του μακαριστού Μητροπολίτη Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης & Βάρης κυρού Παῦλου
Δὲν εἶναι συνηθισμένη ἡ ἐποχὴ μας. Εἶναι ἐποχὴ μεγάλων μεταβολῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ζοῦμε σὲ ἕναν μεταβαλλόμενο συνεχῶς κόσμο. Ἰδεολογίες καὶ θρησκεῖες ἀναμειγνύονται, καὶ σίγουρα ἐπικρατεῖ μιά σύγχυση καὶ ἀπορία.
Ἔτσι, δὲν θὰ ἦταν περίεργο καὶ ἀπρόσμενο νὰ μᾶς ἀπευθυνθεῖ ἡ προσωπικὴ ἐρώτηση:
«Γιατὶ εἶσαι Ὀρθόδοξος;»
Τί θὰ ἀπαντούσαμε ἀλήθεια; Μήπως, εἶμαι Ὀρθόδοξος μόνο γιατί, ὅταν ἤμουν μικρός, μὲ βάφτισαν οἱ γονεῖς μου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἤ μήπως μόνο γιατὶ ἡ μητέρα μου, ὅταν ἤμουν μικρός, μὲ ἔπαιρνε μαζὶ της νὰ λειτουργηθῶ, καὶ ἔτσι ἀπὸ συνήθεια βρίσκομαι στὴν Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ λέω ὅτι εἶμαι Ὀρθόδοξος;
Ἐὰν ἦταν ἔτσι τὰ πράματα, τότε εὔκολα θὰ μποροῦσα νὰ σταματήσω νὰ εἶμαι Ὀρθόδοξος καὶ νὰ ἀποκτήσω μιά ἄλλη «ἐμπειρία».
Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Σ᾿ αὐτὸν πού θὰ μοῦ κάνει τὴν ἐρώτηση, γιατὶ εἶμαι Ὀρθόδοξος, θὰ τοῦ πῶ: Ἔλα νὰ δείς τὸ γιατί. Ἔλα νὰ γευθεὶς, ἔλα ἐμπειρικὰ νὰ μάθεις.
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς. Δὲν ἱδρύθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ζωντανὸς σ᾿ αὐτὴν καὶ κεφαλὴ τῆς, καὶ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ, συνεχῶς μέσα στοὺς αἰῶνες, χωρὶς διακοπὴ ἤ μετατροπή, ὥστε νὰ ἰσχύει γι᾿ αὐτὴν ὁ λόγος «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες» (Ἱ. Αὐγουστίνος).
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατὶ τὰ πάντα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὰ ἐνεργεῖ καὶ τὰ πράττει ὁ Χριστός, πού ὑπάρχει μόνιμα σ᾿ αὐτὴν καὶ ἔχει στήσει τὴν σκηνὴ Του ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς της (Ἰω. α΄ 14).
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία, εἶναι τὸ εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο τὸ ζωογονεῖ, σὰν ψυχή, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ κατευθύνει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13).
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατὶ ἡ Ἐκκλησία μου εἶναι αὐτὴ πού ὀμολογῶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική», καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν πολλές, ἐφ᾿ ὅσον ἕνας εἶναι ὁ Χριστός. «Ἄν ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, διαπράττουμε μεγάλο σφάλμα, βλασφημοῦμε τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό. Δὲν μποροῦμε, ἑπομένως, νὰ λέμε ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἤ ἡ Προτεσταντικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμός. Οὔτε μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ μία Ἐκκλησία, ἀπομένει ὅσοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἐπιστρέψουν» (Ναυπάκτου Ἱερὸθεος).
• Καὶ μόνο τὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ αὐτὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων, μοῦ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ θέλω νὰ εἶμαι Ὀρθόδοξος καὶ νὰ μὴ χρειάζομαι καμμιὰ ἀπολογία γι᾿ αὐτό, καὶ πρὸς καμμία κατεύθυνση, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία μου ἔγραψε τὴν ἀπολογία ἀλλὰ καὶ τὴν ὁμολογία της, στὴν ἱστορία, μὲ τὸ αἷμα τῶν Μαρτύρων της καὶ τὴν θαυμαστὴ διατήρησή της, μέχρι σήμερα, παρὰ τὶς ἀντιξοότητες καὶ τὴν ἐναντίον της πολεμικὴ πανταχόθεν.
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη πού, διά τῶν θεουμένων μελῶν της καὶ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγραψε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ διέκρινε, βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, τὰ γνήσια κείμενα τῆς Παλαιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνον αὐτὴ καί, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τῶν θεοφόρων Πατέρων της, κατανοεῖ καὶ ἑρμηνεύει καὶ διδάσκει ὀρθὰ τὸ περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κάθε ἔξωθεν προερχόμενη ἑρμηνεία τὴν κρίνει μὲ κριτήριο τὴν ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων της.
Ὅταν τὰ πράγματα ἀποδεδειγμένα ἔχουν ἔτσι, τότε ἡ προτεσταντικὴ Δύση δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τοῦ νὰ πάρει (κλέψει) ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν Ἁγία Γραφὴ – πολλὲς φορὲς κολοβωμένη μὲ διανοητικὰ κριτήρια – καὶ νὰ μᾶς παρουσιάζει διανοητικές-λογικές ἑρμηνεῖες, μὴ ἔχοντας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πού συνήργησε στὴ συγγραφὴ της. Καὶ θέτοντας τὴν προσωπικὴ ἄποψη ἑρμηνείας τοῦ καθενός, δημιούργησε τόσες παραφυάδες, πού θέλουν νὰ λέγονται καὶ ἐκκλησίες.
Εἶναι σκόπιμο νὰ ποῦμε πώς ὁ ὅρος «Γραφὴ καὶ Παράδοση», πού χρησιμοποιεῖται συνήθως, μετὰ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω κατανοεῖται ὅτι δὲν ἔχει ὑπόσταση καὶ εἶναι ἀπαράδεκτος ὅρος. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν ὑπάρχει Γραφὴ καὶ Παράδοση χωριστά. Ὑπάρχει μόνο Παράδοση, γιατὶ καὶ ἡ Γραφὴ εἶναι κι αὐτὴ Παράδοση ἤ, ὅπως λέγεται, μὲ μία ὀνομασία, «θεία Ἀποκάλυψη» (Ἰ. Καρμίρης). Ὁ Κύριος ἀποκάλυψε στὴν Ἐκκλησία Του τὴν διδασκαλία Του, καὶ αὐτὴ ἐκφράζεται ὡς Γραφὴ καὶ Παράδοση ἑνιαία.
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατὶ βλέπω τὸν Χριστὸ ἐπάνω στὸν Σταυρό. Καὶ στὴν Ὀρθοδοξία μας δὲν ὑπάρχει μόνον ἕνας σταυρός, ἀλλὰ, κατ᾿ ἀπομίμηση ἐκείνου, ἀναρίθμητοι σταυροί. Ποτάμια αἱμάτων, μία θάλασσα ὁλόκληρη, ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς ἄδικης σφαγῆς τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Αἵματα τῶν ἕνδεκα ἑκατομμυρίων Μαρτύρων (κατὰ τὴν ἀρίθμηση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου), πού ἀνάμεσὰ τους διακρίνονται ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ γέροντες καὶ μικρὰ παιδιά. Εἶναι αὐτοὶ πού πότισαν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὸ δέντρο τῆς Ἐκκλησίας (Ὠριγένης) μὲ πλήρη πίστη καὶ ἀφοσίωση σ᾿ ΕΚΕΙΝΟΝ.
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατὶ μόνο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζῶ τὸ γεγονὸς τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, πού δὲν τόλμησαν νὰ τὸ ἀπομιμηθοῦν οἱ λεγόμενες «ἐκκλησίες», δηλαδὴ τὸ νὰ ζῶ στὴ λατρεία της τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, δηλαδὴ νὰ γίνομαι – ἂν τὸ συνειδητοποιῶ βέβαια – τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ τῆς θείας Λειτουργίας, ἐκτὸς χρόνου, ὅπως ὁ Θεὸς.
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος γιατί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μου, ἀφ᾿ ὅταν μπῶ, διά τοῦ βαπτίσματος, στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀγωνίζομαι, συνεχίζω νά παραμένω ἑνωμένος μέ Ἐκείνον γιά πάντα – ἀσχέτως τῆς ἁμαρτωλότητάς μου – καί εἴτε ζῶ, εἴτε πεθαίνω, ἀνήκω σ᾿ Αὐτόν, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐὰν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμὲν» (Ρωμ. ιδ´ 8) (Εἴτε λοιπὸν ζοῦμε, εἴτε πεθαίνουμε, ἀνήκουμε στὸν Κύριο). Ἔτσι ζῶ, προσδοκώντας τὴ δεύτερη ἔλευσὴ Του, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἐμπειρία ὅτι εἶμαι μέλος Χριστοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ βεβαπτισμένοι καὶ φυσικὰ ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι, διότι «οἱ πολλοὶ ἓν σῶμὰ ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ᾿ εἷς ἀλλήλων μέλη (Ρωμ. ιβ´ 5) (ὁ καθένας μας ἀποτελεῖ μέλος τοῦ Σώματος, πού μέλη Του εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι). Καὶ πάλι λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «Ὑμεῖς δὲ ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α´ Κορ. ιβ´ 27) (Ἐσεῖς ἀποτελεῖτε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἴσαστε μέλη Του, ὁ καθένας σας χωριστά).
• Εἶμαι Ὀρθόδοξος «καὶ τὶ ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γὰρ με, διηγούμενον ὁ χρόνος» (Ἑβρ. ιγ΄ 32) (Καὶ τὶ χρειάζεται νὰ συνεχίσω; Δὲν θὰ μὲ πάρει ὁ χρόνος, νὰ διηγηθῶ) γιὰ τὶς τρεῖς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς (κάθαρση – φωτισμὸ – θέωση), γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες, γιὰ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, γιὰ τὴν πρεσβεία τῶν Ἁγίων, γιὰ τόσα ἄλλα…
«Στίς μέρες μας γίνεται προσπάθεια νὰ ξεχάσουμε τὸν θησαυρὸ πού κατέχουμε καὶ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἀπὸ κοινοῦ, ψάχνουμε νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸ εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, γιατὶ εἶναι σὰν νὰ πιστεύουμε ὅτι πέθανε τὸ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι ἀπέτυχε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα στὸ νὰ καθοδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη, καὶ ἀκόμη περιμένουμε τοὺς πλανεμένους καὶ αἱρετικοὺς νὰ ἐπιστρέψουν σ᾿ αὐτὴν καὶ νὰ παραδεχτοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας» (Ναυπάκτου Ἱερὸθεος).
Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς βροντοφωνάζουμε, μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ Ἰωσὴφ τὸν Βρυέννιο:
«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε φίλη Ὀρθοδοξία,
οὐκ ἀρνησόμεθά σε πατροπαράδοτον Σέβας,
οὐκ ἀφιστάμεθά σου, ὦ Μῆτερ Εὐσέβεια,
ἐν σοί ἐγεννήθημεν, ἐν σοί ζῶμεν καὶ ἐν σοί κοιμηθησόμεθα,
εἰ δὲ καλέσῃ καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα».
(Δὲν θὰ σὲ ἀρνηθοῦμε ἀγαπημένη μας Ὀρθοδοξία,
δέν θὰ σὲ ἀρνηθοῦμε Σέβασμα πού μᾶς παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες μας,
μέσα σ᾿ Ἐσένα γεννηθήκαμε, μέσα σ᾿ Ἐσένα ζοῦμε
καὶ μέσα σ᾿ Ἐσένα θὰ πεθάνουμε,
κι ἂν τὸ καλέσει ὁ καιρός, καὶ μύριες φορὲς θὰ πεθάνουμε γιὰ Σένα).