Να μην αντιλέγουμε εριστικά ούτε και όταν πιστεύουμε πώς έχουμε δίκιο, αλλά, για χάρη του Θεού, σε όλα να υποχωρούμε απέναντι στον πλησίον.
Του αββά Ησαΐα
Αν κατοικείς μαζί με άλλον αδελφό και θέλεις να γίνει κάτι, ο αδελφός όμως αυτός δεν θέλει, τότε, για να μη μαλώσετε και τον λυπήσεις, να υποτάξεις σ΄ εκείνον το θέλημά σου. Να είσαι απέναντι στον αδελφό σου σαν φιλοξενούμενός του.
Να μην τον προστάξεις για κανένα πράγμα και να μη θελήσεις να τον εξουσιάζεις.
Αν σου επιβάλλει κάτι πού δεν θέλεις, πολέμησε το θέλημά σου ώσπου να εκτελέσεις την προσταγή, για να μην τον στενοχωρήσεις, να μη χάσεις τη συστολή σου απέναντί του και να μη διαταράξεις την ειρηνική σας συμβίωση.
Αν, λ.χ., σου πει, «Ψήσε μου τίποτα», εσύ πες του: «Τι θέλεις να σου κάνω;»
Και αν σ΄ αφήσει στη διάθεσή σου, λέγοντας «(Κάνε) ό,τι θέλεις», τότε ετοίμασέ του ό,τι σας βρίσκεται με φόβο Θεού.
Αν θελήσετε να πάτε σε καμιά μικρή εργασία, να μην περιφρονήσει ο ένας τον άλλο και βγει μόνος, αφήνοντας στο κελί τον αδελφό του να ελέγχεται από τη συνείδησή του, αλλά ας του πει με αγάπη: «Θέλεις να πάμε (μαζί);»
Και αν δει ότι ο αδελφός του δεν έχει διάθεση την ώρα εκείνη ή είναι σωματικά άρρωστος, ας μη λογομαχήσει, (λέγοντας λ.χ.) ότι
«Τώρα πρέπει να φύγουμε», αλλά ας αναβάλει (την εργασία) για λίγο και ας γυρίσει στο κελλί του με φιλευσπλαχνία.
Πρόσεχε, να μην έρθεις σε αντίθεση με τον αδελφό για οτιδήποτε, για να μην τον λυπήσεις.
Αν μένεις (μόνιμα) με κάποιον ή φιλοξενείσαι (κοντά του) και πάρεις από αυτόν μιαν εντολή, πρόσεξε, για το Θεό, να μην την καταφρονήσεις και την αθετήσεις, είτε κρυφά είτε φανερά.
Όπως υποτάσσεται το ζώο στον άνθρωπο, έτσι πρέπει και κάθε άνθρωπος να υποτάσσεται στον πλησίον του για χάρη του Θεού.
Και όπως το ζώο δεν έχει δικό του θέλημα ούτε γνώση, έτσι πρέπει να κάνω κι εγώ όχι μόνο μ΄ εκείνον που συμφωνεί αλλά και μ΄ εκείνον που διαφωνεί μαζί μου, και να υποτάξω τη γνώση μου στον ανίδεο και το θέλημά μου στον ασύνετο.
Και τότε είναι πού θα γνωρίσω πραγματικά τον εαυτό μου και θα καταλάβω τι με βλάπτει.
Γιατί εκείνος που έχει πεποίθηση στην αρετή του και επιμένει στο θέλημά του, δε μπορεί ν΄ αποφύγει την έχθρα ούτε ν΄ αναπαυθεί (ψυχικά) ούτε να δει σε ποια σημεία υστερεί. Και όταν (η ψυχή του) βγει από το σώμα, είναι δύσκολο να βρει έλεος (από το Θεό).
Ο Θεός, περισσότερο απ΄ όλες τις άλλες αρετές, ζητάει από τον άνθρωπο τούτο:
Να ταπεινώνεται και να υποτάσσεται στον πλησίον σε όλα.
Εκείνα πάλι που γεννούν τη φιλονικία είναι τα εξής: η πολυλογία, η μεταφορά στον καθένα λόγων πού του αρέσουν, η παρρησία, η δολιότητα και το να θέλει κανείς να επικρατεί ο λόγος του. Αυτά (κυρίως) είναι που οδηγούν στη φιλονικία, και η ψυχή εκείνου που τα έχει είναι κατοικητήριο όλων των παθών.
Αντιόχου του Πανδέκτη
Ο εριστικός άνθρωπος όχι μόνο με τους συγγενείς του δεν ειρηνεύει ποτέ, μά ούτε και με τους ξένους. Γιατί, θέλοντας να ικανοποιήσει τον εριστικό του λογισμό, πάντα καταφεύγει σε ραδιουργίες και συνεχώς οργίζεται, αλλά και τους άλλους ταράζει, και φτάνει έτσι να γίνεται αντιπαθητικός σε όλους. Είναι γραμμένο σχετικά στη Γένεση, ότι ο Ησαύ πήρε γυναίκες αλλόφυλες, πού μάλωναν με τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα (26:35). Γι αυτό είπε η Ρεββέκα στον Ισάακ: «Προσώχθικα τη ζωή μου διά τάς θυγατέρας των υιών Χέτ» (27:46). Αυτό το χωρίο φανερώνει, ότι τα μαλώματα ταιριάζουν στους άθεους και όχι στους πιστούς και ευσεβείς. Γιατί οι αληθινοί χριστιανοί και μαθητές του Χριστού μιμούνται τον Κύριο και Διδάσκαλό τους, για τον οποίο ήταν γραμμένο, ότι δεν θα φιλονικήσει ούτε θα φωνάξει ούτε θ΄ ακούσει κανείς τη φωνή του στις πλατείες (Ματθ. 12:19. Πρβλ. Ησ. 42:2). Και αυτοί δεν προσπαθούν να λύσουν οποιοδήποτε ζήτημα με μαλώματα και λογομαχίες, αλλά με την υπομονή και την προσευχή και την υπακοή και τη μονολόγιστη ελπίδα (δηλαδή αυτή πού αποβλέπει μόνο στον Κύριο, χωρίς να ταλαντεύεται).
Δεν θέλουν ποτέ να επιβάλλουν το λόγο τους ούτε να ικανοποιήσουν το θέλημά τους, όπως άλλωστε είπε και ο Κύριος:
«Ήλθον ούχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (πρβλ. Ιω. 6:38-39).
Του αγίου Εφραίμ
Αν κατοικείς μαζί με (άλλους) αδελφούς, μη θέλεις να τους διατάζεις, αλλά μάλλον να είσαι παράδειγμα γι αυτούς στα καλά έργα (πρβλ. Τίτ. 2:7), κάνοντάς τους υπακοή σ΄ αυτά πού σου λένε. Αν όμως παρουσιαστεί ανάγκη να μιλήσεις, πες (την άποψή σου) σαν να δίνεις μια ταπεινή συμβουλή. Αν πάλι ένας άλλος αδελφός φέρει αντίρρηση σ΄ αυτά που εσύ λες, να μην ταραχθείς, αλλά να εγκαταλείψεις το θέλημά σου για χάρη της αγάπης και της ειρήνης και ν΄ απαντήσεις με πραότητα σ΄ εκείνον που σου έφερε αντίρρηση:
«Εγώ, ευλογημένε, μίλησα σαν απλοϊκός άνθρωπος, επειδή έτσι σκέφτηκα, και συγχώρεσέ με, γιατί μίλησα ενώ είχα άγνοια (του ζητήματος), γι αυτό ας γίνει όπως είπες εσύ».
Και μ΄ αυτόν τον τρόπο θα φύγει άπρακτος και ντροπιασμένος ο διάβολος, πού υποκινεί τις ταραχές. Γιατί το να φιλονικεί κανείς και να υποστηρίζει το δικό του θέλημα ξεσηκώνει ταραχές και θυμό δυσκολογιάτρευτο. Και ο θυμός, λέει (η Γραφή), «έν κόλπω αφρόνων αναπαύσεται» (Έκκλ. 7:9). Και (αλλού) πάλι: «Η ροπή του θυμού αυτού πτώσις αυτώ» (Σοφ. Σειρ. 1:22).
Γι αυτό και ο απόστολος παραγγέλλει: «Δούλον Κυρίου ού δεί μάχεσθαι» (Β΄Τιμ. 2:24).
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Ποιμήν είπε, ότι το θέλημα του ανθρώπου είναι τείχος χάλκινο ανάμεσα σ΄αυτόν και το Θεό, και πέτρα πού (γυρίζει) και χτυπάει τον ίδιο (τον άνθρωπο). Αν λοιπόν το εγκαταλείψει, θα λέει κι αυτός (όπως ο προφήτης Δαβίδ):
«Εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος» (Ψαλμ. 17:30).
Αν πάλι το δικαίωμα συνεργαστεί με το θέλημα, τότε ο άνθρωπος νικιέται.
Ένας γέροντας είπε:
– Η φιλονικία παραδίνει τον άνθρωπο στην οργή, η οργή τον παραδίνει στην τύφλωση, και η τύφλωση τον οδηγεί στη διάπραξη κάθε κακού.
Ο αββάς Αμμωνάς ρωτήθηκε, ποια είναι η «στενή και τεθλιμμένη» οδός (Ματθ. 7:14).
Και αποκρίθηκε:
– Η «στενή και τεθλιμμένη» οδός είναι το να υποτάσσει κανείς τους λογισμούς του και να κόβει, για χάρη του Θεού, τα θελήματά του. Αυτό σημαίνει άλλωστε, και το «ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ. 19:27).
Ο αββάς Αλώνιος είπε:
– Αν δεν γκρέμιζα συθέμελα ολόκληρο (το οικοδόμημα του θελήματός μου), δεν θα μπορούσα να οικοδομήσω (πνευματικά) τον εαυτό μου. Αν δηλαδή δεν εγκατέλειπα κάθε τι, πού, από το δικό μου θέλημα, μου φαινόταν καλό, δεν θα μπορούσα ν΄αποκτήσω τις αρετές.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
– Πώς πρέπει να είμαι στον τόπο που κατοικώ;
– Όπου κι αν βρίσκεσαι, αποκρίθηκε, να έχει τη συναίσθηση πώς είσαι πάροικος (δηλαδή ξένος, χωρίς δικαιώματα).
Έτσι δεν θα ζητήσεις (ποτέ) να είναι πρώτος ο λόγος σου, και θα είσαι αναπαυμένος (ψυχικά).
Είπε πάλι (ο αββάς Ποιμήν):
– Να μην ικανοποιήσεις (ποτέ) το θέλημά σου.
Απεναντίας, αυτό που χρειάζεται είναι να ταπεινώνεσαι μπροστά στον αδελφό σου.
Ένας από τους πατέρες είπε την εξής παραβολή για την ταπεινοφροσύνη:
– Είπαν (κάποτε) οι κέδροι στα καλάμια: «Πώς εσείς, μολονότι είστε ασθενικά και αδύνατα, δεν σπάτε το χειμώνα, ενώ εμείς, αν και είμαστε τόσο μεγάλοι, συντριβόμαστε ή και ξεριζωνόμαστε καμιά φορά;» Και τα καλάμια αποκρίθηκαν: «Εμείς, όταν έρθει ο χειμώνας και φυσήξουν οι άνεμοι, γέρνουμε με τους ανέμους πότε από δώ και πότε από κει, γι΄αυτό και δεν σπάμε. Εσείς όμως κινδυνεύετε, επειδή αντιστέκεστε στους ανέμους».
Και (μετά απ΄αυτή την παραβολή) είπε (συμπερασματικά) ο γέροντας:
– Πρέπει (λοιπόν) να υποχωρούμε όταν μας προσβάλλουν και να δίνουμε «τόπον τη οργή» (Ρωμ. 12:19).
Να μην ερχόμαστε σε σύγκρουση ούτε να πέφτουμε σε κακούς λογισμούς ούτε να λογομαχούμε και να δημιουργούμε ζητήματα.
Δυο γέροντες ζούσαν μαζί πολλά χρόνια, και ποτέ δεν μάλωσαν.
Είπε λοιπόν (κάποτε) ο ένας στον άλλον:
– Ας μαλώσουμε κι εμείς μια φορά, όπως οι άνθρωποι.
– Μα δεν ξέρω πώς γίνεται το μάλωμα, απάντησε ο άλλος.
– Να, είπε ο πρώτος, θα βάλω μια μικρή πλίθα στη μέση, και θα λέω πώς είναι δική μου.
Εσύ πάλι θα λες ότι δεν είναι δική μου, αλλά δική σου. Και έτσι θα γίνει η αρχή.
Έβαλε λοιπόν στη μέση την πλίθα και είπε στον άλλον:
– Αυτή είναι δική μου.
– Όχι, είπε αυτός, δική μου (είναι).
– Έ, αν είναι δική σου, πάρε την και πήγαινε, αποκρίθηκε ο πρώτος.
Και έφυγαν, χωρίς να μπορέσουν να μαλώσουν.
Από το βίο του οσίου Συμεών του εν τη μάνδρα
Όταν ο (όσιος) Συμεών σοφίστηκε τον πρωτόγνωρο (για την εποχή του) τρόπο ασκήσεως πάνω στο στύλο και διαδόθηκε έντονα η φήμη του παντού, οι ερημίτες πατέρες ξαφνιάστηκαν από το ασυνήθιστο και παράδοξο αυτό εγχείρημα. Του στέλνουν λοιπόν κάποιους με την εντολή να τον επιπλήξουν για την περίεργη επινόησή του και να του συστήσουν ν΄ ακολουθήσει χωρίς περιφρόνηση τον συνηθισμένο και δοκιμασμένο από τους αγίους δρόμο, όπου βαδίζοντας τόσα πλήθη μακαρίων (ανδρών), ανέβηκαν ως τα επουράνια και κατοίκησαν σ΄ εκείνα τα αιώνια σκηνώματα.
Έπειτα όμως, από φόβο μήπως η σκέψη (του οσίου) ήταν θεάρεστη και εκείνοι αντιμετώπιζαν την υπόθεση ανθρώπινα, έδωσαν στους απεσταλμένους κι αυτή την παραγγελία: Αν μεν δουν τον άνδρα ν΄ αρνείται το θέλημά του και να κατεβαίνει από κει (που είχε ανέβει, υπακούοντας σ΄ αυτούς), να τον συγκρατήσουν αμέσως και να τον προτρέψουν να μείνει σταθερός στην απόφασή του, γιατί έτσι θα θεωρούσαν ότι πρόκειται για θεία οικονομία, και δεν θα είχαν πια για το μέλλον το φόβο, ότι μια τέτοια αρχή δεν θα καταλήξει και σε καλό τέλος.
Αν πάλι (ο όσιος) δυσφορούσε και δεν ανεχόταν ούτε λίγες συμβουλές (ν΄ ακούσει), αλλά πεισματικά και ασυλλόγιστα ακολουθούσε το δικό του θέλημα, τότε θα γινόταν οπωσδήποτε φανερό, έλεγαν, ότι βρίσκεται μακριά από την ταπεινοφροσύνη – οπότε ποιος δεν θα έλεγε ότι ο πονηρός του είχε βάλει αυτούς τους λογισμούς; Σ΄ αυτή την περίπτωση πρόσταζαν (οι πατέρες τους απεσταλμένους τους) να τον τραβήξουν κάτω και να τον κατεβάσουν από το στύλο ακόμα και με τη βία.
Φτάνοντας λοιπόν οι απεσταλμένοι με τέτοια εντολή στον πατέρα της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής Συμεών, κυριεύθηκαν από σεβασμό απέναντί του μόλις κιόλας τον είδαν και τον χαιρέτισαν. Δεν μπορούσαν ούτε να τον κοιτάξουν στο πρόσωπο. Όμως, για την εντολή των πατέρων πού τους έστειλαν και γι αυτό καθεαυτό το καλό της εκπληρώσεώς της, του λένε χωρίς περιστροφές όλα όσα τους είχαν πει εκείνοι.
Κι ο αληθινά πράος και ταπεινός στην καρδιά (Συμεών), δέχθηκε με πραότητα την επιτίμησή τους. Δεν αντιμίλησε, δεν αγανάκτησε, δεν τη συζήτησε, δεν είπε τίποτα, ούτε πολλά ούτε λίγα. Απεναντίας μάλιστα, αφού δέχθηκε την επιτίμηση με ιλαρό βλέμμα και χαμηλωμένα μάτια, έκανε να κατεβεί από το στύλο, ευχαριστώντας το Θεό και ευγνωμονώντας τους πατέρες για την φροντίδα τους. Αμέσως τότε οι απεσταλμένοι τον σταματούν και του φανερώνουν την κρίση των πατέρων. Ύστερα, αφού ευχήθηκαν στο Συμεών να μείνει μόνιμα και σταθερά πάνω στο στύλο, να έχει καλό τέλος και (ν΄αξιωθεί) με ασφάλεια την ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους του, αναχώρησαν