«Η μεγαλύτερη αμαρτία στις ημέρες μας έγκειται στο ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στην απόγνωση και δεν πιστεύουν πια στην ανάσταση»[1]. Στον προχριστιανικό, αλλά και αργότερα στον εξωχριστιανικό κόσμο, υπήρχε διάχυτη η πίστη στην αθανασία της ψυχής. Αλλά και αυτή ακόμα η πίστη παραμερίζεται στην εποχή μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι επιστήμονες που ασχολούνται με την ανθρώπινη ψυχή δεν την αντιμετωπίζουν συνήθως ως οντολογικό στοιχείο του ανθρώπου, αλλά μάλλον ως βιολογική λειτουγία του. Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει και πεθαίνει χωρίς καμία ιδιαίτερη προοπτική πέρα από την βιολογική ύπαρξη και την βιογραφική δραστηριότητά του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί και η διάχυτη απαισιοδοξία του, όσο και αν θέλει η προσπαθεί να την απωθήσει η να την διασκεδάσει.
Ο θάνατος αποτελεί την κυριότερη, σταθερότερη και βεβαιότερη απειλή για τον άνθρωπο. Είναι απειλή που δεν τον προσβάλλει μόνο με την άμεση έλευσή του αλλά και με την έμμεση και διάσπαρτη παρουσία του. Τον προσβάλλει σε κάθε φάση και καμπή της ζωής και της δράσεώς του· με κάθε αρρώστια και κάθε αδυναμία, με κάθε κίνδυνο και κάθε αποτυχία. Πίσω από κάθε ψυχικό η σωματικό πόνο και κλωνισμό ελλοχεύει η απειλή του θανάτου. Την ίδια απειλή διαπιστώνει ο άνθρωπος και στην φύση που τον περιβάλλει και αποτελεί το ευρύτερο σώμα του. Ταυτόχρονα όμως δοκιμάζει και κάποια ενδόμυχη προσδοκία· στην ακατάπαυστη ανανέωση της φύσεως διακρίνει την ελπίδα μιας αναστάσεως.
Η πίστη σε κάποια μορφή μεταθανάτιας ζωής μετρίαζε παλαιότερα κάπως το μέγεθος της απειλής του θανάτου. Ο νεωτερικός όμως άνθρωπος θέλησε να περιορίσει η ακόμα και να εξαφανίσει κατά το δυνατόν την απειλή του θανάτου με την πίστη στην απεριόριστη επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Αλλά και αυτή δεν άργησε να φανεί τελικώς ουτοπική. Έτσι στην εποχή μας ο άνθρωπος φαίνεται να είναι εκτεθημένος στην απαισιοδοξία περισσότερο από κάθε προηγούμενη εποχή, παρά την ασύλληπτη πρόοδό του στην επιστήμη και την τεχνολογία.
Με μία πρόχειρη αναδρομή στην αρχαία ελληνική σκέψη και ζωή διαπιστώνουμε ότι ήταν διαδεδομένη η πίστη στην αθανασία της ψυχής, η ακόμα, όπως δίδασκε ο Πλάτων, ότι το σώμα είναι φυλακή η τάφος της ψυχής (σώμα-σήμα) και ότι ο θάνατος αποτελεί ευεργεσία, γιατί ελευθερώνει την ψυχή από το δεσμωτήριό της. Εξ άλλου ο Επίκουρος ήθελε να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου με το ακόλουθο σόφισμα: Ο θάνατος, έλεγε, είναι «το φρικωδέστατον των κακών». Αλλά αυτός δεν έχει καμία σχέση με εμάς, γιατί, «όταν υπάρχουμε εμείς, δεν εμφανίζεται ο θάνατος, και όταν εμφανίζεται ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς»[2].
Κάποιον βαθύτερο προβληματισμό για τον θάνατο, αλλά και για μεταθανάτια ζωή βρίσκουμε στον τραγικό μας ποιητή Ευριπίδη. «Τις οίδεν», έλεγε, «ει το μεν κατθανείν εστι ζην, το δε ζην εστι κατθανείν»; Ποιός δηλαδή γνωρίζει, αν ο θάνατος είναι ζωή και η ζωή θάνατος; Αλλά και πολλοί άνθρωποι μέχρι σήμερα, χωρίς να έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία η και με την θρησκεία, μιλούν για αληθινή και ψεύτικη ζωή. Η ζωή αυτή, λένε, είναι ψεύτικη και τελειώνει γρήγορα. Αληθινή ζωή είναι η αιώνια.
Όταν αναλογίζεται κάποιος την ζωή που πέρασε, διαπιστώνει ότι αυτή, όσο μακροχρόνια και αν είναι, φαίνεται πολύ σύντομη. Και τα χρόνια που έζησε, όσο πολλά και αν ήταν, έφυγαν γρήγορα. Όσο μάλιστα ενηλικιώνεται ο άνθρωπος, τόσο γρηγορότερα του φαίνονται πως περνούν τα χρόνια. Λέμε συχνά πως αυτά περνούν σαν όνειρο. Και η παρομοίωση αυτή περιέχει αρκετή δόση αληθείας. Άλλωστε και το όνειρο αποτελεί μια μορφή ζωής, και μερικές φορές πολύ έντονη. Όταν όμως ξυπνούμε στην συνηθισμένη ζωή, καταλαβαίνουμε ότι εκείνη ήταν ονειρική, ψεύτικη.
Αυτό που διατύπωσε ως ερώτημα ο Ευριπίδης, αυτό που δημιουργείται και εκδηλώνεται ως υποψία στον κοινό νου με τις μεταλλαγές που εμφανίζονται στον χρόνο και την ζωή, και τέλος αυτό που υπάρχει ως μύχιος πόθος στην καρδιά του ανθρώπου και συνιστά οντολογικό γνώρισμα της ίδιας της ζωής, παίρνει την οριστική απάντησή του στον Χριστιανισμό με την εκ νεκρών ανάσταση του Χριστού.
Η ανάσταση του Χριστού δεν είναι κάποιο θαυμαστό γεγονός της ζωής του. Δεν αποτελεί ένα ατομικό συμβάν χωρίς ευρύτερες ανθρωπολογικές προεκτάσεις. Υπήρξαν και άλλες νεκραναστάσεις, που μνημονεύονται και στην Αγία Γραφή. Αναστήθηκε και ο Λάζαρος μετά από τετραήμερο θάνατο. Αναστήθηκαν και άλλοι νεκροί από τον Χριστό και τους Αποστόλους του.Όλοι όμως αυτοί πέθαναν πάλι και τάφηκαν. Ο Χριστός αναστήθηκε και εισήλθε στην αιωνιότητα, ανακαινίζοντας και εισάγοντας σε αυτήν με την υπόστασή του ολόκληρη την ανθρώπινη φύση· «ο Χριστός εποίησε τον ανακαινισμόν της φύσεως ημών εν τη εαυτού υποστάσει»[3].
Η ανάσταση του Χριστού έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για τον άνθρωπο. Ο,τι έκανε και ο,τι έπαθε ο Χριστός το έκανε και το έπαθε για τον άνθρωπο, εκπληρώνοντας την «υπέρ ημών οικονομίαν» και υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τον δρόμο που οφείλει να βαδίσει στην ζωή του ο καθένας. Δεν θυσιάστηκε εκείνος, για να παραμείνει ο άνθρωπος αδρανής και να δεχθεί παθητικά την σωτηρία, αλλά για να ακολουθήσει και αυτός την ίδια πορεία μιμούμενος το παράδειγμα και τηρώντας τις εντολές του. Εκτός όμως από τον άνθρωπο και ολόκληρος ο κόσμος, που συμπάσχει με τον άνθρωπο, προσλαμβάνεται και ανακαινίζεται στην υπόσταση του Χριστού με την χάρη του Αγίου Πνεύματος [4].