικὲς κατακόμβες.
Ἔτσι ἡ σύζυγος ἑνὸς ἱερέα ἦταν σὲ θέση νὰ προσφέρει παραπάνω γιὰ τοὺς ἀνθρώπους παρὰ ὁ ἴδιος ὁ ἱερέας ποὺ ἔπρεπε νὰ ζεῖ κρυμμένος. Αὐτὴ βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς, τοὺς προετοίμαζε νὰ συναντηθοῦν μὲ τὸν ἱερέα καὶ γενικὰ ὀργάνωνε τὴν ἐνορία οὕτως ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν εὐκολία στὸ νὰ πλησιάσουν τὰ Μυστήρια καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση ὅσο ἦταν δυνατό. Στὸν Δυτικὸ κόσμο ὅπως καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Κομμουνισμὸ ὁ καθένας διψᾶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ πρέπει ὅλοι νὰ προσφέρουμε αὐτὸ ποὺ μποροῦμε. Πρέπει νὰ βροῦμε μιὰ φιλοσοφία τῆς ζωῆς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν σημερινὴ νεο-ειδωλολατρία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει συγκεκριμένες ἀπαντήσεις ἤ ἕνα ἀληθινὸ σύστημα ἀξιῶν.
Οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ντρέπονται γιὰ τὸ παρελθόν τους καὶ τὶς ἀξίες τους. Ἰδιαιτέρως δέ, δὲν πρέπει νὰ συμβαδίζουν μὲ τὸν μοντέρνο κόσμο καὶ τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογική.
Ἔτσι τὸ πρωταρχικὸν καθῆκον μιᾶς Χριστιανῆς μητέρας εἶναι νὰ σώσει τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα Διάβολο.
Τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Διάβολος ἐμπνέει μόδες, γοῦστα καὶ φαντασιοπληξίες τόσο στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅσο καὶ στὸν «διανοούμενο» κόσμο.
Ἐπιπλέον ὁ Χριστιανισμὸς πεθαίνει σὰν πολιτιστικὴ βάση τῆς κοινωνίας μας. Τώρα εἴμαστε περικυκλωμένοι ἀπὸ ἕνα νεοειδωλολατρισμὸ πολὺ χειρότερο ἀπὸ αὐτὸν τοῦ παρελθόντος, διότι τώρα ὑπάρχει μία συνειδητὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀκόμη καὶ τὰ σχολεῖα ἔχουν ἐπηρεασθεῖ. Προσπαθοῦν νὰ διώξουν τὶς Χριστιανικὲς ἰδέες ἐνῶ ἀντιθέτως προωθοῦν τὸν χιλιασμό, τὴν ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι βασικὰ καλός. Γιὰ νὰ μεγαλώσει τὸ πρόβλημα οἱ γονεῖς δὲν εἶναι βαθειὰ ριζωμένοι στὴν Ὀρθοδοξία καὶ δὲν ἀπορροφοῦν δύναμη ἀπὸ Ὀρθόδοξες πηγές. Εἴμαστε στὸ ἔλεος τῶν δαιμόνων τοῦ σύγχρονου κόσμου διότι δὲν ζοῦμε μία συνειδητὴ Ὀρθόδοξη ζωή. Οἱ προσύλητοι ὑπόκεινται σὲ ἰδιαίτερους πειρασμούς. Μερικοὶ νομίζουν ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ βαπτίζονται ἀποκτοῦν αὐτόματα ἁγιότητα καὶ εἶναι ἔκτοτε «ἀμόλυντοι». Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τοὺς πνευματικοὺς πατέρες γιὰ νὰ «ἀναβοσβήνουν» τὴν πνευματικότητά τους μέσῳ μιᾶς τυφλῆς ὑπακοῆς. Ἄλλοι ἀκόμη, ἀρχίζουν νὰ ἀποστατοῦν καὶ νὰ ἀποθαρρύνονται μὲ τὴν πνευματική τους προοδο μπορεῖ μάλιστα νὰ χάσουν κάθε ἐνδιαφέρον. Ἄλλοι γυρίζουν στὸν ἐθνικισμὸ σὰν ἕνα ὑποκατάστατο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Γιὰ νὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουμε ἀνεξάρτητοι Χριστιανοί. Μὲ αὐτὸ δὲν ἐννοοῦμε ἀνεξαρτησία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ προσωπικὴ εὐθύνη καὶ ἀποφασιστικότητα νὰ ζήσουμε Ὀρθόδοξη Χριστανικὴ ζωὴ ὅσο ἀκριβὰ καὶ ἐὰν αὐτὸ κοστίσει.
Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ διότι στὸ μέλλον ὅλες οἱ ὀργανωμένες ἐκκλησίες καὶ τὰ ἐπίσημα σχολεῖα θὰ ὑπηρετοῦν τὸν Ἀντίχριστο. Ἐν τούτοις ὀ,τιδήποτε καὶ ἐὰν συμβεῖ ἀνήκουμε στὸν Χριστὸ καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ τῆς ὑπάρξεώς μας. Καὶ ἔτσι ἐρχόμαστε στὸ θέμα τῆς φιλοσοφίας μιᾶς Ὀρθόδοξης γυναίκας καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς της στὸν κόσμο.
Πρῶτα πρέπει νὰ θυμηθοῦμε πὼς ὁ γάμος ὅπως τὸν ξέρουμε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πρὶν τὴν πτώση δὲν ὑπῆρχε διαφθορὰ ἤ θάνατος. Μετὰ τὴν πτώση ὁ ἄνδρας διατάχθηκε νὰ καλλιεργεῖ τὴν γῆ γιὰ τὴν τροφή του καὶ στὴ γυναίκα τέθηκε τὸ φορτίο νὰ γεννᾶ παιδιὰ μὲ «θλίψη καὶ πόνο».
Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε τώρα τὸ ἀρχικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ οἰκήσει τὴν γῆ, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν πὼς δὲν θὰ ἦταν μὲ τὴν γεννητικὴ πράξη.
Ὁ μεγάλος σκοπὸς τοῦ γάμου ἦταν νὰ φέρουν στὸν κόσμο παιδιὰ ποὺ φέρουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ οἰκογενειακὸς προγραμματισμὸς γιὰ ὑλικοὺς καὶ ἐγωιστικοὺς σκοποὺς εἶναι ἀντιχριστιανικός. Στὸν ἁγιασμὸ τοῦ γάμου ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τὸ ζεῦγος νὰ γίνει «μία σάρξ». Συνεπῶς ὁ ἕνας δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐπιβάλλει τὴν δύναμή του πάνω στὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ ὁ γάμος γίνεται μέσον γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας. Καθὼς οἱ ἄνθρωποι βρίσκουν εὐχαρίστηση στὴν ἐρωτικὴ πράξη, τὸ φυσικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὰ παιδιά. Ἔτσι ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει νὰ περιορίζουμε τὶς γενετήσιές μας ὁρμὲς καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν λαιμαργία μας. Ἡ κοινὴ ἰδέα σήμερα τοῦ νὰ μὴν ἀποχτοῦν παιδιὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαυτίας. Τὸ νὰ ἀποφασίσεις νὰ ἀπολαύσεις τὴν ἐρωτικὴ πράξη καὶ μὲ τεχνητὸ τρόπο νὰ σχεδιάσεις νὰ μὴν ἀποχτήσεις καθόλου παιδιά, εἶναι τὸ νὰ κάνεις τὴν ἐρωτικὴ πράξη μία θυσία στὸν διάβολο. Ἀκόμη προδίδει μία ἔλλειψη ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό.
Ὁ γάμος δὲν γίνεται – ὅπως τόσο συχνὰ νομίζεται – γιὰ τὴν εὐτυχία τῶν συζύγων καὶ τῆς οἰκογενείας, ἀλλὰ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους καὶ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν τους στὴν ἁγιότητα.
Ἡ τελετὴ τοῦ γάμου μᾶς προσφέρει ἕνα ἐξυψωμένο ἰδανικὸ διότι ἡ μητρότητα σύμφωνα μὲ τὴν φύση δὲν εἶναι ἁγία, ἀλλὰ γίνεται μόνο ὅταν ἡ μητέρα ἀγωνίζεται νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιά της μὲ ἀγάπη καὶ φόβο Θεοῦ. Ἀφοῦ οἱ Προτεστάντες στεροῦνται ἐνεργοῦ ἐκδήλωσης ἀγάπης στὶς σχέσεις τους, πολλοὶ ἄνθρωποι – ἰδίως ἄνδρες -ντρέπονται νὰ ἐκδηλώσουν τὴν ἀγάπη τους γιὰ τοὺς γιούς τους. Ἕνας πατέρας πρέπει νὰ ἐπέμβει κατὰ τὴν ἐφηβεία τοῦ γιοῦ του γιὰ νὰ ἀποτρέψει αὐτὴ τὴ στέρηση ἀγάπης. Αὐτὸ ἐπίσης εἶναι μεγάλης σημασίας γιὰ τὶς κόρες διότι θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ δώσουν ζωὴ καὶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἐφοδιασμένες γιὰ νὰ ἐμφυσήσουν ἁγιότητα στὰ παιδιά τους καὶ νὰ τοὺς ἐμπνεύσουν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Ἂν δὲν ἀγαπηθοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν σύλληψή τους θὰ εἶναι πάντα πεινασμένα γιὰ ἀγάπη. Τὸ διαζύγιο εἶναι ἐπίσης ἀποτέλεσμα τῆς αἱρέσεως τοῦ χιλιασμοῦ – ἡ ἰδέα ὅτι μπορεῖ νὰ τελειοποιηθεῖ ἡ ζωὴ πάνω στὴν γῆ. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν «εὐτυχία» καὶ «ἀγάπη» στὸν γάμο, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ τὴν βροῦν διότι αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦν εἶναι μία γήινη ἀγάπη. Τέλος τὸ νὰ διαλέξει ἕνας νὰ μὴν παντρευτεῖ μπορεῖ νὰ συνδέεται μὲ τὸν ἐγωισμό. Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι μία πολὺ ὑψηλὴ κλήση διότι εἶναι τὸ νὰ ζεῖς γιὰ τὸ Θεό. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὅλοι ποὺ δὲν παντρεύονται ἤ εἰσέρχονται στὴν μοναχικὴ ζωὴ ζοῦν ἀντίθετα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τέτοιοι ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἔχουν ἰδιαιτέρως ὑπ’ ὄψιν ὅτι προσπαθοῦν νὰ ζήσουν ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό. Ἔτσι ἡ ἐκλογὴ τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς πρέπει νὰ ὑπαγορεύεται ἀπὸ κίνητρο τοῦ πῶς νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸ παρὰ τὸν ἑαυτό τους. Πραγματικὰ ὅλοι μας πρέπει νὰ ἀφιερώσουμε τὴν ζωή μας στὸν Θεό. Καὶ μέσω τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεό μας καὶ νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά Του μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ φιλοσοφία τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ εἶναι βασισμένη στὴν ταπείνωση καὶ στὴν παραδοχὴ τοῦ γεγονότος ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ξέρουμε ὅλα. Παρὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ ὄφεως δὲν μποροῦμε «νὰ γίνουμε Θεοί».
Ἡ δυστυχία ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ καθῆκον καὶ ἡ χαρὰ μας εἶναι νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ ὑπεράνω ὅλων, νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε κατὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας γιὰ νὰ ζοῦμε μία ζωὴ σύμφωνα μὲ τὸν Χριστό. Διότι ἐὰν ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιὰ τὸν Θεὸ -γιὰ νὰ ἀποκτήσει θέα κάποιου ἄλλου κόσμου – ποὺ ἡ ὀμορφιὰ του ἀντικατοπτρίζεται στὴν ἁγία Ὀρθοδοξία.
Joung S. (Ὀρθόδοξη Μοναχή)
Μετάφραση: Τάσος Τελεβάντος, Βιοχημικὸς