Ο Αναχωρητής του Άθωνα ,Πατήρ Σεραφείμ
Ένας ευλαβής νέος από την Αθήνα, από πλούσια οικογένεια ,είχε χάσει την μητέρα του από βαριά αρρώστια και όλως ξαφνικά πέθανε και ο πατέρας του μετά από λίγο διάστημα. Ο θάνατος των γονέων του τον συγκλόνισε πολύ ,και αυτό έγινε αιτία να φιλοσοφήση την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Μοιράζει λοιπόν όλη του την περιουσία στους φτωχούς, αφήνει το μεγάλο του εμπορικό κατάστημα στους υπαλλήλους του και έρχεται στο Άγιον Όρος.
Περνώντας από την Νέα Σκήτη, γνώρισε τον Παπα-Νεόφυτο, που έμενε στην Καλύβη του Αγίου Δημητρίου , όπου φιλοξενήθηκε και εξομολογήθηκε. Ο Παπα-Νεόφυτος του διηγήθηκε πολλά για τους Ασκητάς, και άναψε πολύ ο θείος του πόθος, όταν άκουσε για τους Αναχωρητάς στην κορυφή του Άθωνα. Ζήτησε μετά ευλογία από τον Παπα-Νεόφυτο να τον δεχθή στην Συνοδία του, να καρή Μοναχός, και μετά να του δώση ευλογία να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα. Ο Παπα-Νεόφυτος , επειδή τον είδε πολύ ταπεινό και ευλαβή , τον δέχθηκε, αλλά τον κράτησε με τα λαϊκά και τον προετοίμαζε πνευματικά, αθόρυβα, πέντε χρόνια, χωρίς να γνωρίζουν οι άλλοι τον ιερό σκοπό του νέου, ο οποίος απέφευγε ακόμη και τις συναντήσεις με τους Πατέρες της Σκήτης. Αφού λοιπόν εκπαιδεύτηκε πνευματικά πέντε χρόνια ,τον έκανε Μοναχό ο Γέροντας, τον ονόμασε Σεραφείμ και του έδωσε την ευχή του να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα, χωρίς να βλέπη άνθρωπο.
Μετά από τρία χρόνια ήρθε μια φορά, όπως μου διηγήθηκε ο Παπα-Διονύσιος , ο παραδελφός του, και τους διηγόταν τους πειρασμούς που συνήντησε στις αρχές, πώς τον απειλούσαν οι δαίμονες συνέχεια. Μια νύχτα μάλιστα του πέταξαν μια παλιά λαμαρίνα, που είχε μπροστά από την σπηλιά του, για να εμποδίζη λίγο τον πολύ αέρα και την βροχή. Ο Πατήρ-Σεραφείμ όχι μόνο δεν ταράχτηκε, αλλά χαμογελώντας είπε στους δαίμονες:
– Θεός συγχωρέσοι! καλά κάνατε, γιατί εγώ είχα ασχημύνει την σπηλιά με την λαμαρίνα που έβαλα.
Είχε εμφανισθή άλλη μια φορά μετά από πέντε χρόνια ο Πατήρ-Σεραφείμ, και ο Παπα- Νεόφυτος του είχε δώσει ένα Αρτοφόριο με Άγιον Άρτο, και έφυγε πάλι για την κορυφή του Άθωνα και δεν ξαναφάνηκε πια.
Ο Πατήρ-Σεραφείμ έγινε Άγγελος «Σεραφείμ»! Πώς να μη πετάξη, αφού όλα τα πέταξε για τον Χριστό! Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Η δύναμη του κομποσχοινιού, της ευχής
Κάποτε, ένας Αγιοπαυλίτης Μοναχός είχε πάει στον Άγιο Γεράσιμο στην Κεφαλληνία. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας έμεινε μέσα στο Ιερό και έκανε κομποσχοίνι – έλεγε νοερώς την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς – ενώ έξω έψαλλαν. Είχαν φέρει δε στην Εκκλησία και έναν δαιμονισμένο, για να θεραπευθή από τον Άγιο Γεράσιμο.
Ενώ λοιπόν έλεγε την ευχή ο Μοναχός μέσα από το Ιερό, το δαιμόνιο έξω καιγόταν και φώναζε:
– Μη τραβάς αυτό το σχοινί, ρε καλόγηρε, γιατί με καίει.
Το άκουσα αυτό και ο Ιερεύς και λέει στον Μοναχό:
– Κάνε , αδελφέ μου, κομποσχοίνι, όσο μπορείς , για να ελευθερωθή το πλάσμα του Θεού από τον δαίμονα.
Τότε ο δαίμονας οργισμένος φώναζε:
– Ρε παλιόπαπα, τι του λες να τραβάη το σχοινί; Με καίει!
Τότε ο Μοναχός με περισσότερο πόνο έκανε κομβοσχοίνι, και ο βασανισμένος άνθρωπος απαλλάχθηκε από το δαιμόνιο.
Η δύναμη της ευχής
Έλεγε ο Γερο- Ζαχαρίας ότι στην «Μεταμόρφωση» της Νέας Σκήτης έλεγαν οι πατέρες την ευχή εκφώνως.
Κάποτε, είχαν μαζευτή οι δαίμονες οργισμένοι, και ένας από τους έξω απ’ εδώ φώναξε:
– Λένε εκφώνως την ευχή ∙ δεν έχει δύναμη η προσευχή!
Τότε ένας από τους μεγαλύτερους δαίμονες είπε:
– Είτε εκφώνως είτε νοερώς λένε την ευχή , έχει δύναμη, μια
που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Η ευχή με κόπο
Έλεγε ο Γερο- Αρσένιος , ο Σπηλαιώτης .
– Όταν κάνω κομποσχοίνι όρθιος, αισθάνομαι έντονη ευωδία θεϊκή. Ενώ, όταν λέω την ευχή καθιστός , ελάχιστη ευωδία αισθάνομαι.
Παρόλο που ήταν τότε ενενήντα πέντε χρονών ο Γέροντας, αγωνιζόταν συνέχεια φιλότιμα και συνέχεια πλουτιζόταν πνευματικά, κι ας είχε πολλά αποταμιευμένα πνευματικά κεφάλαια!
Ο άσπλαχνος μοναχός που πλανέθηκε, γιατί έκανε ξερή άσκηση χωρίς αγάπη και διάκριση
Ο Πατήρ… είχε έρθει στο Άγιον Όρος ,μαζί με ένα φίλο του, για να γίνουν Μοναχοί, μετά από ένα θαύμα που είδαν στην Μεγαλόχαρη της Τήνου, όταν έγινε καλά ένας παράλυτος εκ γενετής. Ο μεν φίλος του έμεινε στην Νέα Σκήτη, ο δε Πατήρ… ήρθε από την Βόρειο- ανατολική πλευρά και έγινε Μοναχός σ’ ένα Ιδιόρρυθμο Μοναστήρι.
Επειδή στα Ιδιόρρυθμα υπάρχει ελευθερία, χρειάζεται φυσικά και πολλή προσοχή, διότι, εάν δεν την αξιοποιήση σωστά κανείς, μπορεί να γίνη χειρότερος και από κοσμικός, μπορεί και να πλανεθή.
Ο Πατήρ … λοιπόν είχε αγωνιστικό πνεύμα, αλλά το χαλαρό πνεύμα του Ιδιόρρυθμου τον έριξε κατ’ αρχάς στην υπερηφάνεια και μετά στην έπαρση. Όσο έκανε σκληρούς αγώνες με υπερηφάνεια, άλλο τόσο σκλήραινε και η καρδιά του. Δεν τον ενδιέφερε εάν ο διπλανός του κινδύνευε ή σπαρταρούσε, αρκεί να συμπλήρωνε τα κομποσχοίνια του τα πολλά και τις πολλές μετάνοιες. Είχε γεμίσει όλες τις ώρες, ακόμη και τα λεπτά, με αγώνες, Παρακλήσεις κ.λ.π. και πίεζε τον εαυτό του εγωιστικά, για να αγιάση, μέχρι που δημιούργησε άγχος στον εαυτό του . Νήστευε δε τρομερά, έκανε συνέχεια ενάτες και τριήμερα. Όποιος τον έβλεπε εξωτερικά, σκυφτό, σκελετωμένο με σοβαρό ύφος κ.τ.λ. ,σχημάτιζε την γνώμη ότι είναι μεγάλος Ασκητής. Επειδή και το διακόνημα του ήταν Δασονόμος, και τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στο δάσος, και αυτό τον έβλαψε. Όταν επέστρεφε στη Μονή, λες και κατέβαινε ο Μέγας Αντώνιος από το Όρος! Δεν μιλούσε με κανέναν αδελφό, κλεινόταν στο κελλί του, όπως ανέφερα, και πίεζε τον εαυτό του στους αγώνες εγωιστικά για να αγιάση.
Μια μέρα, λοιπόν, είχε πέσει ένας εργάτης από ένα δένδρο στο δάσος και σακατεύτηκε ο καημένος. Αμέσως ο γιος του τον φορτώθηκε και τον κατέβασε κοντά στη Μονή, για να ειδοποιήση τον Διακονητή του δάσους, Πατέρα…, για το συμβάν και να του ζητήση μια κουβέρτα, για να μεταφέρη τον σακατεμένο πατέρα του, για να τον πάη στην Θεσσαλονίκη. Ο Πατήρ, δυστυχώς, όχι μόνο δεν του έδωσε κουβέρτα, αλλά σκεφτόταν τον χρόνο που του έτρωγε ο νέος με την υπόθεση του πατέρα του. Φυσικά, ήταν υποχρεωμένος όχι μόνο να τον ακούση, αλλά και να τον βοηθήση, επειδή ήταν ο Διακονητής του δάσους, αλλά και Προϊστάμενος. Δυστυχώς όμως , έκλεισε την πόρτα του κελλιού του, για να μην καθυστερήση και να συμπληρώση τα πνευματικά του.
Οι Πατέρες της Μονής, όταν είδαν τον νέο να κλαίη, τον πλησίασαν και του συμπαραστάθηκαν. Παρηγόρησαν το παιδί, βοήθησαν για την μεταφορά του πληγωμένου πατέρα του και φρόντισαν να τακτοποιηθή σε Νοσοκομείο.
Μετά από τέτοια ασπλαχνία (!) επόμενο ήταν να απομακρυνθή τελείως η Χάρη του Θεού και να σκοτισθή σιγά-σιγά ο ταλαίπωρος. Άρχισε δε να καυχάται ότι έφθασε στα μέτρα των Αγίων πατέρων και βλέπει Αγίους, Αγγέλους, φώτα κ.τ.λ.
Μια μέρα, λοιπόν, του είχε παρουσιασθή πάλι ένας δήθεν Άγγελος και του λέει:
– Eτοιμάσου γρήγορα, Πάτερ … , γιατί σε λίγο θα περάσω να σε πάρω.
Εκείνος απήντησε:
– Νάναι ευλογημένο! Και βιαστικά –βιαστικά φόρεσε τα καινούρια του ράσα και το Σχήμα.
Εν τω μεταξύ του ξαναφωνάζει:
– Άντε, γρήγορα, ανέβα στο παράθυρο να σε πάρω.
Και ο Πατήρ απήντησε:
– Κάνε υπομονή να βρω ένα σκαμνί, για να ανέβω. Μετά από αυτόν τον διάλογο, μου έλεγε ο Προηγούμενος…, ακούστηκε ένα πέσιμο και ένα «Ωχ!» . Ώσπου να τρέξουν οι Πατέρες, είχε τελειώσει. Είχε γίνει σύντριμμα, γιατί ήταν σωματώδης, και το ύψος ήταν πολύ, διότι έπεσε απ’ τον τρίτο όροφο κάτω στην πλακοστρωμένη αυλή. Οι Πατέρες τον συμμάζεψαν στην κουβέρτα με διπλό πόνο, γιατί περισσότερο σκέφτονταν την απώλεια της ψυχής του. Ανέβηκαν μετά στο κελλί του, για να το τακτοποιήσουν, και βρήκαν μια κόλλα με μεγάλα γράμματα να λέη τα εξής: «Κάτω απ’ αυτή την κόλλα έχω τρεις χιλιάδες δραχμές για ένα Σαρανταλείτουργο. Εάν δεν μου το κάνετε, να έχετε την λέπρα του Γιεζή, την αγχόνη του Ιούδα και την αρά των 318 Θεοφόρων πατέρων της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου», και στο τέλος είχε την υπογραφή του.
Ο Καλός Θεός ,που είναι όλο σπλάχνα, ας λυπηθή το ταλαίπωρο πλάσμα του, και η διπλή αυτή πτώση του πλανεμένου αδελφού ας γίνη διπλό φρένο για μας, για να αγωνιζώμαστε με πολλή ταπείνωση και αγάπη, να πλησιάσουμε στον Θεό. Αμήν.
Ψάλτης συμπανηγυρίζει με αδελφό που είχε πεθάνει πριν από έξι μήνες
Κάποτε ο περίφημος ψάλτης Διακο-Γιάννης από το κελλί του «Ραδβούχου» ο οποίος πρόσφατα αναπαύθηκε , είχε πάει στην Πανήγυρη της Ι. Μονής Γρηγορίου , για να ψάλη. Αφού έψαλε στον Μεγάλο Εσπερινό, όταν τελείωσε, και θα άρχιζε η Λιτή, αισθάνθηκε την ανάγκη να πάη στο Αρχονταρίκι, να πιή έναν καφέ, για να τονωθή λίγο το Γεροντάκι και πάλι να πάη να συνεχίση τα ψαλτικά του.
Στο Αρχονταρίκι λοιπόν, σε γενομένη συζήτηση γύρω από τα ψαλτικά και τους Πατέρες της Μονής που έψαλλαν, είπε ο Διακο-Γιάννης:
– Είδα τον Πατέρα Δαβίδ να κρατιέται ακόμη καλά.
Ο Πατήρ Μακάριος (ένας από τους παλαιούς Πατέρες) παραξενεύτηκε γι’ αυτά που άκουσε και λέει στον Γέροντα Διακο-Γιάννη:
– Ο Πατήρ Δαβίδ έχει πεθάνει εδώ και έξι μήνες∙ λάθος έκανες.
Ο Διακο- Γιάννης τάχασε και με πεποίθηση του απαντάει:
– Εγώ , Πάτερ μου, δεν ξέρω πότε πέθανε και τι μου λες. Ένα πράγμα ξέρω, ότι τον είδα έξω στην Λιτή τον Πατέρα Δαβίδ πριν από λίγα λεπτά, χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε μάλιστα λίγο γύρω από τα ψαλτικά.
Ο απρόσεκτος λόγος αφελούς μοναχού που δέχθηκε παιδαγωγική τιμωρία από τον Θεό.
Στο Γηροκομείο του Αγίου Παύλου ήταν ένας Παρανοσοκόμος λίγο αφελής μεν, αλλά πολύ καλοκάγαθος.
Μου είχε διηγηθή ο ίδιος, πριν από σαράντα χρόνια περίπου, ότι όταν υπηρετούσε στο Γηροκομείο της Μονής, του είχε δώσει ένας αδελφός ένα σταφύλι ευλογία. Εκείνος από την καλοσύνη του δεν το έφαγε, αλλά το έκοψε μικρά κομματάκια και το μοίρασε στα Γεροντάκια. Ένα δε φιλότιμο Γεροντάκι του έδινε συνέχεια ευχές:
«Καλό Παράδεισο! καλό Παράδεισο!» ,γιατί ήταν και το πρώτο σταφύλι που είχε γευθή, αφού τα σταφύλια δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Ο παρανοσοκόμος λοιπόν με την αφέλειά του του απήντησε αστειευόμενος:
– Φάε, ευλογημένε μου, σταφύλι. Εδώ είναι ο Παράδεισος και η κόλαση.
Παρόλο που δεν το πίστευε αυτό- το είπε αστεία και είχε ελαφρυντικά λόγω της αφέλειάς του- τι έπαθε όμως;
Βλέπει την νύχτα ένα φοβερό όνειρο, αλλά ένιωθε σαν να ήταν ξυπνητός! Αντίκρισε λοιπόν μια πύρινη θάλασσα και απέναντι έναν ωραίο κόλπο με κρυστάλλινα παλάτια και έναν σεβάσμιο Γέροντα, που έμενε εκεί στον πολύ όμορφο κόλπο, που ακτινοβολούσε, αφού και τα γένια του ακόμη φαίνονταν σαν μεταξωτά. Εκεί γνώρισε και έναν αδελφό της Μονής, που είχε κοιμηθή πριν από τρία χρόνια, και τον ρώτησε τι είναι αυτά τα παλάτια, γιατί του έκαναν μεγάλη εντύπωση, και ποιος ο σεβάσμιος Γέροντας.
Ο αδελφός του είπε:
– Αυτός είναι ο Γερο-Αβραάμ , και αυτός ο όμορφος κόλπος με τα κρυστάλλινα παλάτια είναι «ο κόλπος του Αβραάμ», όπου αναπαύονται οι ψυχές των Δικαίων.
Ενώ ο αδελφός έλεγε αυτά, τα ακούει ο Δίκαιος Αβραάμ και λέει με αυστηρό ύφος στον Παρανοσοκόμο Πατέρα Γρηγόριο:
– Εσύ να φύγης γρήγορα από εδώ, δεν έχεις καμιά θέση!
Με το μάλωμα όμως που του έκανε ο πατριάρχης Αβραάμ, κι όπως ο παρανοσοκόμος γύρισε να φύγη βιαστικά, ένιωσε ότι τον άρπαξε η φλόγα από την πύρινη εκείνη θάλασσα και από τον πόνο ξύπνησε. Τι να ιδή όμως! Τα πόδι του εκείνο, στο οποίο ένιωσε το κάψιμο, ήταν γεμάτο από φουσκάλες και πονούσε συνέχεια είκοσι μέρες, μέχρι να θεραπευτούν οι πληγές με αλοιφές και διάφορα άλλα πρακτικά βότανα.
Μετανόησε πολύ γι’ αυτό που είχε πει και ήταν πολύ προσεκτικός στα λόγια του στο εξής.
Ο Γερο- Εφραίμ, «ο τάλας»
Απέναντι από το Κελλί του Γερο-Υπατίου (τα Βλάχικα Κελλιά) , πάνω από τα Κατουνάκια, φαίνεται μια σπηλιά, η οποία, όπως διηγούνται οι Γεροντάδες, επί Τουρκοκρατίας ήταν σπηλιά ληστών. Αυτή λοιπόν την σπηλιά ο Γερο-Εφραίμ την μετέτρεψε σε θείο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, διότι την αγίασε με την αγία του ζωή.
Ο Γερο- Εφραίμ καταγόταν από την Θεσσαλία. Είχε ψυχή ευαίσθητη και ταπεινή και πνεύμα ανδρείο και αγωνιστικό.
Έλεγε ο Παπα- Ιερόθεος και ο Παπα-Μακάριος από την Κερασιά ότι ο Γερο- Εφραίμ ήταν σαν τους Αββάδες της παλαιάς εποχής της Νιτρίας και Θηβαΐδος. Τα ίδια έλεγαν και οι ευλαβείς Γεροντάδες από τον Άγιο Βασίλειο, όπως επίσης και οι γείτονές του Συνασκητές. Όλοι τον παραδέχονταν για τις αρετές του και κυρίως για την μεγάλη του ταπείνωση και αφάνεια, ενώ αυτός αποκαλούσε τον εαυτό του ταλαίπωρο. Από ένα –δύο περιστατικά, που θα αναφέρω, πολλά θα καταλάβουν οι καλοπροαίρετοι, που αγωνίζονται στην αφάνεια.
Επειδή οι Πατέρες κατέβαιναν και αγόραζαν κάτι ( τρόφιμα κ.λ.π. ) ή έπαιρναν ευλογία από Μοναστήρια ( παξιμάδι ή κηπουρικά ) ,κατέβαινε και ο Γερο-Εφραίμ την νύχτα κρυφά και γέμιζε την τουρβά του με άδεια κονσερβοκούτια από τους λάκκους ,και την ημέρα ανέβαινε και αυτός φορτωμένος για το Ασκηταριό του, και έτσι έδινε την εντύπωση στους άλλους ότι κουβαλάει τρόφιμα.
Όταν έφθανε στην σπηλιά του, άδειαζε τα αδειανά κονσερβοκούτια , που είχε στον τουρβά του, μπροστά στην πόρτας της σπηλιάς, για να τα βλέπουν οι επισκέπτες και να σχηματίζουν την εντύπωση ότι είναι γαστρίμαργος, ενώ αυτός έκανε μεγάλες νηστείες. Μάλιστα, από την πολλή άσκηση και την πολλή υγρασία που είχε η σπηλιά, είχε προσβληθή αργότερα από φυματίωση. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να κτίση μόνος του, λίγο πιο πέρα από την σπηλιά σε προσήλιο τόπο, ένα μικρό καλυβάκι με ξερολιθιά, που μόλις τον χωρούσε.
Το ίδιο δε τυπικό συνέχισε και κει: να κουβαλάη κρυφά αδειανά κονσερβοκούτια από τους λάκκους και να τα αφήνη έξω από την πόρτα του. Όσοι τα έβλεπαν, επειδή δεν γνώριζαν την πραγματικότητα, έλεγαν:
– Τι κάνει αυτός εδώ; Δεν άφησε κονσέρβα για κονσέρβα!
Όσες ευλογίες του έδιναν καμιά φορά οι Πατέρες, τις δεχόταν με χαρά, αλλά πήγαινε την νύχτα και τις άφηνε έξω από τα Καλύβια των Πατέρων που είχαν ανάγκη ή σε αρρώστους , τους οποίους και υπηρετούσε.
Ο ίδιος είχε πολλή αυταπάρνηση και ήταν αφημένος στην Πρόνοια του Θεού. Κάποτε που είχε αποκλειστή από τα πολλά χρόνια στην σπηλιά, ο Καλός Θεός έστειλε τρόφιμα στον Γερο-Εφραίμ με έναν άνθρωπο, ο οποίος, αφού του άφησε ένα τουρβά με ευλογίες, εξαφανίστηκε μπροστά από τα μάτια του Γερο-Εφραίμ! Ο Γέροντας δόξασε τον Θεό και πέρασε όλο τον χειμώνα με εκείνη την ευλογία του Θεού.
Παρ’ όλα αυτά που ανέφερα, ο Γερο-Εφραίμ είχε πολλή αυτομεμψία ,και ορισμένοι πίστευαν, δυστυχώς, όσα έλεγε κατηγορώντας τον εαυτό του.
Έτσι ταπεινά και στην αφάνεια τελείωσε τον σκληρό αγώνα του για την αγάπη του Χριστού και ανεπαύθη εν Κυρίω το 1962. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ»
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ