Ο άνθρωπος κατάγεται από τον Αδάμ, είναι πεπτωκώς και βεβαρημένος με την αμαρτία, και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να συγχωρηθεί, να καθαρισθεί και να σωθεί παρά μόνο δια του βαπτίσματος. Με όσους όμως θα αμαρτήσουν μετά το βάπτισμα, και μάλιστα θα κάνουν θανάσιμες αμαρτίες, τι θα γίνει; Διότι αυτοί που πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν και έγιναν χριστιανοί, δεν έπρεπε να αμαρτάνουν. Και όταν άρχισαν να αμαρτάνουν, η Εκκλησία κατ’ αρχήν προβληματίστηκε για το αν θα τους ξαναδεχθεί ως μέλη της ή όχι.
Ο Κύριος όμως είχε ήδη προβλέψει και έδωσε το δεύτερο βάπτισμα, όπως λέγεται η μετάνοια, η εξομολόγηση. Δηλαδή, μετανοεί κανείς για τις αμαρτίες του και περνάει από αυτό το μυστήριο της μετανοίας, την εξομολόγηση, και συγχωρείται. Όπως ακριβώς μετανοεί για τις αμαρτίες του εκείνος που θέλει να γίνει χριστιανός και βαπτίζεται. Δεν φθάνει απλώς να μετανοήσει ούτε φθάνει απλώς να βαπτισθεί.
Όπως τα περιγράφει ο άγιος Ιουστίνος (Απολογία Α’), όσοι ήθελαν να γίνουν χριστιανοί, τους έκανε η Εκκλησία κατηχουμένους. Και δεν τους έλεγε απλώς κάποια πράγματα ούτε περίμενε απλώς να ακούσει ότι τα δέχονται, αλλά έβλεπε η Εκκλησία στην πράξη κατά πόσον αυτοί ήταν αποφασισμένοι να ζήσουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, και έπειτα τους έκανε χριστιανούς δια του βαπτίσματος.
Κατ’ αρχήν δεν πρέπει να αμαρτάνει κανείς μετά το βάπτισμα, και μπορεί να μην αμαρτάνει, προπαντός να μη διαπράττει θανάσιμες αμαρτίες. Αλλά εν πάση περιπτώσει, η Εκκλησία βρέθηκε σ’ αυτό το δίλημμα, να δεχθεί ή όχι βαπτισμένους που αμάρταναν. Ο Κύριος είχε ήδη προβλέψει και έδωσε το δεύτερο βάπτισμα, που είναι το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως.
Όπως δεν μπορεί να γίνει χριστιανός κανείς, αν δεν βαπτισθεί, έτσι δεν τακτοποιείται ο χριστιανός που είναι εν αταξία, αν δεν περάσει από το μυστήριο της εξομολογήσεως. Και είναι εν αταξία, άπαξ και αμάρτησε, άσχετα αν έκανε κρυφά, όσα έκανε, και δεν τα γνωρίζει κανένας. Η συνείδησή του όμως τα ξέρει, και ο Θεός τα ξέρει. Για να τακτοποιηθεί και να επανασυνδεθεί με το σώμα της Εκκλησίας, ώστε να παίρνει ζωή αγία, ζωή θεϊκή, που έχει η Εκκλησία –καθώς κεφαλή της είναι ο Χριστός και καρδιά της το Άγιο Πνεύμα– και να έχει ελπίδα σωτηρίας, χρειάζεται να κάνει το δεύτερο βάπτισμα της μετανοίας και εξομολογήσεως –διότι το πρώτο βάπτισμα δεν επαναλαμβάνεται.
Δεν υπάρχει δηλαδή η εξομολόγηση απλώς για να καταφύγουν εκεί κάποιοι ηλικιωμένοι ή κάποιοι που έχουν ψυχολογικά προβλήματα ή διάφορα άλλα προβλήματα και δυσκολίες και τα όποια βάσανα. Βέβαια, οι πάντες θα καταφύγουν στην Εκκλησία, οι πάντες θα καταφύγουν στους ιερείς της Εκκλησίας, και ό,τι κι αν έχουν, θα ζητήσουν τη συμβουλή τους και θα βοηθηθούν και στα προβλήματά τους. Αλλά ο τελικός σκοπός, το κύριο έργο είναι να τακτοποιήσει κανείς την ψυχή του, καθώς είναι εν αταξία ένεκα των αμαρτιών του, και να βρεθεί πάλι στον δρόμο της σωτηρίας. Διότι ένας ο οποίος μετά το βάπτισμα διέπραξε προπαντός θανάσιμα αμαρτήματα και αδιαφορεί γι’ αυτά και δεν τα τακτοποιεί δια του δευτέρου βαπτίσματος, που είναι το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως, δεν έχει ελπίδα σωτηρίας.
Επομένως, η εξομολόγηση δεν είναι μόνο για όσους θα θελήσουν να εξομολογηθούν ούτε είναι ένα είδος πολυτελείας, και άρα δεν είναι ανάγκη όλοι να φθάσουν ως το εξομολογητήριο. Όσοι είναι αμαρτωλοί –και ποιος δεν είναι αμαρτωλός;– όσοι έχουν βεβαρημένη τη συνείδησή τους και μολυσμένη την ψυχή τους ένεκα των αμαρτιών, πρέπει να εξομολογηθούν, πρέπει να περάσουν από το δεύτερο βάπτισμα, γιατί μόνο έτσι είναι σίγουρο ότι τους δέχθηκε ο Θεός, ότι τους συγχώρησε, τους καθάρισε, και είναι και σίγουρο ότι θα σωθούν.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, πού ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 159.